Candy-Candy
Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.

Candy-Candy

Η αγαπημένη ηρωίδα των παιδικών μας χρόνων!
 
ΦόρουμΠόρταλΑναζήτησηΕγγραφήΣύνδεση
Big Ben
Μάης 2024
ΔευΤριΤετΠεμΠαρΣαβΚυρ
  12345
6789101112
13141516171819
20212223242526
2728293031  
ΗμερολόγιοΗμερολόγιο
Πρόσφατα Θέματα
» Πασχαλινά αυγά!
Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς - Σελίδα 2 Icon_minitimeΧθες στις 11:03 pm από akaliakoukou

» Αλμπερτικό ημερολόγιο
Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς - Σελίδα 2 Icon_minitimeΤετ Μάης 01, 2024 10:52 am από Fay

» Μιά σκέψη, ένα "γειά" ... έτσι απλά
Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς - Σελίδα 2 Icon_minitimeΤρι Απρ 23, 2024 10:40 am από Fay

» Ο μυστηριώδης κύριος Αλμπερτ
Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς - Σελίδα 2 Icon_minitimeΠεμ Απρ 11, 2024 7:51 am από ariathniM

» Υπέροχα fanartάκια
Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς - Σελίδα 2 Icon_minitimeΤρι Απρ 02, 2024 5:03 pm από ariathniM

» Αγαπημένες μας συμμετοχές σε Eurovision
Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς - Σελίδα 2 Icon_minitimeΠαρ Μαρ 15, 2024 6:21 pm από ariathniM

» Eurovision 1995 nocturne secret garden
Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς - Σελίδα 2 Icon_minitimeΤετ Μαρ 13, 2024 8:03 am από akaliakoukou

» Eurovision 2024
Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς - Σελίδα 2 Icon_minitimeΤρι Μαρ 12, 2024 1:23 pm από ariathniM

» Χρόνια Πολλά από την Κάντυ
Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς - Σελίδα 2 Icon_minitimeΤρι Ιαν 23, 2024 8:38 pm από Fay

Ad astra

Image hosted by servimg.com
Συμβουλές Ομορφιάς

Image hosted by servimg.com
Συνταγές Μαγειρικής

Image hosted by servimg.com

 

 Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς

Πήγαινε κάτω 
Μετάβαση στη σελίδα : Επιστροφή  1, 2
ΣυγγραφέαςΜήνυμα
juliet
Candy Star
Candy Star
juliet


Θηλυκό
Αριθμός μηνυμάτων : 1381
Ηλικία : 43
Registration date : 05/09/2009

Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς - Σελίδα 2 Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς   Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς - Σελίδα 2 Icon_minitimeΠαρ Φεβ 12, 2010 2:48 pm

Το κόστος

Ο Τέρενς έφτασε στον εξωτερικό χώρο του θεάτρου μα ακόμα και εκεί ρεπόρτερς τον περίμεναν. Ένα κόστος που ήξερε ότι θα ερχόταν μία μέρα. Με τις αδιάκριτες ερωτήσεις τους σφυροκοπούσαν τη συνείδηση του ή έτσι νόμιζαν. Μπήκε μέσα αποφεύγοντας να δώσει εξηγήσεις ή να δικαιολογήσει τον εαυτό του. Μόλις μπήκε μέσα στο θέατρο, οι συνάδελφοι του και το συνεργείο γύρισαν ξαφνιασμένοι και τον κοίταξαν σιωπή απλώθηκε γύρω του..ακόμα και ο Ρόμπερτ δεν του μίλησε. Προχώρησε σαν να μη συνέβαινε τίποτα και κλείστηκε στο καμαρίνι του. Ήταν η αρχή του τέλους και το ήξερε. Άκουσε έναν χτύπο πίσω του. Όταν άνοιξε την πόρτα, είδε τον Ρόμπερτ.
- Τέρυ, είσαι καλά; Τον ρώτησε ο διευθυντής του θεάτρου.
-Φυσικά γιατί όχι; Ρώτησε ο Τέρυ.
-Δεν με αφορά η προσωπική σου ζωή ωστόσο τα έχουμε ξαναπεί αυτά, δεν θέλω αυτό το κομμάτι να επηρεάζει την δουλειά σου.
-Μα εγώ…
-Τέρυ, όλες οι κρατήσεις ακυρώθηκαν για το βράδυ και όσες θέσεις είχαμε κρατημένες για αύριο επίσης.
-Τι; φώναξε ο Τέρυ. Το όνειρο του γινόταν εφιάλτης.
-Λυπάμαι, του ειπε με χαμηλωμένο το βλέμμα του Ρόμπερτ, αλλά αυτά που γράφονται και λέγονται έχουν αποτελέσει σκάνδαλο. Πρέπει τουλάχιστον να πεις κάτι. Δεν μπορείς να αφήσεις τον τύπο να σε «θάψει». Βοήθησε τον εαυτό σου.
-Μα τι να πω; Τι να κάνω; Τι σχέση έχει η προσωπική μου ζωή με το θέατρο; Με τη δουλειά μου; Τι σημασία έχει;
-Αυτό το πιστεύεις εσύ, όχι ο κόσμος γύρω σου, χρειάζεται να μιλήσεις στους δημοσιογράφους. Το ξέρω ότι είναι δύσκολο αυτό που σου ζητάω και ούτε και αν το κάνεις αυτό σημαίνει κάτι. Άλλωστε το κακό για σήμερα έγινε. Η παράσταση ακυρώνεται και για τις επόμενες δύο μέρες. Αν δεν κάνεις κάτι θα αναγκαστώ…
-Θα αναγκαστείς τι; ρώτησε ο Τέρυ με νεύρο στη φωνή και στο σώμα. Θα αναγκαστείς να με διώξεις; Αυτό μου λες;
-Άσε με να σε βοηθήσω Τέρυ.
-Δεν χρειάζομαι τη βόηθεια σου, είμαι πολύ καλός ηθοποιός και αργά ή γρήγορα όλα αυτά θα ξεχαστούν αλλά δεν νομίζω ότι θα γυρίσω εδώ…, του είπε ο Τέρυ με αυθάδεια και έκανε να φύγει.
-Μη φέρεσαι τόσο επιπόλαια νεαρέ, σκέψου τη μητέρα σου, πόσο θα λυπηθεί αν τα ακούσει όλα αυτά…Μα ο Τέρυ είχε ήδη κλείσει την πόρτα πίσω του. Προτιμούσε να τα χάσει όλα..να τα πετάξει όλα..ακόμα και ανάμεσα σε αυτά τα όλα, ήταν τα ίδια του τα όνειρα, παρά να υποκριθεί κάτι που δεν ήταν, όχι, όχι άλλο. Αυτός ήταν και δεν θα το άλλαζε ακόμα και αν έπρεπε να αφήσει όλη τη ζωή του πίσω. Άλλωστε μετά από τον αποψινό αγώνα δεν ήξερε αν θα είχε καν ζωή. Αποφεύγοντας τους δημοσιογράφους, πήγε στη μία και μοναδική γυναίκα που ήταν ακόμα εκεί, στη μητέρα του.

Μητέρα και γιος

Η Έλινορ Μπέικερ, όπως και ο γιος της, δεν ήταν πρωινός τύπος αλλά σηκώθηκε αμέσως από το κρεββάτι της όταν η καμαριέρα της την ενημέρωσε ότι ο Τέρενς ήταν κάτω. Δεν είχε προλάβει ακόμα να διαβάσει την εφημερίδα και τα μάτια της δεν είχαν ανοίξει καλά καλά ακόμα για να αντέξουν το φως της μέρας που πλημμύριζε το σαλόνι αλλά συνήλθε αμέσως από την υπνηλία της όταν ο Τέρυ έτρεξε και έπεσε ξαφνικά στην αγκαλιά της. Μία πράξη που δεν την συνήθιζε.
-Τέρυ; Τι συμβαίνει; Τι συμβαίνει; Του είπε, διστάζοντας να τον αγκαλιάσει.
-Λυπάμαι, τα χάλασα όλα, τα κατέστρεψα, δεν άντεξα, δεν μπορούσα άλλο…
-Τέρυ τι λες; του χάιδεψε απαλά το κεφάλι όπως συνήθιζε όταν ήταν ακόμα μικρός και του διάβαζε τα παραμύθια. Τότε με την δραματική και την μελιστάλαχτη φωνή της τον ταξίδευε σε φανταστικούς κόσμους, μα τώρα τα παραμύθια είχαν τελειώσει, για όλους και για όλα.
-Άφησα τη Σουζάνα και τώρα με κυνηγούν οι δημοσιογράφοι, ακυρώθηκαν όλες οι κρατήσεις για τον Άμλετ και ο Ρόμπερτ…του είπα πως δεν θα ξαναγυρίσω.
Η Έλινορ αναστέναξε. Δεν ήταν κάτι που δεν περίμενε, ήταν θέμα χρόνου αυτή η παράσταση με τη Σουζάνα να τελειώσει, όπως τελειώνουν όλες οι παραστάσεις.
Τον πήρε από το χέρι και τον οδήγησε στον καναπέ, τον έβαλε να κάτσει και ζήτησε από την υπηρέτρια να τους φέρει καφέ.
-Ανόητο παιδί που είσαι, του είπε γλυκά, όταν η υπηρέτρια απομακρύνθηκε για να εκτελέσει τις εντολές της κυρίας της. Η ζωή συνεχίζεται Τέρυ, άντεξες πολύ χειρότερα. Τότε που χώρισες με την Κάντυ και είχες πάρει τους δρόμους γιατί δεν μπορούσες να παίξεις. Μικρέ, ερωτευμένε, Ρωμαίε. Η φωνή της ήταν σαν νανούρισμα, μελωδική μα και ευθύς ταυτόχρονα, μοίραζε την αλήθεια με τόση καλοσύνη.
-Γύρισα πίσω για αυτήν, είπε τότε ο Τέρυ. Ναι, γιατί ήθελα να νομίζει πως μπορώ να αντέξω, να μην στεναχωριέται για εμένα. Ήθελα τουλάχιστον αυτή να είναι ευτυχισμένη, ναι! Υποσχέθηκα να μην την κάνω να κλαίει, δεν ήθελα η δική μου αγάπη να της φέρνει δάκρυα…
-Και ήταν λάθος Τέρυ. Έπρεπε να είχες γυρίσεις για εσένα, για τον εαυτό σου, τότε μόνο θα μπορούσες να την κάνεις και αυτή αληθινά ευτυχισμένη. Με την αλήθεια Τέρυ, όχι με την προσποίηση.
-Δεν με δέχτηκε…της ζήτησα να είμαστε μαζί και δεν ήθελε να φορτωθεί την ευθύνη για αυτήν την απόφαση.
-Ε; τώρα η Έλινορ ξαφνιάστηκε. Τα μεγάλα μπλε μάτια της παρόμοια με αυτά του γιου της εξέφραζαν μία καθαρή απορία.
-Ήταν εδώ πριν από δύο μέρες και μ’άφησε. Και τότε…αποφάσισα να τα διαλύσω όλα με τη Σουζάνα. Γιατί δεν άντεξα να προσποιούμαι μπροστά της. Μ’αγαπάει ακόμα τόσο που διαλύθηκε στα χέρια μου. Πως μπορώ να συνεχίσω αυτό το θέατρο; Δεν αντέχω άλλο. Καταστρέφομαι κάθε μέρα για να ανταπεξέλθω σε αυτό το ρόλο που επαναλαμβάνεται αδιάκοπα. Δεν άντεξα άλλο, ακόμα, ακόμα και αν ποτέ δεν με συγχωρέσει…δεν αντέχω άλλο…
Τώρα ήταν η σειρά του Τέρυ να σπάσει και αν και τα μάτια του δεν έκλαιγαν, ο ίδιος αισθανόταν τον εαυτό του να έχει σκορπιστεί σε χιλίαδες κομματάκια προς όλες τις κατευθύνσεις.
-Είσαι τόσο ερωτευμένος Τέρυ, ηρέμησε, όλα θα φτιάξουν, είσαι δυνατός ακόμα και μέσα στην αδυναμία σου. Δεν χάθηκαν όλα. Τίποτα απλώς και έτσι δεν τελειώνει. Και αν αυτό είναι το τίμημα σου για τη Σουζάνα είσαι διατεθειμένος να το πληρώσεις; Ρωτούσε τώρα η Έλινορ Μπέικερ το μοναδικό της γιο.
Ο Τέρυ έγνεψε καταφατικά το κεφάλι του.
-Τότε θα είσαι εντάξει Τέρυ. Μην ανησυχείς τόσο για το θέατρο. Θα μιλήσω εγώ του Ρόμπερτ να αναβάλει τις παραστάσεις για κάποιο διάστημα. Ο κόσμος ξεχνάει εύκολα. Θα σου κάνει καλό να ξεκουραστείς, άλλωστε, φαίνεσαι κουρασμένος. Ο Τέρυ ήταν όντως κουρασμένος όχι τόσο έξω του όσο μέσα του.
-Έλα ηρέμησε, θα πω στην Σέβη να σου φτιαξει το μπάνιο. Δεν είναι ανάγκη να δεις κανέναν για σήμερα, ειπε η Έλινορ και σηκώθηκε για να πάει προς την κουζίνα.
-Έχω κάπου να πάω το βράδυ, της είπε ο Τέρυ.
-Εντάξει, μείνε εδώ να ξεκουραστείς, μέχρι τότε. Εγώ θα βγω με τον Ρόμπερτ.
-Μητέρα; Ρώτησε ο Τέρυ με εξιχνιαστικό ύφος που για άλλη μία φορά σταμάτησε την Έλινορ από το να πάει στον προορισμό της.
-Α, καλά, δεν θα τον παντρευτώ κιόλας, είπε η Έλινορ και του έκλεισε πονηρα το μάτι, γυρνώντας να φύγει.
-Μα δεν θέλω να νομίζει κανείς πως επειδή είμαι γιο σου και αυτός…(ο Τέρενς δυσκολεύονταν να πει τη λέξη εραστής για τη μητέρα του όσο προοδευτικός και αν ήταν με αυτά τα θέματα).
-Τέρυ, άσε πια αυτές τις ιδέες, ακόμα δεν έμαθες; Μόνο ο εαυτός σου μπορεί να σε σώσει και κανείς άλλος.
Αυτό ήταν αλήθεια, ειδικά απόψε.
Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
juliet
Candy Star
Candy Star
juliet


Θηλυκό
Αριθμός μηνυμάτων : 1381
Ηλικία : 43
Registration date : 05/09/2009

Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς - Σελίδα 2 Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς   Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς - Σελίδα 2 Icon_minitimeΠαρ Φεβ 12, 2010 11:32 pm

Μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος

Απόψε, το απόψε ήταν ήδη εδώ. Μία θλιβερή σκοτεινή νύχτα που το χιόνι έπεφτε πυκνό και οι νιφάδες του ήταν το μόνο φως στα σκοτάδια που εξουσίαζαν τα έρημα στενά της αυλής όπου θα δινόταν αυτή η μάχη. Μία μάχη που θα μπορούσε να ενώσει δύο ανθρώπους ίσως για πάντα, μέχρι να τους χωρίσει ο θάνατος. Ο Τέρενς το σκεφτόταν ενώ ήδη βάδιζε τα στενά σοκάκια έχοντας αφήσει πίσω του την ασφάλεια του σπιτιού της Έλινορ. Έπρεπε να κερδίσει πάση θυσία. Μα δεν ήταν ο μόνος στο δρόμο του για αυτή την αιματηρή συνάντηση.
Μερικά λεπτά ο Άρτσι και ο Νηλ περίμεναν στο lobby την Κάντυ να κατέβει από το δωματιο της. Ο Άρτσι πίστευε για τον εαυτό του ότι ήταν τελείως παλαβός που άφηνε την Κάντυ και τον Νηλ να τον σύρουν στην άλλη μεριά της Νέας Υόρκης για να δει τον Τέρυ να μάχεται για τα μάτια μίας τρίτης γυναίκας και την Κάντυ να παραληρεί στα χέρια του. Αλλά γνώριζε πως αν άφηνε την Κάντυ μόνη της με τον Νηλ να χαθεί στα στενά αυτής της ξένης -και αποδεδειγμένα επικύνδινης για αυτούς- πολής θα ήταν ακόμα πιο τρελός και αδικαιολόγητος. Με βαριά καρδιά και όλες τις αισθήσεις του σε ενγρήγορση πήρε το χέρι της Κάντυ, την βοήθησε να βάλει το παλτό της και σιωπηλά ακολούθησαν τον Νηλ μέσα στο αυτοκίνητο.
«Χα, θα έχει πολύ πλάκα απόψε», σκεφτόταν ο Νηλ από μέσα του.
Με τη σειρά του ο Έρικ είχε ακριβώς την ίδια σκέψη καθώς έβλεπε τη Μονίκ να ετοιμάζει μέσα σε μία βαλίτσα λιγοστά ρούχα και αντικείμενα. «Μη βιάζεσαι να με αφήσεις», της ψιθύρισε γλυκά στο αυτί. Μία κίνηση που ανατρίχιασε τη Μονίκ. Αναγκαστικά η Μονίκ θα ήταν παρούσα στον αγώνα, εφόσον ο Τέρυ, επιθυμούσε να τη δει να φεύγει ελεύθερη.
Αλλά ο Έρικ δεν είχε καμία αμφιβολία για τον πυγμάχο του, ο Σάμουελ δεν θα άφηνε τον Τέρυ να σταθεί όρθιος. Ναι ήταν σίγουρος για αυτό.
Και όσο σίγουρος αισθανόταν ο Έρικ για τον Σάμουελ άλλο τόσο αισθανόταν ο Τσάρλι για τον Τέρυ. Είχε ήδη συγυρίσει και καθαρίσει το σπίτι και κάνει χώρο στην ντουλάπα του για τα ρούχα της Μονίκ. Όσο για την καρδιά του αυτή ήταν έτοιμη από πολύ καιρό να την καλοσωρίσει στο σπίτι. Απόψε…
Πότέ πριν κανένα «απόψε» δεν ήταν τόσο σημαντικό για τον Τσάρλι και την Μονίκ, δύο ερωτευμένους που απόψε θα ήταν για πρώτη φορά μαζί.
Ο Τσάρλι ήδη χαμογελούσε, έκλεισε την πόρτα πίσω του και βαδίζοντας βιαστικά γιατί είχε αργήσει άρχισε να περπατά μες το κρύο με προορισμό τη μισοσκότεινη, ερημική αυλή όπου γινόταν η μάχη. Μα απόψε δεν ήταν τόσο ερημική όπως συνήθως, πολλοί θεώρησαν αυτόν τον αγώνα μία εξαίσια ευκαιρία για να βγάλουν χρήματα –εφόσον ο Σάμουελ ήταν σίγουρο φαβορί- και τα αγόρια της συνοικίας, αυτοί οι τριτοκοσμικοί αλήτες και οι φτωχοί εξαθλιωμένοι μετανάστες- είχαν κατακλείσει την αυλή. Ο αγώνας είχε ήδη αρχίσει.
Παντού ακούγονταν φωνές και γιουχαρίσματα, βρισιές αλλά και γέλια. Μέσα σε αυτό το καμβά γεμάτο από άντρες με φθαρμένα, σκισμένα ρούχα, προκλητικά βλέμματα, άσεμνες χειρονομίες και καμία ανοχή, η Κάντυ ένιωσε να χάνεται. Έσφιξε το χέρι του Άρτσι περισσότερο, μα μόλις είχαν φτάσει και δεν μπορούσε να διακρίνει κανέναν και τίποτα. Οι γυρισμένες πλάτες αυτών των δυνατών αντρών δεν της επέτρεπε να δει τίποτα. Ο Άρτσι άρχισε να γκρινιάζει καθώς οι περισσότεροι από αυτούς τους λεχρίτες τον έσπρωχναν και φώναζαν μέσα στο αυτί του. «Πάμε να φύγουμε», της είπε στο αυτί μα η Κάντυ δεν έκανε ούτε βήμα. Ο Νηλ εμφανώς ενοχλημένος και αυτός από τις σπρωξιές έκανε νόημα στον Άρτσι να τραβηχτούν πιο πέρα, στην άκρη της αυλής, ξεκόβωντας από το ενοχλητικό πλήθος. Μα όπως γύρισαν για να πάνε πιο πίσω η Κάντυ αντίκρυσε τον Τσάρλι που έμπαινε από το στενό σοκάκι.
Σταμάτησε κοκκαλωμένη μόλις τον είδε και μαζί της σταμάτησαν και τα δύο αγόρια.
-Κάντυ; Τι κάνεις εδώ; Ήρθες να δεις τον Τέρυ; Φώναξε ο Τσάρλι με ενθουσιασμό.
-Ποιος είναι αυτός; Ρώτησε ο Άρτσι, η φωνή του μετα βίας ακουγόταν με την υστερία και το χαβαλέ που επικρατούσε πίσω του.
-Ναι, ναι είναι ο Τσάρλι. Ο φίλος του Τέρυ.
-Ε; έκανε ο Άρτσι αλλά η Κάντυ δεν είχε καιρό για παραπάνω εξηγήσεις. Έτρεξε στον Τσάρλι που της άνοιξε διάπλατα την αγκαλιά του για να την αγκαλιάσει. Αν και ελάχιστη ήταν η γνωριμία και ο χρόνος που μοιράστηκαν, όταν η Κάντυ τον είχε βοηθήσει να δραπετεύσει από την αστυνομία στο Σικάγο, η Κάντυ δεν απαρνήθηκε να τον αγκαλιάσει λες και γνωρίζονταν από παλιά.
-Τσάρλι, δεν περιμένα ποτέ να σε δω εδώ, του είπε με χαμόγελο.
-Ει, γιατί εγώ; Δεν είναι σπουδαίο αυτό που κάνει ο Τέρυ, ε; Κάντυ;
Τώρα η Κάντυ δεν καταλαβαίνε λέξη από τα λόγια του Τσάρλι αλλά δεν είχε σημασία.
-Αυτοί είναι οι συγγενείς μου, Άρτσι Κόρνγουελ και Νηλ Ράγκαν, είπε η Κάντυ δείχοντας τα δύο αγόρια που στέκονταν πίσω της.
-Ήρθατε να δείτε τον αγώνα; Ε, είναι πολύ σημαντικός για μένα, Κάντυ, έλα πάμε, πάμε μπροστά, να σε δει ο Τέρυ, θα του κάνει καλό.
-Ε; όχι, καλύτερα όχι, Τσάρλι, μπορεί να ξαφνιαστεί και δεν θα κάνει κανένα καλό αυτό…Τώρα ήταν ο Τσάρλι που δεν καταλάβαινε αλλά ίσως ήταν καλύτερα έτσι. Ούτε αυτός είχε όρεξη να ξαναδεί τα μούτρα του Έρικ που σίγουρα θα είχε θέση στην πρώτη σειρά παρέα με τη Μονίκ.
-Τότε, ελάτε από εδώ, είπε και τους οδήγησε ανοίγοντας δρόμο ανάμεσα στο πλήθος.
Τα αγόρια γύριζαν τα κεφαλια τους καθώς την έβλεπαν να περνάει. Αλλά εφόσον συνοδευόταν όχι από έναν αλλά από τρεις άντρες και ο ένας μάλιστα ήταν του δικού τους κύκλου, κανείς δεν θα την πείραζε. Τώρα η Κάντυ μπορούσε να δει καλύτερα. Στην μέση του βίαιου κύκλου είδε τον Τέρυ και έναν άγνωστο ψηλό και δυνατό άντρα, με σκληρά χαρακτηριστικά και ατημέλητη εμφάνιση να παλεούουν. Έπαθε σοκ την ίδια ώρα και στιγμή που είδε τον Τέρυ να πέφτει στο έδαφος μετά από την κλοτσιά του Σάμουελ στο στομάχι του. Πίσω της άκουγε φωνές. «Τέρυ, παλεψε». «Σήκω πάνω, παλιομπάσταρδε». Η Κάντυ έκλεισε τα μάτια της, άρπαξε το χέρι του Άρτσι που στεκόταν δίπλα της και σφίχτηκε τόσο δυνατά πάνω στο στήθος του που ο Άρτσι θα ορκιζόταν ότι ένιωθε τον χτύπο της καρδιάς της στο δικό του στήθος. «Είναι εντάξει, Κάντυ, σηκώθηκε», της είπε ο Τσάρλι. Η Κάντυ μετά βίας ανέπνεε. Αυτό, αυτό, δεν είχε καμία σχέση με τους ξαφνικούς καυγάδες του Άρτσι και του Τέρυ στο κολλέγιο. Αυτός ο Σάμουελ, όπως την είχε αποκαλέσει ο Νηλ, θα τον σκότωνε.
Άνοιξε αργά τα μάτια της και είδε τον Τέρυ να ρίχνει κάτω τον Σάμουελ με μία πολύ δυνατή κλωτσιά στα γόνατα. Ο Σάμουελ υπέφερε για να σηκωθεί. Μεμιάς ένιωσε καλύτερα, ενθουσιάστηκε.
-Εμπρός Τέρυ, πάλεψε! Φώναξε με όση δύναμη διέθεταν οι πνεύμονες της ενώ τα πόδια της αναπήδησαν στον αέρα. Και οι τρεις άντρες γύρισαν και την κοίταξαν. Τους κοίταξε λίγο ντροπαλά αλλά το βλέμμα της ξαναγύρισε στον Τέρυ που έκανε ότι καλύτερο μπορούσε για να αποφύγει τις ξαφνικές μπουνιές και τις γροθιές του Σάμουελ. Ο Σάμουελ ήταν πολύ καλός σε αυτό το άθλημα αλλά το πιο σημαντικό του πλεονέκτημα ήταν η ανοχή στον πόνο, καθώς ήταν συνηθισμένος σε αυτόν από μία πολύ πρώιμη ηλικία.
Όταν ο Σάμουελ αντιμετώπιζε έναν αντίπαλο, συνήθιζε να φέρνει στη μνήμη του την εικόνα του πατέρα του που από την ηλικία των τεσσάρων ετών κτυπούσε το γιο του στο κεφάλι μέχρι ο τελευταίος να πέσει αναίσθητος. Αυτή η εικόνα, αργότερα χάρισε στον Σάμουελ μία αναπάντεχη επιτυχία σε ένα απροσδόκητο επάγγελμα: αυτό του ψυχρού εκτελεστή.
Ο Τέρενς κοιτούσε απευθείας μέσα στα μάτια αυτού του αιμοβόρου Εβραίου, τα μάτια του Τέρυ δεν μαρτυρούσαν φόβο ή πόνο για ότι ερχόταν. Τα μάτια του Σάμουελ είχαν ακριβώς το ίδιο βλέμμα μίσους και εκδίκησης με αυτό που είχε όταν σκότωσε τον πατέρα του, χρόνια πριν, σε ένα από αυτά τα περιβόητα επεισόδια ενδοοικογενειακής βίας. Ο Τέρενς διαισθανόταν ότι το μίσος του Σάμουελ πήγαινε πέρα από την κοινή λογική. Εάν ήθελε να επιβιώσει απόψε, έπρεπε να μείνει όσο πιο συγκεντρωμένος γινόταν. Αφού κατάφερε να γλυτώσει από ένα σετ από μπουνιές που εξαπέλυσε ο Σάμουελ, αποφεύγοντας τον την τελευταία στιγμή, ο Τέρενς έκανε την επίθεση του αλλά ο Σάμουελ του άρπαξε το χέρι στον άερα και σχεδόν κόντεψε να του το σπάσει όταν τον έριξε στο έδαφος. Ο Τέρενς ούρλιαξε από τον πόνο αλλά ο Σάμουελ του απελευθέρωσε το χέρι και τον κλώτησε στην πλάτη ώσπου να πέσει όλος μπρούμυτα στο ψυχρό και βρεγμένο από το χιόνι έδαφος.
-θα τον σκοτώσει..θα τον σκοτώσει…φώναξε η Κάντυ.
-Κάντυ ηρέμησε, είπε ο Άρτσι αν και ο ίδιος είχε πρόβλημα να παρακολουθήσει αυτόν τον αγώνα. Αν και αντιθαθούσε από τα βάθη της ψυχής του τον Τέρυ, αυτές οι καταστάσεις στις οποίες ο ίδιος ο Τέρυ έβαζε τον εαυτό του, ήταν για τον Άρτσι έξω από τα σύνορα της δικής του αντοχής του.
Τώρα ο Σάμουελ ήταν έτοιμος να πηδήξει με όλο του το βάρος πάνω στον ακόμα ζαλισμένο από τον πόνο Τέρυ που προσπαθούσε να σταθεί στα τέσσερα. Αυτή ήταν μία από τις διάσημες κινήσεις του Σάμουελ, που το πλήθος λάτρευε. Ο Σάμουελ κλώτσησε άλλη μία φορά τον Τέρυ στο στομάχι ώστε να τον ξαναρίξει στο πάτωμα και πήδηξε πάνω του με όση δύναμη και φόρα διέθετε.
Τα κόκκαλα του Τέρυ στο θώρακα ήταν έτοιμα να του σπάσουν και να του τρυπήσουν τους πνεύμονες, άλλη μία φορά και ήταν αρκετή για να τον στείλει στον τάφο. Νιώθοντας έναν αβάσταχτο πόνο, ο Τέρυ δάγκωσε τα χείλη του για να μην ουρλιάξει. Ο Σάμουελ πήρε μία στιγμή θριάμβου και ετοιμάστηκε να ξαναπηδήξει. Αλλα όπως πήδηξε ο Τέρυ, σε κατάτασταση πανικού, κυλίσε προς τα αριστερά και σηκώθηκε αμέσως πάνω, σχεδόν παραπατώντας, για να αποφύγει την επίθεση που θα τον έλιωνε.
Η Κάντυ έκλαιγε στην αγκαλιά του Άρτσι, έχοντας χάσει όλο της το κουράγιο, τη στιγμή που είδε αυτό τον σκληρό και ψυχρόαιμο άντρα να επιτίθεται με λύσσα και ορμή πάνω στον άντρα που λάτρευε. Δεν μπορούσε να παρακαλουθήσει, όσο και αν το ήθελε.
Αλλά δεν είχε και επιλογή. Γιατί εκεί σε αυτόν τον αιματοβαμμένο κύκλο στεκόταν ο Τέρενς, στη μέση ενός αγώνα που μπορούσε να του στοιχίσει τη ζωή. Έπρεπε να ξέρει. Λες και διάβαζε τις σκέψεις της, ο Τσάρλι της είπε:
-Κάντυ, ο Τέρυ σηκώθηκε, χτυπάει τον Σάμουελ, τον ζάλισε, τον έχει στριμώξει, τα πάει καλά. Η Κάντυ άνοιξε τα μάτια και κατάφερε να δει τον Τέρυ να χτυπάει το κεφάλι του Σάμουελ με δύναμη και ταχύτητα στον τοίχο…μία…δυο…τρεις…τέσσερις…πέντε…έξι…το βλέμμα του Σάμουελ είχε αρχίσει να θολώνει…εφτά…οκτώ…ο τοίχος έπαιρνε μία κόκκινη απόχρωση. Το πλήθος χειροκροτούσε και ζητωκραύγαζε. Εννέα…δέκα…έντεκα και ο Σάμουελ έπεσε σχεδόν νεκρός ανάμεσα στα σκουπίδια του τοίχου. Αυτό θα μπορούσε να ήταν το τέλος. Μα ήταν η αρχή, γιατί το βλέμμα του Σάμουελ δεν θόλωσε μόνο από τον πόνο αλλά και από την ανάμνηση…μία ανάμνηση που απελευθέρωσε το κτήνος που έκρυβε τόσα χρόνια μέσα του. Και τα κτήνη πάντα σηκώνονται, μέχρι να αφήσουν και την τελευταία του ανάσα. Ο Σάμουελ τίναξε το κεφάλι του δεξιά και αριστερά και αίμα τινάχτηκε στα ρούχα και στο λαιμό του. Το βλέμμα του ήταν θανατηφόρο. Έβγαλε από την τσέπη του το σουγιά του, προσκαλώντας με το νεύμα του δεξιού του χεριού, τον Τέρυ να έρθει πιο κοντά. Ο Τέρυ είδε το μικρό στιλέτο που κρατούσε ο Σάμουελ αλλά δε δίστασε ούτε για μια στιγμή, ήταν αποφασισμένος να δώσει ένα τέλος στο μαρτύριο της Μονικ, όπως είχε αποφασίσει να δώσει ένα τέλος και στη βασανιστική του σχέση με τη Σουζάνα. Απόψε κανείς δεν θα έκανε πίσω. Αυτή η μάχη θα δινόταν μέχρι τέλους. Η νύχτα είχε πάρει φωτιά.
-Ελα λοιπόν να σε σφάξω, ούρλιαξε ο Σάμουελ.
-Μη βιάζεσαι, του είπε ο Τέρυ.
-Εμπρός κ*****, του είπε ο Σάμουελ και όρμησε πάνω στον Τέρυ.
Το πλήθος ωστόσο άρχισε να διαμαρτύρεται…
-Δεν θα χάσουμε έτσι τα στοιχήματα μας…
-Αυτός είναι φονιάς…
Ο Έρικ δεν πρόλαβε να αντιδράσει, ήθελε να σταματήσει τον Σάμουελ αλλά μία δύναμη τον πέταξε στο έδαφος και σχεδόν τον ποδοπάτησε...
Ο Τέρενς αιφνιδιάστηκε, είδε τον Σάμουελ να έρχεται καταπάνω του και έκανε στην άκρη για να τον αποφύγει, στη συνέχεια είδε και πάλι τον Σάμουελ σε απόσταση πολύ κοντινή πλέον να προτάσει το χέρι με τη μυτερή ατσάλινη λεπίδα στον αέρα έτοιμο να πέσει πάνω του, αλλά δεν πρόλαβε ούτε να αμυνθεί ούτε και να αντιδράσει γιατί τα χέρια του ίσα που πρόλαβαν να κρατήσουν το μαλακό και τρυφερό σώμα που μπήκε ασπίδα μπροστά του, πριν να πέσει στο έδαφος με το στιλέτο του Σάμουελ καρφωμένο μέσα του.
Η ζωή κόπηκε στα δύο. Το φως χάθηκε. Μες τη νύχτα, με μάρτυρα τα αστέρια, ούρλιαζε το όνομα της, ξανά και ξανά, κλαίγοντας, καθώς το αίμα χαραζε ρυάκια, κυλούσε πάνω του, στα ρούχα, στο παγωμένο έδαφος και οι λευκές κρυστάλλινες νιφάδες του χιονιού έπεφταν, απόψε, ασταμάτητα.

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
juliet
Candy Star
Candy Star
juliet


Θηλυκό
Αριθμός μηνυμάτων : 1381
Ηλικία : 43
Registration date : 05/09/2009

Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς - Σελίδα 2 Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς   Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς - Σελίδα 2 Icon_minitimeΣαβ Φεβ 13, 2010 12:23 pm

Μέχρι να μας ενώσει ο θάνατος

Κανείς δεν κατάλαβε τίποτα, κανείς δεν πρόλαβε τίποτα. Πως και πότε το μικρό της χέρι κατάφερει να γλυστρήσει από την παλάμη του Άρτσι που το κράταγε, να παραμερήσει τον Νηλ και τον Τσάρλι που στέκονταν μπροστά της και να ανοίξει δρόμο ανάμεσα σε τόσες ανώνυμες και σκληρές πλάτες. Ο Άτσι δεν πρόλαβε, ο Νηλ έκανε στην άκρη, ο Τσάρλι δεν κατάλαβε…Ο Έρικ έπεσε κάτω, ο Σάμουελ οδηγημένος από ένα φονικό ένστικτο δεν έβλεπε μπροστά του, ο Τέρενς δεν συνειδητοποίησε…Τα χέρια του άνοιξαν σαν φτερά σε μία αγκαλιά να την κρατήσουν ενώ αυτή έπεφτε και αυτός έπεφτε μαζί της…
Ο χρονός σταμάτησε, το μυαλό του άδειασε, κοίταξε το στιλέτο που ήταν μέσα της, κοίταξε με φρίκη το χέρι του που το κάλυπτε το αίμα της. Την κράταγε μα δεν την άφηνε. Ο Άρτσι πάνω από το κεφάλι του ούρλιαζε, προσπαθούσε να του ανοίξει τα χέρια, να την πάρει. Ένιωσε την Μονικ να τον τραβάει μα ήταν βαρύς σαν μολύβι. Ξαφνικά ακούστηκε ένας πυροβολισμός που τον έβγαλε από τη νάρκη του και τα πλήθη άρχισαν να διαλύονται. Ο Σάμουελ έπεσε νεκρός μπροστά τους καθώς προσπαθούσε να διαφύγει από το στενό δρομάκι. Ο Έρικ ακόμα στο κέντρο του κύκλου κράταγε το περίστροφο και έκλεισε τα μάτια του…Έφυγε αθόρυβα. Ο Τσάρλι, η Μονίκ, ο Άρτσι και ο Νηλ ήταν οι μοναδικοί θεατές πλέον σε αυτή την τελευταία πράξη του δράματος. Η Κάντυ ίσα που ανάπνεε στα χέρια του. Δεν μπορούσε να σταματήσει το αίμα να τρέχει, κανείς δεν τολμούσε να τραβήξει τη λεπίδα. Και τότε ξύπνησε. Τη σήκωσε στα χέρια του και όλοι έτρεξαν μες το αυτοκίνητο του Άρτσι. Ο Άρτσι οδηγούσε μες τη νύχτα σε ένα αγώνα δρόμου προσπαθώντας να προσπεράσει το θάνατο. Όταν έφτασαν στο νοσοκομείο την κράτησε στα χέρια και τη μετέφερε καθώς ο Τέρυ άνοιγε το δρόμο και οι υπόλοιποι ακολουθούσαν. Οι γιατροί τρόμαξαν από τις φωνές του τελευταίου, οι αισθενείς του πρώτου ορόφου βγήκαν έντρομοι μέσα από τα όνειρα τους, οι νοσοκόμες έτρεχαν πανικόβλητες. Το νοσοκομειο σειόταν από την ένταση, τη συγκίνηση, τα νεύρα, τις φωνές του…Τι γινόταν;
Μα από εκείνη τη νύχτα κανείς δε θυμόταν πια τα λόγια και τις φωνές, τα κλάμματα και τους διαλόγους. Η τελευταία ανάμνηση του Άρτσι ήταν η ψυχρή πόρτα του χειρουργείου που έκλεινε μπροστά τους, μία πόρτα που από στέρεη είχε γίνει υγρή και θολή όπως την έβλεπε μέσα από τα δάκρυα του. Και ο Τέρυ ήξερε πως δεν θα θυμόταν πια και τίποτα από αυτόν τον κόσμο εάν πίσω από αυτήν την πόρτα η Κάντυ Γουάιτ Άρντλευ δεν άνοιγε τα μάτια της. Οι ζωές και των δύο κρέμονταν από μία κλωστή, απόψε θα άντεχαν και οι δύο, όσο άντεχαν, μέχρι να τους ενώσει ο θάνατος.

Συνείδηση

Στις ατελείωτες, αργές και βασανιστικές ώρες που ακολούθησαν κανείς δεν μίλαγε. Η σιωπή είχε πέσει ανάμεσα τους σαν διαχωριστικός τοίχος. Μα όλοι σκέφτονταν το ίδιο: Πότε, ποιος και γιατί είχε άνοιξει αυτή η θύρα της καταστροφής, της οδύνης και του θανάτου; Πόσο πίσω έπρεπε να πάνε; Πόσα λάθος βήμματα είχαν γίνει; Πως οι ζωές τους ήταν ανίσχυρα δεμμένες σε μία κλωστή; Αν την έκοβες, όλοι έπεφταν μαζί της. Καθισμένος στις άβολες και κρύες καρέκλες, έξω από το χειρουργείο, ο Άρτσι αναλογιζόταν όσα έγινα, όσα είδε και όσα πέρασε. Έκλαιγε με το κεφάλι κατεβασμένο. Είχε βγάλει το σακάκι και τη γραβάτα του σε μία προσπάθεια να απαλύνει το βάρος που τον έλιωνε, τη θηλειά στο λαιμό του που τον έπνιγε μα ήταν μάταιη προσπάθεια, δεν του έφταιγαν τα ρούχα. Μες τον μυαλό του οι εικόνες του μικρού όλο ζωή κοριτσιού που γνώρισε και ερωτεύτηκε περνούσαν μία-μία από την εποχή της άνοιξης και της αθωότητας, μία εποχή που είχε σβηστεί πλέον μα ήταν ότι πιο όμορφο του είχε απομείνει. Πόσα λάθη είχε κάνει; Πως κατάφερε να του ξεφύγει; Πως μπόρεσε να την αφήσει να του γλυστρήσει μέσα από τα χέρια; Κοίταξε με πλάγιο βλέμμα τον Τέρυ που και στεκόταν όρθιος με την πλάτη στηριγμένη στην πόρτα και το κεφάλι κατεβασμένο. Δεν μπορούσε να δει τα μάτια του καθώς τα καστανά μαλλιά του έπεφταν μπροστά αλλά ήταν σίγουρος ότι έκλαιγε, ότι θρηνούσε μέσα του. Του ήρθε να σηκωθεί και να τον κτυπήσει μα ήξερε μέσα του ότι ο Τέρυ πιθανότατα να βασάνιζε μόνος τον εαυτός του πολύ χειρότερα από ότι ο ίδιος ο Άρτσι θα μπορούσε. Το είχε δει και αυτό απόψε, κοίταξε τη Μονίκ και τον Τσάρλι που περίμεναν αγκαλιασμένοι και σιωπηλοί καθισμένοι στις καρέκλες. Το μυαλό του δεν συλλάμβανε ακόμα τη γενική εικόνα αλλά ήξερε πως είχαν οδηγηθεί σε ένα τραγικό λάθος. Ένα λάθος που έπρεπε να είχε εμποδίσει. Γιατί άφησε τον Νηλ να τους παρασύρει τόσο εύκολα και ωραία; Αφού ήξερε. Γιατί την άφησε; Αυτός που πάντα προσπαθούσε να το είναι ο σωστός απέναντι της, να την προστατέψει. Ήταν πάντα αδύναμος μπροστά της. Αυτό ήταν. Ναι αδύναμος στα πάθη του. Δεν είχε αντοχές, ποτέ δεν είχε. Η ζωή του με την Άννυ ήταν η μεγαλύτερη απόδειξη. Πόσο λάθος ήταν. Πάντα κατηγορούσε τον Τέρυ για τις αδυναμίες του μα ήταν εκείνος και όχι αυτος που υποχωρούσε εύκολα σε μία βολική κατάσταση. Ακόμα και αν αυτή ήταν έναντια σε όλες του τις επιθυμίες. Τι θα έλεγε στον Άλμπερτ; Στην Άννυ; Στα παιδιά, στα παιδάκια του λόφου που την λάτρευαν; Πως θα ζούσε αν…αν…Κούνησε το κεφάλι του για να διώξει τις μαύρες σκέψεις. Μα δεν έφευγαν. Ωστόσο αν ζούσε, αν ζούσε θα της έλεγε τα πάντα, ναι θα της έλεγε ότι πάντα την αγαπούσε, ότι ήταν ένας ψεύτης και υποκριτής, ότι πια δεν θα έκανε ότι του ζητούσε μα ότι όφειλε να κάνει, ότι δεν τον ένοιαζε πια για τους καθωσπρεπισμούς, τα πρέπει και το γίγνεσθαι αλλά για το είναι, αυτό το βαθύτερο είναι που αν το είχε ακούσει εξ’αρχής ίσως να μην βρίσκοταν ποτέ εδώ. Τώρα ήξερε πολύ καλά τι έπρεπε να κάνει. Και ήταν τόσο έξω από αυτόν όσο ήταν και το γεγονός ότι ο Άρτσι Κόρνγουελ καθόταν τώρα εδώ μόνος, κλαίγοντας, με ατημέλητη εμφάνιση και κανένα ελαφρυντικό για τον εαυτό του.

Όλα ή τίποτα

Ενώ ο Άρτσι Κόρνγουελ έκανε την αυτοκριτική του, ο Τέρενς Γκράντσεστερ περνούσε τα όρια μεταξύ ζωής και θανάτου. ‘Ηξερε τι να κάνει και πως. Όλα ήταν εκεί μέσα στο μυαλό του. Το περίστροφο του Έρικ αυτό που έδωσε τέλος σε εκείνη τη μάταιη ύπαρξη, θα έδινε τέλος και στη δική του. Μία σφαίρα αρκούσε, μία σφαίρα που θα διέκοπτε για πάντα τη ζωή του. Το τέλος, η λύτρωση. Δεν άντεχε άλλο αυτό το μαρτύριο. Ήξερε πολύ καλά τι περίμενε. Τη ζωή ή το θάνατο. Ήθελε να αναπνεύσει αλλά δεν μπορούσε. Ασφικτυούσε εκεί μέσα. «Τα ήθελες όλα, τα πήρες όλα», σκεφτόταν. Μα δεν μιλούσε για εκείνον. Αλλά για κάποια άλλη. Μία Σουζάνα Μάρλοου που κάποτε ήταν εκείνη εκεί μέσα. Έπρεπε να είχε σκοτωθεί εκείνος, τότε. Γλύτωσε τον αιφνίδιο θάνατο μόνο για να πεθάνει αργά και βασανιστικά. Ξαφνικά και ενώ κανείς δεν μιλούσε, κανείς δεν κουνιόταν άρχισε να τρέχει μέσα στη νύχτα. Αν του πέθαινε, θα τα ήταν πολύ αργά, πολύ αργά για όλους. Ήταν μία νύχτα που όλοι θα είχαν τις δικές τους ευθύνες, κανείς δεν θα γλύτωνε απόψε, κανείς. Δεν τον ένοιαζαν πια τα θύμματα. Η λογική του είχε θολώσει, δεν υπήρχε τίποτα και κανένας που να υπολογίζει απόψε. Χτύπησε την πόρτα των Μάρλοου μέσα στη μαύρη νύχτα και κατατρόμαξε τις δύο γυναίκες. Παραμέρισε την κυρία Μάρλοου σαν να ήταν ο κανένας. Πήρε στην αγκαλιά του τη Σουζάνα και την κατέβασε στην άμαξα που τον περίμενε ενώ η κυρία Μάρλοου έκανε σαν υστερική πίσω του και τον κτυπούσε στην πλάτη μα δεν πρόλαβε την άμαξα που εξαφανίστηκε τρέχοντας σαν τον δαίμονα μέσα στη νύχτα. Τρομοκρατημένη η κυρία Μάρλοου δεν ήξεερε τι να κάνει και που να πάει. Ο Τέρενς που είχε κτυπήσει την πόρτα της και αρπάξει την κόρη της από το ζεστό της κρεβάτι με τις νυχτικιές, ήταν ο ίδιος ο διάβολος. Όταν έφτασε στο νοσοκομείο δεν είχε εξηγήσει τίποτα στη Σουζάνα, οι άλλοι τρεις που περίμεναν τον κοίταξαν έκπληκτοι να μπαίνει με μία πανικόβλητη Σουζάνα στα χέρια να φωνάζει. Αυτή κοκκάλωσε όταν τους είδε και αυτός την έβαλε να κάτσει σε μία από τις καρέκλες. Ο Άρτσι δεν καταλάβαινε τίποτα όπως και η Σουζάνα. Κανείς δεν της έλεγε τίποτα, δεν της εξηγούσε κάτι. «Τι συμβαίνει Τέρυ; Τι συμβαίνει, ας μου πει κάποιος», φώναξε. Ο Τέρυ χαμήλωσε στο ύψος της, τα μάτια του έκλαιγαν. «Εκεί μέσα είναι η ζωή μου, Σουζάνα, αν πεθάνει, θα πεθάνω και εγώ. Εσύ;», ξαφνικά τη ρώτησε. Η Σουζάνα του άρπαξε το χέρι. «Τέρυ τι λες; τι λες» φώναζε. Τα μάτια του Τέρυ, τόσο φωτεινά, τόσο σκοτεινά, αλύγιστα, αβάσταχτα όπως και οι σκέψεις του. Κοίταξε την πόρτα του χειρουργείου. Πίσω από αυτήν την πόρτα ήταν η Κάντυ; Μάντευε, Ναι, γιατί ο Τέρυ δεν θα μπορούσε να την είχε φέρει εδώ για καμία άλλη. Ο κόσμος γκρεμιζόταν γύρω της. Όχι, δεν ήθελε κάτι τέτοιο δεν το ήθελε, ο παραλογισμός του Τέρυ αυτή τη στιγμή, ήταν ανίκητος. Πίσω από αυτήν την πόρτα, ο θάνατος ή η ζωή παραμόνευε και έτσι όπως όλων οι ζωές είxαν δεθεί έτσι και θα τελείωναν. Τα μάτια του Τέρυ δεν την γελούσαν, αυτή τη φορά της έλεγε αυτός: «Ή όλα ή τίποτα».
Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
juliet
Candy Star
Candy Star
juliet


Θηλυκό
Αριθμός μηνυμάτων : 1381
Ηλικία : 43
Registration date : 05/09/2009

Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς - Σελίδα 2 Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς   Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς - Σελίδα 2 Icon_minitimeΤρι Φεβ 16, 2010 2:28 pm

«Για εκείνον, όχι για εμένα»

-Σταμάτα, σταμάτα, πια! Η φωνή του Άρτσι, βραχνή και κουρασμένη από τα απανωτά ξενύχτια ακούστηκε διαπεραστική πίσω του. Αντιλαλούσε μέσα στην αίθουσα. Ο Τέρυ και η Σουζάνα, μα και η Μονίκ με τον Τσάρλι γύρισαν ξαφνιασμένοι και τον κοίταξαν. Στεκόταν όρθιος πίσω από τον Τέρυ και σχεδόν έκλαιγε ακόμα με απόγνωση.
-Δε σε αφορά αυτό το ζήτημα, του αντιμήλησε ο Τέρενς και σηκώθηκε όρθιος.
-Όχι, έτσι; Έτσι λες; Νομίζεις πως εγώ δεν την αγαπάω επειδή δεν ξεσηκώνω το νοσοκομείο όπως εσύ με τις φωνές σου; Ή αντέχω να σε βλέπω να μιλάς έτσι τη στιγμή που εκείνη παλεύει για τη ζωή της; Μία ζωή που έδωσε για να σε προστατέψει; Τι σου φταίει και αυτή εδώ; (Το βλέμμα του Άρτσι έπεσε πάνω στη Σουζάνα) Ε; Δεν σου φτάνει μία θα πάρεις και άλλη στο λαιμό σου;
-Ε; Ο Τέρενς θα μπορούσε κάλλιστα να αρχίσει έναν καυγά με τον Άρτσι, η παρέμβαση του Άρτσι ήταν πολύ προκλητική για να την αγνοήσει. Ωστόσο πάντα υπήρχαν ανείπωτες λέξεις και σκέψεις ανάμεσα τους και φαινόταν ότι τελικά στην πιο ακατάλληλη στιγμή ακόυγονταν…
-Έτσι ήσουν πάντα. Λες ότι την αγαπάς αλλά δεν καταλαβαίνεις ότι δεν είσαι ο μόνος και ότι γύρω σου υπάρχουν και άλλοι άνθρωποι που υποφέρουν. Πόσο καιρό ακόμα θα τη βασανίζεις και αυτήν και τη Σουζάνα;
Η απάντηση του Τέρυ ακούστηκε μάλλον σκληρή στα αυτιά του Άρτσι:
-Ενώ εσύ; Είσαι διαφορετικός έτσι; Μια ζωή κρυβόσουν πίσω από τα φουστάνια της Άννυ.
Ο Άρτσι χαμήλωσε ελαφρώς τα μάτια. Τελικά μάλλον δεν ήταν ποτέ καλός ηθοποιός αλλά αυτό δεν είχε καμία σημασία πια.
-Ναι, έχεις δίκιο, του είπε, ήσυχα. Έκανα ένα τεράστιο λάθος και στη ζωή μου υποκρίθηκα την αγάπη για να προστατέψω την Άννυ και τις ευαισθησίες της. Έπρεπε να της το είχε πει, να της είχα μιλήσει τότε, να είχα επιμείνει. Και εσύ το ήξερες. Αν δεν είχα φανεί τόσο δειλός, μπορεί τίποτα από όλα αυτά να μην είχαν συμβεί. Αλλα και εσύ αυτό κάνεις δύο χρόνια τώρα, αν δεν το πιστεύεις αυτό που κάνεις, δεν έχεις καμία δικαιολογία να το κάνεις. Τώρα είναι πολύ αργά, για να φωνάζεις και να διαμαρτύρεσαι, τώρα δεν σου φταίει κανείς άλλος. Χρειάζομαι άερα, είπε ο Άρτσι και πήγε κοντά στο παράθυρο. Ο Τέρυ γύρισε την πλάτη και στάθηκε στον τοίχο, δεν μίλησε άλλο, έχοντας βυθιστεί και πάλι σε μία από αυτές τις ατελείωτες σιωπές του.
Ο Άρτσι άνοιξε το παράθυρο. Ξαφνικά ένας παγερός άνεμος φύσηξε μέσα στο δωμάτιο. Κρύο, πολύ κρύο. Η Σουζάνα σχεδόν έτρεμε, όλα εκεί μέσα, τα βλέματα, οι φωνές των δύο αντρών, η αναμονή, το τικ τακ από το ρολόι στον τοίχο, αυτό το ίδιο νοσοκομείο, όλα την ανατρίχιαζαν. Και αυτός ο κρύος αέρας..ήταν στα αλήθεια τόσο μακρινός μα και τόσο γνώριμος. Λες και ερχόταν όχι από το παράθυρο από μία ζωντανή ανάμνηση του μυαλού της. Φυσούσε τόσο πολύ εκεί πάνω και εκείνη ήθελε να δώσει ένα τέλος στη ζωή της γιατί δεν άντεχε, δεν άντεχε να ζήσει χωρίς εκείνον, όχι, εκείνος ήταν η ζωή της, αν της τον παίρνανε... Η σκάλα που έπρεπε να ανέβει της είχε φανεί ατελείωτη μα η δική της θέληση ήταν ισχυρότερη από κάθε εμπόδιο.
Όταν κοίταζε κάτω το κενό, από εκείνη την ταράτσα, της φαινόταν ότι βρισκόταν ήδη στην πιο απόμακρη γωνιά του κόσμου όπου θα μπορούσε να την πάει το ανάπηρο και άρρωστο ακόμα από τις πληγές σώμα της. Ο παγωμένος, θυελλώδης αγέρας της έφερνε από μακριά τις φωνές που την καλούσαν πίσω μα εκείνη είχε ήδη αποφασίσει τον προορισμό της. Ήταν τόση η απελπισία και ο έρωτας της, ήταν τόση η απόγνωση που προτιμούσε να πεθάνει εκείνη τη στιγμή παρά να βιώνει μία ζωή πόνου και προσπάθειας, χωρίς αγάπη, χωρίς εκείνον. Ακόμα αυτό το κρύο…
Κοίταξε τον Τέρυ, που στεκόταν αμίλητος στον τοίχο. Ήξερε πόσο και με ποιο τρόπο πονούσε, τώρα τον ένιωθε περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Τώρα ήταν μέσα του, στην καρδιά και στο μυαλό του, τον καταλάβαινε απόλυτα. Ήταν και αυτή εκεί κάποτε, στο κατώφλι του θανάτου, της αυτοκτονίας, της τρέλας. Συνεπαρμένη από έναν έρωτα χωρίς μέλλον, αδύναμη να υποτάξει την καρδιά στην λογική, είχε διαλέξει τη φυγή από την αλήθεια. Και όταν όλα ήταν να τελειώσουν, ένα χέρι την τράβηξε, την έβγαλε από την παράνοια της και ότι πήγε να αρχίσει, ξαφνικά σταμάτησε. Η Κάντυ, ναι αυτή, αυτή την έσωσε, τι τραγική ειρωνεία…Αυτή την έσωσε και ο Τέρυ την αγκάλιασε, σε εκείνη την κρύα, παγερή ταράτσα, την αγκάλιασε με την αγάπη του, μία αγάπη όχι για αυτήν αλλά για τον ίδιο τον άνθρωπο. Μία θυσία στο όνομα της αγάπης, όχι του έρωτα. Ναι, στάθηκαν και οι δύο πιο δυνατοί, πιο λογικοί, πιο γενναίοι από αυτήν, για να προστατέψουν, αυτήν την πιο αδύναμη. Σαν ασπίδα στάθηκαν μπροστά της, δύο χρόνια τώρα, προστατεύοντας την από τον ίδιο της τον εαυτό. Δύο χρόνια συγκαταβατικής υποκρισίας από τη μεριά του, όπως τόσο σωστά είχε παρατηρήσει ο Άρτσι. Ο Άρτσι δεν γνώριζε, μα εκείνη ήξερε. Δύο χρόνια η ίδια βολεύτηκε στην ίδια της την αδυναμία για να τον κρατήσει κοντά της για πάντα. Αν και γνώριζε την αλήθεια, έβλεπε μόνο τον εαυτό της και τις δικές της αδυναμίες, τις δικές της ανάγκες, τις δική της «θυσία». Αλλά απόψε έβλεπε πολλές ακόμα.
Ναι, και οι δύο είχαν θυσιάσει το δικός τους έρωτα για την αγάπη απέναντι στον συνάνθρωπο τους. Και η Κάντυ φαινόταν να είχε βάλει το σώμα της εκεί που θα έπρεπε να ήταν το σώμα του Τέρυ. Τον προστάτεψε άλλη μία φορά. Και αν η Κάντυ ζούσε; Θα ζητούσε άραγε αντάλλαγμα για αυτήν την «θυσία;» Όχι, δεν θα το έκανε ποτέ γιατί η αγάπη της Κάντυ για τον Τέρυ ξεπερνούσε τα όρια του έρωτα, ήταν η απόλυτη αγάπη, η αγάπη που δεν ζητούσε ανταπόδοση. Ενώ αυτή…
Η Σουζάνα άρχισε να κλαίει με τους συλλογισμούς της. Ήταν πολλά, πάρα πολλά αυτά που την τρόμαζαν απόψε. Μία ζωή φοβόταν ότι θα τον έχανε μα απόψε πραγματικά συνειδητοποιούσε την ρεαλιστική και πραγματική διάσταση της λέξης «χάνω». Η απόφαση του να ζήσει και πάλι ελεύθερος, της είχε κόψει τα φτερά, μα αν η Κάντυ πέθαινε κανείς και τίποτα δεν θα της τον έφερνε ποτέ πια πίσω. Καμία αγάπη ή θυσία, κανένας έρωτας και καμία δύναμη ή αδυναμία, καμία απειλή.
Δεν μπορούσε να τον αφήσει να φύγει έτσι.. Χρειάζοταν να φανεί αυτή τώρα η δυνατή, να γίνει αυτή, τώρα, το χέρι που θα τον τραβούσε πίσω. Ή διαφορετικά θα πήγαινε και αυτή μαζί του σε έναν κόσμο γεμάτο από σκιές. Καθώς το σώμα της συνέχιζε να τρέμει, ο Τέρυ πλησίασε το παράθυρο και το έκλεισε. Ωστόσο ακόμα κρύωνε. Ένιωσε ένα ύφασμα να την τυλίγει. Σήκωσε το κεφάλι της και ξαφνιάστηκε καθώς είδε την Μονίκ να της αφήνει το σάλι της και να εξαφανίζεται πίσω της. «Μερικοί άνθρωποι χρειάζονται άλλους ανθρώπους», της είχε πει τότε ο Τέρυ για αυτήν την γυναίκα.
Μα τώρα η Σουζάνα συνειδητοποιούσε πως δεν μιλούσε μόνο για αυτή τη γυναίκα αλλά και για τον εαυτό του. Ναι, χρειαζόταν έναν άνθρωπο, δύο χρόνια τώρα, που πάλευε με τις επιθυμίες και τον εαυτό του, κάποιον να τον καταλαβαίνει. Ίσως αυτή η κοινή γυναίκα να τον κατάλαβε και για αυτό να είχε γίνει ξεχωριστή για εκείνον.
Τι ειρωνεία να τον καταλαβαίνει μία αγράμματη πόρνη και όχι αυτή…μα αυτή ήταν που τον οδήγησε τόσο οριακά και ας τον έβλεπε να χάνεται μέρα τη μέρα. Όχι μόνο τώρα αλλά και τότε, πριν το Ροκστόουν, όταν έπινε κάθε μέρα και είχε χαθεί στο οινόπνευμα και στη θλίψη, τινάσσοντας όλη του την καριέρα στον αέρα. Έπρεπε τότε να είχε σταθεί αληθινά δίπλα του και να τον βοηθήσει, να τον αποδεσμεύσει, να μιλήσει και να αντιδράσει, όχι να σιωπάσει, όχι να συμφωνήσει σιωπηρά με την κατάσταση του. Τώρα έβλεπε καθαρά τα λάθη που είχε κάνει μαζί του. Έπρεπε να είχε δεχτεί την αγάπη του, όπως ήταν διατεθειμένος αυτός να την προσφέρει, τότε δεν θα πόναγε..δεν θα πόναγε κανείς τους.
Και η Σουζάνα χρειαζόταν έναν άνθρωπο, μα ήταν μακριά της αυτή τη στιμή. Έχοντας σπρώξει τα όρια του εαυτού της και των άλλων, έχοντας πιέσει τις καταστάσεις με ένα «γάμο» τη στιγμή που γνώριζε πόσο μεγάλη προσπάθεια κατέβαλλε ο Τέρυ για να βρίσκεται δίπλα της, είχε χάσει την ικανότητα να μπορεί να σταθεί δίπλα του ως άνθρωπος σε άνθρωπο, αυτή τη δύσκολη στιγμή.
Μέσα της αισθανόταν ξαφνικά υπαίτια και ας μην είχε καν πραγματική ανάμειξη στα γεγονότα. Τώρα καταλάβαινε γιατί ο Τέρυ την είχε φέρει εδώ και ας είχαν χωρίσει. Δεν ήθελε η Κάντυ να πεθάνει και ο Τέρυ να αυτοκτονήσει. Ήθελε τον άνθρωπο της πίσω. Ακόμα και αν της έδινε έστω και τα μισά.
Σήμερα και το λίγο φαινόταν πολύ, πολύ περισσότερο από το τίποτα. Όλα γύριζαν μες το κεφάλι της. Ήθελε να του φωνάξει: «Συγχώρεσε με αν δεν κατάλαβα, αν δεν προσπάθησα να σε καταλάβω ενώ έλεγα ότι σε αγαπούσα». Μα ίσως να ήταν ήδη αργά. Τα μάτια της στράφηκαν στην πόρτα του χειρουργείου. «Ζήσε», προσευχόταν από μέσα της «για σένα και για μένα, για τον Άρτσι που είπε ότι σ’αγαπάει μα ζήσε για τον Τέρυ, τώρα θα σας προστατέψω εγώ, ότι και αν γίνει, στο υπόσχομαι, γιατί ανάμεσα στους τρεις τώρα εγώ είμαι η πιο δυνατή και απόψε έμαθα να τον αγαπώ για εκείνον, όπως έσυ μια ζωή τον αγαπούσες, όχι για μένα, ποτέ πια μένα, στο υπόσχομαι!».

Το «Θαύμα» της Αγάπης
Πίσω από αυτήν την παγερή πόρτα που απόψε είχε μετατραπεί σε μία πύλη ζωής ή θανάτου, οι χειρούργοι του Γενικού Νοσοκομείου της Νέας Υόρκης με νηφάλια καρδιά, καθαρό μυαλό και αριστοτεχνικές κινήσεις αφαιρούσαν το στιλέτο από το σώμα της Κάντυ Γουάιτ ‘Αρντλευ. Με ανακούφιση ανακάλυπταν ότι το μαχαίρι δεν είχε κόψει κανένα από τα εσωτερικά της όργανα. Κάτι είχε σταματήσει την ευθεία πορεία του προς τη σπλήνα της και είχε οδηγήσει την θανατηφόρα λεπίδα σε γωνία, χτυπώντας τους ιστούς και ματαιώνοντας τον ακαριαίο θάνατο. Ωστόσο το αίμα που έχανε ακόμα και τώρα, και το βαθύ τραύμα από το μαχαίρι ήταν αρκετά για να μην κάνουν οι γιατροί αισιόδοξες προβλέψεις, παρόλες τις προσπάθειας που κατέβαλλαν να την κρατήσουν μαζί τους. Ήταν όλα θέμα αντοχής της ασθενούς. Ίσως και θέλησης. Αυτό είπαν και ανα κοίνωσαν στον κόσμο που τους περίμενε. Την μετέφεραν στο δωμάτιο ενταντικής θεραπείας και απαγόρεψαν τις επισκέψεις μέχρι να ξαναβρεί τις αισθήσεις της. Δεν υπήρχε λόγος άλλωστε. Έδωσαν τα ρούχα και τα πράγματα της στον Άρτσι Κόρνγουελ. Τους είπαν ότι ήταν θάυμα που ήταν ακόμα ζωντανή, η δύναμη με την οποία δέχτηκε τη μαχαιριά, πόσο βαθιά εισχώρησε το μαχαίρι στο σώμα της, ήταν απλώς θαύμα που επέζησε δίχως να διαπεράσει κάποιο εσωτερικό της όργανο, δεν είχαν λέξεις. Όταν απομακρύνθηκαν οι γιατροί ο Άρτσι αφαίρεσε το «Θαύμα» από την τσέπη του παλτού της. Η παλιά φυσαρμόνικα, είχε πάνω της μία καθαρή χαρακιά καθώς η λεπίδα του Σάμουελ χτυπώντας τη με ορμή, πέρασε αναγκαστικά από πάνω της και το χέρι του ξέφυγε από την πορεία του για κτυπήσει σε γωνία, αν και ο Σάμουελ ελάχιστη άισθηση ειχε ποιον και τι κτυπούσε εκείνη τη στιγμή. Ο Τέρυ ταράχτηκε καθαρά που την είδε στα χέρια του Άρτσι.
-Τι κάνει αυτό εδώ; Η Κάντυ την μάζεψε;
-Εγώ, εγώ την πήρα, του εξήγησε ο Άρτσι και της την έδωσα. Κοιτούσε τη φυσαρμόνικα και δεν το πίστευε ούτε ο ίδιος. Ο Τέρυ έτρεμε από τη συγκίνηση του. Και ξαφνικά έκανε κάτι που ακόμα και ο ίδιος δεν θα πίστευε ποτέ ότι θα έκανε. Άνοιξε τα χέρια του και αγκάλιασε τόσο σφιχτά και δυνατά τον Άρτσι που ο τελευταίος δεν μπορούσε να ανασάνει.
-Σ’ευχαριστώ, σ’ευχαριστώ πολύ, του είπε ο Τέρυ με συγκίνηση.
-Είναι εντάξει, του απάντησε απλά ο Άρτσι. Δεν έκανα τίποτα, αλήθεια.
-Την αγάπησες και αυτό φτάνει! Του είπε ο Τέρυ και τον απελευθέρωσε. Οι δύο άντρες κοιτάζονταν τώρα σαν να ήταν δύο αδέλφια που κάποτε χάθηκαν μα σήμερα ξαναβρέθηκαν. Ο Άρτσι καταλάβαινε τι έλεγε ο Τέρυ και για πρώτη φορά έπρεπε να συμφωνήσει μαζί του: η αγάπη ακόμα και μέσα στα λάθη της, ακόμα και μέσα στην αναπηρία της ενώ παραπατάει και ολισθαίνει, αποδεικνύεται πιο ισχυρή και από το πιο εκτυφλωτικό μίσος. Η αγάπη τους με όλα της τα λάθη ήταν αυτή που εμπόδισε τον Σάμουελ και τον μίσος του να την παραλύσει, να τους την πάρει από τα χέρια. Και αυτό που πριν λίγο τους χώριζε, τώρα τους ένωνε και το ήξεραν πια καλά αυτό. Ο Τέρυ πήγε να πάρει τη φυσαρμόνικα αλλά ξαφνικά ο Άρτσι τράβηξε το χέρι του.
-Θα τη δώσω πίσω στην Κάντυ. Μην ανησυχείς, είμαι σίγουρος ότι θα στην δώσει, του είπε με καλοσύνη.
Ο Τέρυ δεν αισθανόταν και πολύ σίγουρος αλλά έκλεισε συγκαταβατικά τα μάτια και κούνησε το κεφάλι του. Ναι, είπε, αυτή είναι η δική της αγάπη και της ανήκει. Όφειλε να παραδεχτεί ότι στα δικά της χέρια, αυτή η αγάπη και αυτή η φυσαρμόνικα είχε αποδειχτεί πολύ πιο χρήσιμη.

Πόνος και αναμνήσεις

Ενώ οι δικοί της άνθρωποι την περίμεναν, η Κάντυ Γουάιτ Άρντλευ, άνοιξε τα μάτια της σε ένα αγνό, άσπρο φως, πιο δυνατό από όλα τα φώτα και τους ήλιους που είχε ποτέ γνωρίσει στη σύντομη ζωή της. Ίσως να ήταν άνοιξη και μία αιθέρια μυρωδιά είχε απλώθεί στον αέρα γύρω της, σε ένα απέραντο χώρο που δεν έφερε καμία μόρφή και όλες οι διαστάσεις ήταν ενωμένες σε μία: στο άπειρο. Το άρωμα που τη συνεπήρε ήταν πολύ γνωστό και οικείο. ‘
Ηταν το καλωσόρισμα από τα τριαντάφυλλα του Άντονυ, ναι η γλυκειά Κάντυ είχε ανθίσει μέσα της και έξω της, αν και τα όρια πλέον αυτού του σωματικού και του πνευματικού κόσμου, είχαν διαλυθεί και το «Εγώ» της είχε αλλοιωθεί σε αυτόν τον αδιάλυτο και αδιάσπαστο χωροχρόνο, είχε γίνει ένα με το άπειρο. Έτσι αισθανόταν τώρα… Μία αίσθηση, που οι θνητοί δεν διαθέτουν, ήταν η συνείδηση της. Με αυτήν την αίσθηση ένιωσε τον Άντονυ κοντά της. Στην άλλη άκρη του κόσμου, συναντιούνταν και πάλι, σε μία αγκαλιά, σε μία κοινή παραίσθηση. Με μία αγάπη, τόσο δυνατή και αισθαντική, όπως την άφησαν. Ένιωσε τρυφερότητα και συγκίνηση, διαισθανόταν ότι πολλοί αγαπημένοι της ήταν εδώ και ανάμεσα τους και ο Στήαρ. Αντιλαμβανόταν το γέλιο του παντού ολόγυρα της. «Είστε ελεύθεροι, είστε αιώνιοι και είστε εδώ, εδώ για μένα». «Μας έχεις πάντα μέσα σου, ζούμε στην καρδιά και στο μυαλό σου, για αυτό και τώρα είμαστε εδώ, γιατί μας κάλεσες», άκουσε τις φωνές τους να απαντούν σαν μία. Την ανακούφισε η απάντηση τους.
Ξαφνικά μία αίσθηση απώλειας από μία ξεχασμένη ζωή την αιφνιδίασε. «Πονάς; Μη πονάς», αυτός ήταν ο Άντονυ. «Υπάρχει τόσος πόνος Άντονυ, είναι σαν να μην θυμάμαι τίποτα αλλά και πάλι να πονάω, θύμησε μου». «Θυμάσαι τα αρώματα της άνοιξης; Και τα γέλια των παιδιών στο ορφανοτροφείο ενώ κατεβαίναμε το λόφο; θυμάσαι τη βόλτα μας με το άλογο; Τον αγέρα που έπαιρνε τα δάκρυα σου;». «Το μόνο που θυμάμαι είναι πόσο πολύ σε αγάπησα και σε αγαπάω». «Το μόνο που θυμάμαι είναι πως σε έχασα ενώ τόσο σε είχα ανάγκη, ενώ πίστευα, πίστευα σε όνειρα». «Κάντυ τα όνειρα μας είναι τα πιο ισχυρά κίνητρα, μη τα αρνείσαι, μη τα διαλύεις, μη τα φοβάσαι, πέτα και πάλι ελεύθερη και δυνατή, Κάντυ θυμήσου». «Είναι αργά, πολύ άργα, για μένα, μα είμαι εδώ Άντονυ, μαζί σου και δεν ζητάω πια τίποτα άλλο, δε θέλω τίποτα». Τώρα της φαινόταν σαν ο Άντονυ να είχε παραμείνει ένα παιδί, ένα αιώνιο παιδί, σαν να μην είχε μεγαλώσει ούτε μία μέρα. «Κάντυ, μη φοβάσαι, έλα μαζί μου», η φωνή του Στήαρ την τύλιξε ολόκληρη σαν σύννεφο από αιθέρας που τη σήκωνε και την ταξίδευε σε αυτόν τον ατελείωτο λευκό χώρο και χρόνο. Ένιωσε σαν να χόρευε και να σαν να πετούσε μαζι τους. Χωρίς σώματα και βάρος, ελεύθερες ψυχές που κινούνταν με μία ασύληπτη δύναμη ήταν τώρα… «Σε αυτό το ταξίδι θα αποφασίσεις μόνη σου τι πρέπει να κάνεις, μη λυπάσαι, μην κλαις, μην αρνείσαι τον πόνο, είναι ότι σε κρατάει στη ζωή, μόνο θαύμασε, κοίτα…» «Τι να κοιτάξω Στήαρ τι;» «Τη ζωή σου κοίτα».
Το απόλυτο σκοτάδι απλώθηκε γύρω της, πατούσε στην γη μα ήταν άδεια, μα στον ουρανό ψηλά, ανάψανε τα αστέρια, φώτα τόσο δυνατά, λάμψεις τόσο μακρινές και απρόσιτες. Είδε τους φίλους της δίπλα της και δεν πίστευε ότι τους είχε και πάλι κοντά της. Αν αυτό ήταν ο θάνατος, τι γλυκός που ήταν. Καθήσανε όλοι μαζί τους στο χώμα και έγειρε το κεφάλι της στον όμο του Άντονυ. Η γλυκειά Κάντυ σκορπούσε ακόμα ένα μεθυστικό άρωμα στην ατμόσφαιρα, τόσο που τη ζάλιζε. Μαζί κοιτούσαν τα άστρα, σε έναν απέραντο ουρανό. Και όπως τα κοίταγε ένα άστρο άρχισε να τρεμοσβήνει και ξαφνικά έπεσε από τον ουρανό. Εκρήχτηκε στην ατμόσφαιρα και κύμματα από αστερόσκονη τους τύλιξε. Ασημές ανταύγειες στο σκοτεινό στερέωμα. Και τότε είδε…Κομμάτια από τη ζωή της, άνθρωποι και εικόνες άρχισαν να παρευλάνουν μπροστά της. Η Άννυ, τα αγόρια που της πείραζαν, η μικρή Κάντυ που τους εκδικόταν για την κακία τους, η αδελφή Μαρία και η αδελφή Πόνυ, τα κεριά μέσα στη νύχτα που έσωσαν το ορφανοτροφείο από μία σκληρή μοίρα, ο κύριος Γκαρσία που έκλαιγε πίσω της όταν την πήραν οι άντρες του Άλμπερτ με το αυτοκίνητο, ο Άντονυ στο ροντέο, η πτώση του που τη τσάκισε, η γλυκειά Κάντυ που σώθηκε την τελευταία στιγμή από ένα ακόμα θάνατο, ο καπετάνιος του Μαυριτανία και ο σκληρός ιδιοκτήτης, ο Τέρυ που την πείραζε για τις φακίδες της, ο Τέρυ και η μητέρα του σε μία αγκαλιά, η Πάτυ που υπερασπιζόταν την Άννυ μπροστά στην Ελίζα, το πρώτο της φιλί, η αδελφή Γκρέυ που έμοιαζε να την καταλαβαίνει, το δάκρυα της και το Σ’αγαπώ της κάθως κοίταζε το πλοίο να απομακρύνεται, το κοριτσάκι που έσωσε από το θάνατο όταν έφευγε για την Αμερική, η Φράνυ και η οικογένεια της, ο περίεργος γέρος του δωματίου στον κήπο του νοσοκομείου που έκλεισε τα μάτια του ευτυχισμένος, η Μπέλλα που κυνηγούσε τα παιδιά του ορφανοτροφείου, ο Άλμπερτ σε ένα άδειο και ψυχρό δωμάτιο, κτυπημένος και μόνος, ο Στήαρ και το τελευταίο αντίο με ένα μουσικό κουτί, η Σουζάνα με δάκρυα στα μάτια που την ευχαριστούσε λίγο πριν φύγει, η αγκαλιά του Τέρυ στις σκάλες, ο Άρτσι που πενθούσε τις δύσκολες ώρες του θανάτου του Στηαρ και πόσοι άλλοι ακόμα που τις ζωές τους είχε λίγο αλλάξει όλα αυτά τα χρόνια.
Όσο μπορεί μία μικρή και εύθραστη ύπαρξη να επηρεάσει την απέραντη ζωή. Συγκινήθηκε και δάκρυα άρχισαν να κυλούν στα μάτια της. Ήταν όμορφα, αλήθεια. Μία ζωή γεμάτη από ανθρώπους και συναισθήματα, εικόνες και περιπέτειες, χαρές μα και πίκρες. Μία πολύ μεγάλη ζωή για μία τόσο σύντομη βόλτα πάνω στη γη. «Είσαι ευχαριστημένη; Έδωσες τόσα πολλά, ακόμα και τώρα έδωσες τη ζωή σου για να προστατέψεις έναν ακόμα άνθρωπο», είπε ο Στήαρ. Ναι, θυμήθηκε, αυτός ήταν ο πόνος, ο πόνος που και πάλι είχε αρχίσει να αισθάνεται. «Αν θες να γλυτώσεις από αυτόν τον πόνο μπορείς να έρθεις μαζί μας», της είπε ο Άντονυ και της άπλωσε το χέρι. Ήταν αλήθεια όμορφα εκεί, τόσο όμορφα και γαλήνια. «Είναι η απόλυτη ηρεμία», συλλογίστηκε η Κάντυ. «Τόση αρμονία και ευφορία, αλήθεια είναι ο παράδεισος και είστε και εσείς εδώ». «Θα είμαστε πάντα όσο μας αγαπάς και μας σκέφτεσαι», απάντησε ο Στηαρ. «Αν όμως αντέχεις ακόμα να πονάς ξέρεις τον δρόμο». Ναι, τον ήξερε. Η ανηφόρα της ζωής ήταν κοπιαστική και δύσκολη. Επώδυνη μα στα αλήθεια τόσο γεμάτη. Πριν από λίγο ήθελε να γλυτώσει από αυτές τις δυσκολίες μα όλοι αυτοί οι άνθρωποι της θύμισαν πως χωρίς τον πόνο η ζωή δεν θα άξιζε. Αυτό την έκανε τώρα να αισθάνεται άνθρωπος, καλός άνθρωπος. Χωρίς τον πόνο, τα σύνορα μεταξύ του θανάτου και της ζωής θα ήταν αδιάκριτα. Τα συναισθήματα δεν θα υπήρχαν και οι δικοί της άνθρωποι θα ήταν άδειοι. «Σας ευχαριστώ, θα ξανασυναντηθούμε», τους είπε. «Στήαρ η Πάτυ, θα ήθελε να σου πω ότι σε αγαπάει πολύ, ότι σε σκέφτεται». «Το ξέρω, Κάντυ, είμαι πάντα κοντά της, να τους προσέχεις». «Και να τους συγχωρείς, να αγαπάς τις αδυναμίες τους». «Φυσικά», είπε αυτή. «Αντίο». Με αυτή την τελευταία λέξη, ένιωσε το σώμα της να πέφτει βαρύ και ο πόνος την διαπέρασε. Ο αιθέρας που την τύλιγε διαλύθηκε και το συναίσθημα της ευφορίας διαλύθηκε. Η Κάντυ άνοιξε ξαφνικά τα μάτια της και ήταν σε ένα σκοτεινό και κρύο δωμάτιο. Τίποτα δεν θύμιζε το όνειρο της. Αντί για τη μυρωδιά της γλυκειάς Κάντυ, αυτό το δωμάτιο μύριζε αποστήρωση. Ένιωσε πόνο, τόσο πόνο που το σώμα της μούδιασε. Ωστόσο χαμογέλασε, ο πόνος που προερχόταν από το μαχαίρι του Σάμουελ, ήταν η απόδειξη πως ήταν ζωντανή και αυτή και τα συναισθήματα της. Και για μία φορά μετά από πολύ καιρό παράξενα και αδικαιολόγητα ευτιχισμένη. Έκλεισε τα μάτια και ξανακοιμήθηκε.

Καφές και τσιγάρα

Ο πρωινός ήλιος έκανε την εμφάνιση του πάνω από την Νέα Υόρκη. Είχε έρθει το ξημέρωμα και μαζί με αυτό ένα σωρό εκρεμμότητες που ακόμα τους κρατούσαν δέσμιους. Ο Τέρυ δεν είχε ακόμα ξεκαθαρίσει ποια ήταν η έκβαση αυτού του αιματοβαμμένου αγώνα και δεν είχε φυσικά δώσει και τα χρήματα στον Έρικ. Η επιταγή με τα χρήματα για την ελευθερία της Μονίκ ήταν ακόμα στην τσέπη του παντελονιού του. Ωστόσο είχε ελπίδες ότι τουλάχιστον όλη αυτή η μάχη δεν θα πήγαινε τόσο χαμμένη, αν και ο Έρικ μπορεί να τον ακύρωνε εξαιτίας των γεγονότων, ήταν καθαρά δική του η ευθύνη. Προς το παρόν το μόνο που μπορούσε να κάνει ο Τέρυ για την Μονίκ και τον Τσάρλι ήταν να τους δώσει τα κλειδιά του σπιτιού του ώστε να είναι ασφαλείς. Με το ζόρι τους έδιωξε αλλά δεν άντεχε άλλο να τους βλέπει να ανησυχούν και αυτοί μαζί του. Είχαν τη ζωή τους και το πιο σωστό ήταν να ανησυχήσουν για τον εαυτό τους, τουλάχιστον μέχρι να ξεκαθαρίσει το τοπίο. Τους ζήτησε να μην ανοίξουν σε κανέναν παρά μόνο στην Έλινορ, που λογικά θα πέρναγε για να τον ενημερώσει για το θέατρο. Με αυτή την αποστολή, να ενημερώσουν την Έλινορ για τα συμβάντα της χτεσινής νύχτας και να ηρεμήσουν λίγο, το νεαρό ζευγάρι αποχώρησε μετά από μία νύχτα γεμάτη ένταση. Μετά υπήρχε το θέμα της Σουζάνας, η τελευταία δεν ήταν καθόλου διατεθειμένη να φύγει αν η Κάντυ δεν άνοιγε τα μάτια της. Ζήτησε ένα αναπηρικό καρότσι για να μπορεί να μετακινείται και μετά χαράς μία νοσοκόμα για ένα tip παραπάνω αλλά και για λίγη προσοχή από τον Τέρυ Γκράντσεστερ δέχτηκε να φροντίσει λίγο τη Σουζάνα και να βρει κάποιον για τις εξωτερικές δουλειές που χρειαζόταν: ένα σημείωμα στη μητέρα της και κάποια ρούχα που επιθυμούσε να της φέρουν.
Αυτά ήταν εύκολα. Και τελευταίος ο Άρτσι που ακόμα για μία φορά παρατήρησε ότι ο Νηλ είχε εξαφανιστεί χωρίς ίχνος τύψεων για όσα είχαν συμβεί. Ανησυχούσε για τον Τζωρτζ και ευχόταν ο Άλμπερτ να ήταν καλύτερα και να λάμβανε σήμερα το πρωί το τηλεγράφημα ώστε αύριο το απόγευμα να ήταν εδώ και να έπαιρνε αυτό το βάρος από τους όμους του. Χρειαζόταν καφέ και ο Τέρυ καφέ και τσιγάρα, εφόσον κανείς από τους δυο δεν είχε καμία όρεξη να βγει έξω, ο άνθρωπος που θα πήγαινε το μήνυμα στην κυρία Μάρλοου και θα έφερνε και τα ρούχα της Σουζάνας φορτώθηκε όλα τα θελήματα. Όταν έφτασε πίσω, η Σουζάνα με τη βοήθεια της νοσοκόμας, αποσύρθηκε σε ένα άδειο δωμάτιο για να αλλάξει και να φρεσκαριστεί, ενώ αυτός και ο Τέρυ βγήκαν στο προαύλιο.
Αισθάνονταν και οι δύο νευρικοί, είχε περάσει πολύ καιρός από τότε που οι δυο τους ειχαν μιλήσει φιλικά αλλά τώρα η αγάπη τους για την Κάντυ τους ένωνε: Ο Άρτσι ήξερε ότι ο Τέρυ ήταν ο ένας αλλά δεν ένιωθε πλέον την ανάγκη να κρύβεται και ο Τέρυ καταλάβαινε το σημαντικό ρόλο που είχε παίξει η αγάπη του Άρτσι για την Κάντυ σε αυτήν την ιστορία και δεν τον ένοιαζε. Τον σεβόταν περισσότερο τώρα που με ειλικρίνεια είχε παραδεχτεί και τις δικές του αδυναμίες. Ήταν λοιπόν η ώρα για καφέ και τσιγάρα ανάμεσα σε αυτούς τους δύο ξεχωριστούς και φαινομενικά αταίριαστους χαρακτήρες. Βολεύτηκαν σε ένα παγκάκι στο πίσω προαύλιο του νοσοκομείου. Ο Άρτσι έκατσε κανονικά, ο Τέρυ έκατσε στο πάνω κάγκελο.
-Μπορείς να μην είσαι πάνω από το κεφάλι μου; Διαμαρτυρήθηκε ο Άρτσι.
-Ελά και εσύ, είναι καλύτερη η θέα, του είπε ο Τέρυ.
-Πλάκα μου κάνεις; Νευρίασε ο Άρτσι.
-Ω, πάψε πια, τι γκρίνια, αλήθεια Άρτσι το ξέρεις ότι μερικές φορές γκρινιάζεις σαν κοπελίτσα; (ο Τέρυ ήθελε να χρησιμοποιήσει άλλη λέξη αλλά την τελευταία στιγμή απόφασισε ότι θα το προαύλιο θα γινόταν αρένα και άλλαξε γνώμη)
Ο Άρτσι πραγματικά δεν κρατήθηκε, δεν υπήρχε περίπτωση κοινής συμβίωσης ανάμεσα τους, με το χέρι του έσπρωξε ελαφριά τον Τέρυ στο στήθος, ο οποίος έχασε προς στιγμήν την ισορροπία του και έβαλε τα χέρια του στο κάγκελο για να πιαστεί πριν πέσει αφήνοντας τον καφέ να πέσει πάνω στο λευκό πουκάμισο και το μαύρο σακάκι του Άρτσι.
-Είσαι τελείως…φώναξε ο Άρτσι σκουπίζοντας τον καφέ από πάνω του.
-Ναι είμαι…απάντησε ο Τέρυ, απολαμβάνοντας το θέαμα. Πραγματικά η θέα ήταν καλύτερη από εκεί πάνω.
-Ωραία, είπε ο Άρτσι.
-Ωραία, απάντησε ο Τέρυ. Μία σιγή απλώθηκε ανάμεσα τους. Κάτι σοβάρεψε και βάρυνε μέσα τους. Ο Άρτσι ήταν ο πρώτος που μίλησε.
-Σε αγαπάει ακόμα, πολύ, αν και ξέρει το σόι τύπος είσαι.
Μιλούσε δίχως να κοιτάει τον Τέρυ.
-Αν όλα πάνε καλά, δεν σκοπεύω να την ξαναχάσω, ότι και αν πει αυτή τη φορά, δεν θα την ακούσω..
-Ναι, καλά θα κάνεις, απάντησε με εύθυμο ύφος ο Άρτσι.
-Δε σε νοιάζει; Ρώτησε ο Τέρυ. Περίμενε μία διαφορετική αντίδραση από τον Άρτσι. Από πότε ήταν αυτός με το μέρος του; Την τελευταία φορά που τον είχε συναντήσει στο Σικάγο, όταν απεγνωσμένος γύριζε να τη βρει μετά την παράσταση, ο Άρτσι φώναζε μες το δρόμο «δεν της άξιζει, μη του πείτε τίποτα».
-Φυσικά και με νοιάζει αλλά θέλω την ευτυχία της και όλα αυτά με έκαναν να κοιτάξω πέρα από τον εγωισμό μου. Είχα πρόβλημα να εκφράσω τα συναισθήματα μου όλα αυτά τα χρόνια αλλά τώρα κατάλαβα ότι ο χρόνος δεν είναι κάτι με το οποίο να παίζεις…Και αυτό ισχύει για όλους μας. Έχω τόσα να της πω όταν…
-Ναι και εγώ έχω να της πω πολλά, αλλά δεν ξέρω αν θα θέλει να με ακούσει…
-Στο κρεβάτι του νοσοκομείου είναι δεν νομίζω να έχει και επιλογές…
-Πράγματι, είπε ο Τέρυ και χαμογέλασε απαλά.
-Αναγκάστικα να καλέσω εδώ, τον Άλμπερτ, είπε ξαφνικά ο Άρτσι. Έχω μπλέξει άσχημα, Τέρυ, δεν έχω άλλες αντοχές όμως πλέον. Όλα αυτά είναι έξω από εμένα. Αλήθεια εσύ τι έκανες εκεί πίσω; Ο Άρτσι τα είπε όλα μαζί.
-Μμ, ήθελα να βοηθήσω τη Μονίκ και τον Τσάρλι, είναι ερωτευμένοι και φίλοι μου. Ο Έρικ δεν την αφήνει όμως ελεύθερη να…
-Ο Έρικ; Ο Άρτσι θυμήθηκε τη μορφή του Έρικ μες το σκοτάδι να πυροβολεί τον Σάμουελ.
-Ναι, τον ξέρεις; Ρώτησε ο Τέρυ βλέποντας τον Άρτσι σε κατάσταση έκπληξης.
-Ναι, θα σου πω, τι μας φέρνει εδώ…Σύντομα ο Άρτσι είχε διηγηθεί όλη την ιστορία στον Τέρυ ο οποίος άκουγε με αρκετά μεγάλη προσήλωση, την όλη ιστορία. Όλα αυτά ακούστηκαν πολύ ενδιαφέροντα στα αυτιά του.
-Τελικά δεν ξέρω τι να κάνω, αναγκαστικά θα πρέπει να τους ξαναπληρώσουμε, αν δεν ήταν ο Τζωρτζ, θα μάζευα τον Νηλ και θα φεύγαμε από εδώ αλλά αυτοί είναι πολύ σκληροί.
-Ακόμα και αν δεν ήταν ο Τζωρτζ, ο Νηλ δεν θα γλύτωνε..όλες οι συμμορίες συνεργάζονται παντού για το αμοιβαίο καλό, είναι σαν ένα κράτος σε αυτές τις περιπτώσεις…
-Δεν με νοιάζει για αυτόν, τώρα, όμως…
Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
juliet
Candy Star
Candy Star
juliet


Θηλυκό
Αριθμός μηνυμάτων : 1381
Ηλικία : 43
Registration date : 05/09/2009

Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς - Σελίδα 2 Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς   Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς - Σελίδα 2 Icon_minitimeΤετ Φεβ 17, 2010 2:35 pm

Το πρωινό ξύπνημα

Η Κάντυ άνοιξε τα μάτια της. Ο ήλιος έμπαινε από τις κουρτίνες. Ζαλισμένη, καταπονεμένη και αδύναμη, έφερε αργά το χέρι της πάνω στο τραύμα της. Πονούσε πάρα πολύ και δεν μπορούσε καν να γυρίσει στο πλάι. Αλλά που ήταν όλοι; Δεν υπήρχε κανένας στο δωμάτιο. Ωστόσο η πρώτη σκέψη της ήταν ο Τέρυ, ήθελε να βεβαιωθεί ότι ήταν καλά. Μία νοσοκόμα άνοιξε την πόρτα της. Οι γιατροί την κοιτούσαν ανα τακτά χρονικά διαστήματα, ακόμα και αν εκείνη δεν είχε καταλάβει τίποτα, στη διάρκεια της νύχτας.
-Ω, χαίρομαι που ξυπνήσες, είμαι η Μάρτζι και θα είμαι η νοσοκόμα σου. Θα ειδοποιώσω το γιατρό σου, μην κουνιέσαι, έρχομαι. Η Μάρτζ έφυγε, όσο γρήγορα είχε έρθει. Σε λίγα λεπτά ήταν πίσω όχι με έναν αλλά με δύο γιατρούς.
-Α, τι καλά! Αυτή και αν είναι έκπληξη, δεν περιμέναμε τόση γρήγορη ανάνηψη… είπε ο ένας γιατρός. Ήσουν πολύ τυχερή δεσποινίς μου, την πείραξε ευχάριστα. Αλλά μη πάρεις θάρρος, το πρώτο 24ωρο μην περιμένεις ούτε να κουνηθείς, ας πάρουμε μία θερμοκρασία. Η Κάντυ ήθελε να ρωτήσει, καιγόταν να μάθει για τον Τέρυ αλλά το νοσοκομειακό προσωπικό είχε άλλες έννοιες. Αφού την ταράξανε με ένα σωρό ερωτήσεις για το ιστορικό της, τις αλλεργίες της, ακόμα και το βάρος της, τελικά της βγάλανε το θερμόμετρο.
-38 και 5, καλύτερα από ότι περιμέναμε. Η φλεγμονή είναι μεγάλη αλλά ιάσιμη.
-Πονάω, διαμαρτυρήθηκε η Κάντυ, καθώς η νοσοκόμα άνοιγε τις γάζες για να περιποιηθούν το τραύμα της.
-Αξίζεις μετάλλιο για αυτό, της είπε ο άλλος γιατρός. Είσαι τραυματίας πολέμου, από ότι μάθαμε, αστειεύτηκε για να φτιάξει τη διάθεση της ασθενούς. Η Κάντυ γέλασε αλλά το μετάνιωσε, η πληγή της την τράβαγε τόσο πολύ, που ακόμα και το παραμικρό τρέμουλο της προκαλούσε αβάσταχτο πόνο, σχεδόν άπρισε.
-Συγγνώμη, είπε ο γιατρός, είμαι ο Μαρκ και επειδή θα σε κρατήσουμε αρκετό καιρό κοντά μας, μπορείς να με φωνάζεις έτσι. Εγώ φυσικά ξέρω ήδη το όνομα σου, Κάντυ. Η Μαρτζ είχε ένα χαμόγελο ως τα αυτιά καθώς τον άκουγε να μιλάει.
-Γιατρέ θα ήθελα να ρωτήσω..
-Θα σου χωρηγήσω μορφίνη για σήμερα, είναι παυσίπονο, αλλά μόνο για σήμερα, είναι χαριστικό, της είπε ακόμα αστειευόμενος.
-Το ξέρω είμαι νοσοκόμα, είπε η Κάντυ.
-Αλήθεια; Αυτό είναι ενδιαφέρον, τότε μπορώ να σου έχω διπλή εμπιστοσύνη, ξέρεις τι πρέπει να κάνεις και τι όχι.
-Γιατρέ Μαρκ, είναι κανείς έξω;
-Λοιπόν έχεις κοινό και αρκετά διάσημο θα έλεγα αλλά δεν θα σου πρότεινα να..
Στη λέξη «διάσημο» η καρδιά της Κάντυ (γιατί το σώμα της αδυνατούσε) τινάχτηκε στον αέρα από την ευτυχία. «Είναι καλά, ευτυχώς είναι καλά, πρέπει να του μιλήσω, δεν θέλψ να νομίζει ότι…».
-Σας παρακαλώ, θα νιώσω πολύ, πολύ καλύτερα, σας το υπόσχομαι…άρχισε να παρακαλάει τον γιατρό της.
-Για πολύ λίγο, είπε ο Μαρκ και απομακρύνθηκε μαζί με τον συνάδελφο του, αφήνοντας τη Μαρτζ να της χορηγήσει την ένεση. Η Κάντυ ωστόσο άκουσε τη φωνή του Μαρκ από το διάδρομο να λέει δυνατά: Μπορείτε να περάσετε αλλά για πολύ λίγο. Μην την κουράσετε και όχι συγκινήσεις. Η πόρτα άνοιξε αλλά η Κάντυ έμεινε με το στόμα ανοιχτό καθώς η Σουζάνα Μάρλοου και όχι ο Τέρενς Γκράντσεστερ πέρασε μέσα. Η Κάντυ την κοιτούσε αποσβολωμένη, τα είχε παντελώς χαμμένα, το χαμόγελο έσβησε από τα χείλη της. Ενώ η Σουζάνα πλησίαζε το κρεβάτι, η Μάρτζ έκλεισε την πόρτα πίσω της.

Η αγάπη των δύο

-Σουζάνα; Ο Τέρυ..
-Είναι μία χαρά, τον έσωσες, είναι έξω στο προαύλιο με τον ξαδελφό σου, είναι καλά και οι δύο τους.
-Σουζάνα, εγώ…Αν και η Κάντυ είχε σώσει τον Τέρυ, αισθανόταν σαν απολογούμενη. Δεν ήθελε να της τον πάρει, δεν το έκανε για αντάλλαγμα, έπρεπε να εξηγήσει της Σουζάνας ότι..οτι εκείνη δεν είχε καμία σχέση με όλα αυτά. Το όνομα «Μονίκ» αναπήδησε το κεφάλι της. Κοίταξε τη Σουζάνα που για μια στιγμή έμεινε σιωπηλή μπροστά της. Άραγε ήξερε; Τι έπρεπε τώρα να κάνει; Ήταν δύσκολο να στέκονται έτσι αμίλητες απλώς κοιτάζοντας η μία την άλλη.
-Μην ανησυχείς για εμένα, η φωνή της Σουζάνας ήταν ήρεμη και σταθερή. Όχι, δεν χρειάζεται, είναι ανόητο, να μαλώνουμε εμείς οι δύο, ενώ έχουμε ένα κοινό που μας δένει τόσο πολύ που αν κοπεί θα σπάσουμε: την αγάπη μας για τον Τέρυ. Δεν νομίζεις;
-Ε, ναι, αλλά… Η Σουζάνα την ξάφνιαζε αλλά τι εννοούσε πραγματικά και ποιες σκέψεις κρύβονταν αληθινά πίσω από τα γαλάζια στρογγυλά μάτια της, η Κάντυ αδυνατούσε να καταλάβει.
-Είναι η πρώτη φορά που βλέπω τόσο έξω από μένα αλλά και για αυτό, εσύ βοήθησες. Εγώ και ο Τέρυ έχουμε χωρίσει. Το ξέρεις; Το διάβασες; Ρωτούσε τώρα η Σουζάνα με ένα απαθές βλέμμα. Η Κάντυ ένιωσε και πάλι άσχημα, ότι είχε κάνει ο Τέρυ με τη Σουζάνα ήταν καθαρά δική του υπόθεση, έτσι έπρεπε να είναι, είχε αποδεχτεί πια την δική της «ήττα» σε αυτό το κομμάτι της ζωής του αλλά η σκέψη ότι άφησε τη Σουζάνα για τη Μονίκ και πάλι την πονούσε μέσα της.
-Σουζάνα, ο Τέρυ…θέλω να πω. Δεν μπορώ να τον δικαιολογήσω, η αλήθεια είναι…
-Να δικαιολογήσεις; Τι; την αγάπη ή τον έρωτα; Χτες το βράδυ ο Τέρυ μ’έφερε εδώ για σένα…
-Ε; Τα μάτια της Κάντυ ήταν έκπληκτα.
-Και εγώ στην αρχή δεν καταλάβαινα αλλά όταν μου είπε ότι θα αυτοκτονούσε αν εσύ…, κατάλαβα. Κατάλαβα πολύ καλά τι σημαίνει πραγματική απώλεια.
-Ο Τέρυ θα πέθαινε, αν εγώ; Η καρδιά της Κάντυ άρχισε να χτυπάει και πάλι τόσο γρήγορα, αυτά τα λόγια που της έλεγε τώρα η Σουζάνα, αυτή η πραγματικότητα άλλαζαν και πάλι τα πάντα. Και αν ακόμα για μία στιγμή την είχε προδώσει ή έτσι πίστευε ο Τέρυ ήταν πάντα ο Τέρυ της.
-Έχεις χάσει ποτέ κάποιον δικό σου; Κάποιον που να αγαπούσες πολύ; Που να ονειρευόσουν τα βράδια; Η Σουζάνα ρωτούσε σαν να ήξερε μα δεν ήξερε. Το μυαλό της Κάντυ έτρεξε πίσω στο χρόνο. Ο Άντονυ, που ζούσε μέσα της, ναι είχε χάσει κάποιον που αγαπούσε πολύ, που ονειρευόταν, κάποιον που ήταν για εκείνη ο κόσμος όλος…και αυτή η απώλεια ήταν ότι πιο άσχημο είχε περάσει στη ζωή της. Ο Άντονυ χτες βράδυ, μέσα στα όνειρα της, της έδειξε και πάλι τον δρόμο για το σπίτι της. Και τώρα ήταν εδώ.
Η Κάντυ έγνεψε καταφατικά το κεφάλι της. Ένιωσε και πάλι πόνο στην καρδιά της μα τώρα ήξερε. «Σ’ευχαριστώ Άντονυ, για όλα αυτά τα συναισθήματα», είπε μέσα της «Αυτά, αυτά με κράτησαν ζωντανή».
-Εγώ όχι…αλλά μόλις χτες κατάλαβα τι πραγματικά σημαίνει «χάνω». Αν ο Τέρυ πέθαινε…
-Σουζάνα μη, μη μιλάς έτσι. Αυτή η σκέψη ήταν ο λόγος που η Κάντυ βρισκόταν εδώ σήμερα.
-Είναι αλήθεια…Κάποτε εσύ με προστάτεψες, σήμερα θα το κάνω εγώ. Άσε με να το κάνω, άσε με να σου εμπιστευτώ κάποιον που εσύ μου εμπιστεύτηκες πριν από δύο χρόνια. Είναι ο Τέρυ. Σ’αγαπάει τόσο πολύ, περισσότερο και από τη ζωή την ίδια, τον είδα να μην την υπολογίζει μπροστά σου. Και το γνωρίζω αυτό το συναίσθημα. Σήμερα σας καταλαβαίνω καλύτερα από ότι μπορείτε εσείς να καταλάβετε τον εαυτό σας. Δέξου τον…
-Σουζάνα…η Κάντυ είχε μείνει άφωνη. Αυτός ήταν ο λόγος που είχε έρθει εδώ η Σουζάνα; Όχι για τον Τέρυ και όχι για τον εαυτό της. Μα για την Κάντυ. Η Σουζάνα πλησίασε τόσο κοντά το κρεβάτι, ξάπλωσε το κεφάλι της σχεδόν στην αγκαλιά της Κάντυ.
-Έκανα κάτι πολύ άσχημο…διάβασα το γράμμα που του έστειλες, το έσκισα, τον πίεσα να με παντρευτεί και όταν εκείνος αρνήθηκε να με παντρευτεί και μου είπε να χωρίσουμε, πήγα στην τοπική εφημερίδα με τις προτροπές και τη βοήθεια της μητέρας μου και τον κατηγόρησα ότι αθέτησε τις υποσχέσεις του μελλονικού μας αρραβώνα, είπα ψέμματα ότι με άφησε για μία δεύτερη γυναίκα και εννοούσα εσένα, άφησα υπονοούμενα ότι ενώ του έσωσα τη ζωή αυτός με πρόδωσε. Ήθελα να τον εκδικηθώ επειδή ήταν σκληρός, δεν τον κατάλαβα ποτέ…ποτέ μου, τον κράτησα πίσω ενώ ήθελε να έρθει σε εσένα, ενώ ήξερα. Αν ο Τέρυ πέθαινε χτες βράδυ, εγώ, εγώ, που έλεγα ότι τον αγάπαγα, εγώ που υποτίθεται ότι του είχα σώσει τη ζωή, εγώ θα τον είχα οδηγήσει εκεί. Δύο χρόνια τώρα, εγώ υποδύομαι το θύμα για να τον έχω κοντά μου και εκείνος σιωπηλά υποδύεται ότι δεν τον πειράζει. Είμαστε και οι δύο εξαίσιοι ηθοποιοί. Μα εσύ δεν ζητάς τίποτα, έτσι δεν είναι; Δεν ζητάς παρά να είναι ευτυχισμένος, όπου και αν είναι, δεν ζητάς παραπάνω, γιατί ξέρεις τι πραγματικά σημαίνει να χάνεις τον άνθρωπο σου και να μην μπορείς να τον δεις, να τον φέρεις πίσω…η φωνή της Σουζάνας είχε πάρει μία τραγική χροιά. Σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε την Κάντυ στα μάτια.
-Απάντησε μου, τι ζητάς; Τι θα του ζητήσεις; Ρώτησε ταραγμένη.
-Τίποτα, Σουζάνα, δεν έχω σκοπό να…
-Αυτό εμένα με σκοτώνει, με εξαφανίζει, καταλαβαίνεις τι θέλω να πω;
Η Κάντυ καταλάβαινε απόλυτα τι ήθελε να πει η Σουζάνα.
-Ναι αλλά…
-Ο Τέρυ δεν πρόκειται να σε αφήσει ποτέ ξανά.
-Σουζάνα εσύ; Θελω να πω…
-Αν με πειράζει; Με όλα αυτά εγώ εξόρισα τον εαυτό μου από τη ζωή και την καρδιά του, χτες βράδυ τον ένιωσα όσο ποτέ άλλοτε όταν του πέρναγαν όλες αυτές οι σκέψεις από το μυαλό του. Ήμουν δίπλα του αλλά όχι κοντά του. Δεν καταλαβαίνεις Κάντυ; Αν ο Τέρυ, εγώ δεν θα μπορούσα να τον σταματήσω γιατί…Απέτυχα σαν γυναίκα εδώ και πολύ καιρό, μα το χειρότερο είναι ότι απέτυχα σαν άνθρωπος. Χάρη σου ζητάω, αλήθεια χάρη, να μπορώ να σταθώ δίπλα σας σαν αληθινή φίλη…αν μπορώ, αν αντέχετε να με αφήσετε. Ακόμα και τώρα σκέφτομαι τον εαυτό μου.
-Σουζάνα, εσύ θυσίασες τον εαυτό σου για τον Τέρυ…
-Για τον Τέρυ που αγαπάει εσένα, τόσα χρόνια δίπλα του, δεν μπορούσα μα δω μέσα του ενώ εσύ…Δεν θα σε αφήσω τώρα εγώ να ξαναφύγεις, να τρέξεις, γιατί ο Τέρυ σε χρειάζεται και εγώ…αν θέλω έστω για ένα λεπτό να μπορώ να σταθώ πλάι του, να είμαι κάτι για αυτόν..κάτι πέρα από μία υποχρέωση που ούτως ή άλλως αποφάσισε να πετάξει, σε χρειάζομαι…
-Μα…
-Δεν χρειάζεται να σου πω να τον προσέχεις, ξέρω ότι κάνεις καλύτερη δουλειά από τον καθένα. Σε ευχαριστώ, που τον προστάτεψες.
-Σουζάνα, εγώ δεν ήθελα ποτέ να γίνω εμπόδιο…
-Κάντυ, αν μπορούσα να γυρίσω πίσω το χρόνο, δεν θα έπαιρνα τη θυσία μου, γιατί μόνο που τον ακόυω να γελάει, αισθάνομαι σαν να αναπνέω αλλά πίστεψε με, θα έκανα τα πάντα για να τον δω ευτυχισμένο. Είμαι ασυγχώρητη που επέτρεψα στον εαυτό μου να τον κάνει δυστυχισμένο. Τα τελευταία λόγια της Σουζάνας έφεραν στο μυαλό της Κάντυ την εικόνα του Τέρυ από το Ροκστόουν. «Και εγώ, και εγώ τον έκανα δυστυχισμένο», ήθελε να πει, αλλά αυτή ήταν μία άλλη συζήτηση.
-θα τα ξαναπούμε, σύντομα, της είπε η Σουζάνα, έδειχνε βιαστική σαν να θέλει να φύγει. Ήταν ήδη στη μέση του δωματίου.
-Σουζάνα που πας;
-Πάω να διορθώσω μία αδικία και θα ξανάρθω να δεις τι κάνεις, ελπίζω να μη με βαρεθείς, καταλαβαίνεις, της είπε και της έκλεισε πονηρά το μάτι. Η Σουζάνα τσούλισε το καροτσάκι της, μέχρι που άνοιξε την πόρτα και βγήκε από το δωμάτιο.
Η Κάντυ έκλεισε τα μάτια, η μορφίνη της έφερνε και ένα συναίσθημα ευφορίας, αλλά δεν ήταν μόνο αυτή… «Τέρυ». Η Σουζάνα βγήκε από το δωμάτιο αλλά ξαφνικά είδε στο διάδρομο τον Τέρυ και τον Άρτσι μπροστά της να την κοιτούν με διαπεραστικό, αποφασιστικό βλέμμα.
-Τι της είπες; Ρώτησε ο Τέρυ μα δεν περίμενε απάντηση, άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα, αφήνωντας τη Σουζάνα και τον Άρτσι να κοιτάζονται πίσω του στο διάδρομο.
-Δεν θα πάτε μέσα; Ρώτησε η Σουζάνα τον Άρτσι.
-Καλύτερα όχι, τώρα, είπε ο Άρτσι, με χαμηλή φωνή.
-Τότε θα μου κάνετε τότε μία χάρη; Ρώτησε η Σουζάνα με μία καλοσύνη που σήμερα της περίσευε.
Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
juliet
Candy Star
Candy Star
juliet


Θηλυκό
Αριθμός μηνυμάτων : 1381
Ηλικία : 43
Registration date : 05/09/2009

Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς - Σελίδα 2 Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς   Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς - Σελίδα 2 Icon_minitimeΤετ Φεβ 17, 2010 8:00 pm

Στα χέρια του Τέρενς Γκράντσεστερ

Η Κάντυ ξαφνιάστηκε καθώς είδε την πόρτα να ανοίγει και πάλι και μάλιστα τόσο απότομα και βιαστικά που σχεδόν τρόμαξε.
-Τέρυ; Τον είδε να στέκεται μπροστά της ακόμα στην πόρτα και να την κοιτά.
Ο Τέρενς την κοιτούσε λες και όλος ο κόσμος είχε σβηστεί τριγύρω του και πράγματι είχε, εδώ και αρκετές ώρες. Αν και το πρόσωπο της ήταν χλωμό, εξασθενημένο από την αιμοραγία και τον πόνο, τα χρυσά μαλλιά χρυσά έπεφταν τώρα στο μαξιλάρι και τα μάτια της… αυτά τα μάτια τον κοίταζαν με τόση προσδοκία, με τόση αγάπη. Έτρεξε δίπλα της και πριν ακόμα η Κάντυ Γουάιτ Άρντλευ προλάβει να πει λέξη, την τύλιξε με τα χέρια του σε μία αγκαλιά, βάζοντας τα χέρια του μαλακά κάτω από την πλάτη της. Δε μίλαγε, δεν της είπε τίποτα. Και εκείνη πια δεν μίλαγε. Δεν τολμούσε να μιλήσει, να ονειρευτεί. Μα ζούσε ήδη ένα όνειρο. Γιατί ήταν μέσα στην αγκαλιά του, στα χέρια του Τέρενς Γκράντσεστερ, γιατί ανέπνεε το άρωμα του, γιατί το άγγιγμα του δυνατό, ζεστό, προστατευτικό, την διαπερνούσε, την έκανε να τρέμει και να θέλει να ξαναζήσει. «Μαζί του;» ρώτησε η εσωτερική της φωνή, χωρίς ίχνος όμως ειρωνείας. «Ναι, μαζί του», βροντοφώναξε μέσα της. «Για πάντα, μαζί του». Ένιωσε το σώμα του Τέρυ να τρέμει στα χέρια της, έκλαιγε. «Θεε μου, μην κλαις, δεν αντέχω να κλαις εσύ…».
-Τέρυ, μη..είπε διστακτικά και τον αγκάλιασε με τα χέρια της. Σαν πουλί ο Τέρενς φώλιασε στο στήθος της. Έκλεισε τα μάτια της απολαμβάνοντας αυτή τη στιγμή της αμοιβαίας τρυφερότητας και αγάπης, την αίσθηση να τον έχει εκεί.
Ακόμα και αν τον έχανε και έτρεχε πίσω στη Μονίκ σε μία ώρα, δεν την ένοιαζε, δεν την ένοιαζε τίποτα. Αυτή τη στιγμή ήταν στα δικά της χέρια και ήταν και οι δύο εκεί, ακόμα. Σε μία δύσκολη ζωή, όπου οι όμορφες μέρες του καλοκαιριού που κάποτε τους χαρίστηκαν, ήταν τώρα τόσο μακριά, μπορεί να μην ξανάρχονταν ποτέ, και οι δύο το ήξεραν, μα τα συναισθήματα τους τόσο ζωντανά, τόσο ακέραια ήταν ακόμα εκεί, αυτά δεν έφυγαν ποτέ.
-Συγχώρεσε με, σε παρακαλώ, συγχώρεσε με…της είπε με φωνή που εξίσου έτρεμε ενώ την κοίταζε στα μάτια.
- Σταμάτα, Τέρυ, σταμάτα αυτό το μελόδραμα, δεν το έκανα για σένα..όχι, καθόλου για σένα. Το έκανα για μένα, έτσι; Ναι, για εμένα το έκανα, του είπε με χαρούμενη φωνή. Εγώ δεν άντεξα να ζήσω μακριά σου, δεν θέλω καν να μου πεις ευχαριστώ, μία τόσο εγωιστική πράξη, δεν αξίζει καν…Τέρυ; Τέρυ;
Ήταν ήδη πολύ αργά για αυτό, γιατί τα χέρια του την είχαν τυλίξει και αν και η ίδια δεν μπορούσε να σηκωθεί, αυτός μπορούσε να ξαπλώσει και να σκύψει όλος από πάνω της και να τη φιλήσει.
Μετά τη μορφίνη, αυτά τα φιλιά, αυτά τα χάδια, αυτός ο άντρας…όχι, κανένας θάνατος δεν ήταν πιο γλυκός, πιο ωραίος, κανένα ναρκωτικό πιο ισχυρό, από δύο κορμιά ενωμένα… σαν ένα. Αυτό ήταν, ήταν έκσταση. Σχεδόν δεν μπορούσε να αναπνεύσει μα ο άερας του δωματίου δεν ήταν αρκετός για να τη γεμίσει, δεν μπορούσε να κουνηθεί και όμως πέταγε, δεν μπορούσε να τον κρατήσει μα τον είχε. Τώρα ήταν αυτή που άρχισε να κλαίει …μα ήταν δάκρυα χαράς και όχι λύπης, ένωσης και όχι χωρισμού.
-Τέρυ..τον έσπρωξε, δεν άντεχε άλλο, δεν ήξερε τι να πιστέψει. Δεν μπορεί όλα αυτά να ήταν αλήθεια. Έπρεπε να ρωτήσει.
-Τέρυ, η Μονίκ;
-Η Μονίκ; Τη ρώτησε έκπληκτος.
-Νόμιζα πως…
-Ήταν για τον Τσάρλι. Μία καλή πράξη για μία φίλη και ένα φίλο. Αλήθεια τι πίστεψες;
Πολλά είχε πιστέψει αλλά δεν είχε σημασία τώρα, σημασία είχε μόνο όσα έγιναν.
-Τέρυ, γιατί, γιατί έκανες κάτι τέτοιο; Γιατί δεν μου μίλησες; Γιατί δεν μου είπες τι έκανες; Πόσο καιρό τώρα μπλέκεις σε καυγάδες; Νόμιζες πως θα έμενε κρυφό; Γιατί πάντα χρειάζεσαι έναν τρόπο για να καταστρέψεις τον εαυτο σου;
Ο Τέρυ την κοίταξε μελαγχολικά σχεδόν. Η ερώτηση της απαιτούσε να ανασύρει από τις μνήμες του μυαλού του ένα παρελθόν τόσο πικρό και αβάσταχτο…
-Γιατί δεν άντεχα, γιατί αυτός είμαι και δεν μπορώ να το αλλάξω, αδύναμος και μικρός, ασυγχώρητος. Έπρεπε να νιώσω ότι ζω, ότι έχω και εγώ κάτι δικό μου. Δεν μπορούσα να μην κάνω κάτι για να μην αντιδράσω, το είχα ανάγκη.
-Εγώ φταίω, εγώ, πίστεψα σε κάτι που δεν υπήρχε, σε ότι διάβαζα και δεν πίστεψα σε σένα που ξέρω..τόσο καλά.
- Δεν ήθελα να σου προκαλέσω πόνο μα φαίνεται πως δεν κατάφερα και κάτι καλύτερο.
-Αυτό ισχύει και για μένα…
-Όχι μην το ξαναπείς αυτό..
-Παρόλα αυτά δεν θα στο συγχωρέσω ποτέ ότι τόσο εύκολα με ξεγέλασες. Και μη το παίρνεις και πάνω σου γιατί δεν μπορώ ούτε το χέρι μου να σηκώσω για να σε φοβερίσω…
Τα μάτια του Τέρυ γέλαγαν μα όχι και τα χείλη του. Τον στεναχωρούσε αυτή η κατάσταση. Ήθελε να μην την πονέσει αλλά τώρα που όλα είχαν αποκαλυφτεί ήταν αδύνατο. Ωστόσο η Κάντυ ήθελε να μάθει τα πάντα.
-Γιατί χώρισες την Σουζάνα;
-Τι έκανε αυτή εδώ μέσα; Σου κλαιγόταν πάλι; Της είπε σχεδόν θυμωμένος.
-Τέρυ μη μιλάς έτσι αυτό είναι αχαριστία.
-Αχαριστία…αν ήξερες πόσες φορές ευχήθηκα να ήμουν νεκρός, δεν θα μίλαγες έτσι. Υπήρχε κάτι που τον πλήγωνε πολύ και η Κάντυ το ένιωθε, το ύφος του και η στάση του, ο τρόπος του είχε αλλάξει…Χρειαζόταν να τον καθησυχάσει. Δεν θα τον έσπρωχνε στην κόλαση από όπου δύο χρόνια προσπαθούσε να δραπετεύσει, ακόμα και αν η Σουζάνα δεν είχε έρθει να τη δει, όχι μετά από όλα αυτά…
-Τέρυ…η Σουζάνα απλά μου ζήτησε να σε φροντίσω, φοβήθηκε πολύ και η ίδια από όλα αυτά, θέλει να έχετε καλές σχέσεις.
-Σίγουρα..αφού αποφάσισε να μου τινάξει την καριέρα στον αέρα. Ήταν ακόμα θυμωμένος.
-Νομίζω ότι αυτό διορθώνετε…, είπε γλυκά η Κάντυ.
-Και εμείς;
Η Κάντυ πρώτη φορά άκουγε αυτό το «Εμείς». «Εμείς;», δεν την είχε σκεφτεί ποτέ αυτή τη λέξη. Δεν ήξερε καν ότι υπήρχε, αλήθεια υπήρχε; Δίστασε, το ήθελε όπως οι τυφλοί το φως, μα δίσταζε, στη σκέψη ότι μπορούσαν, ναι μπορούσαν, η καρδιά της σκίρτησε και δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια της. Ο Τέρενς έβαλε την παλάμη του στο πρόσωπο της που βρεχόταν τώρα…μα ήταν όμορφο, τόσο όμορφο.
-Τέρυ, εμείς…θέλω να πω.
-Να μην πεις τίποτα, γιατί ότι και αν πεις, αυτή τη φορά, δεν θα μ' εμποδίσεις ούτε εσύ, Κάντυ Γουαιτ Άρντλευ…Και έτσι με ένα ακόμα θερμό φιλί, που ήρθε την πιο κατάλληλη στιγμή, διώχνοντας μακριά την αμφιβολία και την αμηχανία, η Κάντυ είπε «Αντίο», μα όχι στον Τέρυ αλλά σε αυτό το αβάσταχτο βάρος που κουβαλούσε μέσα της από τότε που χώρισε, αυτό που την κυνηγούσε δύο χρόνια τώρα και την έκανε να κρύβεται πίσω από ένα λόφο. Και ήταν η πρώτη φορά στη ζωή της που ένα «αντίο» ήταν τόσο γλυκό και απόλυτο σαν την πληρότητα που μας χαρίζει ο έρωτας. Ω, ναι ήταν σκέτη απόλαυση. Σαν τα χείλη του Τέρυ που πίεζαν τα δικά της, σαν τα δάχτυλα τους που μπερδεύονταν στα μαξιλάρια, σαν την καρδιά της που χτυπούσε ασταμάτητα δίπλα σε μία άλλη καρδιά που χρόνια την περίμενε.

Ο Άρτσι περπατούσε νευρικά στο διάδρομο, «Μα τι κάνει τόση ώρα εκεί μέσα;» αναρωτιόταν. Είχε πάει στην εφημερίδα με τη Σουζάνα, την είχε πάει σπίτι και είχε γυρίσει. Μα ο Τέρυ δεν είχε βγει ακόμα από εκεί μέσα. Μόλις πήγε να ανοίξει την πόρτα ο Άρτσι άκουσε τις φώνες του και ξανακάθησε στην καρέκλα του. Τώρα ένα ακόμα εικοσάλεπτο είχε περάσει από τότε που γύρισε. «Είναι αδιανόητο, θα πάω να τη δω και θα με πετάξουν έξω οι γιατροί, είναι αναίσθητος και θα την απασχολεί με ανοησίες ενώ χρειάζεται ξεκούραση».
Μ, η αλήθεια ήταν ότι ο Τέρενς ήταν αναίσθητος όσον αφορούσε τα συναισθήματα και τις ανάγκες του Άρτσι αλλά η παρουσία του δεν ήταν καθόλου ανόητη. Για τον απλό λόγο ότι ο Τέρενς Γκράντσεστερ εκείνη την ώρα «δούλευε» πολύ σκληρα για την ασθενή, χορηγόντας στην δεσποινίς Frenckles το πιο φυσικό και πιο ισχυρό παυσίπονο του σώματος, την ενδομορφίνη, αυτή που μόνο ο ανθρώπινος εγκέφαλος μπορεί να δημιουργήσει μέσω της ερωτικής διέργεσης: με τα υγρά και διαχυτικά του φιλιά του, ο Τέρενς πετύχαινε το σκοπό του και η Κάντυ ως ασθενής αλλά και ως νοσοκόμα το ήξερε πολύ καλά και του το επέτρεπε ακόμα περισσότερο.

Ευτυχισμένα χαμόγελα

-Επιτέλους, θα κατασκήνωνες εκεί μέσα! Ο Άρτσι τον κοιτούσε σχεδόν έξαλλος.
-Τώρα που το λες, του είπε ο Τέρυ και του έκλεισε το μάτι προχωρώντας στον διάδρομο, ο Άρτσι κατάλαβε αμέσως, εάν ο Τέρυ είχε τόσο τρελό κέφι σίγουρα δεν έφταιγε ο καιρός εκτός και αν ο σημερινός ήλιος είχε φακίδες και σκορπούσε φιλιά και υποσχέσεις. Ο Άρτσι μπήκε μέσα στο δωμάτιο, τραβώντας απαλά την πόρτα. Η Κάντυ ήταν…ευτυχισμένη, απλώς και μόνο ευτυχισμένη. Αλήθεια τι άλλο υπήρχε; Το έβλεπε στα μάτια και στο χαμόγελο της, έλαμπε, μπορεί να πονούσε, μα και πάλι έλαμπε. Ήταν σωστό, πολύ σωστό αυτό. Ήταν το καλύτερο. Πόσο καιρό είχε άραγε να τη δει έτσι; Κόντεψε να δακρύσει από αυτό το θείο κορίτσι που του χάριζε τώρα το μεγαλύτερο χαμόγελο της. Γιατί δεν το έβλεπε κανείς τόσο καιρό; Γιατί κανένας δεν βοήθησε, αυτήν που είχε βοηθήσει τους πάντες. Όχι άλλος χαμμένος χρόνος. Κάθησε δίπλα της στο κρεβάτι.
-Αυτό είναι δικό σου, της είπε και έβγαλε τη φυσαρμόνικα.
-Άρτσι, πάλι εσύ τη μάζεψες;
-Σου έσωσε τη ζωή για να ξέρεις, της είπε και της χάιδεψε το κεφάλι.
-Μου τα είπε ο Τέρυ, σου χρωστάω τη ζωή μου.
-Θέλω μόνο να είσαι καλά, με αυτόν που αγαπάς.
-Άρτσι...
-Μας τρόμαξες πολύ, αλήθεια. Θέλω να ξέρεις ότι σ’αγαπώ, ότι πάντα σε αγαπούσα και και ότι θα μου λείψεις αφάνταστα.
-Άρτσι…συγγνώμη, που δεν σε άκουσα τότε και σε έσπρωξα στην αγκαλιά της Άννυ, δεν είχα αυτό το δικαίωμα, το ξέρω αυτό τώρα…
-Θα σου ζητήσω μόνο να προσέχεις και να μου γράφεις..να γράφεις σε μένα..για μένα.
- Άρτσι, ήσουν πάντα δίπλα μου, εσύ και ο Στήαρ, μου δώσατε τόσο αγάπη. Σε ευχαριστώ, σε ευχαριστώ που καταλαβαίνεις. Ο Άρτσι την πήρε αγκαλιά. Ήταν τόσο όμορφα τα συναισθήματα καθώς απελευθερωμένα και απενεχοποιημένα σκορπούσαν σαν αόρατη ενέργεια στην ατμόσφαιρα. Της μετέδιδαν τόση εσωτερική γαλήνη και ηρεμία. Ο γιατρός Μαρκ άνοιξε την πόρτα διακριτικά.
-Δεσποινίς Άρτλευ, καιρός να ξεκουραστείτε και να ηρεμήσετε, είπε.
-Μα γιατρέ, αυτό κάνω…γέλασε η Κάντυ. Ο Μαρκ χαμογέλασε, ναι ήταν αλήθεια, μπορούσε ακόμα και αυτός να το αισθανθεί.

Μία δοκιμασία για γερές φακίδες

Ήταν απόγευμα πάνω από την Νέα Υόρκη και η Κάντυ μετά από ένα μεσημεριανό ύπνο, άνοιξε και πάλι τα μάτια της. Ο ήλιος κόντευε να πέσει, ήταν ένα υπέροχο δειλινό, μπορούσε να το δει από το παράθυρο της. Η πόρτα της άνοιξε και ο Τέρενς μπήκε μέσα κρατώντας, το βραδινό. Προφανώς οι νοσοκόμες θα του εμπιστεύονταν και την ζωή τους ακόμα, όχι μόνο το φαγητό της Κάντυ.
-Τέρυ; Τι κάνεις εδώ δεν γύρισες σπίτι σου; Πότε θα πας να ξεκουραστείς;
-Μα κοιμήθηκα, Κάντυ.
-Ε που;
-Εδώ μέσα, οι νοσοκόμες μου έδωσαν ένα άδειο δωμάτιο ενώ κοιμόσουν και έτσι ξεκουράστηκα αρκετά. Ο Τέρυ έβαλε το δίσκο πάνω στο τραπέζι και γύρισε κοντά της με ένα πιάτο σούπας και ένα κουτάλι.
-Αλήθεια; Εγώ δεν θυμάμαι να αφήναμε τους επισκέπτες να κοιμούνται. Ξενοδοχείο το πέρασες;
-Εγώ; Όχι. Οι νοσοκόμες επεμέναν, της απάντησε ήρεμα ενώ κάθησε δίπλα της στην πολυθρόνα.
-Χμ, δεν μ’αρέσει καθόλου αυτό!
Ο Τέρυ έβαλε ξαφνικά τα γέλια.
-Α Κάντυ, θυμάσαι αυτή τη στριμένη νοσοκόμα στο Σικάγο; Αν ήταν αυτή εδώ, θα με είχε βγάλει πάλι στην αυλή…
-Αυτή η στριμένη; Τη Φράνυ εννοείς; Τον μάλωνε τώρα ή τουλάχιστον προσπαθούσε.
-Ναι, ναι, δεν θυμάμαι πως τη λένε αλλά φαίνεται να σε έχει επηρεάσει…
-Δεν είναι αστείο Τέρυ, η Φράνυ πήγε στην πρώτη γραμμή του πολέμου, όπως και ο Στήαρ. Η Κάντυ είχε ένα μοναδικό τρόπο να προσγειώνει τον Τέρυ ή ήταν αλήθεια η ζωή η ίδια;
-Συγγνώμη Κάντυ. Πως είναι ο Στήαρ;
-Τερυ, δεν ξέρεις τίποτα, δεν σου είπε ο Άρτσι;
-Να μου πει τι;
-Ο Στήαρ πέθανε, σκοτώθηκε…
Ο Τέρενς είχε μείνει άφωνος. Πόσα έγιναν και την πόνεσαν και εκείνος ήταν απών, χωρίς να μπορεί να σταθεί δίπλα της, τι τραγικό λάθος, να είναι μόνη της, τόσο μόνη της. Ήθελε να το αναπληρώσει, να σβήσει τον πόνο που τότε δεν μπορούσε. Θα το έκανε και για τους δύο.
-Λυπάμαι, ήταν πολύ καλό παιδί…
-Ναι ήταν, αν και τον κορόιδευες…του είπε αυτή για να ελαφρύνει το κλίμα.
-Κάντυ, αυτό το κάνω μόνο για όσους συμπαθώ, πραγματικά.
Η Κάντυ γέλασε τρυφερά, ναι είχε δίκιο, ο Τέρυ ή θα ασχολιόταν ή δεν θα ασχολιόταν, όπως και να’χε, είχε ένα μοναδικό τρόπο να χαρακτηρίζει τους ανθρώπους γύρω του.
-Α, ώστε για αυτό με κοροϊδευες για τις φακίδες μου; Ε; Το ήξερα από την πρώτη στιγμή ότι σου άρεσαν.
-Κάντυ μόλις γίνεις καλά, τις θέλω αυτές τις φακίδες…, της είπε στριφογυρίζοντας το κουτάλι στη σούπα.
Η Κάντυ γέλασε από τα βάθη της ψυχής της αλλά ο πόνος πάλι τη σταμάτησε. Ο Τέρυ πάντα ήθελε τις φακίδες της και αν οι φακίδες της ήταν φαγητό ο Τέρυ τις είχε φάει όλες το πρωί.
-Τέρυ, όταν γίνω καλά θα πρέπει να γυρίσω στο Σικάγο και στα παιδιά.
Αυτό ήταν ένα θέμα που τον άγχωνε. Αλλά αυτή τη φορά ακόμα και αν ο κόσμος γυρνούσε ανάποδα δεν θα την άφηνε.
-Θα σταματήσω τις παραστάσεις, αλλώστε μετά το φιάσκο της Σουζάνας με τις εφημερίδες, ίσως είναι καλύτερα να δώσουμε χρόνο για να ξεχαστεί όλο αυτό.
-Τέρυ, δεν θέλω να το κάνεις αυτό για μένα.
-Κάντυ, η σούπα σου έχει κρυώσει, μήπως είναι καλύτερα να τη φας; Ο Τέρυ άρχισε να την ταίζει σαν να ήταν μικρό παιδάκι. Παρόλο που δεν της άρεσε να πιέζεται να φάει, η Κάντυ υποχώρησε στην προσοχή που της έδειχνε.
-Δεν το κανω αυτό για εσένα αλλά για εμένα, άλλωστε πολλά έχουν συμβεί και δεν σκοπεύω να σε ξαναχάσω. Ο καιρός θα μας πάρει την ανασφάλεια αλλά μέχρι να γίνει αυτό, ας κάνουμε αυτό που αισθανόμαστε, της είπε γλυκά καθώς την ταίζε.
-Αύριο θα έρθει ο Άλμπερτ, σωστά;
-Ω, ναι το είχα ξεχάσει αυτό. Αλήθεια που είναι ο Άρτσι; (Ναι η Κάντυ κόντευε να ξεχάσει τα πάντα με τον Τέρενς δίπλα της).
-Τον έστειλα στο ξενοδοχείο να ξεκουραστεί. Ήταν πολύ κουρασμένος. Λοιπόν δεν μου απάντησες για τον Άλμπερτ.
-Μάλλον, Τέρυ, ελπίζω να είναι καλύτερα.
-Σαν κηδεμόνας, ελπίζω να μην έχει αντίρρηση.
-Αντίρρηση για ποιο πράγμα; Η Κάντυ ρώτησε αθώα αλλά τα κόκκινα μάγουλα της ήταν η πιο τρανή απόδειξη της πλήρους γνώσης της επί του αντικειμένου.
-Μα, ξέρεις γιατί μιλάω, είπε τρυφερά και της έδωσε και την τελευταία κουταλιά. Ναι, ο Τέρυ είχε ένα πολύ ρομαντικό τρόπο να κάνει προτάσεις γάμου, χειρότερα δε από οποιονδήποτε άλλον. Αλλά η Κάντυ δεν ενδιαφερόταν καθόλου για τα τυπικά του θέματος, παρά μόνο για την ουσία.
-Τέρυ, δεν …
-Έχεις αντίρρηση; Μήπως δεν σου αρέσει το Γκράντσεστερ; Την ρώτησε δήθεν ανήσυχα.
-Όχι, όχι μία χαρά είναι αλήθεια, είπε σαν κατακόκκινη ντομάτα.
-Ναι και εγώ νομίζω ότι σου ταιριάζει, της είπε με επιδοκιμαστικό ύφος και της έδωσε ένα φιλί στα χείλη. Οι φακίδες της θα δοκιμάζονταν για δεύτερη φορά μέσα στη μέρα και με τόσα χάδια και φιλιά, η Κάντυ ευχήθηκε, να αντέξουν αυτή τη δοκιμασία, γιατί αν μη τι άλλο, αύριο ερχόταν ο Άλμπερτ και όλα έπρεπε να είναι στη θέση τους.
Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
juliet
Candy Star
Candy Star
juliet


Θηλυκό
Αριθμός μηνυμάτων : 1381
Ηλικία : 43
Registration date : 05/09/2009

Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς - Σελίδα 2 Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς   Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς - Σελίδα 2 Icon_minitimeΔευ Φεβ 22, 2010 11:12 am

Μια αναγκαία καληνύχτα

Παρόλο που ο Τέρυ δεν ήθελε να φύγει καθόλου και ήταν έτοιμος να περάσει όλη τη νύχτα στην πολυθρόνα με το πρόσωπο του στο μαξιλάρι της Κάντυ και τα χείλη της δίπλα στα δικά του, η Μάρτζ είχε μία τελείως διαφορετική άποψη.
-Λυπάμαι κύριε Γκράντσεστερ αλλά πρέπει να φύγετε, δεν επιτρέπονται οι επισκέψεις μετά από τις οκτώ και δεν μπορείτε να μείνετε ως συνοδός στο δωμάτιο της γιατί είστε άντρας, μόνοι οι γυναίκες επιτρέπονται στην περίπτωση της, του είπε με ευγένεια αλλά και αποφασιστικότητα όταν πήγε να διαμαρτυρηθεί στο γραφείο των νοσοκόμων για την υποχρεωτική αποχώρηση του.
- Δεν θα την ενοχλήσω, θα κάνω ησυχία…
Η Μαρτζ κόντευε να βάλει τα γέλια με το ύφος και την απάντηση του (που ταίριαζε περισσότερο σε δεκάχρονο μαθητή παρά σε διάσημο ηθοποιό) αλλά κρατήθηκε.
-Λυπάμαι αλλά αυτοί είναι οι κανονισμοί του νοσοκομείου.
-Θέλω να μιλήσω με τη διεύθυνση…
-Έχει πάει σπίτι της και αυτή.
-Με τους γιατρούς…
-Το ίδιο θα σας απαντήσουν, λυπάμαι αλλά πρέπει να φύγετε.
-Θα είναι μόνη της όλο το βράδυ; αν χρειαστεί κάτι…
-Μπορείτε να ζητήσετε από τις νοσοκόμες κάποια αποκλειστική, θα ειδοποιήσουμε κάποια συνάδελφο αν ανησυχείτε τόσο πολύ, αν και δεν υπάρχει λόγος, θα την κοιτάμε όλο το βράδυ.
-Ωραια, δεν φεύγω…μπορείτε να με βγάλετε έξω, αν τα καταφέρετε.
Η Μαρτζ ένοιωσε να της ανεβαίνει το αίμα το κεφάλι.
-Κύριε Γκράντσεστερ, προσπαθήστε να καταλάβετε, θα βρω το μπελά μου, δεν επιτρέπεται. Σκεφτείτε λίγο ότι θα σας δουν οι γιατροί και θα προκαλέσετε φασαρία άνευ λόγου και αιτίας.
Ο Τέρενς κοίταξε τη Μαρτζ, μία αρκετά νεαρή νοσοκόμα, περίπου στην ηλικία του με ξανθιά μαλλιά και γαλάζια μάτια. Ήταν αρκετά συμπαθητική και έδειχνε ευδιάθετη και με κατανόηση. Μπορούσε να διαισθανθεί ότι τον συμπαθούσε και ότι απλώς προσπαθούσε να κάνει τη δουλειά της. Μία φασαρία θα ήταν κακή για όλους και προτίστως για την Κάντυ. Με μισή καρδιά, μπορεί και καθόλου, γιατί ήξερε ότι έπρεπε να φύγει, ξαναγύρισε στην Κάντυ.
-Τέρυ να πας να ξεκουραστείς, του είπε αυτή γλυκά.
-Μα είμαι ξεκούραστος, της είπε και της φίλησε το χέρι. Αυτή η απρόσμενη διαχυτικότητα του Τέρυ έκανε την Κάντυ να κοκκινίζει.
-Τέρυ, φύγε πια από εδώ, γιατι θα ζητήσω εγώ να σε πετάξουν έξω, μη με κανεις να αισθάνομαι άσχημα, δεν θέλω να σε κουράζω, του είπε και πήρε το χέρι της. Μα αφού δεν είχε το χέρι της να παίζει ο Τέρυ χρειαζόταν κάτι… «κάτι καλύτερο» σκέφτηκε πονηρά και έσκυψε και πάλι από πάνω της. Η Κάντυ έκλεισε τα μάτια απότομα και ενώ πήγε να τον απομακρύνει τελικά άφησε τα χέρια της να πέσουν στο στρώμα γιατί νόμιζε πως θα λυποθυμούσε τόσο βαθιά που τη φίλαγε.
-Χμ, χμ, κύριε Γκράντσεστερ, έκανε η Μαρτζ από την μισάνοιχτη πόρτα, φτάνει αρκετα για σήμερα. (Πράγματι ο Τέρυ είχε καταχραστεί και με το παραπάνω τη φήμη του και ην πέραση στις νοσοκόμες) Ο Τέρυ έπεσε από τον ουρανό στη γη και αφού αποχαιρέτησε γλυκά την Κάντυ, αναγκαστικά πήρε το δρόμο για το σπίτι της μητέρας του.
-Α, κύριε Γκράντσεστερ, είπε η Σιμόν που άνοιξε την πόρτα, η κυρία Έλινορ είναι στο θέατρο, μου είπε ότι θα ερχόταν μετά σπίτι σας να σας δεί. Δεν θα περάσετε μέσα;
Αυτό ήταν καλό, πολύ καλό και περίπου όπως το είχε προβλέψει, αν η μητέρα του πήγαινε σπίτι του ο Τσάρλι και η Μονίκ, θα την έστελναν κατευθείαν στο νοσοκομείο. Και η Έλινορ ήταν γυναίκα, επομένως η Κάντυ δεν θα έμενε μόνη της όλο το βράδυ. Για την ώρα αισθάνθηκε ικανοποιημένος.
-Κύριε Γκράντσεστερ, δεν θα περάσετε μέσα; Επανέλαβε η Σιμόν που τον έβλεπε να στέκεται σκεπτικός στο κατώφλι.
-Όχι, τώρα, πες τη μητέρα μου αν γυρίσει εδώ, ότι θα ξανάρθω.
-Μάλιστα, είπε η Σιμόν και έκλεισε την πόρτα πίσω της. Αυτό το αγόρι της Μπέικερ ήταν πάντα τόσο απρόβλεπτο.

Ο ηττημένος του αγώνα

Ο αέρας της νύχτας πάντα κρύος και ερεθιστικός για τις αισθήσεις του συνόδευε τα βήματα του καθώς ο Τέρενς κατευθυνόταν προς τις αποβάθρες. Η άθλια αυτή κοινότητα έπαιρνε ζωή αυτή την ώρα. Οι πόρνες κυκλοφορούσαν στους δρόμους και οι ζητιάνοι πλημμύριζαν τις γωνιές και τα πόστα, αναζητώντας το καθημερινό τους μεροκάματο από τις τσέπες των περαστικών. ‘Ηταν μία πολύβουη νύχτα. Στο δρόμο του για το μπαρ του Έρικ ο Τέρενς περνούσε αδιάφορα και βιαστικά ανάμεσα από όλο αυτό το πλήθος. Είχε ακόμα έναν ανοιχτό λογαριασμό με αυτόν τον αιμοβόρο και αρπακτικό κόσμο. Καθώς περπατούσε γρήγορα, έπεσε πάνω σε κάποιον περαστικό και άνοιξε τα μάτια με κατάπληξη όταν ένα δευτερόλεπτο αργότερα διαπίστωσε ότι αυτός που σκούντηξε και ουσιαστικά έριξε κάτω στο έδαφος δεν ήταν άλλος από τον Νηλ.
-Νηλ;
-Τέρυ; Πως περπατάς έτσι; Δεν βλέπεις ούτε που πηγαίνεις, κόντεψες να με σκοτώσεις, διαμαρτυρήθηκε ο Νηλ ενώ σηκωνόταν και τίναζε την σκόνη του πεζοδρομίου από πάνω του. Αυτή η συνάντηση δεν ήταν ότι καλύτερο. Ειδικά σήμερα και τώρα. Έπρεπε να φύγει πριν να αρχίσει τις ερωτήσεις ο Γκράντσεστερ.
-Πως είναι η Κάντυ; Ρώτησε προσπαθώντας να στρέψει αλλού τη συζήτηση.
-Αλήθεια σε νοιάζει; Δεν θυμάμαι να ήσουν εκεί χτες.
-Ελά Τέρυ, ξαδέλφη μου είναι, μη γίνεσαι σαν τον Άρτσι, απλώς ήταν βαρύ το κλίμα και δεν άντεχα. Θα περνούσα αργότερα. Έλα, τώρα, πες μου πως είναι.
-Είναι καλά, απάντησε ο Τέρυ με ψυχρότητα. «Ξαδέλφη του; Που πήγε το κορίτσι των στάβλων;» αναρωτιόταν από μέσα του ο Τέρενς.
-Θα περάσω…
-Καλύτερα όχι, δεν νομίζω να της προσφέρει τίποτα η επίσκεψη σου…
-Είσαι αγενής και θρασύς όπως πάντα. Αλλά μη χαίρεσαι, του είπε με χαιρέκακο ύφος ο Νηλ. Θα τα ξαναπούμε και έφυγε βιαστικά σαν τον κυνηγημένο. Ο Τέρυ γύρισε και είδε τον Νηλ που χανόταν μέσα στο πλήθος. Ο Νηλ ήταν περίπτωση. Αλλά έπρεπε να περιμένει γιατί τώρα ήταν η ώρα για μία άλλη πιο εξαιρετική και δύσκολη περίπτωση και ότι άρχισε, έπρεπε να τελειώνει. Αποφασιστικά μπήκε μέσα στο μπαρ του Έρικ.

Αν και το μπαρ ήταν γεμάτο από ταλαιπωρημένους μετανάστες, μεθυσμένους γέρους και αγριεμένες φάτσες, ο Έρικ δεν φαινόταν πουθενά. Πλησίασε το μπαρ και ρώτησε τον μπάρμαν. Η απάντηση που πήρε τον ξάφνιασε. Ο Έρικ ήταν κλεισμένος πάνω στο δωμάτιο και δεν ήθελε να δει κανέναν. Αν και δεν ήταν ότι καλύτερο και πιο συνετό, ο Τέρενς πήρε το δρόμο για τις σκάλες και άρχισε να τις ανεβαίνει. «Μάλλον αυτή είναι η τελευταία φορά» σκέφτηκε με ανακούφιση. Γνώρισε τόσο καλά αυτό το μπαρ, έχοντας ανέβει και κατέβει πολλές φορές αυτές τις σκάλες παρέα με τη Μονίκ ή και μόνος. Χτύπησε την πόρτα.
-Ποιος; Ο Έρικ δεν ήταν στην καλύτερη διάθεση.
Ο Τέρυ άνοιξε την πόρτα, ο Έρικ καθόταν πάνω στο κρεβάτι αγκαλιά με ένα μισοτελειωμένο μπουκάλι ουίσκι. Το δωμάτιο ήταν μισοσκότεινο. Παρόλο που ο Έρικ δεν περίμενε να τον δει τόσο σύντομα μετά από αυτό το σκηνικό, δεν φάνηκε να ξαφνιάζεται. Κοίταζε τον Τέρυ με έναν αέρα απάθειας, λες και ήταν σκέτος αέρας.
-Έρικ τι κάνεις;
-Μεθάω ανόητε. Θέλω ησυχία. Ο Τέρυ έβλεπε σε αυτόν τον αλλιώτικο, μισομεθυσμένο Έρικ κάτι από τον δικό του πολύ πρόσφατο εαυτό. Αλλά και πάλι, έτσι ήταν ο Έρικ. Οξύθυμος και κερδοσκόπος, τελειωμένος μα ισχυρός, απόλυτος με μία δική του αίσθηση δικαίου κατάλληλη μόνο για αυτήν την περιοχή, προορισμένη αποκλειστικά για αυτήν. Τώρα ο Τέρυ χρειαζόταν αυτή την αίσθηση δικαίου που ο Έρικ έκρυβε μέσα του, το ότι τον έπιανε τυχαία σε μία στιγμή αδυναμίας ίσως ήταν μία πολύ καλή ευκαιρία για να του την βγάλει. Ίσως και όχι.
-Έρικ τι απέγινε ο Σάμουελ; Ρώτησε ενώ πήγε στο παράθυρο.
-Τον σκότωσα, δεν τον είδες; Φυσικά και το είδε με μεγάλη ικανοποίηση μάλιστα, γιατί αν δεν το έκανε ο Έρικ, τότε θα το έκανε ο ίδιος αργά ή γρήγορα. Όταν άκουσε το διαπεραστικό κρότο ένιωσε να επανέρχεται στην πραγματικότητα μετά από ένα μακρύ ταξίδι. Κράταγε στα χέρια του την ζωή του την ίδια και αυτή ψυχοραγούσε.. πέθαινε…τα χέρια του κόκκινα. Μία φρικιαστική ανάμνηση. Πήρε το μπουκάλι ουίσκι και ένα ποτήρι από το μικρό μπαρ του δωματίου και έβαλε μία δόση, την κατέβασε μονορούφι.
-Τι απέγινε το κοριτσάκι; Ρώτησε ο Έρικ.
-Το κοριτσάκι έζησε.
-Πάλι καλά, δεν μου αρέσουν αυτά.
-Ήταν ασταθής και το ήξερες, του είπε ο Τέρυ. Ναι, ήταν ευθύνη του Έρικ αυτό.
-Δεν το περίμενα, αυτό. Πήγα να το διακόψω και δεν πρόλαβα αλλά και εσύ μπορούσες να σταματήσεις και το ήξερες.
-Γιατί τον σκότωσες;
-Γιατί ήταν τραγικό αυτό που έγινε και μία μέρα αν άνοιγε το στόμα του θα μας πήγαιναν όλους μέσα και εσένα ακόμα. Κανένας δεν μιλάει εδώ γύρω αλλά αυτός ήταν τρελός, δεν μπορούσα να τον ελέγξω. Για αυτό, όποιον δεν μπορώ να ελέγξω…χμ, που είναι το ουίσκι μου; Έκανε ο Έρικ βλέποντας ότι του έλειπε.
-Εδώ είναι, είπε ο Τέρυ και του έδωσε το μπουκάλι.
Ο Έρικ το πήρε από τα χέρια του Τέρυ και άρχισε να το κατεβάζει με γρήγορες γουλιές.
-Που είναι η Μονίκ; Ρώτησε ο Έρικ με θυμωμένο ύφος.
-Δεν ξέρω, του απάντησε ο Τέρενς. Ο Έρικ σηκώθηκε από το κρεβάτι και με μία βίαιη κίνηση έσπρωξε τον Τέρυ στον τοίχο.
-Μη με κοροϊδεύεις εμένα, μαζί σας έφυγε. Είναι με αυτόν τον αλήτη; Τον Τσάρλι, τον φίλο σου, έτσι; Να της πει να γυρίσει πίσω.
Ο Τέρυ έσπρωξε τον Έρικ από πάνω του.
-Να την βάλεις πάλι να δουλεύει σε αυτό το μπουρδέλο; Του φώναξε ο Τέρυ, είχε χάσει την υπομονή του με τον Έρικ.
-Ναι, ναι, ναι! Φώναξε ο Έρικ και κλώτσησε μανιασμένα μία καρέκλα που εκσφενδονίστηκε στη γωνία. Μα η έκρηξη αυτή της σκληρότητας δεν ικανοποιήθηκε μέσα του. Άρχισε να κλωτσάει μανιασμένα την καρέκλα. Την χτυπούσε τόσο βίαια και δυνατά που τα ξύλινα ποδάρια της άρχισαν να σπάνε και όταν ο σκελετός κόπηκε στα δύο, ο μελανιασμένος στα πόδια Έρικ, έπεσε στο πάτωμα. Η σιωπή απλώθηκε ανάμεσα τους. Ο Τέρενς τον παρατηρούσε ψύχραιμα, αυτή η βία που κατοικούσε μέσα στον Έρικ, του ήταν οικεία και γνώριμη. Στις χειρότερες μέρες και ώρες του…Την ήξερε, την αναζητούσε, την προκαλούσε.
-Δεν σε θέλει Έρικ, του είπε ωμά με κίνδυνο να καταλήξει αυτός η επόμενη καρέκλα.
-Γιατί; Ο Έρικ δεν τον κοιτούσε καν. Κοιτούσε το πάτωμα σε μία αξιολύπητη κατάσταση. Μπορείς να μου πεις γιατί; Της ζήτησα να σταματήσει, δεν ήθελα να είμαι νταβατζής της αλλά αυτή ήθελε αυτόν, τον περίμενε, ήξερε ότι δεν θα την άφηνα ποτέ αλλά τον περίμενε. Αυτή διάλεξε τη μοίρα της, χρόνια τώρα…Βαρέθηκα να ακούω το όνομα του, όταν τον ξαναείδα εδώ μέσα, τρελάθηκα. Ήθελα να τον λιώσω την ίδια ώρα και στιγμή αλλά ήθελα και να τον εκδικηθώ. Και εσύ θέλεις να τον βοηθήσεις. Θα σε σκοτώσω και εσένα και όλους.
-Αν θέλεις πραγματικά να με σκοτώσεις γιατί δεν το κάνεις;
-Γιατί…περιμένω να γυρίσει, να της πεις να γυρίσει, δεν θα την πειράξω, το υπόσχομαι, πες της να γυρίσει. Ο Έρικ ούρλιαζε και χτυπούσε το χέρι του στα πατώματα. Η κατάσταση χειροτέρευε. Αυτό ήταν κάτι πέρα από τις προβλέψεις του Τέρυ.
-Δεν θα γυρίσει Έρικ και το ξέρεις, αν την αγάπησες ποτέ έστω και λίγο, άσ’την ήσυχη, είπε ο Τέρενς και άνοιξε την πόρτα για να φύγει.
-Τότε πες της…να μη γυρίσει ποτέ αλλά και να μην την δω ποτέ, ούτε αυτόν, ούτε αυτήν. Θα τους σκοτώσω, αν τους δω, στο ορκίζομαι, ακόμα και στη μέση της λεωφόρου, θα τους σκοτώσω.
Ο Τέρυ δεν κοίταξε πίσω του ωστόσο έβγαλε την επιταγή και την άφησε πάνω στο τραπέζι που ήταν δίπλα στη γωνία. Ήθελε να τελειώνει…
Αυτό που φαινομενικά ήταν ένα παιχνίδι, είχε καταλήξει σε μία αιματοχυσία. Ο αγώνας χάρης στην τρέλα και τους δαίμονες του Σάμουελ είχε μια τραγική κατάληξη για όλους. Ποτέ τίποτα δεν ήταν εύκολο. Όπως ο Τέρενς έτσι και ο Έρικ δεν περίμενε ένα τέτοιο τέλος.
Όχι, ο Έρικ περίμενε μία εύκολη και σίγουρη νίκη, όχι όμως μία παρ’ολίγον ψυχρή δολοφονία. Ο αγώνας ακυρώθηκε δεν είχε ποτέ νικητή και ηττημένο, ο Έρικ επέστρεψε σχεδόν όλα τα λεφτά των στοιχημάτων. Μα όταν η Μονίκ δεν επέστρεψε κατάλαβε ότι αυτός ο αγώνας είχε σίγουρα έναν ηττημένο. Είχε υποτιμήσει τους πάντες από την επικυνδινότητα και την αστάθεια του Σάμουελ ως και τις αντοχές και τη ψυχραιμία του Τέρενς ως και την αγάπη ακόμα. Όλα του είχαν ξεφύγει από τα χέρια, ακόμα και η Μονίκ, που μια ζωή την είχε ως το ένα και μοναδικό δεδομένο. Τώρα ήταν θυμωμένος με όλους και με όλα. Το δωμάτιο γύριζε γύρω του, τα έπιπλα ήταν στον αέρα. Έκλεισε τα μάτια και έπεσε μπρούμυτα στο πάτωμα. Μπορούσε επιτελους να κλάψει, ο Τέρενς είχε φύγει. Ήταν πάντα σκληρός και απότομος, βίαιος και λειψός, μα τώρα είχε φτάσει στο σημείο μηδέν. Ίσως ό,τι ανθρωπιά του είχε απομείνει να εξαντλήθηκε στη Μονίκ, όταν είπε στον Τέρυ ότι θα την σκότωνε στη μέση του δρόμου. Τώρα, δεν είχε μείνει τίποτα.


Τα κοστούμια του κύριου Γουίλλιαμ Άρντλευ

Ο Άλμπερτ, ο γνωστός σε όλους μας, αγαπημένος φίλος και κηδεμόνας της Κάντυ, κοιτούσε έξω από το παράθυρο του τρένου. Αλλά δεν μπορούσε να δει και πολλά πράγματα καθώς το σκοτάδι είχε τυλίξει τη γη. Ήταν πολύ καλύτερα στην υγεία του, καθώς το πνευμονικό του οίδημα είχε υποχωρήσει, αφήνοντας του μόνο ένα ελαφρύ κρυολόγημα, στο οποίο ο Άλμπερτ δεν έδινε καμία σημασία. Είχε φύγει αμέσως από το Σικάγο, λίγες ώρες μετά από το πρωινό τηλεγράφημα του Άρτσι.
Ηταν ανήσυχος αλλά και ενθουσιασμένος. Δύο μάλλον αντιφατικά συναισθήματα που ο Άλμπερτ κατάφερνε να ισορροπεί αριστοτεχνικά μέσα του. Ανησυχούσε για τον Τζωρτζ και την κατάληξη αλλά ήταν ενθουσιασμένος που θα περνούσε λίγες ώρες με τη μικρή και αγαπημένη του Κάντυ. Επιτέλους, μετά από ένα μακρύ ταξίδι και αρκετές μέρες που τόσο του είχε λείψει, θα την ξανάβλεπε.
Αν και την είχε αναζητήσει το επόμενο πρωί, όταν διαπίστωσε ότι είχε φύγει από την έπαυλη μέσα στη νύχτα, το παιδί που έστειλε στο ορφανοτροφείο, τον ενημέρωσε ότι η Κάντυ είχε αποφασίσει να πάει στη Νέα Υόρκη. Ο Άλμπερτ γνώριζε πολύ καλά τι σήμαινε η πόλη αυτή για την Κάντυ. Και η αλήθεια είναι ότι δεν του άρεσε η ιδέα, ότι υπέβάλλε τον εαυτό της σε μία τέτοια δοκιμασία, που μόνο άσχημες μνήμες και συναισθήματα θα της επέφερε. Μέσα του όμως υπέθετε ή ήλπιζε ότι η Κάντυ για να πηγαίνει στη Νεα Υόρκη είχε καταφέρει να ξεπεράσει τον Τέρυ ή προφανώς ένιωθε πιο άνετα με την κατάσταση τους. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχε προβλέψει μία τέτοια εξέλιξη, τους περίμενε να γυρίσουν σύντομα κοντά του.
Το τηλεγράφημα όμως του ΄Αρτσι, τον αιφνιδίασε. Το ραντεβού τους με τη συμμορία κατέληξε στον όλεθρο. Τα χρήματα είχαν εξαφανιστεί, κλαπεί με έναν τρόπο που κανείς δεν μπορεί να αποδείξει και η συμμορία κρατούσε όχι τον Νηλ, που ήταν ο υπαίτιος όλης αυτής της καταστάσεως αλλά τον Τζωρτζ, τον πιο πιστό του φίλο και συνεργάτη. Η τετραγωνισμένη λογική του Άλμπερτ δοκιμαζόταν υπό το πρίσμα μία τέτοιας εξέλιξης. Ο Νηλ έπρεπε να του απαντήσει σε πολλά μα σε πάρα πολλά ερωτήματα. Αν και αυτές οι καταστάσεις πραγματικά τον έκαναν να θέλει να ανοίξει το παράθυρο και να διαφύγει σαν τον κλέφτη, όπως άλλωτε. Μέσα του ήλπιζε πραγματικά να μπορούσε.
Αυτός ο ρόλος, που από παιδί του προόριζαν δεν του θύμιζε σε τίποτα τον ανέμελο εαυτό του που γύριζε την υδρόγειο με ένα σακίδιο. Αυτά τα κοστούμια δεν του πήγαιναν ποτέ στα μέτρα του και ακόμα και ο καλύτερος ράφτης δεν μπορούσε να του τα προσαρμόσει. Ο Άλμπερτ γέλαγε και πίστευε ότι αυτό δεν ήταν τυχαίο.
Μα δεν ήταν ο άνθρωπος που μπορούσε να τα πετάξει από πάνω του, ήταν ευθύνη του αυτή η οικογένεια και τη φορούσε όπως ακριβώς και αυτά τα σακάκια με περίσια υπομονή και ανοχή, και ας μην ταίριαζαν στο σώμα, στο στιλ, στο γούστο του. Δυστυχώς έτσι είναι ο κόσμος και κυρίως οι οικογένειες που δεν τις επιλέγεις. Αλλά εκείνος είχε καταφέρει να επιλέξει έναν άνθρωπο ανάμεσα στα «κοστούμια» της ζωής, ένα ιδιαίτερο και μοναδικό κορίτσι που του ταίριαζε απόλυτα, λες και ήταν κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του. Η θετή του κόρη, η Κάντυ, του θύμιζε τόσο πολύ τον εαυτό του, το πιο αυθόρμητο κομμάτι του, τον Άλμπερτ και όχι τον Γουίλλιαμ Άρντλευ. Τον Άλμπερτ που ήθελε να κρατήσει ζωντανό και ας μην ήταν ποτέ του αυτό, το αληθινό του όνομα. Ήταν όμως ο πραγματικός του εαυτός. Για αυτό το λόγο στη ζωή του το ξανθό αυτό κορίτσι ήταν κάτι το σπάνιο και το αναντικατάστατο, η «Κάντυ» ήταν η πραγματική του οικογένεια. «Κάντυ, έρχομαι, αύριο θα είμαι κοντά σου», σκεφτόταν καθώς το τρένο διέσχιζε την αμερικανική ήπειρο με μία ταχύτητα, αλήθεια πολύ αργή και βασανιστική που ούτε και αυτή του άρμοζε γιατί ήταν υποδιέστερη από την ανάγκη του Άλμπερτ να βρεθεί, γρήγορα κοντά της. Η απόσταση ακόμα τους χώριζε. Έγειρε το κεφαλι του και προσπάθησε να κοιμηθεί ώστε να περάσει γρήγορα αυτή η νύχτα, μα δεν ήξερε και δεν μπορούσε να ξέρει, πως την ίδια ευχή και προσπάθεια μοιραζόταν με τον Τέρενς Γκράντσεστερ, που δεν είχε μάθει να κοιμάται νωρίς, αλλά απόψε έπρεπε.
Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
juliet
Candy Star
Candy Star
juliet


Θηλυκό
Αριθμός μηνυμάτων : 1381
Ηλικία : 43
Registration date : 05/09/2009

Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς - Σελίδα 2 Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς   Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς - Σελίδα 2 Icon_minitimeΤρι Μαρ 02, 2010 2:21 pm

«Ποτέ δεν θα ξαναπώ, ποτέ»

Αυτό είναι μία βασανιστική δήλωση. Μέσα στην απόλυτη σιωπή και το σκοτάδι του δωματίου, ο Τέρενς προσπαθούσε να ηρεμήσει τις σκέψεις και τον εαυτό του. Ήταν μία παράξενη νύχτα αυτή για εκείνον που μετά από πολύ καιρό ξανάβρισκε την πίστη του στο αύριο. Στη σκηνή του μυαλού του ένα ερωτικό έργο εξελισσόταν από εκεί που το άφησε. Οι ξένοιαστες καλοκαιρινές ώρες και στιγμές ξετυλίγοταν μέσα από τις αναμνήσεις του, σε ένα ταξίδι πίσω στο χρόνο που και αυτό πρώτη φορά μετά από δύο χρόνια τολμούσε να το κάνει.
Ένα ζεστό ξένοιαστο κορίτσι και ένα ονειροπόλο επαναστατικό αγόρι…Δύο φωτεινές μορφές με όνειρα πλυμμηρισμένα από ήλιο και έναν έρωτα που τους σήκωνε στο θεό, ένα σύμπαν δικό τους, ανέγγιχτο, τώρα από τους ανθρώπους. Ω ναι, θυμόταν, πόσα και πόσα αλήθεια δεν θυμόταν; Και αν έλεγε κάποτε πως ξέχασε, αλίμονο πως μπορούσε; Την θυμόταν ξαπλωμένη στο χορτάρι και το σιγανό αεράκι, που αλίμονο ελάχιστα τους δρόσιζε, να της φυσάει σιγανά τα μαλλιά και το φουστάνι. Πάντα την κοιτούσε ανάλαφρα, προστατεύοντας τη δική της αθωότητα από τις δικές του ένοχες και τολμηρές σκέψεις που φουντώναν σαν φωτιά πίσω τα φαινομενικά ήρεμα μπλε νερά των ματιών του. Μα ήταν πάντα εκεί, σαν εκείνη. Και μόνο η υποψία ότι ίσως εκείνη να μπορούσε καταβάθως να μαντέψει τις βαθύτερες επιθυμίες, που του προκαλούσαν τα χείλη της καθώς χαμογελούσαν ή το μικρό και ανώριμο ακόμα στήθος της όπως ανεβοκατέβαινε σε κάθε μικρή ή μεγάλη ανάσα, τον έκανε να αποστρέφει το βλέμμα του, να λέει αμήχανες ατάκες με πονηρό χαμόγελο, να την πειράζει για την συμπεριφορά της.
Πόθος. Η λέξη αυτή κυρίευε τις νύχτες και τις μέρες του, να την πάρει στην αγκαλιά του, να τη φιλήσει και πάλι, να την κάνει να φωνάξει το όνομα του, να την ακούσει να βαριανασαίνει, να της ψιθυρίσει «σ’αγαπώ».
Πάθος. Nα είναι ο ένας και μοναδικός στην καρδιά και στο μυαλό της, να την κάνει να ξεχάσει τον κόσμο γύρω της, να την κρατήσει κοντά του για πάντα.
Ανάγκη. Μία αναγκη να την νοιώσει μέσα του, να της εμπιστευτεί τα όνειρα του, να μοιραστούν αυτή τη ζωή, να διώξει τον πόνο μακριά, να κρατήσει τον πόνο μακριά…μία ανάγκη σχεδόν τόσο αυτονόητη και βασική σαν την ίδια του την ανάγκη για οξυγόνο. Δεν είχε άλλα περιθώρια να τη χάσει. Όχι, δεν μπορούσε…
Ο Τέρενς στριφογύρισε στο κρεββάτι του και έσφιξε τις γροθιές του το μαξιλάρι καθώς μία αίσθηση πόνου διαπέρασε την καρδιά του. «Μη σκέφεσαι αρνητικά», το μυαλό του έλεγε. «Δεν μπορώ, δεν μπορώ να μη φοβάμαι…έγιναν τόσα πολλά, είναι τόσοι πολλοί οι άνθρωποι που την πλήγωσαν και εγώ ακόμα. Δεν το ήθελα αλλά το έκανα». «Η οδύνη είναι η αναπόφευκτη συνέπεια των πράξεων μας», έλεγε τώρα η λογική του. Και όμως αυτές οι πληγές και αυτά τα τραύματα ήταν τόσο βαθιά... «Χρειάζεται να κάνω κάτι να την προστατέψω, να την ηρεμήσω από όλους και από όλα, να πάρω μακριά τις ανησυχίες της, να αισθανθεί και πάλι ξένοιαστη». Το σιγανό αεράκι φύσηξε και πάλι στο μυαλό του και μία ιδέα αμυρδρά άρχισε να σχηματίζεται. Μία υποψία για μία νέα ζωή, μία νέα μέρα, μακριά από τα φαντάσματα και τις σκιές του παρελθόντος, πολύ κοντά όμως στο φως και στη ζεστασιά του. Πολύ κοντά…πράγματι. «Ποτέ μη λες ποτέ», είχε πει τότε ο πατέρας του. Μα αυτή τη νύχτα το έλεγε και ο ίδιος ο Τέρενς Γκράντσεστερ. Αναρωτιόταν δε, αν μπορούσε να κάνει και την Κάντυ να το πει αυτό...
Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
juliet
Candy Star
Candy Star
juliet


Θηλυκό
Αριθμός μηνυμάτων : 1381
Ηλικία : 43
Registration date : 05/09/2009

Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς - Σελίδα 2 Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς   Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς - Σελίδα 2 Icon_minitimeΣαβ Μαρ 06, 2010 4:48 pm

Μία καινούρια μέρα

Έφτασε στο νοσοκομείο σχεδόν από το χάραμα. Αν και το επισκέπτηριο επίσημα δεν είχε αρχίσει, η Μαρτζ, που ήταν ακόμα εκεί από τη νυχτερινή βάρδια, δεν του είπε τίποτα, καθώς τον είδε να κατευθύνεται προς το δωμάτιο. Άνοιξε την πόρτα σιγά, σχεδόν αθόρυβα, και με ανακούφιση είδε τώρα τις δύο γυναίκες της ζωής του να κοιμούνται. Η Κάντυ στο κρεβάτι της και η Έλινορ στην πολυθρόνα. Δεν είχε πέσει έξω. Η Έλινορ έμεινε κοντά στην Κάντυ όλο το βράδυ να την προσέχει ακόμα και αν αυτό σήμαινε ένα καταπονημένο σώμα και μία κουρασμένη επιδερμίδα το πρωί, αλλά αυτά δεν ήταν τίποτα για μία μητέρα. Αντιστάθηκε στην επιθυμία του να ανοίξει τα μάτια της Κάντυ με ένα πρωινό φιλί και πλησίασε την πολυθρόνα όπου η Έλινορ απολάμβανε τον ύπνο της. Το φως του ήλιου ίσα που διαπερνούσε τις τραβηγμένες διπλές κουρτίνες του δωματίου αλλά μία αχτίδα φωτός χτυπούσε στο πρόσωπο της, εκεί ακριβώς όπου ο Τέρενς απαλά την χάιδεψε με την άκρες των δαχτύλων του για να την ξυπνήσει.
-Μμ, η Έλινορ δεν είχε καμία όρεξη να εγκαταλείψει τα όνειρα της αλλά το χέρι του Τέρυ δεν τις άφηνε επιλογές. Αυτή σχεδόν τινάχτηκε από το επίμονο, ωστόσο τρυφερό γαργάλημα του. Αντίκρυσε τα γεμάτα γλυκύτητα μάτια του γιου της, αμέσως μόλις άνοιξε τα δικά της.
-Τέρυ, ήρθες νωρίς; Τι ώρα είναι;
-Θες καφέ; Τη ρώτησε αυτός. Η Έλινορ χασμουρήθηκε και τεντώθηκε, κοίταξε την Κάντυ, στιγμίαια τη θαύμασε. Η γλυκύτητα και η αθωότητα που ακτινοβούλαν τα χαρακτηριστικά του προσώπου της, ήταν αναμφίβολα η πραγματική ομορφιά που όλοι έβρισκαν σε αυτό το κορίτσι.
-Τέρυ, καλύτερα να πάμε έξω, είπε σιγανά στο γιο της και αυτός ακολούθησε.

-Το σκέφτηκες καλά αυτό; Η Έλινορ ήταν διστακτική απέναντι στην απόφαση του γιου της αλλά όχι τόσο κατάπληκτη ή ξαφνιασμένη, όσο αυτός αρχικώς περίμενε. Τώρα στέκονταν και οι δύο στο προαύλιο, κοντά την έξοδο.
-Νομίζω ότι θα είναι καλύτερα για μας, να ηρεμήσουμε για κάποιο διάστημα. Ούτως ή άλλως τώρα όπως έγιναν τα πράγματα, δεν μπορώ να πηγαινέρχομαι στο θέατρο, θέλω να είμαι κοντά της και να ξανακερδίσω το χαμμένο χρόνο.
-Ναι αλλά…αν φύγεις, φύγετε μετά, θα αφήσεις την καριέρα σου στη μέση και μπορεί να δυσκολευτείς να επανέλθεις…, είπε η Έλινορ και τον τράβηξε κοντά της.
-Αλήθεια το πιστεύεις αυτό; τη ρώτησε ο Τέρενς με ευθύτητα στη φωνή. Το βλέμμα της Έλινορ αποστράφηκε στα ουράνια και στα γκρι σύννεφα.
-Όχι, παραδέχτηκε με γενναία φωνή, περισσότερο φοβάμαι ότι μπορεί να μην ξαναγύρισεις ποτέ πια μόνιμα εδώ και από την άλλη φοβάμαι ότι ο Ρίτσαρντ θα κάνει οτιδήποτε μπορεί για να σε κρατήσει πίσω στην Αγγλιά…Και μετά η Κάντυ, πως θα αφήσει την οικογένεια και τους φίλους πίσω της; Είσαι σίγουρος για αυτό;
-Δεν είναι κάτι που ακόμα έχει αποφασιστεί αλλά ήθελα να ξέρεις…
-Θες να πω του Ρόμπερτ ότι αποσύρεσαι από το θέατρο; Ότι λόγω του σχετικού θορύβου, δεν επιθυμείς να επανέλθεις στις παραστάσεις; Να σε αντικαταστήσει;
-Χμ, έτσι όπως έγιναν τα πράγματα μπορεί και να χαρεί…
-Όχι, δεν είναι έτσι, έχει μεγαλύτερη κατανόηση από όσο που νομίζεις, αλλά μη σε νοιάζει, αν αυτό είναι που επιθυμείς, αυτό θα κάνω. Φυσικά ο τύπος θα στραφεί περισσότερο εναντίον σου αν η Σουζάνα συνεχίσει…
-Αμφιβάλλω αν θα συνεχίσει, αλλά όπως και να έχει αυτό που έγινε, έγινε, δεν με νοιάζει, ας σκεφτούν ότι θέλουν, δεν έχει καμία σημασία πλέον…Πες στον Ρόμπερτ ότι θα περάσω να τον δω αλλά άλλη στιγμή, τώρα…
-Τώρα απόλαυσε το σήμερα, του είπε η Έλινορ και του χάιδεψε τρυφερά το κεφάλι σαν να ήταν μωρό ακόμα. Λοιπόν πάω, είπε μετά. Θα γυρίσω το βράδυ, να την προσέχεις, πρόσθεσε και κατευθύνθηκε προς την έξοδο.
Ο Τέρενς ήταν ευχαριστημένος από τη συζήτηση, κοίταξε την μητέρα του που απομακρυνόταν και ξαναγύρισε στο δωμάτιο.
Η Κάντυ κοιμόταν ακόμα. Κάθησε στην πολυθρόνα δίπλα της και πήρε μια βαθιά ανάσα, κοιτάζοντας την προσεκτικά. Στα ματιά του φαινόταν σαν έναν ξανθό άγγελο που είχε πέσει από τον ουρανό στην πόρτα του. Έμοιαζε μικρή και αθώα, ένα ασήμαντο κορίτσι με φακίδες. Μα, δεν ήταν αλήθεια. Πίσω από αυτές τις φακίδες, που λάτρευε και πίσω από αυτά τα κλειστά τώρα, πράσινα μάτια, κρυβόταν μία τεράστια δύναμη, τόσο αγνή και καθάρια, που έκανε τον κόσμο να λυγίζει μπροστά της. Με αυτή τη δύναμη θα πορευόταν και αυτός. Μακριά από όλους και από όλα, μαζί της σε μία καινούρια εποχή. Δεν φοβόταν να καταστρέψει ότι ήδη είχε φτιάξει, δεν δίσταζε να ξαναρχίσει από το μηδέν, να ζήσει άλλες εκατό ζωές και σε όλες να πρέπει να αναστηθεί από τις στάχτες του. Το είχε κάνει μία φορά όταν ήρθε στην Αμερική και κανείς δεν γνώριζε την ύπαρξη του και άλλη μία στο Ροκστόουν, όταν όλη του η καριέρα είχε καταστραφεί για μία και μοναδική αιτία: τον έρωτα. Και όμως ακόμα και μέσα στη χειρότερη οδύνη, πήρε από εκείνη την δύναμη να ανασηκωθεί, να ξεπεράσει και τον ίδιο του τον εαυτό. Πόσο μάλλον σήμερα, τώρα, αύριο, που θα ήταν δίπλα του για πάντα. «Κάντυ θα κάνω ότι μπορώ για να σε κάνω ευτυχισμένη, στο υπόσχομαι», της ψιθύρισε με βελούδινη φωνή στο αυτί για να τον ακούσει μέσα στα όνειρα της. Μα τον άκουσε πολύ περισσότερο από ότι αυτός νόμιζε. «Το ξέρω αυτό, Τέρυ», του απάντησε γυρνόντας αργά το κεφάλι της και ανοίγοντας σιγά τα μάτια της. «Και εγώ», του απάντησε και χωρίς να περιμένει απάντηση τον τράβηξε απαλά από το πουκάμισο και τον φίλησε τρυφερά στα χείλη. Ο Τέρυ ξαφνιάστηκε με την πρωινή της διαχυτικότητα και ικανοποιήθηκε. Χαμογέλασε και έκλεισε τα μάτια. Μα η πόρτα άνοιξε κάπως απότομα και τους διέκοψε. Η ξαφνιασμένη Κάντυ και ο ενοχλημένος (για την διακοπή) Τέρυ κοίταξαν τον πρωινό τους επισκέπτη που δεν φαινόταν στην καλύτερη διάθεση.
-Καλημέρα, είπε ο Άρτσι κακόκεφα.
-Άρτσι δεν κοιμήθηκες χτες; Του είπε η Κάντυ ανήσυχη. Οι μαύροι κύκλοι και οι σακούλες κάτω από τα μάτια του ήταν περισσότερο από εμφανείς.
- Μην ανησυχείς για μένα. Είσαι καλύτερα; Η Κάντυ έγνεψε καταφατικά το κεφάλι της. «Καημένε Άρτσι, έμπλεξες χωρίς να φταις πουθενά, μακάρι να ήταν η Άννυ εδώ», σκέφτηκε η Κάντυ. Ο Άρτσι όμως φαινόταν απασχολημένος από άλλα θέματα.
-Τέρυ μπορείς λίγο; Είπε ο Άρτσι διστακτικά. Ήταν προφανές ότι κάτι είχε συμβεί. Κάτι που η Κάντυ δεν θα μάθαινε γιατί ο Άρτσι δεν φαινόταν πρόθυμος να της το πει. Η Κάντυ κοίταξε τον Τέρυ που σηκώθηκε από δίπλα της και έβγαινε τώρα έξω από το δωμάτιο μαζί με τον Άρτσι. «Ωραία, δεν μπορώ ούτε να κουνηθώ και αυτοί οι δύο λένε μυστικά». Ήταν παιδικός ο τρόπος σκέψης της αλλά η Κάντυ δεν μπορούσε να αντισταθεί στην έμφυτη περιέργεια της. Κοιτούσε το ταβάνι και αναρωτιόταν τι να έλεγαν. «Κάτι μπορεί να έχει γίνει με τον Νηλ, μμ, όταν έρθει ο Τέρυ θα τον εκβιάσω να μου πει, διαφορετικά δεν έχει φακίδες για σήμερα…», σκέφτηκε. «Κάντυ ακούς τον εαυτό σου;». Ένα σαρδόνιο χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη της. «Θες να παίξεις μαζί του». Τράβηξε το σεντόνι και κάλυψε το κεφάλι της σαν να προσπαθούσε να σκεπάσει τις πονηρές της σκέψεις. «Τέρυ, αν ήξερες τι λέω και τι σκέφτομαι…».
Η πόρτα άνοιξε και πάλι και ο γιατρός της μπήκε στο δωμάτιο.
-Δεσποινίς Άρνλευ; Τι κάνετε κάτω από τα σκεπάσματα;
-Μ; Η Κάντυ είδε τον Μαρκ να στέκεται απέναντι της.
-Είσαι καλά; Τη ρώτησε.
-Ποτέ δεν ήμουν καλύτερα, του απάντησε γελώντας με τον εαυτό της που είχε χωθεί κάτω από το σεντόνι, με τον έκπληκτο γιατρό που δεν είχε ξαναδεί πιο χαρούμενο ασθενή, με τη ζωή την ίδια που ήταν ωραία και μερικές φορές, ναι πράγματι, ωραιότερη.
Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
juliet
Candy Star
Candy Star
juliet


Θηλυκό
Αριθμός μηνυμάτων : 1381
Ηλικία : 43
Registration date : 05/09/2009

Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς - Σελίδα 2 Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς   Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς - Σελίδα 2 Icon_minitimeΣαβ Μαρ 06, 2010 5:29 pm

Καιρός για αποφάσεις

-Λοιπόν; Ρώτησε ο Τέρυ καθώς στεκόταν με τον Άρτσι στον διάδρομο.
-Τέρυ, λογικά το απόγευμα ο Άλμπερτ θα είναι εδώ και αν όλα πάνε καλά και μπορεί να διαχειριστεί αυτό το θέμα, θα φύγω.
-Ε; Άρτσι, είσαι σίγουρος;
-Ναι, είμαι πολύ κουρασμένος και άλλωστε δεν μπορώ να τον βοηθήσω άλλο με τον Νηλ. Όσα έγιναν εδώ, ήταν αρκετά για εμένα. Χρειάζομαι να καθαρίσω το μυαλό μου. Μάλλον θα πάω ένα ταξίδι.
-Ταξίδι; (Ο Τέρυ γέλασε μέσα του), Άρτσι, και εγώ θα πάω ταξίδι.
-Και η Κάντυ; Δεν σκοπεύεις να την αφήσεις μόνη της, έτσι; Ο Τέρυ γέλασε με το μουτρωμένο και ερευνητικό ύφος του Άρτσι.
-Φυσικά και όχι, θα την πάρω μαζί μου. Όταν θα γίνει καλά, σκέφτηκα να φύγουμε, να πάμε στην Αγγλία, στην Σκοτία, συγκεκριμένα.
-Σκοτία; Η καρδιά του Άρτσι σχεδόν σκίρτησε στο άκουσμα αυτής της χώρας. Ήταν τόσο ξένοιαστη εκείνη η εποχή, τόσο ελεύθερες οι καρδιές τους. Οι βαρκάδες στη λίμνη, η ηρεμία της φύσης, τα καταπράσινα τοπία, οι ζεστές νύχτες, τα κρυφά βλέμματα, οι ανείπωτες ανησυχίες, οι πόθοι κάτω από τα ρούχα… Σε λίγο καιρό τον βαρύ χειμώνα θα διαδεχόταν η άνοιξη και οι καρδιές όλων θα ήταν αλλιώς…Σκοτία..στην εποχή των ερώτων και της ελπίδας. Χμ, η σκέψη του Τέρυ δεν ήταν κακή. Αυτό θα την ξεκούραζε.
-Σε ζηλεύω πολύ…να το ξέρεις. Εγώ πάλι…
-Ω έλα Άρτσι, μην αποκαρδιώνεσαι, προς το παρόν ας βγάλουμε τον Τζωρτζ από αυτήν την κατάσταση, παρατράβηξε το αστείο δεν νομίζεις;
-Ναι, έχεις δίκιο αλλά δεν με ειδοποίησε κανείς ακόμα.
-Χμ, είδα τον Έρικ χτες βράδυ, αλλά ήταν σε κακό χάλι, μετά βίας απόφασισε να παραδεχτεί την ήττα του και ότι η Μονίκ δεν πρόκειται να ξαναγυρίσει κοντά του. Έχει αγριέψει πολύ, να προσέχετε. Είδα και τον Νηλ, χτες βράδυ σχεδόν έπεσα πάνω του.
-Που;
-Στις αποβάθρες, κοντά στο μπαρ του Έρικ.
-Αυτό είναι περίεργο, ο Έρικ είχε απειλήσει να μην ξαναπατήσει εκεί κάτω…
-Είσαι σίγουρος ότι ο Νηλ δεν είναι πίσω από το τελευταίο σκηνικό;
-Το σκέφτηκα αλλά από την άλλη δεν μπορώ να τον κατηγορήσω, δεν έχω τίποτα…
-Αλήθεια θες να μάθουμε;
-Ναι αλλά πως;
-Αυτό θα είναι το μόνο εύκολο, απλώς πες μου που θα τον βρω και τα υπόλοιπα θα τα κάνει ο Τσάρλι…
-Ο Τσάρλι; Ο φίλος σου; Είναι καλό να τον μπλέξουμε και αυτόν;
Ο Τέρυ αναστέναξε, αν του το ζητούσε, ήξερε πως ο Τσάρλι δεν θα είχε κανένα πρόβλημα να θυμηθεί τον παλιό κακό εαυτό του και να αποσπάσει μέσω της βίας όλες τις πληροφορίες από τον Νηλ. Φυσικά δεν ήταν ότι καλύτερο να τον μπλέξει πάλι με τον Έρικ αλλά υπό μία έννοια ο Τσάρλι ήταν ήδη τόσο μπλεγμένος που δεν έπαιρνε άλλο.
-Πιστεύω ότι θα είναι εντάξει, είπε ο Τέρυ. Απλώς θέλω να μου κάνεις μία χάρη, να προσέχεις την Κάντυ για όσο θα λείπω.
-Αν είναι μόνο αυτό Τέρυ, μπορείς να λείψεις για όση ώρα χρειαστεί και μην βιάζεσαι…αστειεύτηκε ο Άρτσι, αν και καταβάθος, φυσικά και το εννοούσε. Το πονηρό όλο νόημα βλέμμα του Τέρυ καθώς ο τελευταίος απομακρυνόταν, του έλεγε να μην ελπίζει.
Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
juliet
Candy Star
Candy Star
juliet


Θηλυκό
Αριθμός μηνυμάτων : 1381
Ηλικία : 43
Registration date : 05/09/2009

Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς - Σελίδα 2 Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς   Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς - Σελίδα 2 Icon_minitimeΣαβ Μαρ 13, 2010 12:42 pm



Μία χάρη

Μέσα στο σκοτάδι που επικρατούσε στο δωμάτιο, δύο χέρια γύρευαν δύο άλλα χέρια, αναστεναγμοί και βογκητά αντιχούσαν και η ατμόσφαιρα έσταζε ζέστη και ιδρώτα. Ένας άντρας και μία γυναίκα έκαναν έρωτα. Δύο σώματα ενωμένα σε ένα σώμα, δύο άνθρωποι που αναζητούσαν πολύ καιρό τώρα αυτό το χάδι, αυτήν την αγκαλιά, αυτό και μόνο αυτό, το άγγιγμα, ώστε να μπορέσουν να αισθανθούν και ολόκληροι.
Η Μονίκ έκλεισε τα μάτια και τίναξε πίσω το κεφάλι της, μία νύχτα είχε περάσει στην αγκαλιά του αλλά δεν ήταν αρκετή…ποτέ δεν θα ήταν. Πως θα μπορούσε μία νύχτα να αναπληρώσει τόσα χρόνια απουσίας; Ήταν σαν μία στιγμή μπροστά στην αιωνιότητα, μία σταγόνα στον ωκεανό.
-Κουράστηκες; Την ρώτησε αυτός και της χάιδεψε το κεφάλι.
-Όχι, είπε αυτή, γυρίζοντας στο πλάι το κεφάλι της για να τον βλέπει στο μαξιλάρι. Ο Τσάρλι έπαιζε με τα δάχτυλα της. Μα τότε ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα και η φωνή του Τέρυ που ειδοποιούσε για την παρουσία του από το διάδρομο. Η Μονίκ βιάστηκε να βάλει τα ρούχα της (για τον Τσάρλι, όχι για την ίδια γιατί μεταξύ εκείνης και του Τέρυ η ντροπή είχε χαθεί κάπου στο παρελθόν) και ο Τσάρλυ άνοιξε τις κουρτίνες και έβαλε δύο ρούχα βιαστικά πάνω του. Ο ήλιος έλουσε το δωμάτιο και τότε μία φοβερή ακαταστασία απόκαλύφτηκε. Τα πεταμένα ρούχα και εσώρουχα, τα ανακατεμένα σεντόνια και τα σκόρπια αντικείμενα παρέα με τα τραβηγμένα στην άκρη έπιπλα δεν άφηναν καμία αμφιβολία για το τι είχε συμβεί σε αυτό το μικρό διαμέρισμα κατά τη διάρκεια της χτεσινής νύχτας.
-Τέρυ, πως είναι η Κάντυ; Ρώτησαν και οι δύο μόλις είδαν τον Τέρυ να μπαίνει μέσα.
-Είναι πολύ καλύτερα. Εσείς είστε καλά; (φυσικά και ήταν, καλύτερα από κάθε φορά μάλλον).
-Μ, θα μαζέψω, έκανε η Μονίκ.
-Τσάρλι χρειάζομαι τη βοήθεια σου και θα σου πω και για τον Έρικ.
-Τον είδες; Έκανε ο Τσάρλι πηγαίνοντας στην κουζίνα για να φτιάξει καφέ.
-Ναι αν και ήταν πιομένος. Παρόλα αυτά, Μονίκ είσαι ελεύθερη, δεν θα σε κυνηγήσει και δεν περιμένει να γυρίσεις.
Η Μονίκ άνοιξε διάπλατα τα μάτια της και σχεδόν πήδησε πάνω του. Του έδωσε ένα πεταχτό φίλι στο μάγουλο ενώ ο Τσάρλι χαμογελάσε με ανακούφιση. ΤΕΛΟΣ. Αισθάνθηκε σαν παιδί που ήθελε να το γράψει στους τοίχους ή να το φωνάξει στον αέρα.
-Αυτό σημαίνει ότι μπορώ να πάρω τα πράγματα μου; Ρώτησε η Μονίκ με περίσσια χαρά.
-Εμ, δεν θα το έφτανα μέχρι εκεί, της είπε ο Τέρυ, καλύτερα να μείνετε και οι δύο μακριά. Είναι ακόμα όλα πολύ πρόσφατα. Αλλά έχω μία ιδέα για αργότερα…προς το παρόν βολευτείτε εδώ. Εγώ θα μείνω στη μητέρα μου.
-Τέρυ, έκανε ο Τσάρλι, δεν χρειάζεται να…
-Μην ανησυχείς Τσάρλι…γέλασε ο Τέρυ, υπάρχει κάτι που θέλω να σου ζητήσω.
Ο Τσάρλι σέρβιρε τον καφέ στο τραπέζι και οι τρείς φίλοι άρχισαν να πίνουν τον πρωινό τους καφέ κουβεντιάζοντας. Ο Τσάρλι θα έκανε ότι μπορούσε για τον Τέρυ, χάρηκε όταν άκουσε για αυτή τη μικροδουλειά. Ήταν πολύ εύκολο. Φυσικά θα πήγαινε να τακτοποιήσει τον Νηλ, ίσως και με περισσότερο ζήλο και προθυμία από όσο πραγματικά χρειαζόταν…

Η καταιγίδα

Το τρένο από το Σικάγο έφτασε (με καθυστέρηση) στο σταθμό της Νέας Υόρκης κοντά στο απόγευμα. Γκρι σύννεφα και μουντός καιρός, υγρασία και οι πρώτες ψιχάλες βροχής, τα προεόρτια μίας επερχόμενης καταιγίδας.
Βιαστικός για να προλάβει την επερχόμενη μπόρα, Ο Άλμπερτ μπήκε στην πρώτη άμαξα που σταμάτησε διάθεσιμη μπροστά του με κατεύθυνση το New York Plaza. Πραγματικά βιαζόταν μα ήταν άραγε η καταιγίδα ο λόγος ή η ανυπομονησία του να συναντήσει και πάλι την Κάντυ μετά από αρκετούς μήνες αναγκαστικής απουσίας από τη ζωή της; Στα επαγγελματικά του ταξίδια, προσπάθησε να κρατήσει όσο πιο στενή επικοινωνία μπορούσε, λαμβάνοντας με χαρά τα μικρά της νέα από το σπίτι της Πόνυ. Θυμόταν πως άνοιγε τους φακέλους με ανυπομονησία…μία ανυμονησία που τον είχε συντροφεύσει σε όλα του ταξίδια, ακόμα και σε αυτό. Μία ανυπομονησία που την πλήρωσε με μία γερή πνευμονία… «Προς τι η βιασύνη, Άλμπερτ;» αναρωτιόταν. Μα πριν προλάβει ο ίδιος να απαντήσει, άκουσε αστραπές να ξεσκίζουν τον σκοτεινό αιθέρα.
Μέσα σε λίγα λεπτά η καταιγίδα ξέσπασε. Ο ουρανός έσταζε ολόκληρος. Η κεντρική λεωφόρος προς το ξενοδοχείο μετατράπηκε μέσα σε λίγα λεπτά σε μία βατή λίμνη με άμαξες και αυτοκίνητα σταματημένα, πολίτες να τρέχουν ανάμεσα για να φτάσουν στα υπόστεγα με ασφάλεια και ένα παροξυρσμό να επικρατεί στην πόλη της Νέας Υόρκης που πιανόταν απροετοίμαστη για αυτή τη θεομηνία.
-Ποτέ δεν θα φτασουμε έτσι, σκέφτηκε κοιτώντας από το παράθυρο. Μα μέσα από το γυαλί είδε τον Άρτσι να κατευθύνεται να περνά απέναντι, προς την δική του κατεύθυνση. Ο Άλμπερτ τινάχτηκε ο μισός έξω από την άμαξα.
-Άρτσι, Άρτσι…άρχισε να φωνάζει. Ο Άρτσι λίγα μέτρα πιο πέρα χαμογέλασε διάπλατα βλέποντας τον Άλμπερτ να τον φωνάζει και να τον χαιρετά. Σε ελάχιστα δευτερόλεπτα οι δύο άντρες ήταν και πάλι μες την άμαξα.
-Άλμπερτ, επιτέλους…σχεδόν πίστεψα ότι δεν θα ερχόσουν. Ο Άρτσι ήταν βρεγμένος καθώς η βροχή τον είχε πιάσει στο δρόμο από το νοσοκομείο για το ξενοδοχείο.
-Θα μου τα πεις όλα, αλλά πρώτα θέλω να δω την Κάντυ. Δεν φαντάζομαι να έφυγε έτσι; Ρώτησε ο Άλμπερτ ανύποπτος αλλά διαβάζοντας τον σκεπτικισμό του Άρτσι.
-Όχι, είναι εδώ αλλά αν θέλεις να την δεις, πρέπει να αλλάξουμε κατεύθυνση.
-Για πού;
-Για το γενικό νοσοκομείο της Νέας Υόρκης, είπε ο Άρτσι με μισή καρδιά.
Το βλέμμα του Άλμπερτ είχε κάτι από τις αστραπές που διαπερνούσαν τα ουράνια.
-Αρτσι; Τι έπαθε; Τι έπαθε η Κάντυ; Του φώναξε πιάνοντας τον από τους όμους.
Ο Άρτσι ξεφύσηξε γιατί ήταν πάνω του το βάρος να μεταφέρει όσο πιο αβίαστα και αντικειμενικά τα γεγονότα της προχτεσινής νύχτας. Αφού ενημέρωσε τον αμαξά για την νέα τους κατεύθυνση, ξεκίνησε την αφήγηση, μία αφήγηση το ίδιο σκοτεινή και έντονη όσο και η έκφραση που είχαν τα μάτια που τον κοίταζαν. Γαλάζια σαν τον ουρανό, δεν κατάφεραν να ξεφύγουν από την μοίρα της μέρας. Ο Γουίλλιαμ Άρντλευ μετά βίας έκρυβε τις αστραπές και τους κεραυνούς που με περίσσια δύναμη εκείνη την ώρα ξεπερνούσαν μέσα του ακόμα και εξωτερικές απειλές της μητέρας φύσης...Μόνο για εκείνη παρέμενε ακόμα κύριος του εαυτού του και των καταστάσεων. Η σημερινή καταιγίδα ήταν μόνο η αρχή...
Όταν ο Άρτσι τελείωσε την αφήγηση του κοίταξε τον Άλμπερτ που δεν τον διέκοψε ούτε μία φορά, δεν τον ρώτησε τίποτα. Το βλέμμα του Άλμπερτ πάντα περήφανο και λαμπερό ήταν τώρα πληγωμένο, ίσως με μία δόση θυμού, ίσως πιο περίεργο και μοναχικό από κάθε άλλη φορά. Ήταν σαν να είχε χαθεί μέσα στον εαυτό του και τις βαθύτερες σκέψεις του. Αυτό θύμισε στον Άρτσι, πόσο πραγματικά λίγο τον ήξερε. Ήταν πολύ περισσότερο περίπλοκος από ότι φαινόταν. Ίσως να ήταν η θέση του στην οικογένεια, αλυσοδεμένος με την ευθύνη και την προστασία όλων των μελών, ο Γούιλλιαμ είχε μάθει να μην αντιδρά άμεσα και επιπολαία, να θεωρεί, να σκέφτεται και μετά να πράττει. Αυτό έκανε και τώρα. Μα ο Άρτσι αδυνατούσε να διαβάσει μέσα του.
-Άλμπερτ, φτάσαμε του είπε ο Άρτσι, προσπαθώντας να σπάσει την ξαφνική σιωπή. Μα ο Άλμπερτ δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Ούτε καν που τον κοίταξε. Το βλέμμα του πλανήθηκε έξω από το παράθυρο, το γκρι κτίριο απέναντι του θόλωνε από τις σταγόνες που έπεφταν στο παράθυρο. Ο Άλμπερτ κρατούσε το παλτό του στα χέρια, οι βαλίτσες του ήταν δίπλα του.
-Άλμπερτ αν δεν σε πειράζει θα γυρίσω στο ξενοδοχείο έχω βραχεί μέχρι το κόκκαλο και είμαι πολύ κουρασμένος. Θα πάρω εγώ τις βαλίτσες σου, είπε ο Άρτσι. Ο Άλμπερτ δίστασε για λίγο αλλά μετά του χαμογέλασε.
-Εντάξει, σε ευχαριστώ Άρτσι για όσα έκανες μέχρι τώρα..
-Άλμπερτ καταβάθος αισθάνομαι υπάιτιος για όλη αυτή την κατάσταση…όφειλα να την είχα προστατέψει.
-Δεν φταίς εσύ για ότι έγινε, δεν σε κατηγορώ για τίποτα.
-Το μόνο καλό που βγήκε από αυτήν την κατάσταση είναι ότι η Κάντυ και ο Τέρυ είναι επιτέλους μαζί και ευτυχισμένοι. Ήταν κάτι που το θέλανε και οι δύο πολύ.
-Ναι, καταλαβαίνω την κατάσταση αλλά…
-Αλλά; Ρώτησε ο Άρτσι.
-Αλλά δεν τον δικαιολογώ, δεν τον δικαιολογώ με τίποτα, είπε ο Άλμπερτ και άνοιξε την πόρτα. Θα σε δω στο ξενοδοχείο, Άρτσι.
Ο Άρτσι πήγε να τον χαιρετίσει αλλά ο Άλμπερτ δεν περίμενε. Του είχε ήδη γυρίσει την πλάτη βαδίζοντας προς το κεντρικό κτίριο και αν και η βροχή ακόμα έπεφτε, τώρα ο Άλμπερτ δεν βιαζόταν καθόλου.
Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
juliet
Candy Star
Candy Star
juliet


Θηλυκό
Αριθμός μηνυμάτων : 1381
Ηλικία : 43
Registration date : 05/09/2009

Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς - Σελίδα 2 Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς   Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς - Σελίδα 2 Icon_minitimeΣαβ Μαρ 13, 2010 6:33 pm

Διστάζεις…

Δίστασε όταν έφτασε έξω από το δωμάτιο της. Δεν ήθελε να ανοίξει την πόρτα, δεν ήθελε να τους δει, ο Άρτσι του είχε πει ότι ο Τέρυ δεν έφευγε στιγμή από κόντα της. Μα τώρα έπρεπε, ναι, έπρεπε να φύγει. «Γιατί; Άλμπερτ;», θα τον ρωτούσε εκείνη και μέσα στα μάτια της θα φώλιαζε όλη η αθωότητα αυτού του κόσμου. Και εκείνος δεν θα μπορούσε καν να απαντήσει.
«Άλμπερτ γιατί διστάζεις;», σχεδόν άκουγε τη μελωδική φωνή της στο κεφάλι του. «Γιατί ξαφνικά στέκεσαι μπροστά στην πόρτα, λυγίζοντας σχεδόν πάνω της; Δεν ανυπομονούσες να με δεις;» «Όχι, έτσι, όχι έτσι Κάντυ», σκέφτηκε, το δάχτυλο του έτοιμο να χτυπήσει την πόρτα έπεσε κάτω. «Δεν έπρεπε να γίνει έτσι». Από μέσα της μπορούσε να ακούσει τα γέλια τους και σχεδόν αισθάνθηκε περιττός.
Ξαφνικά σαν να βγήκε από τη νάρκη του, τίναξε το κεφάλι του. «Μα τι σκέφτομαι; Και τι λέω; Είμαι ο κηδεμόνας και ο φίλος της. Μπορώ, έχω κάθε δικαίωμα να της μιλήσω και να ανησυχήσω για εκείνη». Χτύπησε δυνατά την πόρτα και άκουσε από μέσα τη φωνή της να του λέει: «Παρακαλώ».
Χαμογέλασε ελαφρά. Πόσο του είχε λείψει. Άνοιξε την πόρτα και είδε δυο ζευγάρια μάτια να προσγειώνονται πάνω του. Χαρούμενα και φωτεινά. Ανυποψίαστα.
-Άλμπερτ! Φώναξε με ενθουσιασμό η Κάντυ και άνοιξε τα χέρια της διάπλατα για να τον καλωσορίσει στην αγκαλιά της.
-Γεια σου Άλμπερτ, καλως ήρθες, είπε ο Τέρενς χαμογελώντας. Στιγμιαία το αισθάνθηκε, αυτό το ξαφνικό κρύο βλέμμα που έπεσε πάνω του και αυτό το συναίσθημα απόρριψης που κρυβόταν κάτω από την ήρεμη εξωτερική εικόνα του Άλμπερτ. Μα ήταν μόνο μία υποψία…
-Κάντυ, Κάντυ μου, είσαι καλά; Πόσο τρόμαξα. Ο Άλμπερτ την έσφιξε στην αγκαλιά του σαν να ήταν κούκλα, αδιαφορώντας για τον Τέρυ που παρακολούθησε αυτή τη σκηνή ατάραχος.
-Άλμπερτ, πόσο χαίρομαι που ήρθες, είναι τόσο όμορφα να έχω τους αγαπημένους μου φίλους δίπλα μου, πραγματικά σε πεθύμησα Άλμπερτ και είμαι καλά, πολύ καλά. Ο Άλμπερτ αδυνατούσε να τραβήξει τα μάτια του από τα δικά της. Το σμαραγδένιο τους χρώμα του ασκούσε μία μαγική έλξη. Η φωνή του ακούστηκε σχεδόν αυταρχική και αν και αυτό ήταν ερώτηση, στην ουσία αντήχησε σαν εντολή.
-Τέρυ, σε πειράζει να μας αφήσει λίγο μόνους μας; Ο ‘Αλμπερτ δεν γύρισε καν να τον κοιτάξει. Αντιθέτως παρέμεινε να κοιτάει το όμορφο πρόσωπο της Κάντυ.
Ο Τέρυ ξαφνιάστηκε. Αυτή η εικόνα που έβλεπε τώρα μπροστά του κάθε άλλο παρά ένα φιλικό ζευγάρι του θύμιζε, πόσο μάλλον μία οικογενειακή συνάντηση. «Τέρυ, μη γίνεσαι ανόητος, ήταν πάντα φίλοι», σκέφτηκε. Με ένα ύφος συγκατάβασης είπε «Όχι, γιατί να με πειράζει;» και βγήκε σιωπηλά από το δωμάτιο.
Τώρα λύγισε αυτός με την πλάτη στην πόρτα. «Δεν μπορεί, δεν μπορεί να…είναι αδύνατο». Αποφάσισε ότι σκεφτόταν ανόητα και παιδικά. «Είπαμε Τέρυ, ζηλεύεις, αλλά όχι και έτσι… Αυτή είναι μία ειδική σχέση». Μα η στάση, η παγερή στάση του Άλμπερτ απέναντι του. Δεν ήξερε τι να σκεφτεί, για την ώρα αποφάσισε να μη σκεφτεί απολύτως τίποτα. Κάποια στιγμή θα μιλούσαν οι δυο τους.

Μη ρωτήσεις «Γιατί»

-Αλμπερτ; Είσαι καλά, έγινε τίποτα; Γιατί έδιωξες τον Τέρυ;
-Μην ανησυχείς Κάντυ, απλώς ήθελα να μιλήσουμε λίγο μόνοι μας. Στο δρόμο για εδώ ο Άρτσι μου εξήγησε τα πάντα. Αυτό που έκανες όσο γενναίο και αν ήταν, ήταν αληθινή αυτοκτονία. Καταλαβαίνεις, πόσο ριψοκίνδυνο ήταν αυτό; Είναι θαύμα που είσαι ζωντανή. Το ύφος του σχεδόν την μάλωνε.
Η Κάντυ αναστέναξε.
-Όταν είδα εκείνο το στιλέτο σχεδόν δεν σκεφτόμουν τίποτα Άλμπερτ, έβλεπα μόνο τον Τέρυ, το σώμα μου αντέδρασε από ένστικτο στην ιδέα ότι θα τον έχανα.
-Σημαίνει τόσα πολλά για σένα;
Η Κάντυ μελαγχολικά έγνεψε, ναι. Ο Άλμπερτ έπεσε στη σιωπή.
-Άλμπερτ μη στεναχωριέσαι, όλα είναι καλά, δεν χαίρεσαι που είμαι ευτυχισμένη;
-Φυσικά, φυσικά και χαίρομαι, της απάντησε με ειλικρίνεια και θέρμη στη φωνή. Κάντυ για εμένα ήσουν πάντα πολύ ιδιαίτερη και μοναδική. Πως θα μπορούσα να μην χαιρόμαι;
-Τότε, τότε γιατί μελαγχόλησες; Του είπε ήρεμα αλλά με ανήσυχα μάτια.
-Μ, δεν είναι τίποτα, είμαι κουρασμένος από το ταξίδι και όλα αυτά ήταν τόσο ξαφνικά. Καθόταν δίπλα της στο κρεβάτι μα όσο και αν ήθελε, δεν τολμούσε να πάρει το χέρι της. «Αυτή δεν είναι η πρώτη φορά έτσι Άλμπερτ;», σκέφτηκε. «Όχι, όχι δεν είναι η πρώτη φορά».
-Άλμπερτ καλύτερα να πας να ξεκουραστείς, ο Τέρυ…
-Σςς, της είπε ήρεμα, ας αφήσουμε αυτή τη συζήτηση για την ώρα, πότε σου είπαν οι γιατροί ότι θα γίνεις καλά; Δεν πρόκειται να φύγω από εδώ μέχρι να γίνεις καλά.
-Μα δεν είναι ανάγκη…
-Κάντυ, δεν θέλω να προσβάλω τα συναισθήματα σου για τον Τέρυ, είναι απόλυτα κατανοητά αλλά δεν φαντάζομαι να πιστεύεις ότι θα μπορούσα να αφήσω εδώ την προστατευομένη μου σε μία ξένη πόλη… «Ψεύτη».
Η Κάντυ του χαμογέλασε με κατανόηση.
-Ωραία σε μία εβδομάδα θα περπατάω κανονικά, Άλμπερτ. Ξέρεις έχω ένα μυστικό που θέλω να σου πω αλλά θα μου υποσχεθείς ότι δεν θα πεις τίποτα στον Τέρυ σύμφωνοι;
-Φυσικά!
-Ωραία, σκοπεύει να σου ζητήσει να παντρευτούμε, δεν είναι υπέροχο; Και μετά μου είπε σήμερα να φύγουμε να πάμε πίσω στη Σκοτία, Άλμπερτ, δεν είναι πολύ ρομαντικό; Ξέρεις ο Τέρυ μου λέει να μείνουμε εκεί κάμποσο καιρό αλλά νομίζω πως θα μου λείψετε πολύ όλοι σας. Και μετά η Νέα Υόρκη, καταβάθος δεν μ’αρέσει αυτή η πόλη…
Μα όσο η Κάντυ μίλαγε ο Άλμπερτ αδυνατούσε να παρακολούθησει. Ήταν η ιδέα του ή το στομάχι του ανακατεύοταν και ένα βουητό απλωνόταν στα αυτιά του; Ήταν η ιδέα του ή όλος ο κόσμος είχε γυρίσει ανάποδα σε μία ημέρα ή σε μία νύχτα; Ήταν η ιδέα του ή εξαιτίας του Τέρυ Γκράντσεστερ κινδύνευε να τη χάσει παντοτινά από τη ζωή του; Και ήταν η ιδέα του ή ήταν πολύ αργά για εκείνον να της πει την αλήθεια;
-Άλμπερτ, με προσέχεις; Τον ρώτησε γλυκά. Άλμπερτ δεν με ξεγελάς, σε ξέρω πάρα πολύ καλά, τι έχεις; Τι σκέφτεσαι;
Ο Άλμπερτ την κοιταξε σκεπτικός, το τελευταίο που ήθελε ήταν να την αναστατώσει. Να την ταράξει αλλά δεν μπορούσε και να της πει ψέμματα.
-Κάντυ δεν…δεν συμφωνώ με αυτό το γάμο…
-‘Αλμπερτ! Η καρδιά της σκίρτησε και όλες οι εκφράσεις του προσώπου της μαρτυρούσαν άγχος, απογοήτευση, έκπληξη. Πήγε να μιλήσει, να ρωτήσει, να διαμαρτυρηθεί μα πριν προλάβει ακόμα το χέρι του Άλμπερτ στα χείλη της την σταμάτησε.
-Πριν ρωτήσεις το γιατί, σου λέω μη ρωτήσεις, είναι καλύτερα να μην ρωτήσεις «γιατί», της είπε και άφησε το χέρι του να πέσει στο σεντόνι.
Δεν χρειάστηκε να ρωτήσει το γιατί, τον κοίταξε στα μάτια και κατάλαβε. Και αυτός ήξερε ότι αυτή κατάλαβε.
Η Κάντυ ένιωσε την καρδιά της να χτυπάει γρήγορα. Ήταν άραγε αυτά τα συναισθήματα που της είχε μιλήσει η Άννυ; Και τώρα…Τώρα, τι;
Τον κοιτούσε σαν χαμμένη στα μάτια. Όχι, όχι δεν το εννοούσε, δεν μπορεί να το εννοούσε, στα γράμματα του ήταν πάντα τόσο οικείος και φιλικός. Του μίλαγε και της μίλαγε σαν να ήταν αδέλφια, σαν…
Ήταν τόση η έκπληξη της που και να ήθελε δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Κάπως, κάπου, κάποτε, η καρδιά της ηρεμούσε κοντά του και όταν έπεφτε με κλάματα ή με χαρά στην αγκαλιά του, τα χέρια που την κρατούσαν, που την παρηγορούσαν, που την τύλιγαν με τη ζεστασιά τους, ήταν τόσο γνώριμα. Μα έπρεπε να ξέρει και να βεβαιωθεί, δεν μπορούσε να τον αγνοήσει, αυτον που ήταν πάντα κοντά της.
-Αλ-μπε-ρτ, για-τί; από την ταραχή της συλλάβισε και ψιθύριζε. Τα σμαραγδένια μάτια της απλώς τον τραβούσαν κοντά..πολύ κοντά..επικύνδινα κοντά…και τα λεπτά και τρυφερά της χείλη, που είχαν ανοίξει φυσικά καθώς πρόφερε το όνομα του, ήταν μόνο η πρόσκληση. Ήταν μόνο ένα δευτερόλεπτο, περισσότερο από αρκετό, για να φιλοξενήσει αυτό το γλυκό και δειλό άγγιγμα: τα δικά του χείλη απαλά ανεβοκατέβηκαν στα δικά της. Δεν ήταν μία παρόρμηση, αλλά μία απάντηση. «Να, γιατί...».
Ήταν όλα αυτά αρκετά για να σταματήσει η ανάσα της και για να χάσει τα λόγια της. Εκείνη την ώρα η πόρτα άνοιξε επιτακτικά και ο γιατρός Μαρκ μπήκε στο δωμάτιο, που λες και ήξερε, απλώς είπε: «Δεσποινίς Άρντλευ, νομίζω ότι είχατε αρκετές επισκέψεις για σήμερα, ώρα για να ηρεμήσετε».
Η Κάντυ δεν θα μπορούσε να συμφωνήσει περισσότερο. Ίσως να περίμενε κάτι διαφορετικό, ένα «συγγνώμη» ή μία δικαιολογία από αυτές που τυπικά λένε οι άντρες όταν παρασύρονται αλλά ο Άλμπερτ δεν ήταν διατεθειμένος να ζητήσει «συγγνώμη». Όχι για αυτό τουλάχιστον, αισθανόταν χρέος απέναντι της να είναι πέρα για πέρα αληθινός και γνήσιος, τώρα που ήξερε ότι θα έφευγε από τα χέρια του. Αλλά πριν φύγει, έπρεπε να ξέρει, να γνωρίζει, να αισθανθεί.
Έφυγε ήσυχα από το δωμάτιο της και όταν είδε τον Τέρενς στο διάδρομο που περίμενε να τελειώσει η επίσκεψη του γιατρού για να μπει και να την καληνυχτίσει και αυτός με τη σειρά του, απλώς του γύρισε την πλάτη και απομακρύνθηκε. Δεν θα τον άφηνε να του την πάρει, όχι έτσι, όχι ακόμα. Και αυτή η οργή και ο θυμός, οι αστραπές που κρύβονταν πίσω από τα μάτια του ήταν σίγουρος ότι θα έβρισκαν την κατάλληλη ώρα και στιγμή για να ξεσπάσουν. Βγήκε έξω από το νοσοκομείο, στο δρόμο για το ξενοδοχείο, η βροχή είχε σταματήσει, μα τα σύννεφα ήταν ακόμα εκεί, καλύπτοντας ακόμα και τα πιο λαμπερά αστέρια, τώρα ακόμα και ο ουρανός σιωπούσε.
Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
juliet
Candy Star
Candy Star
juliet


Θηλυκό
Αριθμός μηνυμάτων : 1381
Ηλικία : 43
Registration date : 05/09/2009

Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς - Σελίδα 2 Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς   Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς - Σελίδα 2 Icon_minitimeΤρι Μαρ 23, 2010 11:19 am


Μόνη

«Γιατί; Γιατί, Άλμπερτ;» «Κάντυ, πήρες την απάντηση σου» η φωνή του Άλμπερτ αντήχησε στο κεφάλι της. Η σιωπή μέσα στο δωμάτιο απλωνόταν σαν σκιά που έπεφτε από πάνω της και ώρα με την ώρα μεγάλωνε, η μοναξιά δεν την βοηθούσε καθόλου. Η Έλινορ θα ερχόταν πιο αργά, όταν θα τελείωνε την παράσταση, μέχρι τότε όμως ήταν αντιμετώπη με τον εαυτό της και μία ανάμνηση που κανονικά δεν θα έπρεπε να υπάρχει.
«Δεν ξέρω καν αν θέλω να το σκέφτομαι ή όχι», ήταν κουρασμένη αλλά κάθε προσπάθεια να κοιμηθεί έπεφτε στο κενό, οι σκέψεις της την ταξίδευαν πίσω στο χρόνο…στην ένωση των χειλιών τους, στην εκδήλωση των συναισθημάτων του Άλμπερτ. «Για αυτό, για αυτό γύρισες τόσο βιαστικά από τη Γαλλιά, ήθελες να είμαστε μαζί».
«Μα δεν μπορώ, δεν μπορώ να το κάνω αυτό Άλμπερτ, όσο και αν σ’αγαπώ, αυτό είναι λάθος και δεν μπορώ να…». «Αν μπορούσα να σηκωθώ από αυτό το κρεββάτι και να σου εξηγήσω, να σου μιλήσω, θα ήθελα να σε δω…σημαίνεις τόσα πολλά για εμένα». Έκλεισε άλλη μία φορά τα μάτια της προσπαθώντας να πείσει για άλλη μία φορά τον εαυτό της να κοιμηθεί. Μία ακόμα αποτυχημένη προσπάθεια. «Αν εσύ με αγαπάς έτσι και εγώ δεν μπορώ, τι μας κάνει αυτό; που μας αφήνει αυτό;» «Η σχέση μας ήταν πάντα σταθερή και αμοιβαία, πάντα ειλικρινής και γνήσια. Μα τώρα είναι σαν να ακροβατούμε και οι δύο σε μία λεπτή γραμμή, ναι σαν να κρεμόμαστε από μία κλωστή». Η Κάντυ ένιωθε σαν να πιέζεται ασφυκτικά, χρειαζόταν κάποιον να μιλήσει. Αλλά ποιον; Δεν μπορούσε να πει πουθενά τι έγινε. Ούτε στην Έλινορ, ούτε τον Τέρυ. Ήταν μόνη με αυτή τη συνειδητοποίηση. Και αλίμονο, μόνη, έπρεπε να μείνει.


Δεν έχεις δικαίωμα

Ο Γουίλλιαμ Άλμπερτ Άρντλευ έφτασε στο New York Plaza. Κουρασμένος κα ταλαιπωρήμενος από ένα μεγάλο ταξίδι μα και από όλες αυτές τις άλλαγες, δεν ήξερε για πόσο ακόμα θα άντεχε να στέκεται όρθιος. Στο μυαλό του όλα ήταν ένα κουβάρι και κάπου εκεί ανάμεσα έπρεπε να βρει την άκρη του νήματος για όλους και για όλα. Ίσως να ασθανόταν καλύτερα αν είχε ξεδιαλύνει την κατάσταση με τον Τζωρτζ και ένα βάρος έφευγε από τις πλάτες του. Με αυτή τη σκέψη, αναζήτησε τον Άρτσι και τον βρήκε να κάθεται στο μπαρ απολαμβάνοντας ένα ποτήρι ουίσκι, κάτι που φαινόταν πια να γίνεται μία αγαπημένη συνήθεια για το τέλος της μέρας.
-Άρτσι είσαι καλά; Του είπε και κάθησε δίπλα του, βγάζοντας το παλτό του.
-Α μία χαρά, από τότε που ήρθα στη Νέα Υόρκη κάθε βράδυ πίνω και από ένα διαφορετικό ουίσκι, με ηρεμεί.
Ο Άλμπερτ χαμογέλασε.
Υπήρχε κάτι περίεργο, κάτι διαφορετικό πάνω στον Άρτσι που του κέντρισε την προσοχή. Μπορεί να ήταν οι μαύροι κύκλοι κάτω από μάτια του, που του χάριζαν ένα πιο θεωρητικό στιλ, ή η λιγότερο επιμελήμενη (από ότι συνήθως) εμφάνιση του. Τα πάντα καλοχτενισμένα μαλλιά του Άρτσι ήταν ελαφρώς ανακατεμένα, το πάντα ατσαλάκωτο και κλειστό πουκάμισο του ήταν τώρα ανοιχτό μπροστά στο πρώτο κουμπί χαρίζοντας του έναν πιο μποέμ και ανάλαφρο χαρακτήρα. Οι καταστάσεις μπορούσαν να αλλάξουν τους ανθρώπους. Ήταν προφανές πως η Νέα Υόρκη, δεν άλλαξε μόνο την Κάντυ αλλά και τον Άρτσι.
-Κανένα νέο για τον Τζωρτζ; Ρώτησε ο Άλμπερτ.
-Όχι, ακόμα, αναρωτιέμαι γιατί καθυστερούν.
-Μπορεί να ετοιμάζονται για κάτι…
-Δεν μπορώ να σκεφτώ άλλο, είπε ο Άρτσι με ύφος δυσανασχέτησης. Θέλω να φύγω, να γυρίσω στο Σικάγο.
-Άρτσι, καλύτερα να πας στην Άννυ, να ξεκουραστείς.
Ο Άρτσι τον κοίταξε ξαφνιασμένος. «Α, ναι σωστά», θυμήθηκε. Ο Άλμπερτ δεν γνώριζε τίποτα.
-Χωρίσαμε, Άλμπερτ. Δεν υπάρχει πια Άννυ.
Άλλο ένα νέο, μία ακόμα έκπληξη. Ο Άλμπερτ σχεδόν έχασε τα λόγια του. Αυτό ήταν αδύνατο και κάτι απίστευτα μη προβλέψιμο…για τον Άρτσι και την Άννυ.
-Μα πως; Γιατί;
-Γιατί νομίζω πως κατάλαβε ότι ο γάμος ήταν μία συγκατάβαση και…αν και στην αρχή ήθελα να τη φέρω πίσω σε μένα και να συνεχίσουμε τη ζωή μας, τελικά μπορώ και μόνο να νικήσω αυτή τη συνήθεια. Αν συνεχίσω να προσποιούμαι πως την αγαπάω, απλώς θα της στερήσω τη δυνατότητα να βρει κάποιον που αληθινά θα την αγαπάει. Της αξίζει άλλωστε.
-Και εσύ;
-Εγώ θα ταξιδέψω, αυτό αποφάσισα να κάνω. Θέλω να γνωρίσω τον κόσμο και να ξεφύγω από τα στενά πλαίσια του Σικάγου, την θεία Ελρόη και την Ελίζα και όλο αυτό το αρρωστημένο περιβάλλον.
-Ναι σε καταλαβαίνω, είπε ο Άλμπερτ με κατανόηση. Αυτός ήταν ο λόγος που αποφάσισα και εγώ να ταξιδέψω. Ίσως αν η Ελρόυ δεν ήταν τόσο καταπιεστική να είχα γυρίσει νωρίτερα στην οικογένεια… Σειρά σου τώρα, είναι δίκαιο, του είπε και τον χτύπησε απαλά στην πλάτη.
-Σκέφτηκα και κάτι πονηρό…είπε ο Άρτσι και κρυφογέλασε.
-Τι; έκανε με ενδιαφέρον ο Άλμπερτ.
-Σκέφτηκα να τους κάνουμε έκπληξη…όταν θα πάνε στη Σκωτία…
Ο Άλμπερτ έστρεψε αλλού το βλέμμα του. Το τελευταίο που ήθελε να κούσει τώρα ήταν για την ευτυχία του ζευγαριού. Ο Άρτσι δεν μπόρεσε να μην παρατηρήσει πως το βλέμμα του Άλμπερτ ξαφνικά έγινε πιο λυπημένο και πιο αυστηρό.
-Μίλησες με τον Τέρυ; Ρώτησε ο Άρτσι, προσπαθώντας να κατανοήσει καλύτερα την κατάσταση.
-Άρτσι, δεν θέλω η Κάντυ να φύγει μαζί του. Μπορεί να και μη γυρίσουν ποτέ. Μη ξεχνάς ότι αυτή είναι η πατρίδα του. Και μη ξεχνάς πόσο ασταθής και νευρικός είναι ο Τέρυ. Τι θα κάνει μόνη της σε μία ξένη χώρα; Και μετά…και μετά, (τα χαρακτηριστικά του συσπάστηκαν), ναι μπορώ να πω ότι σκόπευα να μοιραστώ εγώ αυτό το ταξίδι μαζί της. Αυτός ήταν ο σκοπός μου. Να την πάρω μαζί μου, να τη φέρω κοντά μου. Μόνο που φαίνεται ότι άργησα λίγο.
Ο Άρτσι στις τελευταίες λέξεις ένιωσε το σκαμπό του να κινείται. Αναρωτήθηκε αν έφταιγε το αλκόολ; Όχι ήταν μόνο ένα ποτήρι. Άρα αυτό που άκουγε, ήταν αλήθεια; Δεν μπορεί και ο Άλμπερτ να ήταν…μα δεν έδειξε ποτέ κάτι τέτοιο, δεν εκδήλωσε ποτέ αυτά τα συναισθήματα.
-Άλμπερτ, πως; Πότε; Δηλαδή;
-Ναι ξέρω, ήταν κουτό, δεν της μίλησα ποτέ έτσι, αλλά δεν είχα και λόγο, πίστευα ότι θα ήταν εκεί με τον έναν τρόπο ή με τον άλλο, πάντα κοντά μου. Αλλά τώρα, νοιώθω την ανάγκη να κάνω κάτι…
-Άλμπερτ, δεν είναι πολύ αργά για αυτό; Θέλω να πω…γιατί να την ταράξεις; Η αλήθεια είναι ότι και εγώ της εξέφρασα τα συναισθήματα μου αλλά όχι για να την διεκδικήσω..ήθελα απλώς να της πω ότι την αγαπάω και ότι θα είμαι πάντα εκεί αν χρειαστεί αλλά εσύ…δεν έχεις δικαίωμα, έχει πάρει ήδη τις αποφάσεις της.
-Άρτσι, από πότε παίρνεις εσύ το μέρος του Τέρυ; Περίμενα ότι θα καταλάβαινες. Αληθινά περίμενε ο Άλμπερτ ότι ο Άρτσι θα ήταν με το μέρος του. «Δεν έχεις δικαίωμα;» Δεν είχε δικαίωμα να εκφράσει τα συναισθήματα του; Και αυτό το έλεγε, ο Άρτσι; Ναι, ο κόσμος είχε όντως γυρίσει ανάποδα.
-Είναι αργά καλύτερα να πάμε για ύπνο, είπε ο Άλμπερτ με ένα κουρασμένο και εκνευρισμένο ύφος, κανένας δεν τον υποστήριζε. Ήταν μόνος. Περισσότερο από κάθε άλλη φορά.

Τα λόγια που δεν είπα

Τύλιξε το σώμα και τις σκέψεις του μέσα στους ζεστούς υδρατμούς. Έκλεισε τα μάτια και άφησε το καυτό νερό να τρέξει πάνω του καθαρίζοντας το μυαλό του από τα σκοτάδια. Ακόμα αδυνατούσε να καταλάβει όλα αυτά που είχαν γίνει μέσα σε λίγες μόνο μέρες. Αυτά που ήταν δεδομένα, τώρα του έφευγαν από τα χέρια, γλυστρούσαν σαν τις σταγόνες του νερού, άλλαζαν μορφή και όψη, καινούριες συμμαχίες, άλλοι άνθρωποι, μια ζωή που δεν όριζε, που δεν τον περίμενε…όχι, άλλο, όχι πια. Έφερε τα χέρια στο πρόσωπο του. Αυτό ήταν το δικό του λάθος. Ο χρόνος.
Ποιος πραγματικά ήταν, τι αληθινά ήθελε. Νόμιζε πως τα είχε όλα, πως μπορούσε να περιμένει μέχρι εκείνη να γιατρέψει τις δικές της πληγές, αν ξεπεράσει το παρελθόν μα αυτό το παρελθόν είχε ανοίξει σαν κυκλώνας που δεν λυπάται ανθρώπους και συναισθήματα, τα τράβαγε, τα ρουφούσε όλα, οι δικές του πληγές άνοιγαν. «Ω Κάντυ, δεν έπρεπε, δεν έπρεπε να γίνει έτσι». Τώρα κατηγορούσε ο ίδιος τον εαυτό του για την αλληγορία του. «Εγώ την άφησα, εγώ άφησα τον Τέρυ να μου την πάρει». «Γιατί; Γιατί να περιμένω;».
Καταλάβαινε τώρα ότι η ήρεμη και ευγενική του φύση, που σεβόταν τα συναισθήματα των άλλων και περίμενε, δεν τον είχε βοηθήσει, δεν τον είχε βοηθήσει πραγματικά καθόλου. Είχε χάσει τη μάχη ενάντια στην ενεργητική και παρορμητική φύση του Τέρενς, που ότι ήθελε απλώς το έπαιρνε. Ήταν μάλλον μία απλοποιημένη σύνθεση των καταστάσεων, μα από την μεριά που στεκόταν τώρα ο Άλμπερτ δεν μπορούσε να δει, άλλη εξήγηση. Και όσο κατηγορούσε τον Τέρενς για αυτή την καταλυτική εξέλιξη, άλλο τόσο τώρα κατηγορούσε τον εαυτό του που την άφησε, που δίστασε να τη φιλήσει, να την αγγίξει, που δεν της είπε «σ’αγαπώ», που δεν της ανοίχτηκε, που δεν της είπε ότι δεν ήθελε να είναι συγγενείς και φίλοι, αλλά εραστές, σύζυγοι, σύντροφοι, για σήμερα, για πάντα…». «Γιατί; Γιατί; Άλμπερτ;».
«Δεν φτάνουν οι λέξεις για να σου εξηγήσω, να σου δώσω απάντηση, πως μπορώ να σου πω αγαπώ; Δεν σ’αγαπώ απλά, ίσως να σε λατρεύω, ίσως όχι από τώρα, μα από πάντα, ίσως από τη στιγμή που σε είδα σε εκείνο το λόφο. Ένα μικρό και αδύναμο κοριτσάκι, με μάτια υγρά από τα δάκρυα, με χρυσά μαλλιά σαν τον ήλιο. Τόσο όμορφη και αθώα, τόσο απροστάτευτη. Για αυτό και δεν δίστασα να σε κάνω μέλος των Άρντλευ. Ήταν το λιγότερο που μπορούσα να κάνω για να ξέρω ότι χαμογελάς».
«Ήξερα ότι χαμογέλαγες, ακόμα και αν ήμουν μακριά, αισθανόμουν καλά που ήσουν καλά. Μα ήσουν μόνο ένα παιδί και σαν παιδί σ’αγαπούσα, μία παράξενη αγάπη, αλλιώτικη από τις άλλες, μία δική μας αγάπη, ήταν για μένα η μεγαλύτερη ανταμοιβή. Δεν μπορούσα να προβλέψω, πόσο όμορφη θα γινόσουν, δεν μπορούσα να ξέρω πως αυτή η αγάπη…θα γινόταν λατρεία. Ήθελα πάντα να είμαι κοντά σου, ήθελα...Μα τώρα εσύ θέλεις κάποιον άλλον και εγώ ποτέ δεν κατάφερα να σου πω αυτό που πραγματικά ένοιωσα και βίωσα δίπλα σου. Με κουράζουν οι τίτλοι, κοντά σου ήμουν πάντα ΕΓΩ και μόνο εσύ μπορούσες να το κάνεις αυτό. Τώρα θα μείνω μόνος και άδειος, τώρα θα μάθω πόσο πραγματικά σε χρειάζομαι».
«Δεν έχεις δικαίωμα», η φωνή του Άρτσι αντήχησε στα αυτιά του. «Το ξέρω», απάντησε. «Αλλά αυτό δεν αλλάζει τίποτα».




Το παιχνίδι συνεχίζεται…

Ο Άλμπερτ ξύπνησε με ένα φοβερό πονοκέφαλο. Το κεφάλι του κόντευε να σπάσει. Με το ζόρι μπόρεσε να κατέβει ως το εστιατόριο για να πιει καφέ. Το κλίμα και η υγρασία της Νέας Υόρκης του είχαν αρχίσει να αφήνουν τα σημάδια της…Κατέβηκε στο εστιατόριο αλλά αμέσως το μετάνιωσε... Ο Άρτσι και ο Τέρυ κάθονταν σε ένα από τα τραπέζια απολαμβάνοντας τον πρωινό τους κάφέ και κουβεντιάζοντας, ίσως και παραπάνω από έντονα, η άνεση και η διαχυτικότητα ήταν προφανής ανάμεσα τους. «Μάλιστα», σκέφτηκε και πλησίασε το τραπέζι τους.
-Καλημέρα, είπε μάλλον μονότονα.
-Καλημέρα, απάντησαν με θέρμη και χαμόγελα, οι δύο.
-Κάτσε Άλμπερτ, δεν δαγκώνω…αστειεύτηκε ο Τέρυ, βλέποντας και πάλι την αδικαιολόγητα ψυχρή στάση του Άλμπερτ απέναντι του.
-Μπορεί να δαγκώνω εγώ, αστειεύτηκε σχεδόν γρυλίζοντας ο Άλμπερτ.
Ο Τέρενς γέλασε καλόκαρδα. Ο Άλμπερτ κάθησε και άρχισε να γεμίζει με καφέ, μία από τις άδειες κούπες στο τραπέζι.
-Έλεγα στον Άρτσι, ότι έχω καλά νέα. Έστειλα το φίλο μου τον Τσάρλι να βρει τον Νηλ και να τον πιέσει για απαντήσεις και τελικά ο Νηλ παραδέχτηκε πως…
-Ένα λεπτό, πως, πότε, που και γιατί τον έστειλες;
-Έναν φίλο μου τον Τσάρλι, τον έστειλα στο Νηλ, προκειμένου να τον πιέσει για απαντήσεις..
-Μισό λεπτό, Τέρυ, με ποιο δικαίωμα παίρνεις πρωτοβουλίες και ανακατεύεσαι σε αυτή την υπόθεση; Δεν σε αφορά αυτό.
-Μα…έκανε ο Τέρυ διστακτικά (τι; έπρεπε να δικαιολογηθεί), είπαμε με τον Άρτσι να μάθουμε…
-Ο Άρτσι κακώς έδωσε την άδεια του για κάτι τέτοιο, Άρτσι δεν μπορούσες να με περιμένεις; Μήπως ξέχασες πως με κάλεσες εδώ για αυτό το λόγο;
Ο Άρτσι κοιτούσε αποσβολωμένος. Που ήταν το κακό; Αδυνατούσε να καταλάβει.
-Ωραία αλλά το κάναμε και τώρα…πήγε να πει.
-Τέρυ αυτό είναι ένα οικογενειακό θέμα, αν έπαθε κάτι ο Νηλ..
-Μα και εγώ είμαι της οικογενείας, θέλω να πω, εγώ και η Κάντυ όταν γίνει καλά…
-Όταν γίνει καλά η Κάντυ θα επιστρέψει στο Σικάγο όπου είναι το σπίτι και η οικογένεια της. Μην ξεχνάς ότι είμαι κηδεμόνας της. Και επίσης μην ξεχνάς πως η Κάντυ είναι 17 σωστά; Δεν νομίζω ότι μπορεί να σε παντρευτεί αν δεν συγκαταθέσω και φυσικά θεωρώ πως μπορείτε να περιμένετε. Για ποιο λόγο να βιαστείτε;
Ο Άλμπερτ, όπως πολύ σωστά είχε μαντέψει, είχε καταφέρει να μετατρέψει τον Τέρενς σε ταύρο σε υαλοπωλείο. Σχεδόν κρυφόγελασε από μέσα του με την αντίδραση του Τέρυ που σηκώθηκε στιγμιαία από τον τραπέζι. «Τέρυ, είσαι πάντα τόσο προβλέψιμος», σκέφτηκε.
- Κηδεμόνας, τώρα το θυμήθηκες, που ήσουν όταν την έκλειναν σε μπουντρούμια στο Λονδίνο; «Κατευθείαν στο θέμα», σκέφτηκε σιωπηλά ο Άλμπερτ. Αλλά ήταν λάθος να ενδώσει.
-Μα εσύ ήσουν η αιτία, απάντησε με συγκράτηση. Τώρα ξέρεις ότι τότε στην εμπιστεύτηκα…Λυπάμαι για αυτό. Ήταν λάθος μου, δεν θα επαναληφθεί.
-Ξέρεις κάτι, Γουίλλιαμ, Άλμπερτ, Άρτνλευ ή όπως αλλιώς σε λένε, δεν χρειάζομαι τη συγκατάθεση κανενός για να κάνω την Κάντυ ευτυχισμένη, για αυτό καλύτερα να μείνεις αυτό που ήσουν πάντα, ένας απλός θεατής, αυτός είναι ο ρόλος σου…
-Μην ανακατεύεσαι στα θέματα της οικογενείας μου, δεν σε αφορούν, του απάντησε απότομα ο Άλμπερτ. Οι δύο άντρες κοιτάζονταν ψυχρά και σκληρά. Ο Άρτσι μπορούσε να νιώσει την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα ανάμεσα τους. Ένα ρίγος τον διαπέρασε. Μόλις χτες σκεφτόταν να φύγει, μόλις σήμερα άλλαξε γνώμη. Αυτοί οι δύο μπορούσαν να σκοτωθούν.
-Αντιθέτως Άλμπερτ, εσύ να μην ανακατεύεσαι στα θέματα της δικής μου οικογένειας, του ανταπάντησε σαρκαστικά ο Τέρενς. Τράβηξε το σακάκι του από την καρέκλα και έφυγε γυρίζοντας επιδεικτικά την πλάτη του μα ένιωθε τώρα ξεκάθαρα τα στιλέτα που καρφώνονταν πίσω του.
«Θα το μετανιώσεις αυτό», μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του, ο Άλμπερτ.
-Άλμπερτ, τι είναι όλη αυτή η επίθεση στον Τέρυ; Δεν είσαι άδικος;
-Άρτσι, είσαι πραγματικά τόσο αφελής και ανόητος; Του είπε ο Άλμπερτ, κοιτώντας τον ψυχρά. Ξεχνάς ότι αυτός είναι η αιτία που η Καντυ κόντεψε να χάσει τη ζωή της; Και τώρα θέλει να τον εμπιστευτώ; Τη δουλειά έχει να ανακατεύεται με τον Νηλ;
-Ναι αλλά βοήθησε, χτες έστειλε τον Τσάρλι, ένα φιλο του στο σπίτι του Νηλ και μετά από κάποια ώρα ο Νηλ ομολόγησε ότι αυτός ήταν πίσω από το σκηνικό. Σε συμπαιγνία με αυτόν τον κακοποιό τον Έρικ μας έφαγαν όλα τα χρήματα και τώρα θέλουν να μας κάνουν να ξαναπληρώσουμε.
Ο Άρτσι χαμήλωσε τη φωνή του και ψιθύρισε: Μας είπε ψέμματα Άλμπερτ, ο Νηλ δεν δανείστηκε λεφτά από τις συμμορίες για να κάνει τη ζωούλα του, αλλά πουλάει ναρκωτικά, καταλαβαίνεις; Δεν μπορούμε να πάμε στην αστυνομία. Αυτό που φοβόσουν από την αρχή, επιβεβαιώθηκε. Είναι μπλεγμένος ως το κόκκαλο. Τι θα κάνουμε;
Ο Άλμπερτ χλώμιασε. Ναι, το φοβόταν από την αρχή αυτό. Τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να είναι τόσο απλά.
-Άρτσι που είναι ο Νηλ; Καλύτερα να πάμε σπίτι του.
Ο Άρτσι δίστασε για μία στιγμή.
- Εμ, δεν είναι σπίτι του, ο Τσάλρι τον πίεσε φοβερά…
Ο Άλμπερτ κούνησε το κεφαλι του. «Μάλιστα».
-Που είναι; επανέλαβε.
-Στο νοσοκομείο. Τον πήγε ο Τσάρλι και τον παράτησε με μόλωπες. Οι γιατροί του είπαν ότι μάλλον έπαθε διάσειση.
Ο Άλμπερτ ένιωσε το στόμα του να γίνεται στεγνό και κάτι να του φράζει το λαιμό.
-Άρτσι, μείνε εδώ μη τυχόν και στείλουν καμία ειδοποίηση.
-Που πας;
-Πάω στην αστυνομία.
-Άλμπερτ αυτό είναι καθαρή τρέλα, θα τον συλλάβουν.
-Φυσικά αυτό θέλω, είπε ο Άλμπερτ και έφυγε.
Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
juliet
Candy Star
Candy Star
juliet


Θηλυκό
Αριθμός μηνυμάτων : 1381
Ηλικία : 43
Registration date : 05/09/2009

Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς - Σελίδα 2 Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς   Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς - Σελίδα 2 Icon_minitimeΔευ Μάης 03, 2010 7:38 pm

Δύο άντρες

Στεκόταν με το βλέμμα καρφωμένο στην πόρτα. Αυτή την πόρτα που άνοιγε κάθε τρεις και λίγο από τις επισκέψεις των γιατρών και των νοσοκόμων, αυτή την πόρτα που και οι δύο άντρες που αγαπούσε πριν από λίγο, είχαν πέρασει για να χαθούν ανάμεσα στα στενά αυτης της πόλης. Ο ένας το πρωί και ο άλλος μόλις πριν από λίγα λεπτά.
Ήταν ήδη απόγευμα στην πόλη της Νέας Υόρκης και ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει στον ορίζοντα. Μωβ και κόκκινα χρώματα στον ουρανό, μία γλυκειά μελαγχολία στην καρδιά της, μία παράξενη ηρεμία τώρα. «Τέρυ» - «Άλμπερτ», «γιατί δεν μπορούμε να είμαστε όπως πριν; ποτέ πια ξανά, κανένα συναίσθημα δεν θα είναι πια το ίδιο». «Η μοναδική μου ανάμνηση από το ζωολογικό κήπου του Λονδίνου όπου και οι δύο γελάτε και αστείευστε στο πλάι μου, θα μείνει μοναδική. Και αν τώρα στέκομαι ανάμεσα σας δεν σας διασκεδάζω πια, μα σας χωρίζω. Και όμως αυτή τη στιγμή, καταλαβαίνω, είναι αφυσικό και αδύνατο, να γυρίσουμε πίσω το χρόνο.»
Η εικόνα του Τέρυ που στεκόταν πλάι της εκείνο το πρωί και της χαμογελούσε με αυτά τα βαθιά και γαλανά μάτια, την διαπέρασε. Η συζήτηση τους είχε αρχίσει κάπως έτσι….

-Κάντυ, δεν χρειάζεται να πιέσεις τον εαυτό σου…
-Πιέζω χειρότερα τον εαυτό μου με το να είμαι συνέχεια σε ένα κρεββάτι…άλλωστε ο γιατρός είπε να προσπαθήσω να σταθώ και λίγο....
Ζαλίστηκε όταν σηκώθηκε, ένιωσε στην αρχή τα πόδια της να τρέμουν και τα χέρια του Τέρυ εντσικτωδώς τύλιξαν απαλά μα σταθερά τη μικρή της μέση για να την στηρίξουν…Τον κοίταξε και του χαμογέλασε. Ήταν δύσκολο να φύγει από την αγκαλιά του, όχι γιατί δεν μπορούσε αλλά γιατί δεν το ήθελε και καταλάβαινε ότι ούτε ο ίδιος το ήθελε. Τα μάτια του σιωπηλά της μίλαγαν «Θα σε κρατάω πάντα, δεν θα σε αφήσω μόνη ποτέ ξανά». Πόσο το ίδιο και εκείνη αισθανόταν. Χάθηκε στην αγκαλιά του και τα χέρια της τυλίχτηκαν γύρω από το λαιμό του. Ακόμα ένα φιλί, στα όρθια… «Χμ, τι γλύκισμα», την πείραξε ο Τέρυ μόλις έσπασαν το φιλί αναζητώντας αέρα. «Τέρυ…!!» διαμαρτυρήθηκε.
Μα ήταν αδύνατο πια και το ήξερε και εκείνη, παρόλη την αθωότητα και την απειρία της, ναι, ήταν αδύνατο να στέκεται δίπλα του και να μην αποζητά την αγκαλιά του, να μυρίζει το άρωμα του και να μη θέλει να γύρει ερωτικά το κεφάλι της στο λαιμό του, να νιώθει τα χέρια του γύρω από τη μέση της και να μην πέφτει ολόκληρη πάνω του θέλωντας να νιώσει τη δύναμη και τη ζέστη του δικού σώματος να διαπερνά το δικό της, ήταν αδύνατο, να είναι τα χείλη τους σε απόσταση αναπνοής και να αντιστέκεται, να μην παραδοθεί και πάλι σε αυτή τη ζάλη, την επιθυμία να χαθεί μέσα του. «Αυτό είναι λοιπόν ο πόθος, αυτό είναι ο έρωτας…Τέρυ. Άλμπερτ; Άλμπερτ, έτσι νιώθεις λοιπόν; Καημένε Άλμπερτ».
Το πρόσωπο της ξαφνικά σκοτείνιασε, ένιωσε σχεδόν ενοχή και ντροπή ταυτόχρονα. Ο Τέρυ δεν ήξερε τίποτα και ούτε άξιζε να τον στεναχωρήσει. "Όχι, δεν αξίει να του κάνω αυτό." Αυτό ήταν δικό της πρόβλημα. Προσπαθώντας να αποστασιοποιηθεί από τις σκέψεις της, θεώρησε ότι χρειαζόταν να βγάλει τον εαυτό της από αυτήν την κατάσταση. Ένα άγγιγμα ήταν πολύ περισσότερο από αυτό που έπρεπε να είναι αυτή τη στιγμή…
-Τέρυ, Ίσως θα ήταν καλύτερα αν με άφηνες να προσπαθήσω λίγο μόνη μου, του είπε παίρνοντας τα χέρια της από πάνω του και ψάχνωντας στον τοίχο για στήριγμα. Ο Τέρυ χαλάρωσε τα χέρια του και στράφηκε προς το παράθυρο.
-Κάνε ότι μπορείς Κάντυ, εγώ εδώ θα είμαι, της είπε κοιτώντας φευγαλέα από το τζάμι την πόλη της Νέας Υόρκης που σήμερα, λουσμένη στο φως του ήλιου, παρόλη τη χτεσινή βροχή, φαινόταν πιο «καθαρή» παρά ποτέ.
Το βλέμμα του ξαναγύρισε πάνω της καθώς εκείνη έκανε μικρά βήματα κατά μήκος του τοίχου. «Αυτό είναι το κορίτσι μου σκέφτηκε, δυνατό ακόμα και μέσα στον πόνο». «Θα φύγουμε από εδώ..σύντομα, ότι και αν γίνει, δεν θα ξαναφήσω αυτό το κορίτσι να το πληγώσει η κακία του κόσμου, η Κάντυ που ξέρω πήδαγε στα δέντρα, σύντομα Κάντυ…».
-Τέρυ τι κάθεσαι και σκέφτεσαι; Του είπε εκείνη με την πλάτη της κολλημένη στο τοίχο.
-Σε χαίρομαι, είμαι περήφανος για αυτό που είσαι.
-Δε με ξεγελάς εμένα κύριε, κάτι σε στεναχωρεί και μπορώ να το δω.
-Όχι, μη δίνεις σημασία, άλλωστε δεν αξίζει…
Το ύφος της άλλαξε και μία ξαφνική σιωπή έπεσε ανάμεσα τους. «Δεν αξίζει», αυτές ήταν οι δικές της σκέψεις πριν από λίγο. Τον κοίταξε που την κοιτούσε διστακτικά, ενοχικά σχεδόν, λες και της κρατούσε πράγματα για να την προστατεύσει. Ξαφνικά έτρεξε κοντά της και την πήρε στην αγκαλιά του.
-Έχεις δίκιο Τέρυ, δεν αξίζει του είπε, και τότε αυτός χωρίς δισταγμό, έσκυψε και τη φίλησε.
«Μικρή μου, Κάντυ, πόσα στα αλήθεια οι δυο μας καταλαβαίνουμε, μόνο αυτό, μόνο αυτό αξίζει, Κάντυ».

«Μόνο αυτό αξίζει, Κάντυ», ναι, αλήθεια ήταν, αν και δεν είχαν μιλήσει ξεκάθαρα, προφυλλάσοντας ο ένας τον άλλο από μία κοινή πλέον αλήθεια, μπορούσαν να καταλάβουν, να συμφωνήσουν, ακόμα και να σωπάσουν.
«Καημένε, Άλμπερτ» σκέφτηκε και η καρδιά της σάλεψε. Η πόρτα απέναντι της ήταν ακόμα κλειστή αλλά απόψε ακόμα και αν ακόμα άνοιγε δεν θα της έφερνε τον Τέρυ. «Εγώ φταίω, που ήμουν τόσο αμελής, τόσο απρόσεχτη, τόσο πάντα ανυποψίαστη». «Με τρόμαξες χτες, μα με τρόμαξες ακόμα περισσότερο σήμερα, όταν μου είπες….».

-Μα που είναι ο Τέρυ; Πάντα ερχόταν το απόγευμα.
-Τον συνέλαβαν Κάντυ.
-Τι; γιατί;
-Γιατί έβαλε να χτυπήσουν τον Νηλ από ότι φαίνεται…και ο Νηλ του έκανε φυσικά μήνυση.
-Γιατί για ποιο λόγο;
-Γιατί πίστευε ότι ήταν ανακατεμένος με τον Έρικ και καθώς φαίνεται δεν είχε καθόλου άδικο.
-Μα τότε γιατί Άλμπερτ;
-Γιατί δεν συμφωνώ με την νοοτροπία του και τον τρόπο του, αν ήθελα να το κάνω αυτό, θα το είχα ήδη κάνει. Δεν είχε καμία δουλειά να ανακατευτεί. Ο Νηλ είναι ότι είναι αλλά είναι μέλος της οικογένειας μου, όπως και εσύ Κάντυ.
-Αλμπερτ, σχετικά με αυτό που έγινε…
-Κάντυ δεν ήθελα να σε κάνω να αισθανθείς άσχημα, είναι δύσκολο για μένα να κρύβω άλλο τα πραγματικά μου συναισθήματα, τόσο καιρό προσπάθησα να σε φέρω κοντά μου και όμως απέτυχα, ήθελα όμως να ξέρω αν και εσύ ποτέ…
-Δεν ξέρω, ίσως, ίσως αν δεν ήταν ο Τέρυ αλλά είναι…λυπάμαι, λυπάμαι Άλμπερτ.
-Όπως και να έχει, μόλις γίνει καλά θα γυρίσουμε στο Σικάγο και…
-Αλμπερτ..ξέρεις ότι αυτό δεν γίνεται…ο Τέρυ
- Δεν είναι μόνο ο Τέρυ αλλά και εσύ. Στα αλήθεια αυτό θες; Να αφήσεις πίσω σου τα παιδιά και το λόφο, θα αφήσεις και μένα ακόμα; Αν τουλάχιστον με αγαπάς έστω και λίγο σαν φίλο, μείνε μαζί μας.
-Άλμπερτ!
-Το ξέρω είναι εγωιστικό και τολμηρό από μέρους μου αλλά τουλάχιστον μείνε κοντά μου να σε βλέπω και να σου μιλάω. Δεν νομιζω ότι μπορώ να σκεφτώ ότι θα φύγεις έτσι και μπορεί να μην ξαναγυρίσεις κοντά μου.
-Καλέ μου Άλμπερτ…
Αυτός ο τρόπος που μίλησε, όλη της η γλύκα και η τρυφερότητα σε τρεις μόνο λέξεις, έκαναν κομμάτια την καρδιά του. Πως μπορούσε να της αντισταθεί; Πως μπορούσε να καταλαβαίνει τόσο πολύ αυτά που χρόνια έκρυβε μέσα του σε μία στιγμή και να τον συμπονά; Να τον γεμίζει ακόμα τρυφερότητα και αγάπη. Πίστη. Η πίστη υπήρχε μές τα μάτια της, όπως τόσα χρόνια έτσι και τώρα καμία εξομολόγηση δεν ηταν ικανή για να τον διώξει από την καρδια της.
-Είμαι λίγος για σένα;
-Άλμπερτ τι είναι αυτά που λες; τι είναι αυτά που σκέφτεσαι, απλώς καταλαβαίνω, καταλαβαίνω πόσο σκληρός και μαρτυρικός είναι ο έρωτας. Ακόμα και αν το θελήσω, δεν μπορώ μετά από όλα αυτά που ζήσαμε να θυμώσω. Καταλαβαίνω πια πως ίσως να ήταν και δικό μου λάθος.
-Γιατί, γιατί το λες αυτό;
-Γιατί ένας άντρας και μία γυναίκα, είναι δύσκολο να είναι τόσο κοντά ο ένας στον άλλο και να…
-Κάντυ, αυτό σημαίνει ότι δεν θα ξαναγυρίσεις στο Σικάγο;
-Λυπάμαι, Άλμπερτ, δεν μπορώ να το κάνω αυτό, θα είναι δύσκολο για σένα και άδικο.
-Τοτε είναι καλύτερα να φύγω από τώρα…είναι καλύτερα να μείνω μακριά σου.
-Δεν εννοούσα…
Ήταν ήδη αργά για να τον κρατήσει, ο Άλμπερτ έκλεινε την πόρτα πίσω του.
Ναι έκλεισε την πόρτα πίσω του και αισθάνθηκε σαν να τον έχανε για πάντα από τη ζωή της. Δεν ήταν δίκαιο για εκείνη μα αν δεν γινόταν διαφορετικά. «Όσα και αν είναι τα συναισθήματα μου για σένα, Άλμπερτ, για τον Τέρυ είναι ακόμα μεγαλύτερα. Έτσι ακόμα και αν….». Ένας λυγμός ανέβηκε στο λαιμό της αλλά έπρεπε να συνεχίσει. «Ακόμα και αν δεν ξανάρθεις, θα το αντέξω, λυπάμαι, λυπάμαι πολύ». Μέσα στην αίσθηση της απώλειας αισθανόταν ήρεμη. «Τέρυ…».

Η ακίδα

Την ίδια ώρα και στιγμή, ο Άλμπερτ περπατούσε αδιάφορα και σκεπτικός ανάμεσα στο πλήθος. Έπρεπε να το περιμένει, ναι έπρεπε. Πόσο όμορφα είχε πει «όχι» στα συναισθήματα του, με πόση ευγένεια…Μα αυτή ήταν πάντα η Κάντυ, η καλή του Κάντυ. Κάθε του προσπάθεια και λόγος να την κρατήσει κοντά του είχε εξατμιστεί.
Κόντεψε να βάλει τα γέλια. Ήταν τόσο κοντά…τόσο κοντά και η μικρή του Κάντυ τώρα γινόταν ένας μακρινός ορίζοντας που όλο και χανόταν από τα μάτια του. Ήθελε να την κρατήσει κοντά του, ναι ήθελε. Να κερδίσει χρόνο, ναι ήθελε. Για αυτό και εκείνο το πρωί, είχε κάνει σχεδόν κάτι απίστευτα τραγικό, κάτι σχεδόν απίστευτο, ασυγχώρητο, ακόμα και για τις ίδιες του τις αξίες.
Όπως και αν είχε, είτε σαν μία κίνηση απελπισίας, εκδικητικότητας ή απλής συνέπειας, χρειαζόταν να το κάνει, να εξασφαλίσει χρόνο και ίσως, ίσως έτσι να έκανε τον Τέρυ να φτάσει εκείνος πρώτος στα όρια της υπομονής του. Ναι, ήθελε να δοκιμάσει τα νερά, να ζορίσει την κατάσταση. Για αυτό εκείνο το πρωί, όταν έφυγε από το ξενοδοχείο…

-Φυσικά και μπορείτε να κάνετε μήνυση για ξυλοδαρμό, είπε ο αστυνομικός που κοιτούσε απαθής και σχετικά αδιάφορος τον θρασύ και είρωνα νεαρό που ήταν ξαπλωμένος στο κρεββάτι απέναντι του αλλά και τον ψηλό ξανθό και σοβαρό άντρα που στεκόταν όρθιος δίπλα στο παράθυρο.
Ο Νηλ κοίταξε σαν χαμμένος τον Άλμπερτ, περιμένοντας μάλλον να πάρει εκείνος το λόγο για αυτόν. Ο ίδιος ήταν ακόμα τρομοκρατημένος τόσο από την βίαιη και απροσδόκητη επίθεση που είχε δεχτεί από τον άγνωστο για αυτόν Τσάρλι όσο και από την περιπλοκότητα της κατάστασης. Προς το παρόν προτιμούσε να σωπαίνει.
Ήδη ο νάρθηκας στο δεξί του χέρι, οι μελανιές κάτω από τα μάτια και οι μόλωπες σε όλο του το σώμα ήταν μία πολύ καλή υπενθίμηση του πόσο είχαν στενέψει τα όρια γύρω του.
Ο Άλμπερτ τον κοιτούσε τόσο με λύπη όσο και με αγανάκτηση. Για αυτόν που ήταν πάντα τόσο προσγειωμένος, στέρεος και ανεξάρτητος, ο Νηλ ήταν σαν μία ακίδα στο χέρι του δεν ήθελε πολύ για να τη βγάλει αλλά δεν τον πονούσε και ιδιαίτερα αν την άφηνε. Προς το παρόν δεν μπορούσε ακόμα και αυτός να αποφασίσει τι από τα δύο ήταν καλύτερο.
-Λοιπόν θα υποβάλλετε μήνυση; Ρώτησε πάλι ο αστυνομικός.
Βλέποντας τον Νηλ τόσο αναποφάσιστο ο Άλμπερτ αποφάσισε να επέμβει.
-Νηλ μη φοβάσαι, έχεις δικαίωμα να κάνεις ότι θέλεις, ότι έγινε χθες ήταν άνανδρο, φυσικά και μπορείς να του κάνεις μήνυση.
Ο Νηλ κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Καταλαβαίνω» είπε «αλλά θείε, δεν νομίζετε πως δεν φταίει αυτός; Υπαίτιος όλης αυτής της κατάστασης είναι αυτός ο Γκράνστεστερ, εσείς μου το είπατε».
-Νηλ ξεκίνα από τα βασικά και θα φτάσουμε εκεί, το θέμα είναι να τιμωρηθεί όποιος ευθύνεται για την κατάσταση σου.
-Ναι…Ο Νηλ στάθηκε μία στιγμή ακόμα, δεν ήθελε πολύ, όχι δεν ήθελε αλλά αν έμπλεκε τον Τέρυ και αν άρχιζε όλο αυτό το κουβάρι να ξετυλίγεται το σίγουρο ήταν ότι οι συνέπειες θα μπορούσαν να είναι πολύ χειρότερες. Ο Άλμπερτ στα δικά του μάτια ήταν όχι μόνο αδαής αλλά επικίνδυνα αδαής. «Δεν επιθυμώ να κάνω μήνυση», είπε ο Νηλ. Ο Άλμπερτ ξαφνιάστηκε. Μα και ο Νηλ επίσης καθώς είδε το θείο του να ζητάει να αποχωρήσει για ελάχιστα λεπτά από το δωμάτιο.
-Νηλ, καταλαβαίνω ότι δεν επιθυμείς να περιπλέξεις τις καταστάσεις αλλά δεν νομίζεις πως είσαι πολύ περισσότερο μπλεγμένος από ότι θα έπρεπε για να κάνεις πίσω;
Ο Νηλ έμεινε με το στόμα στο αέρα. Τι ήξερε και πόσα ήξερε;
-Όλα, τα ξέρω, νεαρέ, τον πρόλαβε ο Άλμπερτ διαβάζοντας την ανησυχία, την έκπληξη και την απορία στο συνήθως βλοσυρό βλέμμα του ανηψιού του.
-Μα…ο Νηλ δεν πρόλαβε πάλι να μιλήσει καθώς η φιγούρα του Άλμπερτ τον πλησίασε πάνω από το κρεββάτι.
-Περιμένω από εσένα να κάνεις το σωστό και όταν αυτό γίνει, θα σε στείλω πίσω στο Σικάγο και θα σε αποζημιώσω με μία καλή θέση στις επιχειρησείς μου, μην ανησυχείς δεν σου ζητώ να δουλέψεις, ξέρω πόσο άχρηστος είσαι, εσύ θα βγεις καθαρός από όλα αυτά.
-Μα γιατί; Ρώτησε ο Νηλ.
-Γιατί δεν αντέχω να ξεφτιλιστεί το όνομα των Άντλευ από σένα, γιατί σκέφτομαι τη Ελρόυ και τη μητέρα σου που δεν φταίνε σε τίποτα και γιατί αυτή είναι η υποχρεωσή μου σαν κεφαλή των Άρντλευ.
-Μα γιατί να μπλέξω τον Γκράντσεστερ;
-Γιατί και αυτός μόνος του μπλέχτηκε και γιατί δεν είχε καμία δουλειά να ανακατεύεται με την οικογένεια μας. Στα καθάρια μπλε μάτια του Άλμπερτ η αποφασιστικότητα ήταν χαραγμένη.
-Καταλαβαίνω, είπε συγκαταβατικά ο Νηλ. Έγειρε πίσω το κεφάλι του και ετοιμάστηκε να μιλήσει στον αστυνομικό που έμπαινε εκείνη τη στιγμή στο δωμάτιο. Θα έφευγε πλούσιος και προσταστευμένος και αυτό δεν ήταν καθόλου κακό σενάριο…κοίταξε τον Άλμπερτ με την άκρη του ματιού του που μισοχαμογέλαγε για να του δώσει θάρρος. Μ...ή μήπως ήταν για κάποιο άλλο λόγο;
Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
juliet
Candy Star
Candy Star
juliet


Θηλυκό
Αριθμός μηνυμάτων : 1381
Ηλικία : 43
Registration date : 05/09/2009

Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς - Σελίδα 2 Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς   Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς - Σελίδα 2 Icon_minitimeΠαρ Μάης 07, 2010 2:18 pm

Στη Δικαιοσύνη

Ο άλλος λόγος που έκανε τον Άλμπερτ να χαμογελάει θα έβρισκε πραγματική δικαίωση λίγες ώρες αργότερα, στο σπίτι της Έλινορ. Όταν ο Τέρενς πήγε να περάσει την πόρτα του νοσοκομείου, μία δυσάρεστη έπληξη τον περίμενε στην έξοδο. Οι δύο ψηλοί αστυνομικοί αμέσως τον πλησίασαν και με συνοπτικές διαδικασίες του εξήγησαν.
-Με συλλαμβάνετε; Για ποιο πράγμα;
-Για τον ξυλοδαρμό του κύριου Ράγκαν, φαίνεται ότι εσείς στείλατε κάποιον άνθρωπο για να τον κτυπήσει…
-Αυτό είναι τρελό…
-Λυπούμαστε αλλά ο ίδιος λέει ότι ο δράστης ήταν φίλος σας και σύμφωνα με την κατάθεση του κύριου Άλμπερτ Άρντλευ, εσείς ο ίδιος το ομολογήσατε σήμερα το πρωί με την παρουσία μαρτύρων του κ. Κόρνγουελ. Θα μας ακολουθήσετε στο τμήμα; Μία εξακρίβωση στοιχείων θα κάνουμε και ίσως να χρειαστεί να περάσετε μια μέρα στο κρατητητείριο.
-Ένα λεπτό…μόνο αυτό σας είπε ο Νηλ Ράγκαν;
-Τι εννοείτε;
-Τίποτα αφήστε το…θα έρθω μαζί σας.
Πρόθυμα τους ακολούθησε χωρίς να θέλει να οξύνει τις καταστάσεις, το μυαλό του ήταν στην Κάντυ αλλά και στον Τσάρλι. Μέσα του το είχε ήδη μετανιώσει, άθελα του, τους είχε κάνει και τους δύο τα θύματα της δικής του ιστορίας. Αναρωτήθηκε τι θα γινόταν με τον Τζωρτζ, μία λάθος κίνηση ήταν αρκετή, η Νέα Υόρκη είχε αόρατα σύνορα που χώριζαν τους περιθωριακούς και τον υπόκοσμο από την καλή κοινωνία και τον κόσμο της «διαφάνειας». Αυτό αφορούσε μόνο το χρήμα και τα συμφέροντα, αλλά όσον αφορούσε την πληροφόρηση η Νέα Υόρκη ήταν μία ατελείωτη αλάνα. Ευχήθηκε εκεί που πήγαινε να μην συναντήσει τα λάθος άτομα.
Το κεντρικό αστυνομικό τμήμα της Νέας Υόρκης, ήταν γεμάτο από ναρκομανείς, εμπόρους λευκής σαρκός, μικροληστές, καλοθελήτες αλλά και «μπράβους» των περιοχών που συλλαμβάνονταν ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Οι πιο πολλοί από αυτούς μετανάστες, Εβραίοι και Ιρλανδοί, που είχαν μπαρκάρει μία νύχτα ή μία μέρα από τις πατρίδες τους με σκοπό να διεκδικήσουν αλλά και να κατακτήσουν το Αμερικανικό Όνειρο. Τελικά αποδείχτηκε πως το Αμερικανικό όνειρο, παρέμεινε ένα «Όνειρο». Για την πλειονότητα των μεταναστών που ήρθαν για να μείνουν, η αθωότητα αλλά και τα όνειρα είχαν χαθεί δίνοντας τη θέση τους στην μάχη της καθημερινότητας για επιβίωση, μία μάχη ανελέητη που τα πρώτα της θύματα δεν ήταν άλλα από το ήθος και τις προσωπικές αξίες.
Στο θέαμα αυτών των εξαθλιωμένων από τη ζωή ανθρώπων, ο Τέρυ ένιωσε τυχερός, όχι μόνο γιατί γεννήθηκε «αλλιώς» και στη ζωή του έτυχε καλύτερης μοίρας αλλά ακόμα περισσότερο γιατί είχε την τύχη να γνωρίσει από κοντά αυτή τη λάσπη και το βούρκο, όπου κανείς δεν ξέφευγε και δεν σήκωνε κεφάλι. Ποτέ δεν θα το ξεχνούσε στη ζωή του, την εικόνα της μικρής Μονίκ με το λευκό βρώμικο φόρεμα και τη σκισμένη κορδέλα, το θέαμα των ζητιάνων με τα σπασμένα δόντια και τα γερασμένια χέρια που γύρευαν μία δεκάρα, τις ώρες που έζησε στα Decks, αυτό του θύμιζαν ποιος ήταν. Αισθανόταν τυχερός που θα είχε αυτές τις αναμνήσεις για πάντα χαραγμένες στην μνήμη του μυαλού του…έτσι ήξερε ότι ποτέ δεν θα γινόταν αχαριστος.
-Εδώ είμαστε κύριε Γκράντσεστερ, του είπε ο αρχιφύλακας ανοίγοντας μία πόρτα στην άκρη του διαδρόμου, περάστε.
Ο Τέρενς μπήκε μέσα και κάθησε σιωπηλός σε μία από τις καρέλες.
-Λυπάμαι που σας σέρνω ως εδώ, είστε ένα εξέχον μέλος της κοινωνίας μας αλλά σήμερα το πρωί κατατέθηκε μήνυση εναντίον σας από τον κύριο Ράγκαν. Ισυχρίζεται ότι βάλατε κάποιον Τσάρλι να τον κτυπήσει. Φυσικά θα πρέπει να συλλάβουμε και εκείνον αλλα δεν γνωρίζουμε που βρίσκετε. Εσείς ξέρετε να μας πείτε;
-Δεν ξέρω καν το άτομο για το οποίο μιλάτε.
-Τον ξέρουμε εμείς όμως..είναι παλιός γνωριμος των αστυνομικών αρχών. Πρόσφατα βγήκε από τη φυλακή, ταιριάζει με την περιγραφή που μας έδωσε ο νεαρός Ράγκαν.
-Τότε γιατί δεν τον συλλαμβάνετε;
-Γιατί δεν ξέρουμε που βρίσκετε, πήγαμε ήδη σπίτι του αλλά λείπει από εκεί, φυσικά πήγαμε και στο δικό σας αλλά κανείς δεν απάντησε.
-Δεν καταλαβαίνω τι ζητάτε, ωραία εγώ έβαλα να τον κτυπήσουν και λυπάμαι για αυτό θα πάω φυλακή;
Ο αστυνομικός έβαλε τα γέλια.
-Μην με κάνετε να γελάω κύριε Γκράνστεστερ, λίγο με νοιάζει η μήνυση του κύριου Ράγκαν, ξέρετε και μόνος σας ότι θα περάσετε μία νύχτα μαζί μας και μετά ο δικαστής θα σας επιβάλλει κάποιο πρόστιμο. Δεν με νοιάζουν καθόλου όλα αυτά.
-Τι ζητάτε λοιπόν από μένα;
-Κύριε Γκράντσεστερ με ενδιαφέρει ο λόγος που βάλατε να τον κτυπήσουν. Βλέπετε εδώ και πολύ καιρό ο κ. Ράγκαν φαίνεται να κινείται σε αυτές τις περιοχές, θέλω να ξέρω αν έχει ανοίξει παρτίδες με τον υπόκοσμο…
-Εσείς δεν ξέρετε;
-Δυστυχώς ακόμα και η ίδια η αστυνομία είναι διεφθαρμένη. Πιστέψτε με προσπαθώ εδώ και πολύ καιρό να βρω άκρες για το εμπόριο των ναρκωτικών που γίνεται στα Decks. Οι συμμορίες δεν μιλάνε, κανείς δεν μιλάει ακόμα και η ίδια η αστυνομία, ακόμα και αν συλλάβω 10 ή είκοσι ζητιάνους, όση πίεση και να ασκήσω δεν μιλάει ποτέ κανείς. Το ίδιο με όλους αυτούς εδώ έξω…Προσπαθώ να μαζέψω στοιχεία αλλά δεν έχω τίποτα στα χέρια μου. Είναι πολύ δυνατοί εκεί κάτω. Να τους πάω μέσα για ποιο λόγο; Δεν με ενδιαφέρουν οι μικροπωλητές, το κεφάλι θέλω να πιάσω, αλλά χρειάζομαι καταθέσεις, στοιχεία, δεν έχω τίποτα. Ο κύριος Ράγκαν φαίνεται πιο εύκολη περίπτωση, έλεγα να αρχίσω με αυτόν.
-Γιατι δεν ρωτάτε τον κύριο Ράγκαν;
-Μα γιατί να εκτεθώ κύριε Γκράντσεστερ; Αφού κάνατε όλη τη δουλειά για μένα.
Τώρα πρόσφατα ανακαλύψαμε ένα πτώμα, κανείς δεν φαίνεται να τον ξέρει…λεγόταν Σάμουηλ, εβραίος μετανάστης…εσείς τον ξέρετε;
-Αστυνόμε…λυπάμαι αλλά δεν μπορώ να σας βοηθήσω…
-Γιατί είσαστε στο νοσοκομείο κύριε Γκράντσεστερ;
-Ήταν μία φιλική επίσκεψη.
-Αυτή η κοπέλα φαίνεται να μαχαιρώθηκε…δεν υπάρχει ωστόσο ούτε ίχνος από μήνυση; Δεν ζητάτε δικαιοσύνη; Σας υπόσχομαι ότι αν με βοηθήσετε θα φέρω στη δικαιοσύνη αυτούς τους ανθρώπους. Φαίνεται να έχετε μουδιάσει. Σκεφτείτε το κύριε Γκράντσεστερ, θα σας μεταφέρω σε ένα ήσυχο κελί.
Ο Τέρενς πέρασε τη νύχτα σιωπηλά στο μικρό κελί που του παραχώρησαν, Ο Έρικ, Ο Νηλ, Ο Τζωρτζ…Ήταν πολύ επικύνδινο να αναμειχθεί σε αυτή την απόφαση, δεν ήθελε να ριψοκινδυνέψει τίποτα πλέον «Κάνω λάθος Κάντυ;». Ίσως εκείνη θα τον προέτρεπε να βοηθήσει, μπορούσε να ακούσει τη φωνή της στο σκοτάδι να λέει «Τέρυ, σκέψου, δεν είμαστε μόνο εμείς, αν μπορείς κάτι να αλλάξεις…». Όχι, η αλήθεια ήταν πως δεν ήθελε να αλλάξει τίποτα. Ήταν ήδη πολύ αργά για αυτόν τον κόσμο. Ευτυχώς όχι όμως για εκείνον και την Κάντυ. Το πρωί ήταν πολύ σίγουρος όταν ανακοίνωσε στον αστυνόμο ότι δεν είχε να του πει τίποτα. Ήταν καθαρά μία μεταξύ τους μικροαστική υπόθεση. Μετά τον δικαστή και την επιβολή του προστίμου του, αφέθηκε φυσικά ελεύθερος και η πρώτη του σκέψη ήταν να πάει κοντά στη μικρή του Κάντυ. Αλλά δεν ήταν ο μόνος που είχε την ίδια σκέψη.
-Που πάτε αστυνόμε; Ρώτησε τον αστυνόμο που μπήκε μόνος του, την τελευταία στιγμή, μέσα στην άμαξα του Τέρυ.
-Μα φυσικά μαζί σας, θέλω να δω και εγώ τη «φίλη» σας.
-Μπορείτε να μην περιπλέκετε τα πράγματα;
-Λυπάμαι κύριε Γκράντσεστερ αλλά κάνατε την επιλογή σας…η φίλη σας μαχαιρώθηκε είναι αρκετό στοιχείο για να την κάνω να υποβάλει μήνυση και να μάθω την αλήθεια. Μπορεί εσείς να μην έχετε κίνητρα αλλά εγώ…
Ο Τέρενς σταμάτησε τον αμαξά πριν ξεκινήσει. Δεν θα τάραζαν την Κάντυ δίχως λόγο και αιτία, αν το έκανε αυτό ο αστυνόμος, κινδύνευε ακόμα και η ίδια η Κάντυ.
-Γιατί σταματάμε; Ρώτησε ο αστυνόμος.
-Δεν καταλαβαίνετε, η κοπέλα δεν είναι μπλεγμένη πουθενά…
-Μ, ενδιαφέρον….ο αστυνόμος τον κοίταξε με τα γαλανά του μάτια.
-Αν υποσχεθείτε να την αφήσετε στην ησυχία της θα σας πω τι ξέρω…
-Πολύ καλά, του είπε ο αστυνομικός. Πάμε μία βόλτα λοιπόν. Μ’αρέσει το Central Park, εσάς;
Ο Τερυ έγνεψε καταφατικά ενώ ο αστυνόμος έλεγε στον αμαξά τον καινούριο του προορισμό. Μία σκέψη μόνο πέρναγε από το μυαλό του Τέρυ καθώς οι εικόνες της Νέας Υόρκης άλλαζαν μπροστά και μέσα στα μάτια του. «Έμπλεξα».
Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
juliet
Candy Star
Candy Star
juliet


Θηλυκό
Αριθμός μηνυμάτων : 1381
Ηλικία : 43
Registration date : 05/09/2009

Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς - Σελίδα 2 Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς   Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς - Σελίδα 2 Icon_minitimeΠαρ Μάης 07, 2010 3:19 pm

Στα όρια...

Το μυαλό του αλλά και η καρδιά του ήταν σε κατάσταση λήθης. Τελικά αυτός ο αγώνας του είχε στοιχήσει παραπάνω, πολύ παραπάνω από ότι είχε στα αλήθεια υπολογίσει. Αυτή τη στιγμή ο ήλιος ήταν πολύ δυνατός για να τον αντέξει. Σηκώθηκε από το κρεββάτι και έκλεισε με δύναμη τα παντζούρια. Αναρωτιόταν γιατί σηκωνόταν το πρωί…γιατί κοιμόταν το βράδυ. Ο εγωισμός του αλλά και το σώμα του τώρα ήταν στα πατώματα. «Μονίκ..». Αδυνατούσε να συνέλθει, αδυνατούσε να το πιστέψει αλλά και το χωνέψει ακόμα. «Έχασες», έλεγε τώρα στον εαυτό του. «Έπαιξες και έχασες, γελοίε, ανόητε, ξοφλημένε, ελεεινέ, αυτός ο Γκράντσεστερ φταίει για όλα, δική του ιδέα ήταν…δική του και εγώ; Πως μπόρεσα να το δεχτώ; Πως; Η αλάζονεία πληρώνεται πάντα».
Μέσα στο σκοτάδι πλέον και με το λιγοστό φως που περνούσε από το παράθυρο ο Έρικ μεθούσε και πάλι, αναζητώντας να πέσει αναίσθητος σε έναν ύπνο που θα του χάριζε λίγη ανάπαυση, λίγες στιγμές ηρεμίας και συγκρότησης μέσα στο απέραντο χάος της διάλυσης και της μιζέριας που ήταν τώρα η ζωή του. Μα ήταν πολύ μακριά ακόμα…Ήταν ακόμα στο πρώτο μπουκάλι ουίσκι και αυτό δεν του έκανε τίποτα.
-Είναι ανώφελο, φωναξε με απελπισία και πέταξε το μπουκάλι στον τοίχο με αποτέλεσμα να το συνθίψει σε χιλιάδες μικρά κομματάκια που σκορπίστηκαν στο από μέρες ασυμάζευτο δωμάτιο. «Άχρηστε, ξοφλημένε», φώναζε στον εαυτό του τώρα ενώ σηκωνόταν αργά με ασταθή βήμματα. Τα καστανα του μαλλιά, άλουστα και απεριποίητα, το προσωπο του ταλαιπωρημένο και αξύριστο, τα ρούχα του τσαλακωμένα και βρώμικα αλλά δεν τον ένοιαζε, δεν τον ένοιαζε τίποτα πια. Παραπατώντας και τρεκλίζοντας κατόρθωσε να κατέβει τις σκάλες, με σκοπό να αναζητήσει ακόμα ένα μπουκάλι ουίσκι στο άδειο μπαρ, που τη νύχτα έζεχνε όπως και εκείνος. Ο Μπάρμαν που τον είδε να πλησιάζει έκανε στην άκρη, μετά το σκηνικό με το Σάμουελ, ο Έρικ δεν μιλιόταν, δεν ενδιαφερόταν, δεν άκουγε και σχεδόν δεν απαντούσε. Πλησίασε τη ξύλινη μπάρα και είπε να τραβήξει μία μπουκάλα μα ξαφνικά στάθηκε σαν να θυμήθηκε κάτι και έβαλε το χέρι του στο πρόσωπο του. «Αλήθεια πως το ξέχασα αυτό;», είπε μέσα του. Χρειαζόταν μία δόση διασκέδασης και αν οι προθέσεις του ήταν καθαρά συμφεροντολιγικές κάποτε, τώρα ήταν μόνον εκδικητικές. Και τον τελευταίο καιρό είχε και το τέλιο θύμα για να τις εκτονώνει.
Χωρίς ούτε και ο ίδιος να βλέπει καλά-καλά κατευθύνθηκε έξω από το μπαρ και έφερε το δεξί χέρι του πάνω στα μάτια του καθώς τυφλώθηκε από τον μεσημεριανό ήλιο. Βγήκε στο δρόμο και από το στενό σοκάκι που ήταν στο πλάι άνοιξε μία πόρτα που βρισκόταν στο πλάι και οδηγούσε μόνο σε ένα μέρος: στο υπόγειο. Καθώς κατέβαινε την στενή σκάλα μπορούσε να ακούσει τις φωνές του Τζωρτζ. Α ναι το θύμα του ήταν ζωντανό και τον περίμενε για άλλη μία ώρα διασκέδασης. Από τότε που έφυγε η Μονίκ…
Ο Τζωρτ τον περίμενε δεμμένος σε μία καρέκλα στη μεση του δωματίου, όταν τον είδε να κατεβαίνει η ανάσα του κόπηκε. Ο Τζωρτ δεν ήταν πια ο Τζωρτζ.
Αλήθεια τι δουλειά είχε εδώ; Το κεφάλι του και το σώμα του πονούσε, ο κόσμος γύριζε, ο ίδιος έτρεμε, ο ιδρώτας έσταζε από το μέτωπο του και τα μάτια του κόκκινα και θολά, πρησμένα και μελανιασμένα κοιτούσαν τον αντρα που στεκόταν (μετά βίας) απέναντι του. Σκεφτόταν ότι ήταν μοιραίο το λάθος τους, να πάνε έτσι χωρίς καμία προφύλαξη, εμπιστεύτηκαν τον Νηλ, τον προδότη της οικογένειας και το ήξερε. Μα όχι μόνο αυτό, τώρα ήξερε και το φόβο, αυτό το φόβο που τον έπιανε κάθε φορά που αυτός ο άντρας στεκόταν απέναντι του σαν και τώρα.
-Λοιπόν τι θα κάνουμε σήμερα; Τα μάτια αυτού του άντρα δεν ήταν μελανιασμένα αλλά ήταν το ίδιο κόκκινα και θολά από το αλκόολ και την αυπνία.
-Σε παρακαλώ ότι και να ζητήσεις θα στο δώσουν…
-Ξέρεις, μπορεί να και να μη ζητήσω τίποτα γιατί πλέον δεν με νοιάζει…λυπάμαι για σένα…
-ΜΗ…τα μάτια του Τζωρτζ άνοιξαν για να κλείσουν, καθώς η σιδερένια γροθιά του Ερικ τον βρήκε στο ίδιο μελανιασμένο σημείο, ανοίγοντας του βαθιά κόκκινη πληγή. Ο Τζωρτ έπεσε κάτω σκούζωντας, αναποδογυρίζοντας την καρέκλα που τον είχαν δεμένο. Ήταν τρελό, μαρτυρικό, ήταν απάνθρωπο. Ποτέ δεν είχε γνωρίσει ένα τέτοιο κτήνος στη ζωή του…Στη ζωή Του; Έκλεισε τα μάτια και έσφιξε τα δόντια, άρχισε να φτύνει και να βήχει αίμα καθώς οι κλωτσιές του Έρικ του έσπαγαν τα κόκκαλα του θώρακα. Ούρλιαξε καθώς μία κλωτσιά τον πέτυχε στο στομάχι…λίγο ακόμα…λίγο ακόμα σκεφτόταν καθώς οι μέρες, οι ώρες και οι αντοχές του τελείωναν.
Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
juliet
Candy Star
Candy Star
juliet


Θηλυκό
Αριθμός μηνυμάτων : 1381
Ηλικία : 43
Registration date : 05/09/2009

Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς - Σελίδα 2 Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς   Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς - Σελίδα 2 Icon_minitimeΠαρ Μάης 07, 2010 6:59 pm

«Αντίο, φίλοι μου»

-Άλμπερτ; Τι θα κάνουμε με τον Τζωρτζ; Κανείς δεν έχει επικοινωνήσει ακόμα μαζί μας, αυτό δεν είναι και πολύ καλό σημάδι.
Ο Άλμπερτ γύρισε το βλέμμα του προς τον Άρτσι που καθόταν στην άλλη γωνιά του δωματίου.
-Όχι δεν είναι, έχεις δίκιο Άρτσι, έχω φοβερό πονοκέφαλο όμως για να σκεφτώ αυτή τη στιγμή. Ο Άλμπερτ καθόταν στην πολυθρόνα και αδυνατούσε να συκροτήσει τις σκέψεις του. Πέρα από την Κάντυ και όλη την απογοήτευση που ένιωθε, υπήρχε και κάτι ακόμα που τον στεναχωρούσε και αυτό δεν ήταν άλλο από τον Νηλ. Ηταν τόσο απογοητευμένος από τον ανηψιό του.
-΄Άρτσι, τι σκέφτεσαι για τον Νηλ;
-Είναι πολύ πονηρός και ανώριμος, χρειάζεται να τιμωρηθεί για όλα αυτά που κάνει, δεν του αξίζει η επιείκια των Αρντλευ, είπε ο Άρτσι και κάθησε στην πολυθρόνα απέναντι από τον Άλμπερτ.
-Ναι, έχεις δίκιο, απόλυτο δίκιο αλλά δεν μπορώ να τον αφήσω έτσι, θέλω να τον πάρεις και να φύγετε, όσο μένει εδώ, δεν μπορώ να τον προσέχω.
-Να τον πάρω;
-Ναι είναι ακόμα στο νοσοκομείο αλλά για προληπτικούς λόγους, αύριο το μεσημέρι.
-Μα Άλμπερτ…ο Τζωρτζ, η Κάντυ;
-Θα μείνω εγώ εδώ για τον Τζώρτζ, τώρα για την Κάντυ ακόμα και αν δεν μείνω, δεν βλέπω να μπορώ να κάνω και πολλά πράγματα, ο Τέρυ της ασκεί μεγαλύτερη επιρροή από όσο μπορούσα να φανταστώ.
-Θα κάνω αυτό που μου ζητάς αλλά μην σκοτωθείτε…
-Δεν βλέπω καν το λόγο, είπε ο Αλμπερτ κλείνοντας τα μάτια.
Την ίδια στιγμή ακούστηκαν χτυπήματα στην πόρτα του δωματίου τους. Ο Άλμπερτ τινάχτηκε από την πολυθρόνα καθώς η φωνή αυτή που άκουσε να φωνάζει το όνομα του τον τάραξε από τη θέση του.
-Άλμπερτ!! Άνοιξε την πόρτα. Ο Τέρενς μάλλον κόντευε να γκρεμίσει την πόρτα με τα χτυπήματα του.
-Ηρέμησε Τέρυ, ηρέμησε, του φώναξε ο Άλμπερτ και με αποφασιστικό βήμα πήγε να ανοίξει την πόρτα. Ο Τέρυ πήδηξε πάνω του μόλις η πόρτα άνοιξε και οι δύο τους πέσανε στο πάτωμα. Ο Άλμπερτ προσπάθησε να τον τραβήξει από πάνω του αλλά ο Τέρυ τον πίεζε στο πάτωμα με όλο του το βάρος.
-Τέρυ, τι νομίζεις ότι κάνεις; Ο Άρτσι πήγε να τον σηκώσει αλλά ο Τέρυ τίναξε το χέρι του Άρτσι με το δικό του και ο Άρτσι έμεινε στη θέση του θέλωντας να δει τι θα επακολουθήσει, ποιος ο λόγος αυτής της ξαφνικής επίθεσης;
-Ηλίθιε! Άσε με! Φώναξε, ο Αλμπερτ και τον κλώτσησε χαμηλά στα πόδια αλλά χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα.
-Πρέπει να ντρέπεσαι! Του αντιμίλησε ο Τέρυ.
Ο Άλμπερτ ένιωσε το αίμα να ανεβαίνει στο κεφάλι του.
-Άρκετά Τέρυ, Αρκετά! του φώναξε και προσπάθησε να τον κτυπήσει με το χέρι του, τα αντανακλαστικά όμως του Τέρυ που ήταν πολύ καλά ανεπτυγμένα από τους αγώνες εναντίων των συμμοριών άρπαξαν το χέρι του Άλμπερτ στον αέρα και του το έστριψαν.
Ο Άλμπερτ έσκουξε στιγμιαία.
-Άφησε τον πια!! Φώναξε ο σαστισμένος από τη βιαιότητα του Τέρυ, Άρτσι. Έπιασε τον Τέρυ από τη μέση και άρχισε να τον τραβάει προς τα πάνω.
-Σταμάτα!
-Άφησε με, Άρτσι, εξαιτίας του ο Τζωρτζ μπορεί και να πεθάνει. Δεν είναι καλύτερος από τον Νηλ!
Ο Άλμπερτ που μόλις είχε καταφέρει να σηκωθεί άρπαξε τον Τέρυ από τον γιακά και με μία βίαιη κίνηση τον πέταξε στην πόρτα του δωματίου. Ο Τέρυ χτύπησε το κεφάλι του με θόρυβο στην πόρτα αλλά ο πόνος δεν ήταν κάτι που θα τον εμπόδιζε.
- Υποκριτή! ήταν τα λόγια του πριν να χυμήξει και πάλι πάνω στον Άλμπερτ και να τον ρίξει με μία μπουνιά στο κρεβάτι. Τα ματια του Άλμπερτ γυάλισαν, αυτό ήταν παραπάνω από την ανοχή και την υπομονή του. Ο Άρτσι έκανε στην άκρη, καθώς ήταν η σειρά του Άλμπερτ να ορμήσει πάνω στον Τέρυ και να τον κτυπήσει στο στομάχι με μία δυνατή κλωτσιά. Ο Τέρυ διπλώθηκε στα δύο και ο Άλμπερτ βρήκε την τέλεια ευκαιρία για να τον ξανακτυπήσει με μία μπουνιά στο πρόσωπο. Ίσως θα ήταν καλύτερα αν δεν το είχε κάνει αυτό, γιατί παρόλη τη ζάλη του, ο Τέρυ άρπαξε και πάλι το χέρι του Άλμπερτ και με μία πολύ ξαφνική κίνηση το έστριψε ολόκληρο αναγκάζοντας τον Άλμπερτ να πέσει στο πάτωμα από τον πόνο.
-Θα σου το σπάσω, έτσι και δεν παραδεχτείς τι έκανες, του είπε πιο ήρεμα ο Τέρυ.
-Άλμπερτ τι έκανες;
-Πάψε, Άρτσι! Φώναξε εξαγριωμένος ο Άλμπερτ. Δεν πειράζει Τέρυ, κάνε αυτό που μόνο μπορείς να κάνεις, εμπρός! Η Κάντυ θα δείξει κατανόηση. Ξέρει τι είσαι!
Αν και, ο Τέρυ δεν το είχε σκοπό, απελευθέρωσε τον Άλμπερτ. Μπορούσε να τον κατηγορήσει και χωρίς να τον πονάει, στιγμιαία προσπάθησε να επαναφέρει τη ψυχραιμία του. Ο θυμός του όμως έβραζε.
-Έβαλες τον Νηλ να καταθέσει μήνυση εναντίον μου; Πόσο ανόητος μπορεί να είσαι; Του είπε με όση υπομονή διέθετε. Ο Άλμπερτ σηκώθηκε από το πάτωμα και πήγε προς το παράθυρο.
-Θα μπορούσα να τα βάλω άνετα μαζί σου αλλά δεν το κάνω, για την Κάντυ και μόνο, δεν το κάνω. Ναι, πήγα στην αστυνομία και τους είπα ότι χτύπησες τον Νηλ, δεν το αρνούμαι, δεν είχες καμία δουλειά να ανακατευτείς στις υποθέσεις μου. Το ότι είσαι φίλος της δεν σε κάνει μέλος της οικογένειας μου. Τι ευθύνες ζητάς τώρα και από ποιον;
-Αλήθεια γιατί δεν το παραδέχεσαι, πόσο μικρά και ποταπά σκέφτεσαι; Ε; Ήθελες εκδίκηση και μου έκανες μήνυση; Να πετύχεις τι και πως; Σε έχει τυφλώσει ο έρωτας και δεν βλέπεις πέρα από τη μύτη σου, έχεις ιδέα πόσο αυτό που έκανες θα κοστίσει σε όλους; Η Κάντυ δεν είναι ασφαλής εδώ, ούτε καν εγώ, κανεις μας δεν είναι ασφαλείς με τις βλακείες σου.
Ο Άλμπερτ απλώς χαμογέλασε.
-Έχεις πάρει ναρκωτικά; Τι είναι αυτά που λες;
-Τι λέω; Ο Τέρενς ήταν στα πρόθυρα της νευρικής κρίσης. Αυτό που λέω είναι πως η αστυνομία ξέρει πολύ καλά, ποιος είναι ο Νηλ και τι κάνει και μετά από αυτό που έκανες αλλά και τα στοιχεία που τους έδωσα…
-Τα στοιχεία που τους έδωσες; Ποια στοιχεία Τέρυ; Ποια στοιχεία; Θα με τρελάνεις; Πόσο πια θα μας μπλέξεις;
-Αν δεν το έχεις καταλάβει είσαι ήδη μπλεγμένος. Αν δεν τους έλεγα την αλήθεια θα τραβολογούσαν την Κάντυ για μάρτυρα. Αυτό ήθελες;
-Το έκανες για να με εκδικηθείς έτσι; Και έχεις και τα μούτρα και εμφανίζεσαι εδώ και να με κατηγορήσεις τη στιγμή που μου διαλύεις ότι έχω και δεν έχω. Μου έχεις καταστρέψει όλη την οικογένεια.
-Ποια οικογένεια; Αυτή που δεν πρόσεξες ποτέ σου;
-Παλιομπάσταρδε, δε θα σε αφήσω να πάρεις την Κάντυ στο λαιμό σου, ότι και αν γίνει…η Κάντυ θα φύγει για το Σικάγο απόψε κιόλας. Είμαι νόμιμος κηδεμόνας της και είναι ανήλικη. Δεν έχεις κανένα δικαίωμα.
-Θα σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια, έτσι και μου την πάρεις.
Αν τα βλέμματα μπορούσαν να σκοτώσουν και οι δυο τους τώρα θα ήταν νεκροί.
-Άρτσι, πήγαινε να πάρεις την Κάντυ…φεύγετε!
Ο Τέρυ θόλωσε, θόλωσε τόσο πολύ, τρόμαξε τόσο πολύ, που δεν μπόρεσε να κρατήσει τα νεύρα, το θυμό, την πίκρα, την αγανάκτηση του, μέσα του ανασύρθηκαν οι ατελείωτες μέρες και νύχτες μακριές της, μία ζωή χωρίς σημασία και νόημα. Το χέρι του απλώθηκε, τράβηξε το γυάλινο βάζο που βρισκόταν πίσω του και το εκφενδόνισε με οργή πάνω στο πρόσωπο του Άλμπερτ. Ήταν τόσο ξαφνικό και βίαιο το χτύπημα που ο Άλμπερτ δεν πρόλαβε να αντιδράσει, το γυάλινο βάζο τον χτύπησε με δύναμη στο δεξί του μέρος του προσώπου και ο Άλμπερτ έπεσε στα γόνατα, πριν να σωριαστεί στο χαλί. Ο Άρτσι σάστισε έντονα.
-Εχεις τρελαθεί τελείως;
-Δεν θα τον αφήσω να μου την πάρει. Η Κάντυ και εγώ κινδυνεύουμε.
-Τέρυ σύνελθε, ο Αλμπερτ αιμοραγεί.
-Θα συνέλθει…Αντίο Άρτσι.
Ο Άρτσι χλώμιασε, «Αντίο»; Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. Άφησε τον Άλμπερτ που αιμοραγούσε στο πάτωμα και με ταχύτητα φωτός έτρεξε να προλάβει τον Τέρυ. Τον πέτυχε στις σκάλες και του άρπαξε την κάπα για να τον κρατήσει.
-Αν η Κάντυ, μάθει τι έγινε και σε τι κατάσταση είναι ο Άλμπερτ δεν θα στο συγχωρέσει ποτέ. Ποτέ! Δεν μπορείς να της πεις ψέμματα…
-Άρτσι, δεν καταλαβαίνεις; Ο Τέρυ γύρισε προς τα πίσω για να κοιτάξει τον Άρτσι στα μάτια και η φωνή του έγινε ψίθυρος.
-Αν ο Έρικ ανακαλύψει τι έγινε και πίστεψε με θα το ανακαλύψει γιατί όλη η μισή αστυνομία και όλος ο υπόκοσμος της Νέας Υόρκης είναι στα πόδια του, θα υπάρξουν αντίποινα. Η Κάντυ χρειάζεται να φύγει από εδώ και εσύ και ο Άλμπερτ ακόμα.
-Και ο Τζωρτζ;
-Θα προσπαθήσει η αστυνομία πριν να είναι αργά. Η Κάντυ δεν χρειάζεται να μάθει τίποτα για όλα αυτά, διαφορετικά δεν υπάρχει νόημα, δεν θέλω να γίνει στόχος κανενός, αρκετά πέρασε.
-Και που θα πάτε;
-Στη Σκωτία..
-Τέρυ…
-Θα σου γράψω. Πες «συγγνώμη» στον Άλμπερτ από μένα, άλλωστε αυτός θα υποφέρει χειρότερα από όλους μας.
-Αυτό είναι αλήθεια…Να την προσέχεις. Αντίο για τώρα., με αυτές τις λέξεις ο Άρτσι άφησε τον Τερυ να φύγει. Αναρωτιόταν αν θα τον ξαναέβλεπε ποτέ. Και αν ακόμα η Κάντυ και ο Τέρυ θα τα κατάφερναν στο μακρύ ταξίδι της ζωής που είχαν μπροστά τους. Ίσως να μετάνιωνε την ώρα και τη στιγμή που είχε πατήσει το πόδι του στη Νέα Υόρκη, ίσως και όχι, όταν σκεφτόταν την χαρούμενη πια μορφή της Κάντυ και το χαμόγελο της.
«Αντίο φίλοι μου, καλή σας τύχη», σκέφτηκε μέσα του καθώς ανέβαινε τα σκαλιά για το δωμάτιο του Άλμπερτ.
Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
juliet
Candy Star
Candy Star
juliet


Θηλυκό
Αριθμός μηνυμάτων : 1381
Ηλικία : 43
Registration date : 05/09/2009

Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς - Σελίδα 2 Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς   Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς - Σελίδα 2 Icon_minitimeΠαρ Μάης 07, 2010 11:07 pm

Ένα χαμμένο χαμόγελο

Ο Άλμπερτ έφτασε στο νοσοκομείο ζαλισμένος ακόμα από το χτύπημα του Τέρενς. Βιαζόταν και σχεδόν έτρεχε στο διάδρομο, έπρεπε να τους προλάβει…
Η Κάντυ δεν θα μπορούσε να φύγει από εκεί μέσα στην κατάσταση που βρισκόταν αν κάποιος από τους συγγενείς της δεν εγγυόταν την ασφάλεια της και δεν υπέγραφε για την ανάληψη της ευθύνης της. Η Κάντυ ήταν ακόμα μετά αδύναμη και μετά βίας περπατούσε. Ήταν αδύνατο, αδύνατο να του πάρει, όχι ετσι, όχι απλά, λογικά θα τον καλούσαν από το νοσοκομείο, αν κάτι τέτοιο συνέβαινε. Του πήρε τρεις ώρες να συνέλθει από το κτύπημα, τίποτα δεν είχε ακούσει, κανείς δεν τον είχε ειδοποιήσει.
Μόλις έφτασε μπροστά από το γραφείο των νοσοκόμων, δε δίστασε να ρωτήσει.
-Η δεσποινίς Κάντυ Γουάιτ Άρντλευ;
-Δεν είναι στο δωμάτιο της; Μου φαίνεται πως κοιμάται.
Προφανώς τίποτα δεν είχε συμβεί. Ο Τέρενς φρόντισε απλώς να εκτονώσει όλο το θυμό του πάνω του, τίποτα δεν είχε αλλάξει. Ο Άλμπερτ ένιωσε την καρδιά του να γυρίζει στη θέση της.
Τα δάχτυλα του χτύπησαν διστακτικά την πόρτα του δωματίου της Κάντυ. Άκουσε τη γλυκειά φωνή της από μέσα να λέει: «Ναι» και με χαρά και ανακούφιση αντίκρυσε τη ξανθιά κοπέλα που τον κοιτούσε με χαμόγελο. Το δικό του όμως σβήστηκε μεμιάς από τα χείλη του.
-Δεσποινίς…
-Καλησπέρα…

Μία αλλαγή

-Τι θες να κάνω; Η Σουζάνα κοιτούσε με απορία και έκπληκτα μάτια τον Τέρυ που την είχε σηκώσει από τον απογευματινό της ύπνο.
-Δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο Σουζάνα…
-Μμ, η Σουζάνα τον κοιτούσε ακόμα με απορία.
-Τώρα δεν έχουμε πολύ χρόνο αλλά μπορείς να φουσκώσεις λίγο αυτές τις κοτσίδες;
-Τέρυ, καταλαβαίνεις τι μου ζητάς και μπορείς να μου δώσεις ένα λόγο για τον οποίο να σε βοηθήσω; Αν το καταλάβουν οι δικοί της;
-Η Κάντυ δεν έχει δικούς της ανθρώπους, Σουζάνα, όχι όπως το εννοείς αλλά μέχρι να σου το εξηγήσω, δεν κάνεις κάτι για το μαλλί;
-Έλεος Τέρυ, υπάρχουν και περούκες.
Το βλέμμα του Τέρυ άστραψε, φυσικά. Άφησε για λίγο τη Σουζάνα και πήγε στο ανάλογο κατάστημα για να αγοράσει τα απαραίτητα, δύο περούκες, μία για την Κάντυ και μία για τη Σουζάνα. Με το μαλλί της Κάντυ δυσκολεύτηκε, μπορούσε να βρει κάτι σε σγουρό αλλά όχι σε σγουρό και κοτσίδες. Ας ήταν θα της έφτιαχνε η Σουζάνα, άλλωστε ήξερε. Τόσες κοτσίδες είχε κάνει.
Όσο ο Τέρυ είχε αναλάβει την κόμμωση των γυναικών, η Έλινορ ετοίμαζε ήδη τις βαλίτσες με τα ρούχα, τα αξεσουάρ και τα απαραίτητα του ταξιδιού. Ο οικογενειακός της γιατρός με μεγάλη προθυμία της έγραψε έναν πρόχειρο οδηγό για την αλλαγή επιδέσμων στην ασθενή Κάντυ. Αν και η Κάντυ ήταν νοσοκόμα και σίγουρα δεν θα δυσκολεύοταν καθόλου να περιποιηθεί τον εαυτό της.
Η Έλινορ έβαλε ακόμα τα απαραίτητα εργαλεία για αυτό, τα φάρμακα και μερικά βιβλία για να παιρνούν την ώρα τους. Λίγο πριν κλείσει την βαλίτσα πρόσθεσε και το τελευταίο: Ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα του Ουίλλιαμ Σαιξπηρ. «Καιρός να το διαβάσετε μαζί», πρόσθεσε και έκλεισε το φερμουάρ. Πήρε ένα φάκελο και μία επιταγή και έγραψε ένα γενναιόδωρο ποσό για την Κάντυ. «Μία ασφάλεια, για όσο θα μείνετε μακριά μου».
Τώρα ήταν η σειρά για την βαλίτσα της Κάντυ και υπήρχε κάποιος που έπρεπε να δει για αυτό το σκοπό. Ο Άρτσι δεν περίμενε την επίσκεψη της Έλινορ στο New York Plaza, σχεδόν αμέσως κατάλαβε για τι επρόκειτο όταν η κοπέλα τον ειδοποίησε να κατέβει στο μπαρ. Συνόδεψε την Έλινορ στο δωμάτιο της Κάντυ και περίμενε υπομονετικά, την ώρα που η Έλινορ σάρωνε όλη τη ντουλάπα και τα προσωπικά αντικείμενα της Κάντυ ώστε να μη της λείψει τίποτα στο ταξίδι. Όλα ήταν σχεδόν έτοιμα, τα εισητήρια, το πλοίο που θα τους περίμενε στο λιμάνι το επόμενο πρωί, οι βαλίτσες αλλά υπήρχε μία μικρή λεπτομέρεια: Η ίδια η Κάντυ…
Το να τη βγάλουν από το νοσοκομείο θα ήταν δύσκολο, ή ίδια ακόμα δεν στεκόταν στα πόδια της, φυσικά ένα αναπηρικό καροτσάκι θα βοηθούσε αλλά με τι δικαιολογία θα την έβγαζαν έξω μες το καταχείμωνο; Δεν ήταν για να τραβήξουν τα βλέμματα και να αρχίσουν τις διαφωνίες με τους γιατρούς, που θα καλούσαν τον κηδεμόνα της και ακόμα χειρότερα ακόμα και την αστυνομία. Υπό αυτές τις συνθήκες η Έλινορ σκέφτηκε πρώτα τον εαυτό της. Μπορούσε να υποδυθεί την Κάντυ έστω και για λίγο, για να ηρεμήσουν τον Άλμπερτ, προσωρινά τουλάχιστον αλλά ο Τέρυ διαφωνούσε κάθετα με αυτό το επιχείρημα, συν τις άλλοις η Κάντυ δεν μπορούσε στην κατάσταση της να υποδυθεί την Έλινορ και τότε μητέρα και γιος κοιτάχτηκαν πονηριά όταν σκέφτηκαν: Σουζάνα Μάρλοου.

Ο κηδεμόνας

-Λοιπόν τι λες για το μαλλί; Του είπε η Σουζάνα με τις καινούριες της κοτσίδες.
-Σου πάνε πολύ Σουζάνα, είπε ο Τέρυ, αλλά καλύτερα να το βγάλεις πριν φτάσουμε στο νοσοκομείο.
-Έχουν αρχίσει και μου αρέσουν πιστεύω, του είπε αυτή. Ήταν και οι δύο καθισμένοι μέσα στην άμαξα που τους μετέφερε στο νοσοκομείο.
Όταν έφτασαν κανένας δεν κατάλαβε τίποτα, κανείς δεν υποπτεύτηκε κανένα. Ο Τέρενς Γκράντσεστερ πέρασε την πύλη του νοσοκομείου και μετά τον εξωτερικό και εσωτερικό διάδρομο, χαμογελαστός και ευδιάθετος, χαιρετώντας τις νοσοκόμες και συνοδεύοντας την πρώην φιλενάδα του, Σουζάνα Μάρλοου, στο δωμάτιο της νυν (όπως όλοι μέσα στο νοσοκομείο ήξεραν και κρυφοσχολίαζαν) για μία φιλική απογευματινή επίσκεψη. Προφανώς δεν είχαν και πολλά πράγματα να πουν γιατί σχετικά σύντομα ο Τέρενς Γκράντσεστερ και η Σουζάνα Μάρλοου, αποχώρησαν από το νοσοκομείο, αφήνωνοντας πίσω τους τις γλώσσες των νοσοκόμων που σχολίαζαν τα συν και τα πλην της νυν και της πρώην. Στο νοσοκομείο επικρατούσε απόλυτη ησυχία και γιατί άλλωστε να μην επικρατεί; Το μόνο που τις ξάφνιασε ήταν ότι μισή ώρα αργότερα ο κηδεμόνας της Κάντυ, ζαλισμένος και τραυματισμένος ρωτούσε για την προστατευομένη του και βάδιζε ακόμα πιο περίεργα προς το δωμάτιο της. Αλλά εδώ και είκοσι λεπτά που ήταν μέσα όλα έδειχναν να είναι φυσιολογικα.
-Κορίτσια να του προσφέρετε τις πρώτες βοήθειες, μόλις βγει από το δωμάτιο, είπε η Μαρτζ, που έδειχνε απορροφημένη από το βιβλίο της για να συμμετάσχει στις πονηρές συζητήσεις των συναδέλφων της.
-Τώρα μεταξύ μας, είπε μία κοκκινομάλα, είναι αυτός κηδεμόνας της; Πότε την υιοθέτησε στα δέκα;
Όλες έσκασαν στα γέλια. Φυσικά αυτό ήταν μία απολύτως λογική απορία, μία απορία που είχε και η Σουζάνα Μάρλοου.
-Ώστε είστε ο μπαμπάς της Κάντυ; Ρώτησε η Σουζάνα όλο αθωότητα τον απορημένο Άλμπερτ.
Ο Άλμπερτ ένιωσε δεύτερο χτύπημα στο κεφάλι του.
-Ακούστε δεσποινίς Μάρλοου…
Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
juliet
Candy Star
Candy Star
juliet


Θηλυκό
Αριθμός μηνυμάτων : 1381
Ηλικία : 43
Registration date : 05/09/2009

Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς - Σελίδα 2 Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς   Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς - Σελίδα 2 Icon_minitimeΣαβ Μάης 08, 2010 11:11 am

Πρόσκληση σε γεύμα

-Είναι ανάγκη να βρω την Κάντυ, είμαι ο κηδεμόνας της και χρειάζεται τη βοήθεια μου.
-Κύριε Άρντλευ, είναι νομίζω αργά για αυτό…που ψάχνετε.
-Που ψάχνω;
-Ναι, ο Τέρυ μου εξήγησε.
-Ώστε έτσι;
-Έτσι. Θα μου κάνετε τη χάρη να με συνοδεύσετε στο σπίτι μου; Υπάρχει ένα αναπηρικό καροτσάκι στη γωνία πίσω σας, μπορείτε να με βοηθήσετε;
-Ναι, ασφαλώς. Ο Άλμπερτ άφησε το παλτό του στην άκρη και πήγε να φέρει το καροτσάκι, στιγμιαία ένιωσε μέσα του ντροπή, που τα συναισθήματα του τον είχα φέρει μέχρι εδώ. Ξαναγύρισε στη Σουζάνα και πιάνοντας το ζεστό αλλά λειψό σώμα της στο χέρια του, ένιωσε περισσότερο πόνο και ενοχή για τον δικό του ρόλο στην ιστορία της Κάντυ.
-Κύριε Άρντλευ…έκανε η Σουζάνα, μόλις ο Άλμπερτ μαλακά την εναπόθεσε στο καρότσι.
-Καλύτερα να με λέτε Άλμπερτ, δεσποινίς Μάρλοου, αισθάνομαι μεγάλος…
-Εντάξει, Άλμπερτ και εμένα Σουζάνα, ελπίζω να δώσετε μία ευκαιρία στην Κάντυ και στον Τέρυ, εγώ τους έδωσα…
Ο Άλμπερτ κοίταξε την πρώην ηθοποιό στα μάτια. Αλήθεια πόση δύναμη διέθετε αυτό το πλάσμα για να αγνοήσει όχι μόνο τον έρωτα αλλά και την ίδια της την αδυναμία; Στιγμιαία τη θαύμασε για τι κουράγιο της.
-Πρέπει να αγαπήσατε πολύ τον Τέρυ.
-Ακόμα τον αγαπώ αλλά ξέρω πως η καρδιά του είναι αλλού…πάντα το ήξερα, απλώς τώρα το αποδέχτηκα. Αγαπούν πολύ περισσότερο ο ένας τον άλλο, από όσο πίστευα. Όταν είδα πως ο Τέρυ θα την ακολουθούσε ακόμα και στο θάνατο, και εκείνη το ίδιο, κατάλαβα πως μία μονόπλευρη αγάπη δεν μπορεί να νικήσει το αμοιβαίο. Προτιμώ έτσι, Άλμπερτ, να φύγω με το κεφάλι ψηλά…
-Και την καρδιά κομμάτια, συμπλήρωσε ο Άλμπερτ.
-Αλήθεια τι έπαθε το κεφάλι σου;
-Α, ο Άλμπερτ ανεπαίσθητα έφερε το χέρι του στο πονεμένο του μέτωπο και κρανίο που είχε υποστεί εμφανή ζημιά από το χτύπημα.
-Βλέπω ότι ο Τέρυ τελικά δεν σας τα είπε όλα…
-Τι εννοείς;
-Α αυτό είναι μία άλλη συζήτηση, καλύτερα να σας πάω σπίτι …
-Σε ευχαριστώ…ξέρεις Άλμπερτ, ο Τέρυ έχει μία θαυμάσια μητέρα…
-Την Έλινορ Μπέηκερ. Μπορώ να μάθω που μένει;
-Μα φυσικά.
-Και να υποθέσω πως ούτε και εκείνη θα μου πει που πήγαν;
-Μα αυτό δεν είναι δύσκολο να το σκεφτείς.
-Αν πάθει κάτι η Κάντυ δεν θα τον συγχωρέσω ποτέ…για αυτό που έγινε.
-Μ και εγώ δεν θα συγχωρέσω ποτέ την Κάντυ αν κάτι πάθει ο Τέρυ. Και η Έλινορ φυσικά…μ. και οι θαυμάστριες του, και ο πατέρας του και…
-Εντάξει, εντάξει κατάλαβα…η περίπτωση μου δεν είναι η μοναδική, αλήθεια που το βρίσκετε το χιούμορ κάτι τέτοιες ώρες;
-Α έχω άπλετο, είμαι πολύ ενθουσιώδης χαρακτήρας…
-Ναι το βλέπω…(ήταν στα αλήθεια τόσο ελαφρόμυαλη όσο έδειχνεWink Εγώ πάλι είμαι…απλώς…
-Ερωτευμένος μαζί της;
Ο Άλμπερτ άρχισε να βήχει. Έκατσε στο πλάι του κρεββατιού.
-Είσαι καλά; Ρώτησε η Σουζάνα.
-Ναι, είχα μία πνευμονία πριν τη Νέα Υόρκη και σήμερα έχω ταλαιπωρηθεί αρκετά, αυτό είναι όλο.
-Γιατί δεν έρχεσαι να φάμε σπίτι μου; Θα έχεις βαρεθεί πιστεύω τα έτοιμα φαγητα του ξενοδοχείου. Η μητέρα μου είναι καταπληκτική μαγείρισσα..
-Ε, Σουζάνα…
-Για αποζημίωση…μία φιλική πρόσκληση, μη με παρεξηγήσεις.
-Μάλιστα κατάλαβα…
-Λοιπόν;
Ο Άλμπερτ αναστέναξε. Τα μάτια της Σουζάνας ήταν όμοφα και γαλανά σαν τα δικά του. Από τη στιγμή που έφτασε στη Νέα Υόρκη όλη του η ζωή είχε πάρει μία παράξενη στροφή και τελικά φαινόταν ότι δεν μπορούσε να διαφύγει της πορείας του. Λες και όλα είχαν αποφασιστεί από πριν για αυτόν, χωρίς αυτόν…Μία πρόσκληση. Σύντομα θα έφευγε από αυτή τη βασανιστική, ατελείωτη και ανατρεπτική πόλη που δεν κοιμόταν, δεν ξεκουραζόταν ποτέ. Ωστόσο αυτή η ανησυχία, αυτή η σπίθα της ξαφνικής πιθανότητας και περιπέτειας, ήταν κάτι που καταβάθως του άρεσε, που πάντα αναζητούσε στα ταξίδια του.
-Εντάξει, της είπε με συγκατάβαση. Ήταν γεγονός, το ταξίδι συνεχιζόταν…




Ανατροπές…

Την ίδια ώρα και στιγμή που ο Άλμπερ γευόταν το νόστιμο, θρεπτικό φαγητό της κυρία Μάρλοου, η αστυνομία μετά από τις πληροφορίες και την κατάθεση του Τέρυ, μπήκε στο σπίτι του Νηλ και κατάσχεσε χρήματα και ναρκωρτικές ουσίες που ο Νηλ είχε προμηθευτεί από τον Έρικ. Αστυνομικοί μπήκαν στο δωμάτιο του Νηλ και τον συνόδεψαν στο κρατητήριο όπου και κατάφεραν να του αποσπάσουν σημαντικές πληροφορίες (ο Νηλ ήδη καταπονημένος και ασθενής δεν χρειάστηκε παρά μερικά χαστούκια παραπάνω για να ομολογήσει). Ο Άρτσι καλέστηκε και κατέθεσε και αυτός ως μάρτυρας για όλα τα γεγονόταν που έλαβαν χώρα εφόσον ήταν και αυτός παρόν στις αποβάθρες όπου τους ληστεψαν και τους επιτέθηκαν. Επόμενος στόχος ήταν ο Έρικ. Ο Έρικ ήταν ήδη σε μία εξαθλιωμένη κατάσταση. Έχοντας χάσει τον έλεγχο του εαυτού του αλλά και των περιοχών του, ανέτοιμος να αντιδράσει πλέον μετά την απώλεια της Μονίκ, είχε γίνει πολύ πιο εύκολος στόχος από ότι η αστυνομία αρχικά περίμενε. Ο Τζωρτζ βρέθηκε στο υπόγειο του μπαρ κακοποιημένος και ταλαιπωρημένος στα πρόθυρα του θανάτου. ‘Ηταν όμως ακόμα ζωντανός και μόνο αυτό είχε σημασία. Η αστυνομία κατέσχεσε και έκλεισε το μπαρ, μάζεψε τους ζητιάνους και έκανε εφόδους σε κάθε γωνιά τα πόλης. Ήταν μία πολύ επιτυχημένη επιχείρηση που επέφερε προαγωγή στον αστυνομιό που είχε αναλάβει την πρωτοβουλία για την εξάρθρωση της σπείρας. Αλλά όχι μόνο της αστυνομίας. Ενώ η τελευταία περίμενε αντιδράσεις και αντίποινα, κανένας από τους συμμορίτες του Έρικ δεν κουνήθηκε, άφησαν όλες τις έρευνες να διεξαχθούν κανονικά και το θέμα να ξεσπάσει. Όσα περισσότερα ανακάλυπταν οι διωκτικές αρχές τόσο περισσότερο τους σύμφερε…είχε έρθει η ώρα ο Έρικ να αντικατασταθεί και ενώ η δικαιοσύνη προχωρούσε τις έρευνες, πίσω από τις πλάτες της ένα καινούριο σκηνικό ανάληψης της εξουσίας ετοιμαζόταν, πιο ισχυρό, πιο κολοσιαίο, πιο οργανωμένο από το πρώτο. Αλλά έτσι ήταν ο κύκλος της ζωής και του θανάτου στα Decks..τα λάθη, οι αδυναμίες, οι παραλείψεις και οι αδυναμίες πληρώνονταν…μόνο και μόνο για να επαναληφθούν με άλλα πρόσωπα, νέους πρωταγονιστές, καινούριο αίμα. Υπό αυτές οι συνθήκες ο Τζωρτζ δεν ήταν ο μόνος που ανέπνευσε και πάλι τον αέρα της ελευθερίας αλλά και η Μονίκ και ο Τσάρλι και μέσα από όλο αυτό το συνοθύλευμα του πόνου και της εξάρτησης, της εξαθλίωσης και της βίας και ο Τέρυ με την Κάντυ. Αν κάτι βγήκε ζωντανό από τα Decks και στάθηκε αυτό ήταν η αγάπη που ανέπνεε ελεύθερη τον καθάριο αέρα. Και τι άερας….

Ένα τραγούδι για τους αγαπημένους

Δροσερός, θαλλασινός άερας που έφερε τις αλμπυρές ψυχάλες πάνω στα πρόσωπα των ταξιδιωτών που γέμιζαν το κατάστρωμα του Μαυριτανία για να αποχαιρετήσουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα.
-Τέρυ δεν μπορώ να δω σχεδόν τίποτα, διαμαρτυρήθηκε η Κάντυ από το αναπηρικό καροτσάκι.
-Α Κάντυ χρειάζεται να σηκωθείς…
-Ναι αυτό λέω και εγώ, γέλασε η Κάντυ που στηρίχτηκε πάνω στον Τέρυ για να σηκωθεί και να δει τη θάλασσα να απλώνεται από κάτω. Το λιμάνι της Νέας Υόρκης έσφιζε από ζωή, ο πρωινός ήλιος έλουζε φως τα κύμματα που γυάλιζαν και χρύσιζαν και σαν κοίταξε λίγο πιο πίσω της, η Κάντυ είδε το απέραντο γαλάζιο να απλώνεται μπροστά στα μάτια της. Μία βαθιά μπλε θάλασσα. «Σαν τα μάτια του Τέρυ» σκέφτηκε και γύρισε να τα κοιτάξει. «Τα μάτια αυτά…»
-Τέρυ είναι τόσο όμορφα…είπε και εννοούσε τα μάτια αυτά που την κοιτούσαν με αγάπη και αφοσίωση. Λατρεία.
-Δεν μετανιώνεις Κάντυ, έτσι δεν είναι; της είπε χαμηλόφωνα.
-Όχι. Τέρυ…Λυπάμαι που φεύγουμε έτσι αλλά έτσι όπως έγιναν όλα…άλλωστε είμαι σίγουρη πως θα ξαναβρεθούμε και η αλήθεια είναι πως προτιμώ το ταξίδι μαζί σου παρά το δωμάτιο του νοσοκομείου. Διψάω για δράση, αρκετά έκατσα.
- Αλήθεια; Αυτό το βλέμμα του ήταν πονηρό και η Κάντυ δεν δίστασε να τον κοροιδέψει κάνοντας του ότι θυμώνει.
-Δεν είναι αυτό που νομίζεις…του φώναξε.
-Και τι είναι αυτό που νομίζω; Της είπε και την έσφιξε περισσότερο στην αγκαλιά του.
-Τέρυ Γκράντσεστερ είσαι πολύ πονηρός!!!!
-Κάντυ Γουάιτ Άρντλευ, μη φέρεσαι σαν μιξοπαρθένα.
Αυτή ήταν μία φονική ατάκα, η Κάντυ τον χτύπησε στο στήθος.
-Εγώ μιξοπαρθένα; Ντροπή σου Τέρυ!
-Αουτς, Κάντυ μάζεψε τα χέρια σου, το ξέρω πως θες να μου αποδείξεις πως δεν είσαι μυξοπαρθένα αλλά μη βιάζεσαι…έχει τόσο κόσμο εδώ, της ψιθύρισε στο αυτί.
-Τι λέει Θέε μου; Ουρλιαξε σχεδόν η Κάντυ με το αίμα να της έχει ανέβει στο κεφάλι και τα μάγουλα με τις φακίδες κατακόκκινα.
-Πω, πω πολύ φασαρία κάνετε….
Αυτή η φωνή…και οι δύο γύρισαν πίσω τους και είδαν τον Τσάρλι και τη Μονίκ να τους κοιτάνε με ένα χαμόγελο ως τα αυτιά.
-Επιτέλους, νόμιζα ότι δεν θα έρθετε, ο Τέρυ αγκάλιασε τον φίλο του.
-Είσαι τρελός Τέρυ; Πως μπορούμε να αρνηθούμε τέτοια πρόταση, άλλωστε ποιος θα σου φροντίζει τον πύργο καλύτερα από εμένα και τη Μονίκ;
-Αν καταφέρετε και με συγχωρήσετε για τα φαγητά που θα κάψω, είπε η Μονίκ.
-Α μην ανησυχείς θα σε βοηθήσω εγώ, πρότεινε η Κάντυ.
-Μ, Τσάρλι με την Κάντυ και τη Μονίκ μες τη κουζίνα, σε λίγο θα είστε και οι δύο άνεργοι γιατί δεν τον βλέπω τον πύργο…
-Ε πάψε πια! Του φώναξε η Κάντυ. Από το πρωί λες..λες..πότε θα σταματήσεις;
-Ποτέ!, Κάντυ, είπε ο Τέρυ γελώντας και της έδωσε ένα φιλί στα χείλη.
Η σειρήνα του Μαυριτανία σφύριξε, η ώρα της αναχώρησης από το λιμάνι της Νέας Υόρκης είχε φτάσει. Ξαφνικά όλα τα βλέμματα στράφηκαν στην αποβάθρα. Πόσοι γνωστοί και άγνωστοι χαιρετούσαν τους αγαπημένους τους με ευχές για ένα καλό και ασφαλές ταξίδι. Ήταν δύσκολο να αποχωρίζεσαι αυτούς που αγαπάς, να σας χωρίζει η απόσταση. Το μυαλό της Κάντυ γύρισε στο λόφο της Πόνυ και στα παιδιά. «Θα έχετε μεγαλώσει όταν θα σας ξαναδώ, ανυπομονώ να ξαναβρεθούμε. Άννυ όταν ήρθαμε στη Νέα Υόρκη όλα άλλαξαν και για τις δύο, θα τα ξαναπούμε. Άλμπερτ αυτό το εισιτήριο ήταν πραγματικά άνευ επιστροφής, θα σε σκέφτομαι και θα σε αγαπώ, δεν μπόρεσα να συναντήσω τα δικά σου αισθήματα αλλά θα προσπαθήσω να παραμείνω το μικρό χαμογελαστό κοριτσάκι που γνώρισες, έτσι ξέρω ότι δεν θα σε απογοητεύσω, «Άντονυ, Στήαρ, εσάς δεν μπορώ να σας αποχαιρετήσω, σας έχω πάντα δίπλα μου, είστε εδώ και παντού, από τα σύννεφα ως και τα όνειρα μου, η κρυφή μου δύναμη». Άρτσι, είμαι σίγουρη ότι θα έρθεις να μας βρεις και θα χαρώ να σε δω να μαλώνεις με τον Τέρυ κάτω από τον ίσκιο μιας βελανιδιάς, «Σε ευχαριστώ» για αυτό. Η Κάντυ τράβηξε από την τσέπη της την παλιά φυσαρμόνικα του Τέρυ.
-Την έδωσα στον Άρτσι και την έφτιαξε, παίξε κάτι Τέρυ. Ο Τέρυ πήρε στα χέρια του την παλιά φυσαρμόνικα, είχε αντέξει και αυτή σαν και τους δυο τους, όσα και αν έφερε η ζωή και ο χρόνος, αυτή η φυσαρμόνικα, αυτή η αγάπη, τα άντεξε, στάθηκε ανάμεσα σε ζωή και θάνατο, για να είναι εδώ σήμερα. Για αυτό άξιζε…Η γλυκειά μελωδία της φυσαρμόνικας απλώθηκε στον άερα..
«Νότες παλιές και αγαπημένες, νότες νοσταλγικές από ένα παλιό σκωτσέζικο τραγούδι αφιερωμένο σε όσα ήρθαν και σε όσαν πέρασαν, σε παλιά και σε νέα ταξίδια, στους παντοτινούς ανθρώπους που μένουν στην καρδιά μας».
Με αυτές τις σκέψεις η Κάντυ αποχαιρέτησε το λιμάνι της Νέας Υόρκης, το Μαυριτανία ξεκίνησε για το ταξίδι του στο μέλλον και μαζί του πήγαν η Κάντυ, ο Τέρυ, ο Τσάρλι και η Μονίκ ενώ τέσσερα ζευγάρια μάτια σιωπηλά τους αποχαίρετησαν από την αποβάθρα, έτοιμα και αυτα για το δικό τους ταξίδι στο αύριο, ακόμα και αν αυτό, ούτε οι ίδιοι ακόμα δεν το γνώριζαν.
Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
 
Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς
Επιστροφή στην κορυφή 
Σελίδα 2 από 2Μετάβαση στη σελίδα : Επιστροφή  1, 2
 Παρόμοια θέματα
-
» Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς ΣΧΟΛΙΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΩΝ
» ΚΑΝΤΥ - ΤΕΡΥ Η ΚΑΝΤΥ ΑΛΜΠΕΡΤ ........... ΣΕ ΠΟΙΟΝ ΤΑΙΡΙΑΖΕΙ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ....;;;;;;;
» καντυ-καντυ!ευτυχισμενο τελος για ολους!!
» Κάντυ-κάντυ συνέχεια όπως την θυμάμαι!
» Τι δεν μας αρεσει τοσο στην Καντυ-Καντυ;

Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτήΔεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης
Candy-Candy :: Συζητήσεις :: Η δική σας πλοκή :: Ιστορίες των μελών μας-
Μετάβαση σε: