«Κύριε Γκράντσεστερ. Κύριε Γκράντσεστερ, είστε μέσα;» φώναξε η θυρωρός
«Μμμ, τώρα μισό λεπτό. Ανοίγω» απάντησε αγουροξυπνημένος ο Τέρρυ. Σηκώθηκε και έβαλε γρήγορα το πρώτο παντελόνι που βρήκε μπροστά του.
«Καλημέρα. Τι συμβαίνει;» ρώτησε ανυποψίαστος.
«Κύριε Γκράντσεστερ. Μου έδωσε ένα παιδί αυτό το τηλεγράφημα για σας. Μου είπε πως είναι επείγον» είπε η γυναίκα και έδωσε στον Τέρρυ το τηλεγράφημα. Ο Τέρρυ ανήσυχος άνοιξε το φάκελο:
- Σπόιλερ:
«Η Κάντυ φεύγει για Αγγλία σήμερα
Δεν σκοπεύει να επιστρέψει
Τελευταία σου ευκαιρία
Γ.Α. Άντριου»
«Τιιιιιι;» φώναξε ο Τέρρυ και αμέσως κοίταξε το ρολόι του. Είχε μία ώρα στη διάθεσή του.
Έριξε αμέσως νερό στο πρόσωπό του, έβαλε βιαστικά ένα πουκάμισο και κατέβηκε να πάρει το αυτοκίνητό του.
«Δεν το πιστεύω. Δεν παίρνει μπροστά. Τέρρυ ψυχραιμία» είπε στον εαυτό του προσπαθώντας να ηρεμίσει. Μάταια. Όσο κι αν προσπαθούσε το αυτοκίνητο δεν ξεκινούσε.
«Να πάρει. Τώρα βρήκε το παλιοάμαξο να χαλάσει;» φώναξε ο Τέρρυ χτυπώντας δυνατά τα χέρια του στο τιμόνι.
Έκλεισε εκνευρισμένος δυνατά την πόρτα πίσω του και αμέσως άρχισε να ψάχνει για άμαξα.
«Στο λιμάνι» φώναζε και ξαναφώναζε σε όποιον αμαξά περνούσε από μπροστά του. Κανείς δεν σταμάτησε. Τα μάτια του Τέρρυ γυάλιζαν. Ώσπου είδε λίγο πιο κάτω μία άμαξα σταματημένη και τον οδηγό να τρώει ένα σάντουιτς.
«Στο λιμάνι» είπε ο Τέρρυ ανακουφισμένος.
«Σε λίγο νεαρέ. Τώρα κάνω το διάλειμμά μου», απάντησε ατάραχος ο αμαξάς.
«Ποιο διάλειμμα; Θα χάσω το πλοίο».
«Δεν μπορώ φίλε μου, 10 λεπτά να ξαποστάσω».
Ο Τέρρυ οργισμένος, με βλέμμα που έβγαζε φωτιές δεν είχε άλλη επιλογή.
«Κάτσε να ξαποστάσεις όσο θες» είπε και ανέβηκε στην άμαξα. Αμέσως πέταξε στον αέρα προς τον αμαξά μερικά χαρτονομίσματα και δίνοντας εντολή στα άλογα να ξεκινήσουν φώναξε:
«Έλα να την πάρεις απ’ το λιμάνι».
Ο αμαξάς έτρεχε ξωπίσω του αλλά μάταια.
Ο Τέρρυ φώναζε δυνατά στα άλογα και χτυπούσε με λύσσα τα ηνία. Είχε χάσει πολύτιμο χρόνο. Κρύος ιδρώτας άρχισε να κυλάει στο πρόσωπό του. ‘
Δεν γίνεται να τη χάσω. Όχι τώρα. Τα πάντα συνωμότησαν για να είμαστε επιτέλους μαζί’ σκεφτόταν και ξανασκεφτόταν.
Η Κάντυ, όσο κι αν την πονούσε που τα άφηνε όλα πίσω της, ανυπομονούσε να ξεκινήσει το πλοίο. Ένιωθε ότι μόλις ξεκινούσε το πλοίο μία καινούργια ζωή θα την περίμενε.
Ο Τέρρυ προς μεγάλη του ανακούφιση είδε το πλοίο που ήταν ακόμα αραγμένο στο λιμάνι.
«Που πάτε κύριε;» είπε αυστηρά ο ελεγκτής.
«Πρέπει να μπω για λίγο μέσα στο πλοίο και αμέσως θα κατέβω» είπε ο Τέρρυ.
«Δεν γίνεται. Μόνο αν έχετε εισιτήριο μπορείτε να περάσετε κύριε» είπε ο ελεγκτής με ύφος ψυχρό.
«Μα τι να το κάνω το εισιτήριο άνθρωπέ μου; Δεν σκοπεύω να ταξιδέψω» είπε νευριασμένος ο Τέρρυ.
«Ναι καλά, όλοι έτσι λένε και μετά καταλήγουν κρυμμένοι σε καμία βάρκα για να ταξιδέψουν τσάμπα» είπε δύσπιστα ο ελεγκτής.
«Χάνω τη γυναίκα που αγαπάω. Το καταλαβαίνεις;» είπε απελπισμένος ο Τέρρυ αρπάζοντας τον ελεγκτή απ’ τον γιακά.
«Χωρίς εισιτήριο δεν υπάρχει περίπτωση να περάσετε κύριε. Ο επόμενος» είπε ο ελεγκτής τραβώντας τα χέρια του Τέρρυ από πάνω του, δίνοντας στον Τέρρυ να καταλάβει ότι δεν υπάρχει περίπτωση να περάσει.
Ο Τέρρυ, έκανε να φύγει. Άκουσε την κόρνα του πλοίου να χτυπάει για πρώτη φορά. Σε δέκα λεπτά το πλοίο έφευγε. Έκανε γρήγορα μεταβολή, έσπρωξε τον μπροστινό του και τρέχοντας προς το εσωτερικό του πλοίο φώναξε στον ελεγκτή:
«Φώναξε το λιμενικό να με συλλάβει».
Ο ελεγκτής, ο οποίος αιφνιδιάστηκε, άρχισε να σφυρίζει δίνοντας εντολή στους υπαλλήλους του λιμενικού να τον πιάσουν.
Η Κάντυ χαμένη στις σκέψεις της δεν αντιλήφθηκε το σαματά που είχε δημιουργηθεί εξαιτίας του Τέρρυ.
Ο Τέρρυ τρέχοντας στο πλοίο, ήξερε ότι θα είχε δύσκολο έργο. Είχε λίγα λεπτά στη διάθεση του να βρει την Κάντυ, να την πείσει να μην φύγει και όλα αυτά αποφεύγοντας τους λιμενικούς.
Έψαχνε παντού. Στη σάλα, στην τραπεζαρία ακόμα και στις καμπίνες αλλά δεν την έβλεπε πουθενά. Φώναζε το όνομά της δυνατά, αλλά απάντηση καμία. ‘
Αργά ή γρήγορα θα με πιάσουν και αμέσως το πλοίο θα φύγει’ σκεφτόταν απελπισμένος. Δεν του είχε μείνει τίποτε άλλο. Έτρεξε να ψάξει έξω στο κατάστρωμα όσο κι αν ήξερε πως εκεί οι λιμενικοί θα τον έβρισκαν αμέσως.
«Κάντυυυυυυ, Κάντυυυυυ» φώναζε και ξαναφώναζε με όση δύναμη του είχε απομείνει ώσπου την είδε μπροστά του. Η Κάντυ, άκουσε το όνομά της. Η φωνή γνώριμη ‘
Δεν είμαι καλά. Έχω αρχίσει να ακούω και τη φωνή του. Πρέπει να φύγω γρήγορα από αυτόν τον τόπο, πριν αρχίσω να βλέπω και οράματα’ σκέφτηκε η Κάντυ και δεν έδωσε σημασία.
Ώσπου ένα χέρι την άρπαξε με δύναμη.
«Τέρρυ;» είπε η Κάντυ σαστισμένη βλέποντας μπροστά της τον Τέρρυ λαχανιασμένο και ιδρωμένο.
«Κάντυ, ευτυχώς σε βρήκα. Δεν πρέπει να φύγεις για την Ευρώπη. Έλα να πάμε στο σπίτι μου. Να ζήσουμε για πάντα μαζί» είπε ο Τέρρυ συγκινημένος που ευτυχώς την πρόλαβε και σίγουρος πως τίποτα πια δεν πρόκειται να τους χωρίσει.
«Όχι, Τέρρυ. Δεν θα έρθω μαζί σου. Έχω πάρει την απόφασή μου και τίποτα δεν θα με κάνει να αλλάξω γνώμη» είπε αποφασιστικά η Κάντυ, η οποία προσπαθούσε να φανεί ψύχραιμη, παρ’ όλο που ένιωθε ότι θα καταρρεύσει.
Ο Τέρρυ σάστισε. Δεν πίστευε στ’ αφτιά του. Ήταν τόσο σίγουρος πως το μόνο πρόβλημα που είχε να αντιμετωπίσει ήταν απλά να προλάβει το πλοίο και να βρει την Κάντυ πριν φύγει.
«Φύγε Τέρρυ» του είπε η Κάντυ με φωνή τρεμάμενη.
«
Πιάστε τον» ακούστηκε μία φωνή στο βάθος. Τα περιθώρια είχαν στενέψει. Δεν είχε και πολλές επιλογές. Αμέσως άρπαξε την Κάντυ στους ώμους του και άρχισε να τρέχει προσπαθώντας να προλάβει να βγει από το πλοίο πριν τον πιάσουν οι λιμενικοί.
«Άσε με κάτω Τέρρυ. Άσε με κάτω» φώναζε η Κάντυ, αλλά ο Τέρρυ την έσφιξε ακόμα πιο δυνατά, για να μην του φύγει με τους σπασμούς που έκανε.
Ο ελεγκτής είδε από μακριά τον Τέρρυ να τρέχει να ξεφύγει απ’ τους λιμενικούς και στους ώμους του να κρατάει μια κοπέλα.
‘Αλήθεια έλεγε τελικά για τη γυναίκα που αγαπάει’ σκέφτηκε και συγκινημένος έκανε στην άκρη, προκειμένου να μην τον εμποδίσει.
Ο Τέρρυ, τον είδε και τον ευχαρίστησε μ’ ένα χαμόγελο. Βγήκε από το πλοίο και αμέσως άκουσε την κόρνα του πλοίου να χτυπά δυνατά.
«Άσε με κάτω Τέρρυ» συνέχισε να φωνάζει η Κάντυ.
Άφησε την Κάντυ να πατήσει στο έδαφος, αλλά κρατώντας της πολύ σφιχτά το χέρι άρχισε να τρέχει προς άγνωστη κατεύθυνση. Έπρεπε να απομακρυνθεί από το λιμάνι. Η κόρνα του πλοίου ακουγόταν ολοένα και λιγότερο.
Μόλις έφτασαν στην πλατεία αρκετά κοντά στο λιμάνι. Η Κάντυ φανερά κουρασμένη είπε στον Τέρρυ:
«Τέρρυ, δεν αντέχω άλλο» και λιποθύμησε.
Ο Τέρρυ, ανήσυχος, την πήρε αμέσως στα χέρια του και την ξάπλωσε στο παγκάκι.
«Κάντυ, Κάντυ, σύνελθε Κάντυ» της έλεγε χτυπώντας απαλά το μάγουλό της, αγχωμένος με την ξαφνική αδιαθεσία της.
Η Κάντυ άνοιξε αργά αργά τα μάτια της και αντίκρισε τα υπέροχα μάτια του Τέρρυ, που είχαν χαθεί μέσα στα δικά της. Αμέσως την αγκάλιασε ανακουφισμένος που είδε ότι το χρώμα της επανήλθε:
«Κάντυ μου, όλα τελείωσαν Κάντυ. Από’ δω και πέρα θα είμαστε για πάντα μαζί. Τίποτα δεν πρόκειται να μας χωρίσει» είπε ο Τέρρυ.
«Τίποτα; Η Σουζάνα δεν είναι τίποτα Τέρρυ. Και καλό θα ήταν να μη μιλάς έτσι για τον άνθρωπο που σου έσωσε τη ζωή» είπε η Κάντυ ελαφρώς ενοχλημένη.
«Τι σχέση έχει τώρα πια η Σουζάνα; Δεν κατάλαβες τίποτα από το τελευταίο γράμμα που σου έστειλα;» ρώτησε ο Τέρρυ απορημένος.
«Δεν τα διάβασα ποτέ τα γράμματά σου Τέρρυ» είπε η Κάντυ χαμηλώνοντας το βλέμμα της.
«Γιατί;» φώναξε ο Τέρρυ.
«Δεν είχε κανένα νόημα. Θα πονούσα ακόμα περισσότερο. Κατάλαβε με. Πονάω κι εγώ τόσο πολύ» είπε η Κάντυ και δακρυσμένη συμπλήρωσε:
«Εξάλλου τι σχέση έχει η Σουζάνα με το ότι δεν διάβασα τα γράμματά σου;»
«Αν έκανες τον κόπο να τα διαβάσεις, θα μάθαινες ότι η Σουζάνα με χώρισε».
Η Κάντυ σάστισε:
«Σε χώρισε;» ρώτησε ξαφνιασμένη.
«Ναι Κάντυ» είπε ο Τέρρυ γεμάτος χαρά και ανακούφιση και ξεκίνησε να της εξηγεί τι είχε συμβεί στην τελευταία του συνάντηση με τη Σουζάνα.
«Οπότε φακιδομουτράκι, καταλαβαίνεις ότι τώρα πια τίποτα δεν μπορεί να μας χωρίσει» και άρχισε να τη φιλάει παθιασμένα χωρίς να ενδιαφέρεται για τα βλέμματα των περαστικών.
«Επιτέλους θα μπορέσουμε να ζήσουμε ευτυχισμένοι οι δύο μας» της είπε και το πρόσωπό του για πρώτη φορά ήταν τόσο ήρεμο.
«Θες να πεις οι τρεις μας» τον διόρθωσε η Κάντυ και αμέσως χάιδεψε απαλά την κοιλιά της.
«Κάντυ» φώναξε ενθουσιασμένος ο Τέρρυ που αμέσως την σήκωσε στα χέρια του.
Το δικό τους ταξίδι τώρα άρχιζε.
ΤΕΛΟΣ