Candy-Candy
Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.

Candy-Candy

Η αγαπημένη ηρωίδα των παιδικών μας χρόνων!
 
ΦόρουμΠόρταλΑναζήτησηΕγγραφήΣύνδεση
Big Ben
Μάης 2024
ΔευΤριΤετΠεμΠαρΣαβΚυρ
  12345
6789101112
13141516171819
20212223242526
2728293031  
ΗμερολόγιοΗμερολόγιο
Πρόσφατα Θέματα
» Αλμπερτικό ημερολόγιο
Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς Icon_minitimeΤετ Μάης 01, 2024 10:52 am από Fay

» Μιά σκέψη, ένα "γειά" ... έτσι απλά
Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς Icon_minitimeΤρι Απρ 23, 2024 10:40 am από Fay

» Ο μυστηριώδης κύριος Αλμπερτ
Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς Icon_minitimeΠεμ Απρ 11, 2024 7:51 am από ariathniM

» Υπέροχα fanartάκια
Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς Icon_minitimeΤρι Απρ 02, 2024 5:03 pm από ariathniM

» Αγαπημένες μας συμμετοχές σε Eurovision
Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς Icon_minitimeΠαρ Μαρ 15, 2024 6:21 pm από ariathniM

» Eurovision 1995 nocturne secret garden
Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς Icon_minitimeΤετ Μαρ 13, 2024 8:03 am από akaliakoukou

» Eurovision 2024
Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς Icon_minitimeΤρι Μαρ 12, 2024 1:23 pm από ariathniM

» Χρόνια Πολλά από την Κάντυ
Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς Icon_minitimeΤρι Ιαν 23, 2024 8:38 pm από Fay

» Candy Albert before and after marriage
Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς Icon_minitimeΣαβ Δεκ 30, 2023 11:53 pm από Fay

Ad astra

Image hosted by servimg.com
Συμβουλές Ομορφιάς

Image hosted by servimg.com
Συνταγές Μαγειρικής

Image hosted by servimg.com

 

 Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς

Πήγαινε κάτω 
Μετάβαση στη σελίδα : 1, 2  Επόμενο
ΣυγγραφέαςΜήνυμα
juliet
Candy Star
Candy Star
juliet


Θηλυκό
Αριθμός μηνυμάτων : 1381
Ηλικία : 43
Registration date : 05/09/2009

Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς   Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς Icon_minitimeΤετ Ιαν 27, 2010 3:50 pm

Θέλω να σας ανεβάσω και εγώ ένα Κάντυ-φικ που έχω γράψει, δεν είναι ολοκληρωμένο ακόμα το γράφω, είναι κομματάκι μεγάλο και πιο dark..γιατί η αλήθεια είναι οτι μ'αρέσει το φανταστικό σε συνδυασμό με πιο dark χαρακτήρες, λίγο πιο exaggerated, δεν ξέρω ωστόσο μήπως είναι λίγο πιο mature για το forum. Τεσπά, θα το ανεβάσω και αν προκύπτει κάποιο πρόβλημα, παρακαλώ ενημερώστε με με pm για τυχόν αλλαγές περιεχομένου. Ελπίζω να σας αρέσει...αν και δεν νομίζω οτι θα σας κάνει να χαμογελάσετε.

Μία κρύα νύχτα στην Νέα Υόρκη

Πιωμένος, πεσμένος, σαν εξόριστος βασιλιάς και σαν πουλί χωρίς φτερά ο Τέρενς Γκράντσεστερ είχε επιστρέψει πίσω στους δρόμους. Του άρεσε αυτό το παλιό συνάισθημα της αγνωνίας και της εξερεύνησης…Οι δρόμοι ήταν σκοτεινοί και βρεγμένοι, ο κρύος αέρας τρυπούσε το σώμα του, τον έκανε να ανατριχιάζει, αναζητούσε αυτήν την ανατριχίλα κάθε βράδυ. Τα φώτα της πόλης πίσω του έλαμπαν από απόσταση, αλλά η περιοχή στην οποία εκείνος πήγαινε, δεν είχε παρά ένα θολό κίτρινο φως, που προερχόταν από μία ή δύο λάμπες του δρόμου. Περπατούσε αργά, χαζεύοντας τα αστέρια, κοιτώντας τον ουρανό, ο αέρας μύριζε βροχή….
«Αυτή είναι μία νύχτα για να πεθάνεις», σκέφτηκε καθώς πλησίαζε τη συμμορία των αντρών που έμοιαζαν να σχηματίζουν ένα κύκλο στο κέντρο ενός μικρού στενού που οδηγούσε σε μία παλιά αυλή σκουπιδιών.
«Γεια σου, Τέρεν, είσαι έτοιμος;»
«Φυσικά», είπε, αφαιρώντας την κάπα του.
«Τα παιδιά σε περιμένουν. Ο Έρικ είναι ήδη εκεί πίσω, να προσέχεις, φαίνεται πιωμένος», είπε ο νεότερος της παρέας.
«Καλύτερα», σκέφτηκε ο Τέρενς, ανοίγωντας το δρόμο για την πίσω αυλή. Περνώντας μέσα από τα στενά σοκάκια, η συμμορία έσφιγγε τις γροθιές της. Δεν ήταν περισσότεροι από 5-6 νεαροί άντρες, όλοι γύρω στα είκοσι που διέγειραν τον φόβο στους πιο πράους πολίτες εκείνης της κοινωνίας. Ντυμένοι στα μαύρα, χωρίς γραβάτες, ανοιχτά πουκάμισα, στενά παντελόνια και σκοτεινά βλέμματα, όλοι μαζί έμοιαζαν σαν ένας.
Στο πίσω μέρος του στενού ένα άλλο γκρουπ περίμενε. Έμοιαζαν νταήδες, με σκυσμένα ρούχα και κρατούσαν αλυσίδες στα χέρια.
-Ω ο ηθοποιός του θεάτρου αποφάσισε να έρθει;, είπε ο αρχηγός του γκρουπ. Ο Έρικ έδειχνε ωραίος και δυνατός, παρά την αλήτικη εμφάνιση και το θολό του βλέμμα. Ήταν λίγο ψηλότερος από τον Τέρενς, τα μπράτσα του που προεξείχαν από το αμανίκωτο μπουφάν του, ήταν καλοσχηματισμένα.
-Θα μετανιώσεις που ήρθα, αρκετά σύντομα, είπε ο Τέρενς, βγάζωντας το σακάκι του, αφαιρώντας την γραβάτα του και πέρνωντας τη θέση του στο κέντρο του κύκλου κοντά στον Έρικ. Οι υπόλοιποι τους κύκλωσαν και άρχισαν να ανταλλάζουν χρήματα και βρισιές, είτε γελώντας, είτε φωνάζοντας.
-Στο λέω..δεν έχει πάλκο για εσένα αύριο, φώναξε τη μάνα σου να παίξει, είπε ο Έρικ με ένα κακό γελιό.
Ο Τέρυ έφτιαξε την γροθιά του, όπως έκανε και ο αντίπαλος του, δεν είπε τίποτα για ανταπόδοση.
-Τώρα κυρίες, δεν δείχνουμε έλεος, τα στοιχήματα τελείωσαν, μπορείτε να αρχίσετε…
‘Πάλεψε, Τέρυ, Πάλεψε!», ο νεότερος άρχισε να φωνάζει.
Ανάμεσα σε φωνές, βρισιές και επεφημίες, ο Τέρενς και ο Έρικ, άρχισαν να ανταλλάσουν χτυπήματα με κλωτσιές και μπουνιές. Ήταν και οι δύο νέοι και δυνατοί, αποφασισμένοι να φτάσουν αυτή τη μάχη στο τέλος της. Μετά από δέκα λεπτά συνεχόμενης προσπάθειας, δεν υπήρχε νικητής ανάμεσα τους. Ο Τέρυ ήταν μελανιασμένος σε αρκετά σημεία του προσώπου του, έχοντας δεχτεί αρκετά χτυπήματα αλλά ακόμα τίποτα σοβαρό που να τον κάνει να βάλει το πρόσωπο στο χώμα.
Ο Έρικ είχε επίσης δεχτεί πολλαπλά χτυπήματα, η μύτη του θα ήταν πρησμένη αύριο, το αριστερό του μάτι σχεδόν κλειστό για τις επόμενες τρεις μέρες, αλλά μπορούσε να αντέξει ακόμα περισσότερο.
Οι νεαροί άντρες φώναζαν πίσω τους, διαμαρτυρόμενοι, ήθελαν ένα πιο γρήγορο «θάνατο», η νύχτα ήταν ακόμα νέα και ήθελαν να χαθούν στο πιοτό. Ο Έρικ ήταν γρήγορος αλλά ο Τέρενς, ήταν γρηγορότερος, αποφεύγοντας τις μπουνιές του αντιπάλου του. Η γροθιά του Έρικ, προσγειώθηκε με ταχύτητα στον τοίχο. Ακούστηκε σαν να έσπασαν τα κόκκαλα των δαχτύλων του, στη στιγμή. Οδηγούμενος από έναν θανατηφόρο πόνο, που τον έκανε να βγάλει ακόμα και την τελευταία του πνοή μέσα από τα πνευμόνια του, ο Έρικ με μία κραυγή, κλώτσησε στο έδαφος τον Τέρενς, έπεσε από πάνω του και άρχισε να γροθοκοπά το κεφάλι του στο πεζοδρόμιο.
Ο Τέρενς τον κλώτσησε το στομάχι όσο πιο σκληρά μπορούσε, στέλνοντας τον Έρικ πίσω στο παγωμένο έδαφος. Ο αγώνας είχε αγγίξει την κορυφή του, οι δύο αντίπαλοι κοιτάζαν ο ένας τον άλλο απειλητικά μέσα στα μάτια.
«Είσαι νεκρός», είπε ο Έρικ.
«Στο διάολο», απάντησε ο Τέρυ. Η επόμενη γροθιά ήταν πολύ δυνατή, ο Τέρυ έπεσε κάτω. Ο Έρικ συνέχισε το σκληρό γροθοκόπημα μέχρι που το πεζόδρόμιο άρχισε να βάφαται κόκκινο. Κρίνοντας ότι το πρόσωπο του Τέρυ δεν θα άντεχε περισσότερη ζημιά, άρχισε να τον κλωτσάει στα πλευρά, στην μέση και στο στομάχι. Ο Τέρενς αισθανόταν ότι θα βγαίναν τα σωθικά του …. Όλοι τους καταλάβαιναν ότι το τέλος είχε έρθει, οι μισοί από το γκρουπ άρχισαν τα χειροκροτήματα και τις ζητωκραυγές. «Δεν είσαι καθόλου καλός, μπάσταρδε, γύρνα στο σανίδι», φώναξε ένας από τους νταήδες. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, αφότου ο Έρικ οπισθοχώρησε και γύρισε την πλάτη του, ένας άντρας με αίματα και ανοιχτές πληγές στο πρόσωπο, αργά και επώδυνα άρχισε να σηκώνεται.
«Τι θέλεις και άλλο;», ρώτησε ο Έρικ.
«Αυτό είναι το καλύτερο σου σόου; Ένα παιδί καλύτερα θα τα κατάφερνε», είπε ο Τέρενς.
«Θα σε κάνω να παρακαλάς για έλεος, παλιομπάσταρδε…»
Μία ακόμα μπουνιά βρήκε το δρόμος της προς το πρόσωπο του Τέρυ, μόνο που αυτή τη φορά, ο Τέρυ κρατήθηκε καλύτερα από τον τοίχο και κατάφερε να παραμείνει όρθιος παρά τον πόνο που ένιωθε.
«Πιο πολύ..δως μου περισσότερο», είπε προκαλώντας τον αντίπαλο του. Ο Έρικ ξεκίνησε μία μανιασμένη επίθεση με γροθιές. Ο Τέρενς αντέδρασε γρήγορα, η μπουνιά του βρήκε τον Έρικ στο στομάχι και τον έκανε να διπλωθεί στα δύο. Άλλη μία μπουνιά και ο Έρικ έχασε την ισορροπία του. Ο Τέρενς άρχισε να τον κλωτσάει χωρίς έλεος, θυμίζοντας στον ευατό του, την αντίστοιχη σκηνή που είχε ζήσει μόλις λίγα λεπτά πριν.
«Σταμάτα, θα τον σκοτώσεις», φώναζαν οι υπόλοιποι. Ο Τέρυ σταμάτησε νιώθοντας ότι το είχε παρακάνει. Ο Έρικ κοίτονταν μισοπεθαμένος στο έδαφος, ανακυρρήσοντας μία ολοκάθαρη ήττα. Το πλήθος των αληταράδων, χειροκροτούσε με έναν άγριο, απολίτιστο τρόπο. Δεν ήταν απλώς το δωρεάν ματς, περισσότερο από αυτό, αυτά τα αγόρια αγαπούσαν τα λεφτα. Ο Τέρενς βοήθησε τον Έρικ να σηκωθεί όρθιο, και οι δύο ήταν σε άθλια κατάσταση.
«Να θεωρείς τον εαυτό σου, νεκρό», είπε ο Έρικ.
«Υποσχέσεις», απάντησε ο Τέρενς.
Μερικές οικονομικές συναλλαγές αργότερα και οι νεαροί άντρες ξεκίνησαν να φύγουν αφήνωντας τον Τέρενς μόνο στην σκοτεινή πλευρά του δρόμου.
Κάθησε κάτω ενώ ο κρύος αέρας του στέγνωνε το αίμα και τον ιδρώτα, η σκιά της νύχτας του κάλυπτε τις πληγές. Τα κατάφερε αυτή τη νύχτα αλλά υπήρχαν ακόμα τόσες νύχτες που θα έρχονταν…
«Οι νύχτες είναι ένταξει», σκέφτηκε. Αργά, προσπαθώντας να βρει ότι δύναμη του είχε απομείνει, άρχισε να σηκώνεται. Φόρεσε την κάπα του αλλά πέταξε την γραβάτα του, στην αυλή των σκουπιδιών. Με το φως του φεγγαριού να ρίχνει λάμψη στα ερηπωμένα κτίρια, τα βρώμικα πεζοδρόμια και τα ημιτελή εργοστάσια τριγύρω του, ξεκίνησε για τα μπαρ.

«Γεια» είπε, η Μονίκ στον νεαρό ηθοποιό που καθόνταν σιωπηλός στο μπαρ και έπινε ένα μείγμα από ουίσκι και σόδα.
«Γεια σου, πριγκίπισσα» απάντησε ο Τέρυ με ένα μικρό χαμόγελο.
«Τα κατάφερες απόψε;», ρώτησε εκείνη κοιτάζοντας το πρησμένο του πρόσωπο.
«Έτσι φαίνεται», της είπε.
«Το ξέρεις ότι μπορείς να πεθάνεις», του ψιθύρησε αυτή.
«Δεν το σκέφτομαι», της ψιθύρισε αυτός.
«Που είναι ο Έρικ;», ρώτησε.
«Να βρείς καινούριο ντα******», της είπε αυτός.
«Είναι τόσο άσχημα;», ήταν ανήσυχη, μπορούσε να το καταλάβει
«Τα συνηθισμένα», της απάντησε ήρεμα.
«Είσαι για μία βόλτα;» ρώτησε γέρνωντας απαλά στο μπράτσο του.
«Δεν αρνούμαι πότε, τίποτα, σε μία νεαρή κυρία», είπε. Η Μονίκ πήρε το χέρι του Τέρυ στην παλάμη της και με το δεξί της χέρι άρπαξε μία μπουκάλα ουίσκι από το μπαρ.
«Καύσιμα;» ρώτησε.
«Το αγαπημένο σου», αποκρίθηκε η Μονίκ.
Μερικές στιγμές αργότερα, μοιράζονταν το ίδιο παλιό και σκουριασμένο δωμάτιο στο πάνω όροφο του μπαρ. Η Μονίκ ήταν απαλή και ευγενική με τον Τέρενς, αγαπούσε το πρόσωπο του και για αυτό καθάρισε τις πληγές του και του ετοίμασε το αγαπημένο του κοκτέηλ: ένα μέρος ουίσκι, ένα βότκα, δύο σόδα, πάγος και δύο φέτες λεμόνι. Ένα ποτήρι από αυτό μπορούσε να στείλει αγγέλους και δαίμονες κατευθείαν πίσω από όπου είχαν έρθει. Η ατμόσφαιρα ήταν καταπραυντική και ήρεμη, ήταν και δύο γυμνοί και ζεστοί από τα ποτά, από την εγγύτητα, από την χαλαρή τους σχέση, που ήταν ακριβώς αυτό που εκείνος χρειαζόταν και ακριβώς αυτό για το οποίο εκείνη πληρωνόταν. Μετά από μία συνεδρία σκληρού σεξ, ο Τέρενς ήταν πίσω στο δρόμο για το άδειο του διαμέρισμα. Είχε επιβιώσει ακόμα έναν καυγά με την πιο επικύνδινη συμμορία της Νέας Υόρκης, μία ακόμα συνάντηση αλκόολ και σεξ με την αγαπημένη του πόρνη. Δεν θα μπορούσε να ζητήσει τίποτα περισσότερο. Άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος του, έπεσε στο κρεβάτι του σαν να ήταν βράχος σε κατολίσθηση και έκλεισε τα μάτια του χαμογελώντας, ήταν ακόμα ζωντανός.

Μία κρύα νύχτα στο λόφο της Πόνυ

Η Κάντυ Γουάιτ Άρντλευ ήταν ικανοποιημένη με τον εαυτό της. Τα μικρά είχαν πάει στα κρεββάτια τους μετά από μία εξαντλητική μέρα. Αυτή ήταν η αγαπημένη της ώρα. Η αδελφή Μαρία και η κυρία Πόνυ είχαν βρει ηρεμία στα υπνοδωμάτια τους και το σπίτι ήταν τόσο σιωπηλό που η Κάντυ άκουγε τα κλαδιά των δέντρων να λυγίζουν στον άνεμο. Κάθισε στην καρέκλα δίπλα στο τζάκι, πήρε μία κουβέρτα για να καλύψει τα γόνατα της και ξεδίπλωσε το γράμμα. «Για τον Τέρυ…», το κρατούσε και το διάβαζε στον εαυτό της. Αυτά ήταν τα λόγια που ήθελε να του πει, αυτά ήταν τα λόγια που δεν θα τολμούσε ποτέ να του πει. Κρατώντας το γράμμα σφιχτά στο στήθος της, προσπαθούσε να βρει μία αιτία…μία αληθινή αιτία, που θα την έκανε να πετάξει αυτό το γράμμα στη φωτιά, εξολοθρεύονττας τα βαθύτερα συναισθήματα της…τις τελικές της επιθυμίες. Δεν είχε απομείνει τίποτα. «Δεν έχω ιδέα τι κάνεις και πως περνάς τις μέρες σου, δεν έχω δικαίωμα να ξέρω, εγώ το διάλεξα αυτό, έπρεπε…»
Στα όνειρα της παρακαλούσε για ένα θαύμα. Ένα θαύμα σαν αυτά που διάβαζε στα παραμύθια. Δεν ένιωθε λύπη, η λύπη είναι πολύ βαριά λέξη. Όχι η λύπη δεν ήταν η σωστή λέξη, ίσως μία άλλη πιο ουδέτερη, πιο κενή…ναι κενή ήταν η σωστή λέξη. Μπορούσε μόνο να εύχεται ότι ο Άλμπερτ θα γύριζε να γεμίσει τις μέρες της με την παρουσία του, θα της έφερνε και πάλι συναισθήματα… Ήταν κουρασμένη και ήθελε να κλείσει τα μάτια της αλλά τότε κάτι περίεργο συνέβη…Άκουσε έναν κτύπος στην πόρτα που την έκανε να τρομάξει. Επισκέπτες αυτήν την ώρα; Σκέφτηκε. Πλησίασε τη βαριά ξύλινη πόρτα και απαλά ρώτησε: Ποιος είναι;
-Δεσποινίς Κάντυ, ανοίχτε την πόρτα, είμαι ο Τζώρζ.
-Τζωρζ? Τι συμβαίνει; Ανυσήχησε ότι κάτι άσχημο συμβαίνει στον Άλμπερτ, τον Άρτσι ή την Άννυ και άνοιξε άμεσως την πόρτα.
-Πρέπει να έρθετε αμέσως μαζί μου! Ο κύριος Γουίλλιαμ είναι…
-Χτύπησε;
-Γύρισε σήμερα από τη Γαλλία αλλά φαίνεται άρρωστος.
-Άρρωστος; Ω θεέ μου, πρέπει να έρθω αμέσως, είπε. Δεν ήθελε να ενοχλήσει τους κατοίκους του σπιτιού για αυτό άφησε ένα γρήγορο σημείωμα στην κυρία Πόνυ και στην αδελφή Μαρία. Έπρεπε να φύγει για το Σικάγο για να δει τον θετό της πατέρα.
«Άλμπερτ, είσαι ο μοναδικός που μου έχει απομείνει», είπε στον εαυτό της, στο δρόμο για την έπαυλη των Άρντλευ. «Σε παρακαλώ, μείνε μαζί μου…».

Πείτε τις προσευχές σας

Ο πρωινός ήλιος βρήκε την αδελφή Μαρία και την κυρία Πόνυ σοκαρισμένες με τα ατυχή νέα.
-Κυρία Πόνυ, χρειάζεται να προσευχηθούμε…
-Ναι, αδελφή Μαρία, πρέπει…είναι πολύ καλός νεαρός άντρας.
-Κυρία Πόνυ, τι είναι αυτό; Ρώτησε η αδελφή Μαρία, ανακαλύπτωντας έναν λευκό φάκελο στο πάτωμα, δίπλα στο τζάκι.
-Ένα γράμμα πιστεύω.
-Λέει για τον Τέρυ Γκράντσεστερ, θέατρο Στράντφορντ, Νέα Υόρκη.
-Ω η καημένη η Κάντυ, είπε η κυρία Πόνυ. Τα νέα για τον Άλμπερτ θα την χτύπησαν βαριά. Ξέχασε να το ταχυδρομήσει.
«Δεν πειράζει…» είπε και πήρε το φάκελο από τα χέρια της αδελφής Μαρίας.
Η κυρία Πόνυ ήταν πρακτική γυναίκα, το μοναδικό πράγμα που χρειαζόταν αυτό το γράμμα, ήτα κερί για να ασφαλιστεί, και έξω από την πόρτα.. «Λατρεύω να κλείνω γράμματα», σκέφτηκε. «Είναι τόσο εύκολο». Έτσι η κυρία Πόνυ παρέδωσε το γράμμα στον πρωινό ταχυδρόμο, που χρόνια τώρα τους πήγαινε την αλληλογραφία μπρος και πίσω. Και η κυρία Πόνυ τον χαιρέτησε με το συνηθισμένο της χαμόγελο καθώς τον έβλεπε να ανεβαίνει το λόφο. «Η Κάντυ θα χαρεί να μάθει ότι τακτοποιήσαμε αυτό το ζήτημα για εκείνη», είπε η αδελφή Μαρία.
«Φυσικά και θα χαρεί», είπε η κυρία Πόνυ και άρχισε να προσεύχεται με την αδελφή Μαρία.


Ένας ακόμα ήλιος ανατέλλει στην Νέα Υόρκη

Ο Τέρενς άνοιξε τα μάτια του, αισθανόμενος πόνο στους μυς, στα κόκκαλα του, στο κεφάλι του. Ήταν οι παρενέργειες της χτεσινής νύχτας. Αλλά παρόλα αυτά ένιωθε καλά. Ακόμα είχε τις ευχάριστες αναμνήσεις από το γυμνό σώμα της Μονίκ μέσα του, την έξαρση της αδρεναλίνη στις φλέβες του από τον άγριο αγώνα του με τον Έρικ. Του άνηκαν αυτές οι αναμνήσεις. Φτιάχνοντας καφέ στην μικρή του κουζίνα, κοίταξε το σημείωμα της Σουζάνας, το είχε άφησε εκεί, στο τραπέζι της κουζίνας, από εχτές το απόγευμα όταν γύρισε στο διαμέρισμα του, μόνο για κάνει ένα καυτό μπάνιο και να ξαναγυρίσει στο θέατρο του Στραντφορντ για μία ακόμα παράσταση.

Αγαπημένε μου Τέρυ,
Σε περιμένω να περάσεις να με πάρεις αύριο. Θυμάσαι ότι μου υποσχέθηκες μία βόλτα στο πάρκο; Ελπίζω μόνο να μην βρέξει.
Δική σου,
Σουζάνα.

Ακριβώς έπρεπε να είναι ευγενής. Έπρεπε να την πάει μία βόλτα. Έπρεπε να χαμογελάει. Τα προβλήματα του, ήταν προβλήματα του, όχι δικά της, δικά του. Έκανε αυτό που του υπαγόρευε το μυαλό του, να πιει τον καφέ του, να κάνει ένα ντους, να βάλει το καινούριο του κοστούμι και να κλείσει την πόρτα πίσω του. Όχι δεν έβρεχε. Έκανε κρύο αλλά είχε ηλιοφάνεια. Ο Τέρενς ευχόταν για μία βροχή, μία ξαφνική καταιγίδα, μία καταστροφική νεροποντή. Χαμογέλασε στον εαυτό του: «Όχι βροχή για σήμερα;», μονολόγησε σφυρίζοντας μία παλιά σκοτσέζικη μελωδία. «Ο Θεός πρέπει να σε αγαπάει, πολύ Σουζάνα», είπε. «Ο Θεός πρέπει να σε αγαπάει πάρα πολύ».
Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
juliet
Candy Star
Candy Star
juliet


Θηλυκό
Αριθμός μηνυμάτων : 1381
Ηλικία : 43
Registration date : 05/09/2009

Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς   Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς Icon_minitimeΤετ Ιαν 27, 2010 7:46 pm

Μία θυελλώδης μέρα στο Σικάγο

Σε μία άλλη πολιτεία, αυτήν που αποκαλούσαν «Σικάγο» ο καιρός δεν έκανε τα χατήρια στους κατοίκους της. Κεραυνοί ακούγονταν, αστραπές χτυπούσαν τη γη από τους γκρίζους ουρανούς και ο άνεμος φυσούσε τόσο μανιαμέσμα που τα γυμνά δέντρα έμοιαζαν να γέρνουν στην απειλή της μητέρας φύσης.
-Εδώ είμαι Άλμπερτ, είπε η Κάντυ σιωπηλά, γέρνωντας ελαφρά προς το μέτωπο του Άλμπερτ. Μάτια κλειστά, χείλη σφραγισμένα, υψηλός πυρετός και πνευμονία. Θα συνερχόταν τελικά αλλά χρειαζόταν δύο τρυφερά χέρια, αντιβίωση και ένα ήρεμο, ζεστό περιβάλλον.
Η Άννυ και ο Άρτσι περίμεναν υπομονετικά στον διάδρομο μέχρι να βγει η φίλη τους από την κρεβατοκάμαρα του Άλμπερτ. Και οι δύο ευχόντουσαν να μπορούσε να μείνει μαζί τους η φίλη τους για περισσότερο.
Ο Άλμπερτ βρισκόταν σε ανάγκη και αυτή ήταν η ευκαιρία του Άρτσι για να την πείσει να μείνει. Η Άννυ μπορούσε να διαισθανθεί τα βαθύτερα συναισθήματα του άντρα της αλλά δεν είπε τίποτα όταν αυτός της ζήτησε να προτείνει στην Κάντυ μία σύντομη διαμονή στην έπαυλη. Αυτή ήταν στο κάτω-κάτω η καλύτερη της φίλη και την ήθελε εκεί. Η Άννυ αισθανόταν σαν ξένη έχοντας να αντιμετωπίσει την αυστηρή Θεία Ελρόυ και την Ελίζα και τον Νηλ, που έρχοταν και έφευγαν, λες και το σπίτι τους άνηκε.
Επιθυμούσε και η ίδια την επιστροφή του Άλμπερτ όπως ο Άρτσι και η Κάντυ. Τώρα είχε την ευκαιρία να κρατήσει την αδελφή της στο πλάι της, την χρειαζόταν. Η Κάντυ βγήκε έξω από το δωμάτιο, ήταν κουρασμένη, εφόσον πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας δίπλα στον Άλμπερτ και σίγουρα χρειαζόταν ένα φρεσκάρισμα από το ταξίδι της τη χτεσινή νύχτα.
-Πως είναι; Ρώτησε η Άννυ.
-Τα ίδια, ο πυρετός είναι ακόμα πολύ υψηλός…είπε η Κάντυ.
-Έλα μαζί μου Κάντυ, πρότεινε η Άννυ και οδήγησε την Κάντυ πίσω στο παλιό της υπνοδωμάτιο. Όλα είχαν μείνει ακέραια, τίποτα δεν είχε αλλάξει από τότε που εκείνη και ο Άντονυ… «Αυτό το δωμάτιο, μου θυμίζει τόσο πολύ τον Άντονυ», είπε στην Άννυ.
-Θα μείνεις μαζί μας, έτσι δεν είναι;
-Ναι φυσικά, είπε η Κάντυ σκεπτόμενη ότι αργά ή γρήγορα θα έπρεπε να στείλει ένα γράμμα στην Κυρία Πόνυ με τις λεπτομέρειες και τις συνθήκες.
-Σε ευχαριστώ, είπε η ‘Αννυ, ενθουσιασμένη με την ιδέα ότι θα είχε την Κάντυ στο σπίτι.
-Ξέρεις, περίμενα τον Άλμπερτ να έρθει να με πάρει από το σπίτι της Πόνυ, είχαμε κανονίσει ένα ταξίδι μαζί, τώρα…
-Μην ανησυχείς τόσο πολύ Κάντυ. Ο Άλμπερτ θα γίνει μία χαρά, θα δεις, όλα θα πάνε καλύτερα, τώρα που είσαι εσύ εδώ…
-Το ελπίζω…, είπε η Κάντυ. Η Άννυ ένιωσε περίεργα. Η Κάντυ ήταν πάντα το αισιόδοξο αγοροκόριτσο που χάριζε το κουράγιο στους ανθρώπους τριγύρω τους.
-Τι συμβαίνει; Ρώτησε η Άννυ, κρατώντας την φίλης της από τα χέρια. Είναι απλώς μία πνευμονία, το ξέρεις, το πέρασες και εσύ κάποτε…Η Άννυ δεν ήξερε τι να πει. Υπήρχε μία λύπη στα μάτια της Κάντυ. «Τι συμβαίνει;» ξαναρώτησε.
-Απλώς φοβάμαι μην χάσω τον Άλμπερτ, όπως έχασα τον Άντονυ, τον Στήαρ και τον Τέρυ. Δεν θα τα καταφέρω. Μία φορά και έναν καιρό πίστευα ότι είχα όλη μου τη ζωή να τη μοιραστώ μαζί τους, έκανα όνειρα. Τώρα φοβάμαι…
-Σςς, ησύχασε, μικρή Κάντυ, είπε η Άννυ παίρνωντας στην αγκαλιά της την αγαπημένη της φίλη. Τίποτα κακό δεν πρόκειται να συμβεί στον Άμπερτ, είναι νέος και δυνατός, θα συνέλθει αμέσως, θα δεις. Τον αγαπάς;
-Φυσικά και τον αγαπάω Άννυ, η Κάντυ έβαλε το κεφάλι της στον ώμο της Άννυ. Είναι ο καλύτερος φίλος, ο προστάτης μου, ίσως κάτι περισσότερο.
-Τότε να τον παντρευτείς.
-Τι;
-Το είπες και μόνη σου ότι φοβάσαι μην τον χάσεις, όπως τους άλλους. Μπορεί να έχει συναισθήματα για σένα…ανακάλυψε τα. Το πρόσωπο της Άννυ, έλαμπε με ενθουσιασμό στην ιδέα ότι μία καινούρια τάξη πραγμάτων θα μπορούσε να συμβεί. Εάν η Κάντυ και ο Άλμπερτ μπορούσαν να γίνουν ζευγάρι και να μείνουν με αυτήν και τον Άρτσι τότε όλοι τους θα ενώνονταν σε μία μεγάλη ευτυχισμένη οικογένεια. Ένα όνειρο που μπορούσε να γίνει αλήθεια.
«Φαντάσου τα παιδιά μας να παίζουν σε αυτούς τους κήπους», είπε η Άννυ κοιτάζοντας την Κάντυ. Η Κάντυ ήταν έκπληκτη και μπερδεμένη…
«Εάν παντρευτώ τον Άλμπερτ, τότε…», είπε σιγανά.
-Είναι ο Τέρυ; Άστο Κάντυ, χρειάζεται να σκεφτείς το μέλλον σου.
-Χρειάζεται να σκεφτώ το μέλλον μου, η Κάντυ επανέλαβε τα τελευταία λόγια της Άννυ…
-Βλέπεις; Είσαι ήδη καλύτερα, είπε η Άννυ χαμογελώντας. Θα σε αφήσω να ξεκουραστείς. Σκέψου το…
Η Κάντυ έμεινε μόνη μέσα στο δωμάτιο. Η συζήτηση της με την Άννυ, της είχε ανοιξει μία καινούρια προοπτική. Αλλά αυτό μπορούσε να περιμένει. Έπιασε μολύβι και χαρτί και άρχισε να γράφει το γράμμα της για το σπίτι της Πόνυ. Θα έμενε στο Σικάγο, όσο χρειαζόταν. Όταν τελείωσε κοίταξε έξω από το παράθυρο, η θύελλα κρατούσε ακόμα δυνατά. «Που είσαι;» σκέφτηκε. «Θέλω να είσαι ευτυχισμένη» η φωνή του Τέρενς αντήχησε μέσα στο κεφάλι της. «Είμαι;» αναρωτήθηκε.
Τόσος χρόνος και η ευτυχία μου δεν θέλει να φανεί. «Ανόητες υποσχέσεις», είπε. Για πρώτη φορά στη ζωή της το σκέφτηκε αυτό.
«Η ευτυχία είναι μόνο μία στιγμή, Τέρυ» «Δεν έχει διάρκεια, δεν είναι μία κατάσταση». «Μόνο μία στιγμή, ένα δευτερόλεπτο, ένα φιλί, μία αγκαλιά, ένα φωτεινό καλοκαιρινό πρωί».
Ξαφνικά σαν να έβγαινε μέσα από νάρκη, η Κάντυ συνειδητοποίησε ότι είχε χάσει το γράμμα της προς αυτόν. «Τι το έκανα;» σκέφτηκε. «Που το έβαλα;».
Μόνο η σκέψη ότι τα παιδιά, η αδελφή Μαρία ή η κυρία Πόνυ θα μπορούσαν να το διαβάσουν την έκανε να κοκκινήσει. Η φωνή του Άρτσι ακούστηκε ξαφνικά έξω από το δωμάτιο. «Ο Άλμπερτ ξύπνησε, Κάντυ, σε ζητάει».
«Φυσικά» απάντησε η Κάντυ, με μία ανακούφιση στην καρδιά της και πήγε στο δωμάτιο του Άλμπερτ.


Δίπλα σου

-Ο ήλιος είναι υπέροχος, σχολίασε η Σουζάνα.
-Ο ήλιος είναι το μοναδικό πράγμα που δεν χρειάζομαι αυτή τη στιγμή, απάντησε ο Τέρυ.
-Πως έγινες έτσι; Τι έκανες στο πρόσωπο σου; Ρώτησε η Σουζάνα. Ήταν η τρίτη φορά που του έκανε αυτήν την ερώτηση, ελπίζοντας σε μία απάντηση, αργά ή γρήγορα.
Καθισμένοι στο Central Park της Νέας Υόρκης η νεαρή Σουζάνα Μάρλοου και ο Τέρενς Γκράτσεστερ χάζευαν τους περαστικούς διαβάτες, απολαμβάνοντας ένα αναζοωγονητικό πρωινό. Ο ήλιος ήταν ψηλά στον ορίζοντα.
-Είναι μεσημέρι, πείνασες; Την ρώτησε.
-Δεν μου απάντησες Τέρυ. Πως και μπλέκεις συνέχεια σε καυγάδες τους τελευταίους δύο μήνες; Είσαι ηθοποιός δεν μπορείς να εμφανίζεσαι με αυτό το πρόσωπο στη σκηνή.
-Υπάρχει το μακιγιάζ, της απάντησε.
-Ανησυχώ για σένα.
-Όχι, είμαι καλά. Απλώς διασκεδάζω λίγο, αυτό είναι όλο. Άλλωστε είμαι δίπλα σου, δίπλα σου, είπε δίνοντας έμφαση στις τελευταίες λέξεις.
Η Σουζάνα χαμήλωσε το βλέμμα της στο έδαφος. «Δίπλα μου, ναι», σκέφτηκε αλλά αντί για αυτό τον ρώτησε και πάλι.
-Δεν θα μου πεις;
-Δεν έχω σκοπό να σε ενοχλήσω με τα δικά μου θέματα.
Πόσο έξυπνα απέφευγε τη συζήτηση, απέφευγε να μοιραστεί μαζί της τις βαθύτερες σκέψεις.
-Θα ήθελα να τα μοιραστώ μαζί σου, Τέρυ, του είπε απαλά. Η φωνή της ήταν μόνο ένας ψίθυρος αλλά στα δικά του αυτιά ακούστηκε σαν στριγκλιά.
-Όχι, πάμε, είπε ανήσυχα. Έχω πρόβα και δεν θέλω να αργήσω.
-Καλώς πάμε, είπε απογοητευμένη. Η μέρα ήταν πανέρμορφη, οι άνθρωποι γύρω τους διασκέδαζαν, θα ήθελε να μείνει περισσότερο αλλά η διάθεση του Τέρυ φαινόταν ώρα με την ώρα να χειροτερεύει.
«Είμαι ανόητη, δεν έπρεπε να τον πιέσω», σκέφτηκε. Ήταν τόσα πολλά αυτά που εκείνη ήθελε να του πει αλλά εκείνος δεν ήταν έτοιμος ακόμα να τα ακούσει. Το ήξερε. «Θα σε περιμένω», σκέφτηκε για άλλη μία φορά. Βαδίζοντας στην κεντρική λεωφόρο, πίσω για το σπίτι της Σουζάνα, ο Τέρενς βρήκε την ευκαιρία να χαλαρώσει. Χάζευε τους διαβάτες όταν είδε μία γνωστή γυναικεία φιγούρα να βγαίνει μέσα από ένα εστιατόριο. Σκούρες καστανές μπούκλες κάλυπταν τους ώμους της, τα όμορφα καφέ μάτια της κοίταξαν κατευθείαν πάνω του. Αλλά τα ρούχα της ήταν σχεδόν κουρέλια σε σύγκριση με αυτά που φορούσαν οι κυρίες της Νέας Υόρκης. Έμοιαζε σαν πόρνη, που προερχόταν από έναν άλλο κόσμο και στην πραγματικότητα αυτό ήταν.
Του έκλεισε το μάτι, για να του πει ένα γεια και μετά γύρισε την πλάτη της. Κουνώντας το γεμάτο καμπύλες κορμί της χάθηκε ανάμεσα στο πλήθος. Η Σουζάνα ένιωσε ότι ήθελε να αναπηδήσει στο κάθισμα της.
-Ποια ήταν αυτή;
-Απλώς μία φίλη, της απάντησε ήρεμα.
-Μα μόλις σου έκλεισε το μάτι. Της έκλεισες και εσύ το δικό σου;
-Μην γίνεσαι παιδί, φυσικά. Είναι φίλη μου.
-Μα είναι μία κοινή γυναίκα.
-Τόσο κοινή όσο είσαι και εσύ Σουζάνα.
-Τολμάς να με παρομοιάζεις με αυτήν; Αυτό κάνεις τα βράδια; Ποιος σε χτύπησε; Για αυτήν μάλωσες; Τώρα συχνάζεις και με τις πόρνες; !
Ο Τέρενς σταμάτησε να τσουλάει την αναπηρική πολυθρόνα. Πήρε μία βαθιά ανάσα, λύγισε στα γόνατα μπροστά της και την κοίταξε.
-Είναι μία καλή κοπέλα, Σουζάνα. Με ακούς καθόλου; Είναι καλή, μόνο που δεν είχε μία μητέρα στη ζωή της και κανείς δεν την έβαζε σπίτι του όταν πεινούσε στους δρόμους στην ηλικία των έξι. Παρόλα αυτά, είναι φίλη μου και θα τη σέβεσαι, όπως σέβομαι εγώ εσένα. Μερικοί άνθρωποι έχουν ανάγκη από άλλους ανθρώπους, αυτό εσύ θα έπρεπε να το ξέρεις αλλά μερικές φορές δεν υπάρχει κανένας. Τα μάτια της Σουζάνας ήταν έτοιμα να κλάψουν. Οι περαστικοί τους κοίταζαν και σιγοψιθύριζαν πίσω από την πλάτη τους. Στο κάτω-κάτω ήταν ένα γνωστό ζευγάρι της Νέας Υόρκης. Αλλά και πάλι τίποτα περισσότερο από ένα ακόμα ζευγάρι.
-Πήγαινε με σπίτι, του είπε αυτή. Όπως του ζήτησε, έτσι και εκείνος έκανε.

Ο εισβολέας

Το πρόσωπο της Κάντυ φωτίστηκε στη στιγμή. Ναι ο ΄Αλμπερτ φαινόταν καλύτερα. Έτρεξε κοντά του όπως τρέχουν τα παιδιά στην αγκαλιά των αγαπημενων τους και τον αγκάλιασε.
-Μια χαρά είμαι, της απάντησε αυτός παίρνοντας τη στην αγκαλιά του.
Η Κάντυ πήρε μία στιγμή για να τον κοιτάξει καλύτερα. Το πρόσωπο του ήταν χλωμό, το δέρμα του ζεστό από τον πυρετό αλλά είχε συνέλθει μετά από μία ολόκληρη νύχτα που ήταν βασικά αναίσθητος. Μία ολόκληρη νύχτα όπου αυτή νόμιζε ότι θα τον έχανε για πάντα.
-Ναι είσαι μία χαρά, Άλμπερτ, αλλά θα σε μαλώσω, του είπε. Δεν έπρεπε να είχες ταξιδέψει ενώ ήσουν άρρωστος.
-Ήθελα να φτάσω εδώ όσο το δυνατόν συντομότερο, Κάντυ, αφού διάβασα το τελευταίο σου γράμμα. Ήταν μεγάλο ταξίδι αλλά δεν σκόπευα να αρρωτήσω στη διάρκεια…
-Το γράμμα μου; Ω, Άλμπερτ, το έκανες αυτό για μένα, όχι δεν έπρεπε.
-Είσαι ένας μικρός άγγελος, της είπε αγγίζοντας απαλά το πρόσωπο της με την παλάμη του. Η Κάντυ κοίταξε τα όμορφα, βαθιά γαλανά μάτια του, της θύμιζαν το βλέμμα του Άντονυ. Ήταν μία στιγμιαία σιωπή που και οι δυο τους απολάμβαναν, καθώς ήταν χαρούμενοι που ήταν κοντά ο ένας στον άλλον μετά από ένα μακρύ διάστημα χωρισμού. «Ήρθε για μένα ενώ ήταν άρρωστος», σκέφτηκε η Κάντυ. Ξαφνικά άκουσε κτύπους στην πόρτα, σαν να προσπαθούσε κάποιος να εισβάλει μέσα.
-Θείε Ουίλλιαμ, θείε Ουίλλιαμ, μία οικεία αλλά ωστόσο αντιπαθητική φωνή, φώναξε. Άσε με να μπω, θείε Ουίλλιαμ.
-Είναι η Ελίζα, είπε η Κάντυ με φρίκη. Υπήρχαν πολλοί μήνες γαλήνης μέσα της από τότε που η Κάντυ είχε επιστρέψει στο λόφο της Πόνυ. Η Ελίζα τώρα απειλούσε και πάλι την ηρεμία της ψυχής της με την αγενής παρουσία της. Ήταν τόσες οι αναμνήσεις, όχι λάθος, οι εφιάλτες που συνόδευαν την Ελίζα, τόσοι πολλοί…
-Μην ανησυχείς, έλα μέσα Ελίζα, είπε ο Άλμπερτ.
Η Ελίζα Ράγκαν μπήκε μέσα σο δωμάτιο για να ανακαλύψει ότι η χειρότερη εχθρός της καθόταν δίπλα στο Μεγάλο Θείο Ουίλλιαμ, την κεφαλή των Άρντλευ.
-Εσύ…εσύ..εδώ, φώναξε η Ελίζα βλέποντας την Κάντυ.
-Πρόσεχε τι θα πεις νεαρή μου, είπε αυστηρά ο Άλμπερτ. Τι θέλεις;
-Είμαι εδώ για να σε δω, μεγάλε θείε, είπε χαμογελώντας. Όλοι ανησυχήσαμε για την υγεία σου.
-Είμαι μία χαρά, της είπε.
-Αυτό βλέπω, είπε πονηρά η Ελίζα, κοιτάζοντας την Κάντυ. Σου έφερα λουλούδια, ορίστε Κάντυ, μπορείς να τα βάλεις σε ένα βάζο;
-Ναι θα το κάνω…είπε η Κάντυ.
-Θείε Ουίλλιαμ, θα ήθελα να σου μιλήσω ιδιαιτέρως.
-Εγώ θα σας αφήσω τώρα, είπε η Κάντυ, κλείνοντας αργά την πόρτα πίσω της. «Η Ελίζα; Τι μπορεί να θέλει; », σκέφτηκε. Πριν ακόμα να τελειώσει την σκέψη της, η Θεία Ελρόυ εμφανίστηκε στο διάδρομο. Δεν είπε ούτε καν ένα γεια στο νεαρό κορίτσι. Αντί για αυτό η Ελρόυ της πρόσφερε ένα ψυχρό βλέμμα.
-Είναι καλύτερα ο Ουίλλιαμ; Ρώτησε ξερά.
-Ναι είναι, απάντησε η Κάντυ. Η Ελίζα είναι μέσα.
-Και εσύ τι κάνεις εδώ; Πήγαινε στο δωμάτιο σου! Η Ελρόυ την μάλωσε σαν να ήταν ένα μικρό άτακτο πιτσιρίκι. Η Κάντυ υπάκουσε. «Πως μπορεί η Άννυ και ανέχεται να ζει με αυτούς τους ανθρώπους εδώ μέσα; Είναι αφόρητοι», σκέφτηκε καθώς πήγαινε πίσω στο δωματιο. Πίσω στο δωμάτιο η Κάντυ άρχισε να ψάχνει το γράμμα του Τέρυ, όχι δεν ήταν στη βαλίτσα της, ούτε στην τσέπη του παλτού της, όχι, πουθενά. Που ήταν; Πως μπόρεσε να το αφήσει πίσω της; Ήταν τόσο κουρασμένη, εξαντλημένη σχεδόν. Είχε περάσει μία ολόκληρη νύχτα άυπνη και τώρα ήταν σχεδόν μεσημέρι. Ξάπλωσε στο κρεβάτι και έκλεισε τα μάτια της. Τι θα έκανε με την υπόλοιπη ζωή της δεν είχε ιδέα αλλά τι θα έκανε στις επόμενες δύο ώρες, το είχε ήδη αποφασίσει.
Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
juliet
Candy Star
Candy Star
juliet


Θηλυκό
Αριθμός μηνυμάτων : 1381
Ηλικία : 43
Registration date : 05/09/2009

Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς   Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς Icon_minitimeΤετ Ιαν 27, 2010 11:57 pm

Τα μαγικά δάχτυλα

Την ίδια ώρα που η Κάντυ Γουάιτ Άρντλει αναπαυόταν στο Σικάγο, ο Τέρενς Γκράντσεστερ ήταν στο θέατρο του Στράντφορντ και είχε ακόμα μία πρόβα να παίξει και μία ακόμα παράσταση ανεβάσει. Αλλά πριν ακόμα να γίνουν αυτά υπήρχε μία άλλη προτεραιότητα. Νοκ, νοκ στην πόρτα και η Κάρεν την άνοιξε μόνο και μόνο για να πάθει σοκ.
-Ω θέε μου τι έκανες στο πρόσωπο σου;
-Χρειάζομαι τα μαγικά σου δάχτυλα, της είπε.
Η Κάρεν τον κοιτούσε με δυσπιστία και ανησυχία. Τι ακριβώς έκανε στη ζωή του; Στο πρόσωπο του; Τι ήταν όλα αυτά, δεν είχε απολύτως καμία ιδέα.
-Σε έχει δει ο Ρόμπερτ;
-Όχι. Λοιπόν;
-Ω καλά, του απάντησε. Αλλά θα πρέπει να προσέχεις τον εαυτό σου, δεν είσαι παιδί.
Ο Τέρενς έκλεισε την πόρτα πίσω του και κάθισε στο μικρό σκαμνί στο καμαρίνι της Κάρεν. Δεν ήταν τίποτα για εκείνον, ούτε ερωμένη, ούτε φίλη αλλά η βοήθεια της είχε αποδειχτεί σημαντική σωτηρία τους τελευταίους δύο μήνες που είχε μπλεχτεί με τη συμμορία. Τα ματς του άφηναν πάντα σημάδια στο πρόσωπο του, είχε προσπαθήσει να καλύψει τη ζημιά μόνος του αλλά είχε αποτύχει. Όταν τον είδε η Κάρεν για πρώτη φορά, αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να τον αφήσει να ανέβει έτσι στη σκηνή. Τώρα τον βοηθούσε και πάλι αλείφοντας make-up στο πρόσωπο του, προσπαθώντας να κάνει τους μώλοπες του όσο το δυνατόν πιο αόρατους.
-Το ξέρω ότι δεν με αφορά αλλά πες μου κάτι, προσπαθείς να σκοτωθείς;
-Απλώς διασκεδάζω.
-Διασκέδαση σημαίνει να πηγαίνεις στο θέατρο ή σε χορό, όχι να δίνεις μάχες. Η διασκέδαση όπως την εννοείς εσύ θα σου καταστρέψει την καριέρα.
-Δεν περιμένω να καταλάβεις.
-Τέρυ τις συμπαθείς τις γυναίκες;
-Φυσικά.
-Τότε γιατί τις αποφεύγεις;
-Ορίστε;
-Σε ρωτάω κάτι και εσύ προσπαθείς να το αποφύγεις. Γιατί ένας τόσο ταλαντούχος σαν και εσένα έχει ένα τόσο κακοποιημένο πρόσωπο. Τι λέει η Σουζάνα για αυτό;
-Η Σουζάνα δεν λέει τίποτα για αυτό, της είπε με αποφασιστική φωνή. Τελείωσες;
-Ναι είσαι έτοιμος.
-Ευχαριστώ, της απάντησε και πριν ακόμα προλάβει η Κάρεν να αποκριθεί, εκείνος εξαφανίστηκε, αφήνοντας της με ένα άδειο βαζάκι make-up.
«Ει, δεν άφησα τίποτα για μένα;» σκέφτηκε η Κάρεν.
Πέταξε το βαζάκι στο μικρό καλάθι που ήταν πάνω στο γραφείο της. Είχε άλλα δέκα με δεκαεπτά λεπτά μέχρι να αρχίσει η πρόβα και ήταν ήδη ντυμμένη. Κράτησε τα τελευταία λόγια του Τέρυ στο μυαλό της «Η Σουζάνα δεν λέει τίποτα για αυτό». «Ακριβώς», σκέφτηκε. «Τι θα μπορούσε να πει και να κάνει η Σουζάνα; Τίποτα. Γιατί φοβόταν τόσο πολύ μην τον χάσει, που θα ανεχόταν τα πάντα. Ακόμα και εάν έβρισκε τον Τέρυ με μία άλλη γυναίκα από πάνω, πιθανόν να έλεγε, αφήστε να κοιτάω, θα είμαι ήσυχη. Ανόητη σκ***.»
Τα συναισθήματα της Κάρεν για την παλιά της αντίζηλο δεν είχαν αλλάξει μετά το ατύχημα. Η Κάρεν θεωρούσε ότι η Σουζάνα είναι πονηρή και έτρεφε ελάχιστη εκτίμηση για τις γυναίκες αυτού του είδους. Ανακαλύπτοντας τις φήμες για την απόπειρα αυτοκτονίας της Σουζάνας από την ταράτσα του γενικού νοσοκομείου της Νέας Υόρκης, η Κάρεν είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η Σουζάνα είχε συνδέσει την ύπαρξη της με τον Τέρυ. Ήταν όλα ή τίποτα. Παρόλο που η Κάρεν δεν είχε φιλικά συναιθήματα ούτε και για τον Τέρυ, ήταν άντρας, υπέροχος ηθοποιός και πάνω από όλα ήταν «ο αιχμάλωτος» της Σουζάνας και όλα αυτά ήταν αρκετά για να κάνουν την Κάρεν να επιλέξει στρατόπεδο και να του προσφέρει βοήθεια.

Μία ερώτηση

Η Κάντυ άνοιξε τα πράσινα μάτια της στο φως του δωματίου. Η Άννυ στεκόταν δίπλα στο κεφάλι της και άγγιζε τα μαλλιά της.
-Κάντυ μου, κοιμήθηκες σαν μωρό.
-Πως είναι ο Άλμπερτ;
-Είναι μία χαρά, σε ζητάει και πάλι.
-Έφυγε η Ελίζα;
-Ναι έφυγε, μήπως άκουσες τι ήθελε;
-Όχι δεν έχω ιδέα, είπε η Κάντυ και σηκώθηκε.
-Όταν έφυγες από το δωμάτιο, ο Άρτσι πήγε πάνω και είδε τη θεία Ελρόυ να μπαίνει μέσα στο υπνοδωμάτιο. Φώναζαν για κάτι και ακούστηκε και το όνομα του Νηλ.
-Του Νηλ;
-Ναι, τι είπαν, δεν γνωρίζω. Ρώτησε τον Άλμπερτ, είμαι σίγουρη ότι θα σου πει…

Τα μπαρ στην αποβάθρα

Μόλις τελείωσε η παράσταση, ο Τέρενς Γκράντσεστερ άρπαξε την κάπα του, ξεφορτώθηκε όλο το μακιγιάζ και σαν γάτος προσεκτικά ξεγλύστρησε από το καμαρίνι του, αποφεύγοντας τις συναντήσεις. Η Κάρεν, ο Ρόμπερτ και ο υπόλοιπος θίασος έκαναν πάντα μία θριαμβευτική έξοδο από την κεντρική πόρτα του θεάτρου, χαιρετώντας το ενθουσιασμένο κοινό που ζητούσε αυτόγραφα, τους ζητωκραύγαζε, αναζητώντας την προσοχή τους, ένα βλέμμα από τους αγαπημένους τους σταρ.
Αλλά ο Τέρενς προσπαθώντας να αποφύγει όλους αυτούς τους επαίνους και τις εκθειάσεις και μην έχοντας απολύτως καμία πρόθεση να απαντήσει στις ερωτήσεις του τύπου, χρειαζόταν μία ήσυχη έξοδο. Για αυτό η πίσω πόρτα του θεάτρου που χρησίμευε και ως έξοδος κινδύνου, είχε γίνει η αγαπημένη μέθοδος διαφυγής για μία αθέατη και ήρεμη αποχώρηση. Δεν υπάρχαν θαυμάστριες εκεί, ανόητοι δημοσιογράφοι που έκαναν ακόμα πιο ανόητες ερωτήσεις, το πίσω στενό ήταν «καθαρό» με μία έννοια, που μόνο εκείνος αντιλαμβανόταν και οδηγούσε στον ανοιχτό χώρο, στις κρύες και κακόφημες γειτονιές της Νέας Υόρκης, τις οποίες ο Τέρενς τόσο πολύ χρειαζόταν. Οι λεωφόροι ήταν ακόμα γεμάτες κόσμο αλλά τα βήματα του Τέρυ τον πήγαιναν προς την αντίθετη κατεύθυνση κοντά στο λιμάνι όπου οι πιο χαμηλές εργατικές τάξεις, οι απόκληροι της κοινωνίας, αλκοολικοί, συμμορίες και πόρνες σύχναζαν. Δεν βιαζόταν. Του άρεσαν οι νύχτες και το γεγονός ότι είχε μία ζωή, μία δική του ζωή και πάλι.
-Ει, όμορφε θα ήθελες παρέα; Τον ρώτησε μία μελαχρινή επιδεικνύοντας τα μισοεκτεθειμένα στήθη της.
-Όχι, σε ευχαριστώ, της απάντησε. Κατευθύνθηκε προς τα αγαπημένο του μπαρ, ελπίζοντας να πιάσει τη Μόνικ ανάμεσα σε πελάτες. Ο Έρικ και η υπόλοιπη παρέα ήταν έξω από το μπαρ.
-Ω κοίτα ποιος αναστήθηκε από τους νεκρούς, είπε ο Τέρενς με ένα κοροιδευτικό χαμόγελο. Ο Έρικ τον κοίταξε κάνοντας του προσβλητικές χειρονομίες με το χέρι του που ήταν σε γύψο, εφόσον το έσπασε στον αγώνα του με τον Τέρυ.
-Τι λες για την επόμενη Κυριακή; Του φώναξε ο Έρικ, καθώς ο Τέρενς πλησίαζε.
-Δεν παλεύω με τραυματισμένους, του απάντησε ο Τέρυ σταματώντας μπροστά από την παρέα.
-Τι λες λοιπόν για τον Σάμουελ; Στοιχηματίζω 1 προς 3 ότι δεν μπορείς να τον νικήσεις, τον προκάλεσε ο Έρικ. Η υπόλοιπη συμμορία άρχισε να γελάει. Ο Τέρυ είχε ακουστά τον Σάμουελ. Ο Σάμουελ ήταν ο καλύτερος τους. Ήταν ένας εβραίος μετανάστης που έτρεχε δουλειές για την τοπική συμμορία, εκφοβίζοντας τους καταστηματάρχες που αρνούνταν να πληρώσουν προστασία. Ήταν σκληρός και γρήγορος και δεν αποτύγχανε ποτέ στις αποστολές του. Ήταν ακριβώς ο κατάλληλος. Δυνατός και φιλόδοξος να βγάλει λεφτά, ήταν ο καλύτερος.
-Ίδιο μέρος, ίδια ώρα, είπε ο Έρικ και ο Τέρενς κούνησε θετικά το κεφάλι του ενώ άρχισε να χάνεται μέσα στο γεμάτο από κόσμο μπαρ. Ήταν τόσοι άντρες εκεί μέσα και οι περισσότεροι από αυτούς ήταν άσχημοι, γέροι και παραμελημένοι. «Κακομοίρα Μονίκ», σκέφτηκε. Κάθησε στο μπαρ και ζήτησε από τον μπάρμαν το συνηθισμένο ουίσκι και σόδα. Ο Έρικ ήρθε πίσω του και του χτύπησε φιλικά την πλάτη.
-Τζος, βάλε το διπλό για τον φίλο μου, είπε στον μπάρμαν, σύντομα θα είναι νεκρός, είπε ο Έρικ γελώντας.
-Που είναι η Μονίκ; Ρώτησε ο Τέρενς χωρίς να δώσει καμία σημασία στο σχόλιο του Έρικ.
-Σε ένα κρεβάτι με έναν πελάτη, απάντησε παγερά ο Έρικ.
-Και ο αντίπαλος μου; Θα τον δώ πριν τον αγώνα;
-Ω τακτοποιεί ένα ζητηματάκι για τη συμμορία, μην ανησυχείς θα φροντίσει και εσένα στην ώρα σου. Όταν πέσεις ξερός θα φτύσω πάνω σου, είπε ο Έρικ με ένα χαιρέκακο ύφος.
Ο Τέρενς δεν ενοχλήθηκε, δεν ενοχλήθηκε καθόλου. Τους ήξερες αυτούς τους τύπους, είχε μεγαλώσει με μερικούς από αυτούς. Κοίταξε μέσα στο ποτήρι του.
Θυμάται…
Εκείνος και ο φίλος του ο Τσάρλι, έτρεχαν σαν παιδια στις γειτονιές της Νέας Υόρκης, προσκαλώντας τα προβλήματα και τους μπελάδες να έρθουν προς το μέρος τους, οι γονείς έξω από στις πόρτες των σπιτιών φώναζαν «Μικρά διαβολάκια, μόλις σας πιάσω…», οι μεγαλύτεροι έτρεχαν να πιάσουν τους μικρότερους, τα αντίπαλα στρατόπεδα έτρεχαν μέχρι το ασφαλές πέρασμα, μετά άρχιζε ο πετροπόλεμος, οι καλοί και οι κακοί, οι ιδιοκτήτες της περιοχής και οι περίσσακτοι. Αυτός δεν ήταν ο δικός του πόλεμος αλλά τον αγάπησε όπως και να είχε. Φυσικά και θυμάται.
Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
juliet
Candy Star
Candy Star
juliet


Θηλυκό
Αριθμός μηνυμάτων : 1381
Ηλικία : 43
Registration date : 05/09/2009

Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς   Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς Icon_minitimeΠεμ Ιαν 28, 2010 3:21 pm

Το κεφάλαιο είναι αυτό είναι πολύ αναμνησιακό, μπορείτε και να το παραλείψετε, απλώς μου άρεσε πάντα η εικόνα του μικρού Τέρυ από το ανιμέ και σκέφτηκε να φτιάξω ένα background story.

Αναμνήσεις σε ένα ποτήρι

-Τρέξε, Τέρυ, τρέξε! Φώναζε ο Τσάρλυ ενώ σαν δαίμονας έτρεχε στα σοκάκια. Ο μικρός Τέρυ έτρεχε πίσω από τον μεγαλύτερο φίλο του, πηδώντας πάνω από άδεια κασόνια, μεταλλικά άχρηστα αντικείμενα και ξύλινα τελάρα, ότιδήποτε που θα μπορούσε να σταθείσαν εμπόδιο στο δρόμο του. Ήταν ασταμάτητος, έπρεπε να ήταν. Πίσω τους ο Έρικ και η παρέα του του πετούσαν μικρά σπασμένα γυαλιά, πετρούλες ακόμα και αποφάγια, ότι μπορούσαν να μαζέψουν από το δρόμο και να βρουν μπροστά τους. Τους φώναζαν: «Θα σας πιάσουμε και θα πληρώσετε για αυτό, το άκους Τσάρλυ, πρέπει να μας πληρώσεις, πες στη μητέρα σου να μην ξαναπατήσει πόδι στην περιοχή μας». Ο αέρας του Τέρυ είχε τελείωσει μέσα στο στήθος του. Δυσκολευόταν να πάρει ανάσα. Ο Τσάρλυ το παρατήρησε αυτό. Χρειάζοταν μία κρυψώνα. Πίσω από τα ξύλινα χαμηλά σπίτια, υπήρχε μία βιοτεχνία υπό καταστασκευή. Ήταν μεσημέρι και οι εργάτες απολάμβαναν το κολατσιό τους, αλλά δεν μπορούσαν να αγνοήσουν την ξαφνική εικόνα δύο μικρών παιδιών που τα κυνηγούσε ένα άλλο παιδικό γκρουπάκι, που πετούσε και πέτρες προς τη μεριά τους. Ο Έρικ και οι υπόλοιποι τρόμαξαν και σταμάτησαν ξαφνικά. Θα τις άρπαζαν από τους εργάτες αν τους προκαλέσουν με φωνές και πέτρες, δεν μπορούσαν λοιπόν να πάνε πιο πέρα. Για αυτό τα παράτησαν, άλλωστε ήξεραν ότι αυτή δεν θα ήταν η τελευταία τους φορά καθώς δεν ήταν ούτε καν η πρώτη.
Ο Τσάρλι έτρεξε κοντά στον Τέρυ.
-Έφυγαν, είπε ο Τσάρλι.
-Ναι σε ευχαριστώ που με έσωσες, είπε ο μικρός Τέρυ με ένα χαμόγελο. Ξανά, πρόσθεσε. Ήταν κουρασμένος αλλά για κάποιο λόγο που δεν μπορούσε να καταλάβει, ούτε να εξηγήσει, αισθανόταν καλά, απρόσμενα καλά και ζωντανά.
-Δεν μπορώ να σε σώζω κάθε φορά. Υποτίθεται ότι κρύβομαι από αυτούς, σχολίασε ο Τσάρλι.
-Τι έκανες τώρα; Ρώτησε αθώα ο Τέρυ.
-Εγώ; Τίποτα. Ήταν η μαμά μου, προσπαθούσε να πουλήσει λουλούδια στα μπαρ. Αλλά ο μπαμπάς του Έρικ ελέγχει την περιοχή και την πέταξε έξω ζητώντας της προμήθεια. Αλλά η μαμά μου δεν είναι σαν τις άλλες γυναίκες…ξέρεις. Και μετά χτύπησαν τον Έρικ για να τον εκδικηθώ αλλά έχει όλη αυτή την συμμορία για παρέα, εάν δεν ήταν αυτοί, θα του έδειχνα. Εσύ τι κάνεις εδώ;
-Σε έψαχνα.
-Δεν ανήκεις εδώ Τέρυ και το ξέρουν, αυτά τα παιδιά είναι πολύ καχύποπτα απέναντι στους ξένους.
-Ναι αλλά δεν έχω άλλους φίλους, απάντησε ο Τέρυ ξαφνικά νιώθοντας ένοχος.
-Ούτε έναν;
-Έχω εσένα!
-Δεν είμαι καλός για φίλος σου.
-Φυσικά και είσαι.
-Όχι, πρέπει να πας πίσω στην περιοχή σου, η μαμά σου θα ανησυχεί.
-Η μαμά μου δουλεύει. Εκεί δεν έχω φίλους να παίξω.
-Ε, να βρεις τότε, απάντησε ξαφνικά ο Τσάρλυ έτοιμος να φύγει.
-Έχω εσένα, απέμεινε ο Τέρυ.
Ο Τσάρλυ αισθάνθηκε κολακευμένος υπό μία έννοια. Κοίταξε τον Τέρυ, δεν ταίριαζε σε αυτήν την περιοχή, δεν ήταν φτιαγμένος για αυτήν, ούτε καν ντυμμένος κατάλληλα. Αλλά από την άλλη πλευρά, του ήταν πιστός ή τουλάχιστον έτσι φαινόταν και είχε ανάγκη από έναν φίλο. Ο Τσάρλι μπορούσε να το καταλάβει αυτό, γιατί ούτε αυτός είχε αληθινούς φίλους.
-Ω καλά, έλα λοιπόν, θα σε πάω στη μαμά μου. Τα αγόρια άφησαν πίσω τους την βιοτεχνία και ο Τσάρλυ, όπως υποσχέθηκε, πήγε τον Τέρυ να γνωρίσει τη μαμά του. Ήταν πολύ καλή κυρία αλλά ήταν διαφορετική από τη δική του μητέρα. Όχι μακιγιάζ, όχι φανταχτερά φορέματα και καθόλου μπούκλες και στολίδια στα μαλλιά της. Εάν ο Τέρυ έψαχνε για μία συγκεκριμένη λέξη που να ταιριάζει στην περιγραφή της «σκονισμένη» θα ήταν αυτή η λέξη. Ναι, έμοιαζε κουρασμένη και γηραιότερη της ηλικίαε της όπως ακριβώς και η περιοχή όπου έμενε. Σε αυτήν την περιοχή, πουλούσε όλη μέρα λουλούδια στους δρόμους, στους περαστικούς. Ο Τέρυ της πρότεινε να δοκιμάσει να πουλήσει στο θέατρο. Εκεί οι άνθρωποι έψαχναν για διακοσμητικά άνθη, το είχε δει με τα μάτια του, τις προάλλες με τη μαμά του.
Μετά από ένα γεύμα, πεντανόστιμο αλλά όχι πολύ, τουλάχιστον « όχι πολύ» με τον τρόπο που τον ο Τέρυ είχε μάθει να χρησιμοποιεί τη λέξη «πολύ», ο Τσάρλι άνοιξε την παλιά ξύλινη ντουλάπα του. Υπήρχαν μερικά ρούχα εκεί. Ο Τέρυ δεν μπορούσε να μην παρατηρήσει ότι ο Τσάρλι είχε ελάχιστες μπλούζες και μερικά ασορτί παντελόνια, όλα πολυφορεμένα και μπαλωμένα. Είχαν φθαρεί από την συχνή και ενταντική χρήση. Ο τρόπος, με τον οποίο κοιτούσε ο Τέρυ τα ρούχα, έκανε τον Τσάρλι να γελάσει.
-Δεν έχουμε λεφτά για να αγορασουμε καινούρια, αλλά μπορείς να βρεις σπουδαίες προσφορές από μεταχειρισμένα στο τοπικό παζάρι και στα μαγαζάκια της περιοχής.
Ο Τέρυ για μία στιγμή ντράπηκε καθώς θυμήθηκε την δική του μαμά να πετάει το αγαπημένο του μπλε μπλουζάκι γιατί είχε μία μικρή τρυπίτσα στο πλαί. Της γκρίνιαζε για αυτό μία ολόκληρη ημέρα, αλλά εκείνη απλώς του χαμογελούσε με το θρυλικό της «εγώ ξέρω καλύτερα» ύφος.
-Έλα βάλε αυτό, είπε ο Τσάρλυ κρατώντας και δείχνοντας στον Τέρυ ένα μαύρο παντελόνι που ήταν τριμμένο στα γόνατα. Το πρόσωπο του Τέρυ φωτίστηκε αμέσως με μία έκφραση ευχαρίστησης. Γέλασε!
Και έτσι μία δυνατή και ειλικρινής φιλία άρχισε ανάμεσα σε αυτά τα δύο παιδιά που δεν είχαν τίποτα κοινό να τα συνδέει πέρα από την αγάπη τους για περιπέτεια και το μίσος τους για τον Έρικ που μέσα και στους δύο, αντιπροσώπευε την σκληρότερη και πιο απάνθρωπη πλευρά της Νέας Υόρκης.
Ο Τσάρλι έδειξε στον Τέρυ όλα όσα χρειαζόταν να ξέρει ένα παιδί των δρόμων για να επιβιώσει στην μεγαλούπολη. Του έμαθε πώς να καλοπιάνει τους Ιταλούς ιδιοκτήτες των εστιατορίων για το φαγητό που οι εύποροι πελάτες άφηναν ανέγγιχτο στα πιάτα τους, πώς να ψάχνει και να ξεχωρίζει ανάμεσα στα σκουπίδια, χαμένους θησαυρούς και χρησιμοποιημένα αντικείμενα που μπορούσαν να ανταλλαχτούν με χρήματα. Πήγε μαζί του και του γνώρισε τους ντόπιους καταστηματάρχες που συμπαθούσαν τον Τσάρλι και του έδιναν ένα χαρτζηλίκι για δύο, τρεις εξωτερικές δουλίτσες που του εμπιστεύοταν. Αλλά το σπουδαιότερο, ο Τσάρλι του έδειξε πώς να μάχεται και να υπερασπίζεται τον εαυτό του ως ένα μικρό αγόρι που ήταν, πώς να διαλέγει τις καλύτερες πετρούλες για πόλεμο, ποιες να παίρνει και ποιες αν αφήνει. Και ακόμα περισσότερο του έμαθε τις κρυψώνες και στα σοκάκια που μπορούσαν να γίνουν μία σπουδαία συντόμευση για να διανύσει ο Τέρυ αποστάσεις από τη μία μεριά της πόλης στην άλλη, είτε τη μερα είτε και τη νύχτα. Και όταν όλα αυτά τα σημαντικά και διασκεδαστικά πράγματα τελείωσαν, ο Τσάρλυ τους έδειξε τα «κορίτσια». Ναι, ακριβώς αυτό, είπε ο Τσάρλυ: «Τα κορίτσια». Σε μία μικρή συνοικία που έδρευε κοντά στο λιμάνι και τις αποβάθρες, ήταν τα αποκαλούμενα «σπίτια». Τα μεγαλύτερα αγόρια πήγαιναν εκεί για να συναντήσουν τα μεγαλύτερα κορίτσια και τα πλήρωναν για την παρέα τους. Αλλά ο Τσάρλι δεν ήταν εκεί για αυτό τον σκοπό, τουλάχιστον όχι ακόμα. Είχε έναν άλλο λόγο.
-Εκεί είναι, είπε ο Τσάρλι δείχνοντας στον Τέρυ ένα κορίτσι με σκούρα μαλλιά κομμένα καρέ στο ύψος των όμων της. Φορούσε ένα λερωμένο λευκό φόρεμα και μία σκισμένη κορδέλα στα μαλλιά της, παρόλη τη μιζέρια της, όμως φαινόταν χαριτωμένη.
-Έχεις δει, τίποτα πιο όμορφο Τέρυ; Ρώτησε ο Τσάρλυ υπνωτισμένος από την παρουσία της. Ναι, είχε δει, αλλά βλέποντας τον Τσάρλι βυθισμένο σε μία κατάσταση που ο Τέρυ, πρώτη φορά αντίκριζε, δεν είχε το κουράγιο του να το πει.
-Ποια είναι; Ρώτησε αντί να απαντήσει.
-Είναι η Μονίκ και η γυναίκα που θα παντρευτώ όταν μεγαλώσω και γίνω άντρας.
Ο Τέρυ κοίταξε ξανά τη Μονίκ, έσερνε ένα παιχνίδι που είχε τυλίξει με ένα σκοινί ή κάτι παρόμοιο.
-Εκεί δουλεύει η μαμά της; Ρώτησε ο Τέρυ.
-Δεν έχει γονείς, απάντησε ο Τσάρλι. Οι γυναίκες την φροντίζουν από τότε που ήταν μωρό, μάλλον νομίζουν ότι όταν μεγαλώσει θα γίνει και σαν και αυτές αλλά εγώ ξέρω ότι δεν θα γίνει. Θα την σώσω.
Για την ώρα όμως ο Τσάρλι χρειαζόταν να σώσει τον εαυτό του γιατί ο Έρικ και η συμμορία του τους πλησίαζαν, κάνοντας θορύβους, βρίζοντας και κρατούσαν και σπασμένα γυαλιά που τα κτυπούσαν στους τοίχους των σπιτιών προκαλώντας ένα ανατριχιασρικό ακουστικό παρασκήνιο γύρω από την ήδη προκλητική τους παρουσία.
-Τι κάνετε εδώ; Παλιόπαιδα, αυτή είναι η γειτονιά μου και κάθε φορά που πατάτε τα βρώμικα πόδια σας εδώ θα πληρώνετε, το ακούτε; Φώναξε ο Έρικ από το βάθος των πνευμόνιων του. Η Μονίκ είδε τον Τσάρλι και το φίλο του έτοιμους να δεχτούν επίθεση από τον Έρικ και τη συμμορία και ξαφνικά πετάχτηκε στη μέση.
-Σταμάτα Έρικ, ο Τσάρλι είναι εδώ γιατί εγώ τον κάλεσα.
-Βούλωστο, φώναξε ο Έρικ, μία μέρα θα δουλεύεις για μένα, όλοι σας θα δουλεύετε.
Αυτή ήταν η τελευταία σταγόνα για τον Τσάρλι. Πριν ακόμα τον δει κανείς, ο Τσάρλι πήδηξε πάνω στον έρικ και άρχισε να τον χττυπάει όσο πιο δυνατά μπορούσε με τις μικρές γροθιές του.
-Είσαι σαν τον ντ****** πατέρα σου, αυτό είσαι! Θα σε σκοτώσω! Ούρλιαζε ο Τσάρλι. Ο Έρικ βρισκόταν κάτω από τον Τσάρλι και δεν μπορούσε να σταματήσει τη μανία του, δεχόταν το ένα χτύπημα πίσω από το άλλο. Οι φίλοι του Έρικ τρέξανε γρήγορα στην διάσωση του αρχηγού τους. Αλλά πέντε προς δύο, δεν είναι ακριβώς δίκαιη αναλογία για καυγάδες. Οι γυναίκες της περιοχής ακούγοντας το παιδικό καυγά από το πίσω μέρος της αυλής τους άρχισαν να ξεπροβάλλουν στα ξύλινα παράθυρα, στις πόρτες και στις σκάλες των σπιτιών, ακόμα και μισόγυμνες. Απολάμβαναν το θέαμα. Μετά ότι έγινε, έγινε σε δευτερόλεπτα. Η συμμορία προσπάθησε να τραβήξει τον Τσάρλυ από τον χτυπημένο Έρικ κλοτσώντας τον στη μέση και στην πλάτη. Εφόσον ήταν πολλοί, ο Τέρυ δεν είχε επιλογές. Άρπαξε μία πέτρα από το έδαφος και ξεκίνησε τον πόλεμο, πετώντας όσες πέτρες μπορούσαν να κρατήσουν τα μικρά του χέρια καταπάνω τους. Η συμμορία έγινε έξαλλη. Ο Πητ, που δεν ήταν κάτι άλλο, παρά ένας κλώνος του Έρικ, μόνο λίγα κιλά πιο αδύνατος από τον αρχηγό του, θύμωσε τόσο που πήρε ένα κομμάτι σπασμένο γυαλί και προσπάθησε να κόψει τον Τέρυ στον πρόσωπο. Με μία γρήγορη κίνηση ο Τέρυ απομακρύνθηκε από το απειλητικό πεδίο του Πητ και εσκφενδόνισε μία πέτρα που βρήκε κατευθείαν το μάτι του Πητ. Ο Πητ ούρλιαξε από τον οξύ πόνο. Οι υπόλοιποι παράτησαν τον Τσάλρι και τον Έρικ να χτυπιούνται μόνοι τους στο έδαφος και πιάσανε τον Τέρυ από τα μπράτσα ακινητοποίωντας τον. Ο Τέρυ έκανε την προσευχή του. Ο Πητ τον χτύπησε τόσο ξαφνικά και τόσο δυνατα στη μύτη, που το σκοτάδι, η ζάλη και ο πόνος αντικατέστησαν για λίγο αυτό που ήξερε ο Τέρυ για τον κόσμο. Ο Τσάρλι άφησε τον Έρικ που κοίτωνταν ακόμα στο έδαφος και πήγε να βοηθήσει τον Τέρυ χτυπώντας τον Πητ. Ο Τέρυ προσπαθούσε να απελευθερωθεί χτυπώντας μανιασμένα τα πόδια και τα χέρια του και ας μην είχε ακόμα συνέλθει. Αίμα έτρεχε από τη μύτη του στο παλιό πουκάμισο που του είχε δανείσει ο Τσάρλι ώστε να «δένει» με την περιοχή. Πριν να είναι πολύ αργά για αυτούς, οι προσευχές του Τέρυ μαγικά φάνηκαν να εισακούστηκαν. Ο σερίφης της περιοχής και δύο τρεις άλλοι αστυνομικοί σφύριζαν και έτρεχαν προς το μέρος των παιδιών που τόση φασαρία είχαν προκαλέσει στο ήσυχο πρωινό των «Σπιτιών».
Ο Πητ παράτησε τον Τσάρλι και τον Τέρυ, άρχισε να τραβάει τον Έρικ και μαζί με τους άλλους χάθηκαν τόσο γοργά όσο και είχαν εμφανιστεί. Ο Τσάρλι ήθελε να τρέξει αλλά ο Τέρυ ήταν σε κατάσταση σοκ, ζαλιζόταν και ήταν εμφανώς πιο αδύναμος.
-Φύγε Τσάρλι, φύγε! Φώναξε ο Τέρυ. Ο Τσάρλι όντως έφυγε αλλά όχι χωρίς να στείλει ένα σύντομο αποχαιρετηστήριο νεύμα στη Μονικ. Η Μονίκ έπιασε αμέσως το χέρι του Τέρυ. «Ακολούθησε με», του είπε και τον πήρε μέσα στο σπίτι. Ο Σερίφης ξεκίνησε να κάνει ερωτήσεις στις γυναίκες.
-Τι κάνει αυτός εδώ μέσα; Ρώτησε η Μαντάμ του σπιτιού, τον μικρό Τέρυ που είχε μόλις περάσει το κατώφλι της πόρτας.
-Γεια σας κυρία, είπε αυτός ευγενικά.
-Γεια σας κυρία; Αυτή άρχισε να γελάει.
Ο Τέρυ, αν και μικρός και αθώος ακόμα, δεν μπορούσε να μην προσέξει, ότι φορούσε μόνο μία κόκκινη βελουδένια ρόμπα, που ήταν ανοιχτή μποροστά ώστε όλοι να βλέπουν τα φρουφρουδένια της εσώρουχα. Ένιωσε έναν κόμπο στο λαιμό του. Το επόμενο πράγμα που θυμάται ήταν ένα έντονο τράβηγμα στο αυτί του. Η Μαντάμ τον οδηγούσε στην πόρτα και αυτός θα μπορούσε να την είχε ακολουθήσει ακόμα και στο τέλος του κόσμου υπό αυτές τις συνθήκες "τραβήγματος". Η Μονίκ έτρεξε από πίσω τους αλλά δεν τόλμησε να διαμαρτυρηθεί στη Μαντάμ.
-Ει, αστυνομικοί, φώναξε η Μαντάμ, θέλετε κάτι; Να πάρτε αυτό. Ο Τέρυ ένιωσε να χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια του και πραγματικά το έχανε καθώς η Μαντάμ τον πέταξε στο πεζοδρόμιο, μπροστά στα πόδια των αστυνομικών.
-Συγγνώμη, ψιθύρισε η Μονίκ.
-Και ποιος είσαι εσύ; Είπε ο Σερίφης.
-Είμαι ο Τέρενς.
-Ποιος Τέρενς;

-Ο Τέρενς Γκράντσεστερ, αυτός είναι ο γιος σας κυρία Μπέικερ; Ρώτησε ο αστυνομικός τη διάσημη ηθοποιό που ήταν ήταν έτοιμη να λιποθυμήσει στο θέαμα του γιου της.
Αλήθεια, ήταν αυτός ο γιος της; Αίμα στη μύτη του, στο λαιμό του, μαύρος κύκλος κάτω από το αριστερό του μάτι, παλιά σκισμένα ρούχα που δεν ήταν καν δικά του.
-Λοιπόν είναι αυτός ο γιος σας; Επιμένει αλλά δεν τον πίστεψα, τα αγόρια λένε πολλά ψέμματα, μπορεί να σας έχει δει πουθενά και…
Η Ελεάνορ κοιτούσε το γιο της βαθιά μέσα στα μάτια, έμοιαζε με ένα μικρό πεσμένο άγγελο που απέφευγε την οπτική επαφή με το Θεό του.
-Ναι, φυσικά και δεν είναι ο γιος σας, δεν θα αφήνατε το γιο σας να γυρνάει στο δρόμο σαν αλήτης και να μπαίνει μέσα σε «μπουρδέλα», συγχωρέστε μου την έκφραση, κυρία. Είστε και γυναίκα υψηλής κοινωνικής τάξης. Η λέξη «μπουρδέλο» χτύπησε την Ελεάνορ σαν κεραυνός. Νόμιζε ότι θα παθεί καρδιακή προσβολή. Δίσταζε να τους αφήσει να περάσουν μέσα στο σπίτι αλλά δεν είχε και άλλη επιλογή.
-Φέρτε τον μέσα, είπε μία μία αυστηρή φωνή.
Οι αστυνομικοί μπήκαν στο σαλόνι. Μαζί τους μπήκε και ο μικρός Τέρυ του οποίου τα μάτια άνοιξαν σαν μεγάλες πιατέλες μόλις αντίκρυσε τη φιγούρα που καθόταν δίπλα στο τζάκι.
-Μπαμπά; Φώναξε.
Ο άντρας που ο Τέρενς αναγνώριζε για μπαμπάς του δεν ήταν άλλος από τον Δούκα Άγγλο ευγενή Ρίτσανρτ Γκράντσεστερ ο ο οποίος δεν ήταν καθόλου ευτυχισμένος βλέποντας το γιο του υπό αυτές τις συνθήκες, ήταν ακόμα χειρότερα δε, όταν άκουσε για αυτές. Αυτό που συνέβη μετά ήταν η αρχή του τέλους για την Έλινορ Μπέηκερ.
-Ε, σε νάρκη έπεσες; Είπε η Μονίκ, που στεκόταν δίπλα στον Τέρενς.
-Μμ, περίπου, απάντησε με ένα γλυκό-πικρο χαμόγελο.
-Έμαθα ότι θα αντιμετωπίσεις τον Σάμουελ την ερχόμενη βδομάδα;
-Ναι, γρήγορα ταξιδεύουν τα νέα εδώ.
-Μόλις στοιχημάτισα σε σένα, είπε η Μονίκ.
-Μην χαλάς τα λεφτά σου άσκοπα, την διόρθωσε κατεβάζοντας μία γουλιά από το ποτό του.
-θα τον γνωρίσεις, εάν μείνεις λίγο ακόμα. Κάνει μία δουλίτσα.
-Ναι το άκουσα, είπε ο Τέρυ. Μπορούσε να περιμένει.
Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
juliet
Candy Star
Candy Star
juliet


Θηλυκό
Αριθμός μηνυμάτων : 1381
Ηλικία : 43
Registration date : 05/09/2009

Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς   Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς Icon_minitimeΠεμ Ιαν 28, 2010 6:20 pm

Ο Σάμουελ κάνει μία δουλίτσα

Παράλληλα σε ένα σκοτεινό και απομωνομένο από τα περίεργα μάτια στενό, βρισκόταν ο Σάμουελ που έκανε την δουλίτσα για τη συμμορία. Έδερνε έναν νεαρό άντρα που δεν φαινόταν να ανήκει στην ίδια κοινωνική τάξη με αυτή του Σάμουελ. Φορούσε ένα γκρι κοστούμι που θα ήταν καθαρό και ατσαλάκωτο εάν ο Σάμουελ δεν έσκιζε το ύφασμα στο γιακά χτυπώντας τον ιδιοκτήτη του στον τοίχο.
Ο νεαρός άντρας έκλαιγε από το φόβο του. Οι πιθανότητες επιβίωσης που είχε ενάντια σε αυτόν το ψυχρόαιμο εβραίο ήταν μηδανινές. Ο Σάμουελ ήταν πολύ δυνατός, ψηλός με καλόγυμνασμένο σώμα.
-Άσε με, άσε με ήσυχο, σε παρακαλώ, φώναζε ο νεαρός.
-θα πληρώσεις με ακούς; Ο Σάμουελ τον τίναξε για άλλη μια φορά στον τοίχο.
-Μη, θα σας δώσω τα λεφτά.
-Α ναι πότε; Παίζεις μαζί μας;
-Χρειάζομαι χρόνο, τουλάχιστον μία εβδομάδα. Α, όχι, όχι, ξανά, φώναξε και πάλι καθώς ο Σάμουελ του χτύπησε κα πάλι το κεφάλι στον τοίχο.
-Τελευταία ευκαιρία, είναι αυτή; Με ακούς; Τελευταία! Θα σε σκοτώσω και εσένα και όποιον άλλο χρειαστεί. Ο Σάμουελ άφησε ελεύθερο το νεαρό άντρα που έπεσε με φόρα στο έδαφος. Ο Σάμουελ μισούσε αυτού του είδους τους ανθρώπους, καθαροί, σοβαροί και ευηπόληπτοι στην επιφάνεια αλλά με πιο βρώμικο μυαλό και χέρια από τα δικά του. Τουλάχιστον αυτός δεν ήταν υποκριτής, στην ουσία δεν είχε κανένα λόγο να είναι. Ανεπισήμως ήταν ένας πυγμάχος που καθάριζε για τις συμμορίες. Έκανε τη δουλειά του και αποσυρόταν. Έφυγε δίχως να ρίξει ούτε μία ματιά στο θύμα του που ήταν ξαπλωμένο στο έδαφος, πληγωμένο, ζαλισμένο και μπερδεμένο. Ο νεαρός άντρας έκλαιγε με μετάνοια για την πρόσφατη ζωή του. Τι είχε κάνει; Στο σπίτι του θειου του στο Σικάγο συζητούσαν ακριβώς αυτό!


Μία αναγκαία απόφαση

-Δεν είσαι σε κατάσταση να πας πουθενά, Άλμπερτ.
-Με αυτούς τους συγγενείς που έχω, δεν φαίνεται να έχω και επιλογές, έχω; Είναι τυχερός που γύριζα νωρίτερα από ότι σκόπευα, είπε ο Άλμπερτ ενώ παράλληλα πρσοπαθούσε να ετοιμάσει τη βαλίτσα του αλλά ξαφνικά ζαλίστηκε και έπεσε αδύναμος στο κρεβάτι. Άρχισε να βήχει τόσο δυνατά που η Κάντυ τρόμαξε. Μετά το επεισόδιο με τον βήχα, έπεσε ανάσκελα στο στρώμα. Το κεφάλι του ήταν βαρύ και δεν μπορούσε να αναπνεύσει άνετα. Κοίταξε το ταβάνι με απελπισμένο ύφος. «Είναι νεκρός», σκέφτηκε «Εάν δεν σηκωθώ από αυτό το κρεβάτι είναι νεκρός» και έκλεισε τα ερεθισμένα από την αρρώστια μάτια του.
-Άλμπερτ γιατί δεν στέλνεις τον Τζωρτζ να τακτοποιήσει αυτό το ζήτημα; Είμαι σίγουρη ότι μπορεί να το διαχειριστεί, πρότεινε η Κάντυ.
Ήταν προφανές ότι δεν είχε άλλη επιλογή από το να στείλει τον Τζωρτζ να κάνει αυτή τη δουλειά που σκόπευε να κάνει ο ίδιος εξ’αρχής. Χρειαζόταν να παραδώσει τα χρήματα που χρώσταγε ο Νηλ στα χέρια όπου πραγματικά έπρεπε να πάνε, να πείσει τον Νηλ να αποκαλύψει τα πάρε-δώσε και τις βρώμικες δουλίτσες του με τη συμμορία, να κλείσει όλα του τα χρέη αλλά και να φέρει πίσω τον Νηλ ακέραιο με τη θέληση του ή και χωρίς αυτήν. Ο Άλμπερτ εμπιστευόταν τον Τζωρτζ αλλά όχι τον Νηλ. Ο Τζωρτζ, όπως και κανείς άλλος, δεν μπορούσε να πιέσει τον Νηλ πέρα από τα όρια που του επέτρεπε η θέση του. Σκεπτόμενος όλα αυτά, ο Άλμπερτ τινάχτηκε όρθιος.
-Τι σκοπεύεις να κάνεις;
-Δεν ξέρω, πως και δεν είδα αυτό νωρίτερα;
-Έλειπες Άλμπερτ, φρόντιζες για άλλες δουλιειές και δεν πρέπει να κατηγορείς τον εαυτό σου. Ξαφνικά έπρεπε να γίνεις κάποιος που ποτέ δεν ήσουν.
-Πράγματι, είπε ο Άλμπερτ, Κάντυ είσαι ένας πραγματικός θησαυρός.
«Μπορεί να έχει συναισθήματα για σένα, ανακάλυψε τα», η Κάντυ θυμήθηκε τα τελευταία λόγια της Άννυ. Είχε; Ήθελε στα αλήθεια να μάθει; Όχι, όχι τώρα.
-Άλμπερτ καλύτερα να ξεκουραστείς.
-Δεν έχω χρόνο.
-Ο Άρτσι, ο Άρτσι μπορεί να πάει.., είπε η Κάντυ με ένα χαμόγελο που έλαμπτε.
Ναι, πράγματι ο Άρτσι και ο Τζωρτζ ήταν επαρκείς για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα του Νηλ. Ναι, η Κάντυ είχε δίκιο. Ο Άλμπερτ την αγκάλιασε από τη χαρά του.
-Κάντυ, θα μου φωνάξεις τον Άρτσι; Είπε με ένα χαρούμενο τόνο.
-Ναι, φυσικά είπε η Κάντυ και έτρεξε στην πόρτα.
Ο Άλμπερτ δεν μπόρεσε να μην προσέξει πως η Κάντυ είχε μεγαλώσει, το σώμα της είχε ωριμάσει καθώς οι γυναικείες καμπύλες του στήθους και της μέσης διεγράφονταν πια ορατά. Τα χρυσά μαλλιά χοροπηδούσαν ελεύθερα στους όμους της. Ήταν στην άνοιξη της.

Μία ξαφνική αναχώρηση.
-Να πάω που; Ο Άρτσι δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος με την ιδέα ότι θα έπρεπε να πάει στην Νέα Υόρκη και να τακτοποιήσει τις οικονομικές εκρεμμότητες του Νηλ με μία από τις τοπικές συμμορίες.
-Στην Νέα Υόρκη. Θα σου εξηγήσει ο Άλμπερτ, με λεπτομέρειες, είπε η Κάντυ.
-Ο Άρτσι; Ο Άρτσι με τις συμμορίες; Φώναξε η Άννυ ανήσυχη. Θα πάω μαζί του.
-Όχι! Διαμαρτυρήθηκε ο Άρτσι,
-Δεν σε αφήνω μόνο σου, του είπε και τον αγκάλιασε με τα μικρά της χέρια. Θα πάμε μαζί. Επίσης μπορώ και να ψωνίσω, Κάντυ θες να έρθεις;
-Τι εκδρομή το περάσατε; Ο Άρτσι δεν πίστευε στα αυτιά του.
-Όχι Άννυ, χρειάζεται να φροντίσω τον Άλμπερτ, απάντησε η Κάντυ.
Η Άννυ την κοίταξε δύσπιστα αλλά κατάλαβε ή τουλάχιστον, έτσι νόμιζε. Ήταν δική της ιδέα βασικά. Επομένως έπρεπε να συνεργαστεί.
-Καλά λοιπόν, είπε η Άννυ, πάω να φτιάξω τα πράγματα μου, λογικά έχει πάντα δρομολόγια για τη Νέα Υόρκη αύριο το μεσημέρι, είπε και εξαφανίστηκε τρέχοντας.
-Ω όχι, δεν πρόκειται…ο Άρτσι ακολούθησε την Άννυ και με τη σειρά του εξαφανίστηκε και αυτός στον διάδρομο. Η Κάντυ γέλασε με τους φίλους της. Έπρεπε να στείλει το γράμμα της στην κυρία Πόνυ, για αυτό και γύρισε στο δωμάτιο της αλλά μόλις άνοιξε την πόρτα της διαπίστωσε ότι είχε επισκέψεις.
-Τι νομίζεις ότι κάνεις εδώ μέσα; Ένα κορίτσι σαν και εσένα δεν έχει καμία θέση σε αυτό το σπίτι, είπε η θεία Ελρόη.
-Ήρθα μόνο για να δω τον Άλμπερτ.
-Τον Ουίλλιαμ εννοείς; Ώστε έτσι τον φωνάζεις; Η Ελρόη έστεκε στη μέση του δωματίου κάνοντας τον χώρο γύρω της να φαίνεται μικρότερος με την επιβλητική και αυστηρή της παρουσία.
-Με ζήτησε, απάντησε η Κάντυ. Αισθανόταν άβολα. Γιατί αυτή η γυναίκα ήταν πάντα τόσο κακία μαζί της; Ακόμα και τώρα.
-Νομίζεις ότι είμαι ανόητη και ότι δεν ξέρω τι κάνεις κάτω από τη στέγη μου. Ήρθες εδώ για να τον αποπλανήσεις, θέλεις να σε παντρευτεί. Έτσι δεν είναι;
-Φυσικά και όχι, διαμαρτυρήθηκε η Κάντυ, κοιτώντας με θυμό την Ελρόη. Μήπως αυτή η γηραιά κυρία είχε αρχίσει να τα χάνει;
-Ω έλα τώρα, τόσο καιρό τον είχες μαζί σου, μόνο ο θεός ξέρει τι του έκανες τότε. Μην το παίζεις αγία. Μπορείς να κοροιδέψεις τον Ουίλλιαμ αλλά όχι εμένα. Θέλω να φύγεις από εδώ μέσα. Και μην τολμήσεις να το κάνεις θέμα στον Ουίλλιαμ και να του διαμαρτυρηθείς για αυτό. Θέλω να φύγεις αμέσως!
-Εντάξει, θα φύγω. Δεν ήθελα να σε δω ποτέ μου, εάν δεν ήταν ο Άλμπερτ, δεν θα πάταγα ποτέ το πόδι μου πίσω ξανά εδώ μέσα. Ποιος θα ήθελε να σε έχει κοντά του; Η Κάντυ ήταν έξαλλη. «Δεν είσαι τίποτα άλλο από μία ψυχρή γριά», της φώναξε. Η Ελρόη ήθελε να τη χαστουκίσει αλλά αντί για αυτό της φώναξε: «ΕΞΩ, ΕΞΩ ΑΠΟ ΕΔΩ!!!». Οπότε η Κάντυ έφυγε σιωπηκά χωρίς να πει καν μία λέξη στον Άλμπερτ, ούτε ένα γεια στην Άννυ και στον Άρτσι. Τους έγραψε σύντομα γράμματα και τα παρέδωσε στον Τζωρτ. Ίσως μία άλλη φορά, όταν η κατάσταση του Άλμπερτ θα βελτιωνόταν, θα έβρισκε λύση στη διένεξη της με τη μεγάλη θεία αλλά όχι, όχι τώρα. Τώρα δεν ήταν η ώρα. Ο Τζωρτζ με καλοσύνη την γύρισε πίσω στο λόφο της Πόνυ, το ένα και αληθινό της σπίτι.

Σοκ στο σπίτι της Πόνυ
Η αδελφή Μαρία και η αδελφή Πόνυ μείναν έκπληκτες που η Κάντυ αποφάσισε να γυρίσει τόσο σύντομα και τόσο ξαφνικά κοντά τους, στη μέση της νύχτας.
-Είναι καλά ο Άλμπερτ; Ρώτησαν με ανησυχία.
-Έχει πνευνομία αλλά είναι καλύτερα τώρα..χρειάζεται ξεκούραση, απάντησε η Κάντυ με ένα βαρύ συναίσθημα στην καρδιά. Ίσως έπρεπε να είχε μείνει ή να του μιλήσει, να μην τον είχε αφήσει τόσο παρορμητικά εξαιτίας της Ελρόη. Τώρα ήταν φυσικά αργά.
-Πρέπει να ξεκουραστείς παιδί μου, σχολίασε η αδελφή Πόνυ, φαίνεσαι εξαντλημένη.
-Φυσικά, α, κυρία Πόνυ, μήπως βρήκατε ένα γράμμα, σε ένα λευκό φάκελο; Ρώτησε διστακτικα.
-Ω ναι, μην ανησυχείς το έστειλα, σε λίγο θα είναι στην Νέα Υόρκη.
-Α ωραία, είπε η Κάντυ γυρνώντας να φύγει. Για μία στιγμή ο χρόνος σταμάτησε γύρω της. «Τι είπε μόλις τώρα;», αναρωτήθηκε. Το μυαλό της Κάντυ φαινόταν να της παίζει περίεργα παιχνίδια εκείνη τη νύχτα. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της, η καρδιά της έχασε ένα χτύπο.
-Τιιιιι!!; φώναξε.
-Το έστειλα, είσαι καλά Κάντυ; Η κυρία Πόνυ έτρεξε στο πλάι της.
-Είμαι καλά, είπε η Κάντυ αλλά αισθανόταν τα πόδια της να τρέμουν ξαφνικά. Πότε το στείλατε κυρία Πόνυ; Ρώτησε, όσο πιο ήρεμα και αργά μπορούσε, με κρυμμένη απόγνωση πίσω από τα φωτεινά της μάτια.
-Χτες, πόσο παίρνει να φτάσει ένα γράμμα στη Νέα Υόρκη; Με το τρένο, μία, δύο μέρες το πολύ. Αλλά το μυαλό της Κάντυ ξαφνικά είχε χάσει την αίσθηση των ημερών, του χρόνου και του τόπου. Δεν άκουσε καν την τελευταία φράση της κυρίας Πόνυ. Απλώς πήγε μέσα στο δωμάτιο της και έκλεισε την πόρτα πίσω της.
Τι του είχε γράψει; Το ήταν μέσα σε αυτό το γράμμα; Δεν μπορούσε να θυμηθεί. Κενό, το μυαλό της ήταν απόλυτα κενό. Οι σκέψεις της πλέον δεν έρχονταν. Δεν μπορούσε να σκεφτεί, δεν μπορούσε να κουνηθεί, κοιτούσε με άδειο μυαλό και βλέμμα τον τοίχο απέναντι της. Τι σκεφτόταν;
Ήταν τόσο εύκολο να μείνει μακριά, να κρατήσει το μυαλό της απασχολημένο με την καθημερινότητα, να ζει μεσα στην πλήρη άρνηση αλλά τώρα ήταν τόσο δύσκολο να τον αντιμετωπίσει, τόσο δύσκολο να πει ένα απλό «γεια». Πως ήταν αυτό δυνατόν; Είχε γυρίσει πίσω την πρόσκληση της Έλινορ, είχε αρνηθεί να πάει και να δει τον Άμλετ, είχε κλείσει τα μάτια, τα αυτιά της, την καρδιά της σε όλες τις προκλήσεις. Γιατί; Γιατί ένα απλό, συνηθισμένο, καθημερινό «γεια», αυτό που λες και στους αγνώστους ήταν πολύ, μα πάρα πολύ επώδυνο.
Ανέπνεε τον αέρα λες και ήταν ετοιμη να πάθει κρίση πανικού. «Ηρέμησε», έλεγε στον εαυτό της, «Μπορείς να το κάνεις, μπορείς να το κάνεις». «Μπορεί να μην κάνει τίποτα, να μην γράψει τίποτα, να μην πει τίποτα». «Μπορεί να τα τινάξει όλα στον αέρα, θα το κάνει, εάν το κάνει…». «Πρέπει να τον σταματήσω, πριν να..». Η λέξη Ροκστόουν πήδησε μέσα στο μυαλό της από το πουθενά. Ο χειρότερος της εφιάλτης αναδυόταν από τη σκούρα θάλασσα της σκέψης της ολοζώντανος. «Σε άφησα εκεί, γιατί εάν είχα μείνει, εάν σε είχα έρθει κοντά σου, εάν σε είχα αγγίξει, σε μύριζα, δίπλα μου αυτό θα ήταν το τέλος. Έφυγα…ναι έφυγα. Μόλις κατάλαβα ότι βρήκες το κουράγιο και την δύναμη να παλέψεις και πάλι για τον εαυτό σου, σε άφησα». «Πόσο, πόσο σε αγάπησα».

Η Κάντις Γουάιτ Άρντλευ έκλαψε τόσο πολύ εκείνη τη νύχτα που το πρωινό φως του ήλιου την βρήκε αναίσθητη στο πάτωμα. Αυτή τη φορά έπρεπε να αντιμετωπίσει αυτό που ερχόταν και ερχόταν τόσο γρήγορα σαν τον τρένο για τη Νέα Υόρκη.
Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
juliet
Candy Star
Candy Star
juliet


Θηλυκό
Αριθμός μηνυμάτων : 1381
Ηλικία : 43
Registration date : 05/09/2009

Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς   Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς Icon_minitimeΠαρ Ιαν 29, 2010 5:21 pm

Το πρώτο κεφάλαιο ο ''άντρας του Καθήκοντος" είναι και πάλι συμπληρωματικό και μπορείτε και αυτό να το παραλείψετε. Ωστόσο επειδή ποτέ δεν είχαμε μία ολοκληρωμένη εκδοχή του χωρισμού είπα να γράψω τη δική μου ή μάλλον αυτή του Ρίτσαρντ.

Ο Άνδρας του Καθήκοντος

Ο Δούκας Ρίτσαρντ Γκράντσετερ είχε να δει τον Τέρενς περισσότερο από δύο χρόνια. Ο Ρίτσαρντ ζούσε στην Αγγλία, συγκεκριμένα στο Λονδίνο και παρόλο που ήταν ο σύζυγος μίας αριστοκρατικής γυναίκας που προερχόταν από την ανώτερη κοινωνική τάξη καθώς και ο πατέρας των τριών μικρότερων παιδιών της δεν μπορούσε να αρνηθεί το γεγονός ότι ο πρωτότοκος γιος του ήταν η μεγαλύτερη του αδυναμία, για πολλούς λόγους.
Ο Τέρενς ήταν πάντα η ντροπή του πατέρα του.
Ως έφηβος ο Τέρυ προκαλούσε πάντα το μένος του πατέρα του με την παραβατική του συμπεριφορά προς τους κοινωνικούς κανόνες. Έδειχνε συνεχώς την ασέβεια του στην καινούρια σύζυγο. Ήταν τόσο κακόκεφος και αναιδής στους ανθρώπους της ίδιας του της κοινωνικής κάστας που ο Δούκας δεν είχε άλλη επιλογή από το να τον στείλει εσωτερικό στο κολέγιο του Σαιν Πολ, εσώκλειστο στην ίδια του την πατρίδα.
Αλλά από όλα τα μειονεκτήματα του Τέρυ αυτό που ο δούκας δεν μπορούσε να ανεχτεί καθόλου ήταν το παγερό και απειλητικό βλέμμα του γιου του. Ένα βλέμμα που αποκάλυπτε όλο το θυμό κα την οργή του Τέρυ για τον πατέρα του. ‘Ένα βλέμμα που έλεγε: «Είσαι φταις για αυτό που έγινα και για αυτό που δεν αντέχεις σήμερα να βλέπεις». Σίγουρα ο Τέρυ δεν ήταν εύκολο παιδί, αυτό ο Ρίτσαρντ το ήξερε από την αρχή ακόμα. Τα πρώιμα χρόνια της ζωής του ο Τέρενς τα έζησε με την μητέρα του στην Αμερική, έχοντας ξεφύγει από τον έλεγχο της, γυρνώντας ελεύθερος στις χειρότερες συνοικίες της Νέας Υόρκης, μπλέκοντας σε καβγάδες, έχοντας φίλους από τον υπόκοσμο. Η Έλινορ, απασχολημένη με την τέχνη της και το νοικοκυριό της, δεν έθεσε ποτέ αυστηρούς κανόνες, αγνοώντας εσκεμμένα ή μη, ότι ο Τέρενς ήταν δεν ήταν ο γιος οποιουδήποτε άντρα, αλλά ο γιος ενός Δούκα και κάποια μέρα θα έπρεπε να αντιμετωπίσει και αυτός το πρωτόκολλο.
Τη νύχτα που είδε τον μικρό Τέρυ να μπαίνει στο σπίτι της Έλινορ με τη συνοδεία των αστυνομικών, πληγωμένο και λερωμένο, ο Ρίτσαρντ αποφάσισε ότι η Έλινορ δεν άξιζε το γιο του. Έπρεπε να τον πάρει μακριά και να τον μεγαλώσει σαν αριστοκράτη. ‘Ετσι ο Ρίτσαρντ του δίδαξε ακριβώς αυτό. Του έμαθε τι σημαίνει «τιμή» και «αξία», του δίδαξε τα δικαιώματα αλλά και τις υποχρεώσεις του. Ήθελε να κάνει το γιο του διάδοχο του βασιλικού του τίτλου, σαν και αυτόν. Έναν αληθινό ευγενή.
Λεγόταν και ακουγόταν ότι ο Ρίτσαρντ Γκράντσεστερ ήταν ένα υπέροχος άνδας που εφάρμοζε τους τυπικούς κανόνες ακόμα και στην καθημερινή του ζωή. Ένας ακέραιος ευγενής, ένα γνήσιο ζωντανό παράδειγμα της κοινωνικής του κάστας. Λεγόταν και ακουγόταν ότι ήταν άνθρωπος του καθήκοντος.
Αλλά δεν ήταν απόλυτα σωστό ή αν θέλουμε να το θέσουμε ακόμα πιο δίκαια, ήταν η μία όψη του νομίσματος, αλλά και όχι και η μοναδική, όπως καταλαβαίνετε.
Γιατί αν ρωτήσετε τον Ρίτσαρντ Γκράντσεστερ θα σας πει ότι δεν ήταν δική του απόφαση να αφήσει πίσω την μητέρα του γιού του. Στο κάτω-κάτω ήταν άνθρωπος του καθήκοντος, πως θα μπορούσε να το έχει κάνει αυτό;
Αντιθέτως θα σας έλεγε ότι ήταν δική της επιλογή να μείνει στην Αμερική, να παραμείνει ηθοποιός στο επάγγελμα και να βάλει το επάγγελμα παραπάνω από την οικογένεια. Και αυτός ήταν και ο κύριος λόγος που ποτέ πια δεν ήθελε να την δει. Δεν πληγώθηκε γιατί ήθελε να είναι ηθοποιός, πληγώθηκε γιατί πολύ απλά τον απέρριψε.
Και ορίστε οι δύο όψεις του νομίσματος: Ήταν πάντα ο άντρας του καθήκοντος αλλά καταβάθος ήταν απλώς ένας ακόμα άντρας. Ένας άντρας ερωτευμένος με τη γυναίκα που του χάρισε τον πρώτο του γιο, το διάδοχο του.
Υπήρξε μία μικρή χρονική περίοδος που ο Ρίτσαρντ και η Έλινορ τα πήγαιναν πολύ καλά μεταξύ τους. Ζούσαν μαζί και χώρια, όπως τους βόλευε, πότε Αμερική, πότε Αγγλία, δεν είχε σημασία. Σημασία είχε ότι μοιράζονταν τα ίδια όνειρα και ότι μία μέρα θα γίνονταν μία κανονική τυπική οικογένεια. Αλλά όταν έφτασε εκείνη η ώρα των αποφάσεων, η Έλινορ τρόμαξε στην ιδέα ότι θα έπρεπε να αφήσει πίσω της την Αμερική, τόσα χρόνια προσπάθειας πάνω στη σκηνή και να γίνει η γυναίκα του Δούκα, ζώντας την υπόλοιπη ζωή της σύμφωνα με το πρωτόκολο.
Την παρακάλεσε, την μάλωσε, την απείλησε, της έκανε έρωτα και όταν όλες οι προσπάθειες του έπεσαν στο κενό, τη μίσησε. Ήθελε και ο Τέρυ να την μισήσει. Αυτή θα ήταν η εκδίκηση του σε μία γυναίκα που δεν είχε τιμή, καμία συναίσθηση του καθήκοντος απέναντι στο γιο του και κανέναν σεβασμό για τον πατέρα.
Ο Τέρυ του τη θύμιζε πάρα πολύ. Τα καλοσχηματισμένα όμορφα ευγενικά της μάτια, το χαμόγελο της και οι εκφράσεις της συνέχιζαν να ζουν με τον Ρίτσαρντ όταν ο Τέρυ ήταν δίπλα στον πατέρα του.
«Αλλά τώρα δεν είναι πια εδώ», σκέφτηκε ο Ρίτσαρντ. Είχε χάσει μητέρα και γιο, όπως είχε χάσει και τα όνειρα της νιότης του. Με ένα διακριτικό τρόπο μάθαινε πάντα τα νέα του Τέρυ. Γνώριζε ότι ήταν πλέον ένας διάσημος ηθοποιός με πολλές νεαρές θαυμάστριες και ένα λαμπρό μέλλον μπροστά του. Ήξερε επίσης ότι ο γιος του χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο Γκράχαμ αντί για το πατρικό Γκράντσεστερ στη σκηνή. Ήξερε ακόμα ότι ο γιος του ήταν πολύ ασταθής συναισθηματικά κοντά έναμισι χρόνο τώρα. «Χρειάζεται να κάνω κάτι, Έλινορ, ανίκανη και πάλι…», σκεφτόταν καθώς το πλοίο του διέσχιζε τα μανιασμένα κύμματα του Ατλαντικού στο ταξίδι του για το λιμάνι της Νέας Υόρκης.

Σουζάνα
Ο Τέρενς βάδιζε πίσω στο διαμέρισμα του μετά από νύχτα γεμάτη ουίσκι στο Μπαρ όπου η Μονίκ δούλευε και ο Έρικ διεύθυνε. Αυτή τη φορά το είχε παρακάνει. Ήταν σχεδόν ξημέρωμα, η ήλιος ανέτειλε στον ορίζοντα αλλά ο Τέρενς ήταν τόσο μεθυσμένος που χρειαζόταν να πιάνεται από τους τοίχους των κτιρίων που περνούσε για να μην αποκοιμηθεί στη μέση του δρόμου.
Θυμήθηκε το αγριεμένο πρόσωπο του Σάμουελ όταν οι δυο τους είπαν το πρώτο τους και μοναδικό «Γεια», τα δάχτυλα της Μονίκ σε όλο του το σώμα σε ένα χορό διαστροφής που κράτησε όλη τη νύχτα. Σεξ και αλκόολ, τι θανατηφόρος συνδυασμός. Είχε κοιμηθεί πάνω στο στήθος της Μονίκ και ήταν οι φωνές του Έρικ που τον ξύπνησαν από τα ομιχλώδη όνειρα του.
-Ξύπνα παλιομπάσταρδε και σήκω από το κορίτσι μου…είπε ο Έρικ. Ο Τέρενς δεν είχε καμία αντίρρηση να τσακωθεί για άλλη μια φορά μαζί του αλλά ο Έρικ δεν είχε καμία διάθεση να τσακωθεί άλλη μία φορά μαζί του και μετά το διάσημο ρητό του τελευταίου: «Όχι φασαρίες στο μπαρ μου» και μία μικρή λεκτική διένεξη, ο Τέρενς έφυγε σαν κύριος.
Το δυστυχές γεγονός ήταν ότι ο Τέρυ ήταν ακόμα μεθυσμένος, πολύ μεθυσμένος για την ακρίβεια. Γελούσε με τον εαυτό του και με το σαρκαστικό του χιούμορ φανταζόταν τα πρωτοσέλιδα και τους τίτλους των εφημερίδων εάν ο τύπος ανακάλυπτε τη διπλή ζωή του και τις κρυφές του ασχολίες. Ω αυτό θα ήταν πολύ ωραία έκπληξη για όλες τις νεαρές θαυμάστριες του κύκλου του και τις αυστηρές μαμάδες τους όταν θα το ανακάλυπταν. «Τέρενς Γκράχαμ, ο αλκοολικός της Νέας Υόρκης», «Σκάνδαλο: Ο πιωμένος Άμλετ», «Πληρωμένο σεξ: Σουζάνα, δεν δίνεις αρκετά;».
Γελούσε μέχρι δακρύων και οι πολίτες της Νέας Υόρκης που πήγαιναν στις πρωινές δουλείες τους τον κοιτούσαν λες και ήταν ψυχασθενής. Αναρωτιόταν αν τον αναγνώριζαν.
Μπήκε στην πολυκατοικία που βρισκόταν το διαμέρισμα του. Η σπιτονοικόκυρα του που ξυπνούσε πάντα πολύ πρωί για να καθαρίσει το κτίριο, κούνησε το κεφάλι της αποδοκιμαστικά μόλις τον αντίκρυσε.
-Χρειάζεσαι βοήθεια; τον ρώτησε.
-Όχι, είμαι μία χαρά, της είπε.
-Ναι καλά! Του ανταπάντησε και ανέβηκε μαζί του τις σκάλες.
-Ω σε ευχαριστώ για την παρέα! Είσαι η καλύτερη σπιτονοικοκυρά που ξέρω. Όχι ότι ξέρω και άλλη…αλλά θα έχει και χειρότερες, της είπε γελαστά. Του άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος.
-Ορίστε! του είπε και έκλεισε την πόρτα πίσω της φεύγοντας. Ο Τέρυ έπεσε νεκρός στο κρεβάτι του και έκλεισε τα μάτια. Τυλίχτηκε σε ένα βαθύ ύπνο.

Όταν άνοιξε τα μάτια του ήταν μεσημέρι. Είχε έναν πολύ άσχημο πονοκέφαλο αλλά ο πονοκέφαλος ήταν μία συνηθισμένη κατάσταση για αυτόν το τελευταίο διάστημα της ζωής του, επομένως δεν είχε κανένα λόγο να παραπονιέται. Πήγε στο νεροχύτη της κουζίνας για να φτιάξει καφέ αλλά καθώς περπατούσε, αισθάνθηκε ότι πάτησε κάτι. Ήταν ένας λευκός φάκελος χωρίς όνομα αποστολέα πάνω. Τον άνοιξε. Ω, η Σουζάνα! Ναι, πάλι η Σουζάνα.

Αγαπημένε μου Τέρυ,
Συγγνώμη για τον μικρό καυγά μας. Η μητέρα μου σου κτύπησε την πόρτα χτες βράδυ αλλά έλειπες. Της είπα να περάσει πάλι σήμερα το πρωί και να σου αφήσει απλώς αυτό το μηνυμα. Σε παρακαλώ, πέρνα να με δεις και να πούμε το μεσημέρι πριν πας στην πρόβα. Δεν θέλω να είμαστε μαλωμένοι.
Σ’ευχαριστώ,
Σουζάνα.
«Ωραία» σκέφτηκε, το μεσημέρι είχε σχεδόν τελειώσει. Θα έπρεπε να βρει μία δικαιολογία αργότερα καθώς δεν ήθελε να πληγώσει τα συναισθήματα της. Αλλά από την άλλη ήθελε και να την αποφύγει. Ήθελε να αισθανθεί και πάλι ελεύθερος από αυτήν, από το καθήκον του. Ήξερε όμως ότι δεν υπήρχε δρόμος διαφυγής. Καμία πίσω πόρτα, καμία έξοδος κινδύνου.

«Χτες πέθανα, το αύριο αιμορραγεί
Πέφτω στο φως του ήλιου σου
Το μέλλον είναι ανοιχτό πέρα από την πίστη
Για να μάθω ότι η ελπίδα πεθαίνει
Χάνωντας αυτό που βρήκα, ένας κόσμος τόσο κούφιος
Περιορισμένος στον συμβιβασμό
Η σιωπή αυτού του ήχου σύντομα ακολουθεί
Κάπως ηλιοβασίλεμα».

Shattered, Yesterday


Κάποια μέρα θα την παντρευόταν και θα την έκανε ευτυχισμένη. Όσο όμως αυτή η μέρα εξαρτιόταν από αυτόν, αυτή η μέρα έπρεπε να περιμένει. Επειδή δεν ούτε ο ίδιος ευχαριστημένος με τον εαυτό του και δεν μπορούσε να προσφέρει κάτι που δεν είχε. Για αυτό είχε κρατήσει χαμηλό προφίλ στη ζωή της Σουζάνας. Ο Τέρυ τα σκεφτόταν όλα αυτά καθώς έπινε τον καφέ του. Μετά το ατύχημα είχε τρυφερά συναισθήματα για αυτήν, ήθελε να είναι δίπλα της και να τη στηρίξει με τον δικό του τρόπο. Είχε όνειρα τότε. «Ήμουν μόνο ένα ρομαντικό αγόρι τότε», σκέφτηκε και ξαφνικά αισθάνθηκε ένοχος απέναντι στον εαυτό του. Αλλά η Σουζάνα ποτέ δεν του επέτρεψε να την αγαπήσει όπως εκείνος πραγματικά σκόπευε, με έναν τρόπο θα του επέτρεπε να αποκαλύψει την τρυφερότητα και τα αληθινά του συναισθήματα. Η Σουζάνα το βράδυ που αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει, ξεκαθάρισε ότι δεν θα δεχόταν τίποτα λιγότερο από αυτό που ήθελε η ίδια. Και εδώ είμαστε… «Εσύ με αγαπάς και εγώ….». Ο Τέρενες σταμάτησε να σκέφτεται. Πήγε στο μπάνιο και μετά το ντους, ντύθηκε και ετοιμάστηκε να φύγει για το θέατρο αλλά όταν άνοιξε την πόρτα…
-Γεια σου Τέρυ, είπε ο Ρίτσαρντ.
-Πατέρα; Ο Τέρενς κοίταζε λες και έβλεπε φάντασμα.
-Βγαίνεις;
-Ναι, είπε ο Τέρυ, ανακτώντας και πάλι το ψύχραιμο και αδιάφορο βλέμμα του.
-Θα μου επιτρέψεις να σε συνοδέψω, θα ήθελα να συζητήσουμε.
-Να συζητήσουμε;
-Ναι, θα σε πείραζε; Ρώτησε ο Ρίτσαρντ.
-Ναι, θα με πείραζε, απάντησε ο Τέρυ και έκλεισε την πόρτα στο πρόσωπο του Ρίτσαρντ καθώς έκανε μία βιαστική έξοδο.

Εισητήριο άνευ επιστροφής για τη Νέα Υόρκη
Η Κάντυ ετοίμασε τις βαλίτσες της και στέγνωσε τα δάκρυα της. Με υπομονή στεκόταν στην πλατφόρμα του σιδηροδρομικού σταθμού του Σικάγου για το τρένο που θα την πήγαινε στο προορισμό της. Αν και το τρένο ήταν ήδη μπροστά της, με τις πόρτες ανοικτές και τους επιβάτες να επιβιβάζονται, εκείνη απλά στεκόταν, διστάζοντας να μπει μέσα. Βρισκόταν σε κατάσταση ύπνωσης. Δεν είχε ιδέα τι θα του έλεγε, είτε σκόπευε ή δεν σκόπευε να στείλει αυτό το γράμμα, η ουσία ήταν ότι εξέφραζε την αγάπη της, τις βαθύτερες σκέψεις της, τις πιο βαθιές της επιθυμίες. «Ο Τέρυ δεν είναι ανόητος, μόλις το διαβάσει θα δει, θα καταλάβει ότι μου λείπεο και ότι τον αγαπώ ακόμα». «Ω θέε μου, τι θα του πω; Τι θα κάνω; Υποτίθεται ότι δεν βλέπουμε ο ένας τον άλλο αλλά η κυρία Πόνυ έκανε το θαύμα της και…τώρα είμαι στα χαμμένα. Στα χαμμένα θα είσαι και εσύ όταν το διαβάσεις. Πρέπει να σου εξηγήσω, πρέπει να καταλάβεις ότι δεν είχα σκοπό να..Ποτέ! Ποτέ! Να πάρω πίσω την υπόσχεση μου, την απόφαση μου».
«Πως το άφησα αυτό να συμβεί; Πως; Εάν δεν είχε χτυπήσει η πόρτα, εάν δεν είχα φύγει τόσο βιαστικά, εάν η κυρία Πόνυ..δεν». «Έλα τώρα, Κάντυ, μάζεψε τον εαυτό σου», φώναξε ξαφνικά κάνοντας όλους τους επιβάτες να γυρίσουν τα κεφάλια της και να την κοιτάξουν με περιέργεια. «Α ωραία, τώρα γίνεσαι και μόνη σου ρεζίλι, μπροστά σε όλους», μάλωσε τον εαυτό της. Πως γινόταν και η ελάχιστη επίδραση του Τέρυ πάνω της είχε πάντα το ίδιο -ξεκαρδιστικό για τους άλλους και ντροπιαστικό για αυτήν- αποτέλεσμα, ιδέα δεν είχε. Και ξαφνικά από το πουθενά οι χειρότερες σκέψεις πέρασαν από το μυαλό της. «Μπορεί να μη σημαίνω τίποτα πια για αυτόν, μπορεί να είναι ερωτευμένος με τη Σουζάνα…». Ανοιγόκλεισε τα μάτια της και τίναξε το κεφάλι της.
«Ναι και όχι, έτσι θα έπρεπε αλλά;», «Τι κάνω εδώ; Πρέπει να φύγω τώρα! Να γυρίσω πίσω στο σπίτι της Πόνυ όπου και ανήκω. Θα του γράψω ένα μικρό γράμμα όπου θα του ζητήσω να ξεχάσει αυτό που του έστειλα, να περιφρονήσει αυτό το μεγάλο γράμμα και αυτό θα είναι το τέλος όλων των προβλημάτων». Την ίδια στιγμή το τρένο για την Νέα Υόρκη άρχισε να παίρνει μπροστά. Ενώ οι περισσότεροι επιβάτες με τις βαλίτσες του επιβιβάζονταν μέσα αποχαιρετώντας τους αγαπημένους τους, η Κάντυ άφηνε πίσω της την αποβάθρα. Τη στιγμή όμως που πέρναγε την έξοδο της πλατφόρμας, ένα γυναικείο λευκό χέρι της άρπαξε το μπράτσο. Η Κάντυ γύρισε ξαφνιασμένη στο πλάι αλλά αυτό που είδε την έκανε να σαστίσει ακόμα περισσότερο.
-Κάντυ, τελικά ήρθες! Έλα θα χάσουμε το τρένο, βιάσου! Φώναξε η Άννυ. Γρήγορα δώσε τη βαλίτσα σου στον Άρτσι.
-Όχι, Άννυ, δεν κατάλαβες εγώ..! προσπαθούσε να εξηγήσει με τα πόδια καρφωμένα στο έδαφος ενώ η καλύτερη της φίλη της τράβαγε το χέρι.
-Τι κάνετε εσείς εδώ; Δεν είναι ώρα για συζήτηση, είπε ο Άρτσι που εμφανίστηκε πίσω της από το πουθενά., αν και το προσώπο του άμεσως φωτίστηκε όταν την είδε.
-Α δεσποινίς Κάντυ! Πάμε, γρήγορα, θα χάσουμε το τρένο! Φώναξε και ο Τζωρτζ με τις βαλίτσες. που ακολουθούσε πίσω από τον Άρτσι.
Η Κάντυ πήρε μία βαθιά ανάσα.
Το τρένο ξαφνικά σφύριξε με βιασύνη, η μηχανή ακούστηκε έτοιμη και οι τροχοί αρχίσαν να γυρνάνε. Και φύγαμε! Η Κάντυ δεν μπορούσε παρά να αισθάνεται πως είχε πιαστεί μέσα σε μία παγίδα, ένα ανόητο αστείο της μοίρας. Δεν είχε επιλογή από το να αποδεχτεί και αυτό ακόμα.


Έχει επεξεργασθεί από τον/την juliet στις Παρ Ιαν 29, 2010 9:36 pm, 1 φορά
Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
juliet
Candy Star
Candy Star
juliet


Θηλυκό
Αριθμός μηνυμάτων : 1381
Ηλικία : 43
Registration date : 05/09/2009

Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς   Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς Icon_minitimeΠαρ Ιαν 29, 2010 9:26 pm

«Τέρυ Γκράντσεστερ, Στράντφορντ Θέατρο, Νέα Υόρκη»

-Α, Τέρυ εδώ είσαι! Είπε η Κάρεν.
-Τι θέλεις; Ρώτησε ο Τέρυ απλώνοντας μακιγιάζ στο πρόσωπο του.
-Τα καταφέρνεις; Ρώτησε αυτή, κοιτάζοντας τον μέσα από τον καθρέπτη.
-Τι; Α το μακιγιάζ; Πρέπει να προσπαθήσω, απάντησε. Πες μου τι θέλεις.
-Σου έφερα ένα γράμμα, ήρθε νωρίτερα αλλά δεν ήσουν εδώ. Τον πλησίασε και του παρέδωσε ένα λευκό φάκελο. «Τέρυ Γκράντσεστερ, Στράντφορντ Θέατρο, Νέα Υόρκη». Ο Τέρυ κοίταξε τον φάκελο καχύποπτα. Έγραφε Γκράντσεστερ και αυτό δεν ήταν το όνομα με το οποίο τον ήξεραν οι θαυμάστριες του αλλά από την άλλη είχε έρθει στο θέατρο και όχι στο σπίτι του. Ποιος θα μπορούσε να είναι;
-Σε ευχαριστώ, Κάρεν, είπε.
-Μμ, το πρόσωπο σου φαίνεται καλύτερα αλλά και πάλι χρειάζεσαι λίγη διόρθωση, είπε και πήρε το make-up στα δικά της έμπειρα χέρια. Απαλά του έβαλε τη βάση στα πιο πρησμένα μέρη του προσώπου του.
-Η Κυρία Μάρλλου ήταν πριν εδώ και σε έψαχνε, είπε ότι έχεις εξαφανιστεί από χτες το απόγευμα και δεν ανοίγεις την πόρτα. Ο Ρόμπερτ επίσης ανησυχεί και θα ήθελε να σου μιλήσει, τώρα είσαι πολύ καλύτερα, κοίτα και μόνος σου, του είπε αυτή.
-Ναι, μάλλον είναι πολλοί άνθρωποι εκεί έξω που θέλουν να μου μιλήσουν.
-Δεν ξέρω και δεν με εμδιαφέρει η κυρία Μάρλοου, αλλά δεν μπορείς και δεν πρέπει να αποφεύγεις τον Ρόμπερτ, του είπε η Κάρεν. Θα σε δω μετά, πρόσθεσε και με ένα δεσποτικό αέρα βγήκε από το καμαρίνι του Τέρυ.
«Ο πατέρας μου, η κυρία Μάρλοου, ο Ρόμπερτ! Ποιος άλλος;» Ίσως θα ήταν καλύτερα αν κρυβόμουν, δεν είναι τίποτα που να θέλω περισσότερο από την ησυχία μου. Γιατί οι άνθρωποι θέλουν να ενοχλούν τους άλλους; Εγώ δεν ενοχλώ κανένα». Ξαφνικά άκουσε τη φωνή του βοηθού σκηνής να φωνάζει την έναρξη για την πρόβα. Έβαλε το γράμμα βιαστικά στην τσέπη του σακακιού του και βγήκε από το καμαρίνι του για να κάνει τη συνηθισμένη του πρόβα.

Οι 4 ταξιδιώτες
Και ενώ μία ακόμα πρόβα λάμβανε χώρα στη σκηνή του Στραντφορντ, το τρένο με τους 4 επιβάτες συνέχιζε το ταξίδι του. Ο Άρτσι και ο Τζωρτ είχαν αποκοιμηθεί στα καθίσματα τους. Η Άννυ και η Κάντυ είχαν και αυτές τις δικές του στιγμές χαλάρωσης. Η Κάντυ αισθανόταν κουρασμένη μετά από τόσα ταξίδια. «Λόφος της Πόνυ, Σικάγο, Λόφος της Πόνυ, Σικάγο και τώρα Νέα Υόρκη». Την τελευταία φορά που επιβάστηκε σε αυτό το τρένο, κάνοντας αυτή τη διαδρομή ήταν γεμάτη από όνειρα και από ελπίδες για το μέλλον. Τώρα δεν είχε καμία. «Ακόμα δεν ξέρω τι θα του πω. Δεν αισθάνομαι καλά που είμαι εδώ σε αυτό το τρένο, μακάρι να μην είχα ακολουθήσει την Άννυ στο σταθμό αλλα φαίνεται ότι ένα κομμάτι μου θέλει να πάει, να τον δει ακόμα μία φορά, ξανά.» Προσπάθησε να διώξει μακριά τις σκέψεις της που πετάγονταν μέσα στο κεφάλι της σχετικά με τη μελλοντική τους συνάντηση. «Εάν συνεχίσω να το σκέφτομαι, θα αρχίσω να τρελαίνομαι και μπορεί να πηδήξω από αυτό το κινούμενο τρένο». Προσπάθησε να κρατήσει μακριά τις σκέψεις της. Ένιωσε το κεφάλι της Άννυ να κουνιέται. Η Άννυ σιγά σιγά ξυπνούσε από έναν ωραίο και ήρεμο υπνάκο, δίπλα στη φίλη της. Χασμουρήθηκε και τεντώθηκε.
-Α Κάντυ μου, κοιμήθηκα. Ταξιδεύουμε για πολύ ώρα τώρα.
-Ναι, είπε κοιτώντας τις γκρι πεδιάδες που απλώνονταν έξω από το παράθυρο της.
-Το ξέρεις ότι έπρεπε να μας το πεις ότι η θεία Ελρόυ σε πέταξε έξω από το σπίτι.
-Και να ανησυχήσω τον Άλμπερτ; Ανησυχώ αρκετά για αυτόν για να τον κάνω να φωνάζει. Δεν μ’αρέσει να προκαλώ προβλήματα.
-Ναι αλλά θα έπρεπες. Χάρηκα τόσο πολύ όταν σε είδα με τη βαλίτσα σου στο σταθμό του Σικάγου. Είναι πολύ ωραίο που αποφάσισες να έρθεις. Άσε τους άντρες να ασχοληθούν με τον Νηλ, εμείς θα πάμε για ψώνια και φαγητό, θα διασκεδάσουμε, είπε η Άννυ με ενθουσιασμό.
-Άννυ φαίνεται ότι χρειαζόσουν αυτό το ταξίδι.
-Πράγματι. Δεν είναι ότι καλύτερο να μένω με τη θεία Ελρόυ, η Ελίζα επισκέπτεται τακτικά το σπίτι. Την μισω!
-Άννυ; Η Κάντυ ήταν έκπληκτη με τα τόσο έντονα συναισθήματα της φίλης της.
-Αλήθεια. Δεν της αξίζουν όλα όσα έχει και μόνο για να δημιουργήσει προβλήματα έρχεται. Αυτές οι βρώμικες ιδέες για τις οποίες σου μίλησε η Ελρόυ, θα ήταν σίγουρα της Ελίζας. Πόσο θα ήθελα να παντρευτείς τον Άλμπερτ και να της δώσει ένα πραγματικό λόγο για να γκρινιάζει.
-Άννυ, δεν μπορώ, δεν μπορώ να παντρευτώ τον Άλμπερτ, απάντησε δειλά η Κάντυ. Η Άννυ κοίταξε τη φίλη της, φαινόταν μπερδεμένη και αβέβαιη.
-Γιατί; Είπε η Άννυ με απογόητευση.
-Βλέπεις είναι ότι τώρα ξέρω πως αυτό που αισθάνομαι για τον Άλμπερτ είναι αγάπη, αλλά είναι μία τρυφερή, καλοσυνάτη αγαπη που είναι κατάλληλη μόνο για φιλία.
-Ω, κατάλαβα, απάντησε η Άννυ με λυπημένο βλέμμα. Ήλπιζε ότι με τον καιρό το μυαλό της Κάντυ θα άλλαζε, θα προσαρμοζόταν στις καινούριες συνθήκες και τις καταστάσεις και θα σκεφτόταν πιο πολύ λογικά παρά συναισθηματικά.
-Γιατί δεν κάνεις άλλη μία προσπάθεια; Προσπάθησες να καταλάβεις τις σκέψεις του; Η Άννυ επέμενε με την πίστη οτι ο χρόνος εκτός από γιατρός είναι και προξενήτρα.
-Δεν έχει σημασία, απάντησε η Κάντυ με ένα απαλό, ήρεμο τόνο.
«Κάντυ άλλαξες τόσο πολύ», σκέφτηκε η Άννυ, «Έχεις χάσει το κουράγιο και την πίστη στον έρωτα αλλά θα το ξεπεράσεις».
-Ξέρεις, έχεις ξεχάσει την αγάπη γιατί η καρδιά σου πληγώθηκε και έχασες την πίστη σου αλλά θα τα ξαναβρείς όλα αυτά, είσαι άλλωστε τόσο νέα, είπε η Άννυ αισιόδοξα, προσπαθώντας να «δέσει τις πληγές της φίλης της.
-Ξέχασα; Είπε η Κάντυ με έκπληξη. «Η αγάπη είναι σαν προορισμός», σκέφτηκε η Κάντυ. «Οι άνθρωποι με ρωτάνε : Θυμάσαι που είχες πάει εκεί; Μα έγω δεν έφυγα ποτέ».
-Το λέω αυτό γιατί φαίνεσαι τόσο λυπημένη. Η αγάπη μας κάνει χαρούμενους. Έχεις ξεχάσει πόσα όμορφα αισθάνεσαι όταν είσαι ερωτευμένη αλλά πρέπει να κάνεις ένα βήμα πιο πέρα και να δώσεις την ευκαιρία στον εαυτό σου και στον Άλμπερτ. Ξέχασε τον Τέρυ, συνέχισε η Άννυ, η αγάπη σου για αυτόν τελείωσε, είσαι εδώ, πηγαίνεις στη Νέα Υόρκη για να διασκεδάσεις, έτοιμη να απολαύσεις τη νύχτα και τη μέρα, πρέπει να αισθάνεσαι ασφαλής και σίγουρη για τον εαυτό σου.
Η τελευταια παρατήρηση της Άννυ έκανε την Κάντυ να κοιτάξει τις βαλίτσες της. «Πρέπει να πηδήξω τώρα από το τρένο…», είπε στον εαυτό της. Ήταν ακόμα κάτω από το ξόρκι του, τόσο βαθιά ερωτευμένη μαζί του, τώρα ίσως περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Ένιωθε το στομάχι της να ανακατεύεται, τα πόδια της να τρέμουν, νόμιζε ότι θα σπάσει η καρδιά της. «Δεν μπορώ να το κάνω, δεν μπορώ, νόμιζα ότι ήμουν έτοιμη αλλά δεν είμαι…». Δάκρυα απόγνωσης άρχισαν να κυλούν από τα μάτια της, ο έρωτας την έκανε ευάλωτη και εύθραστη. Κάλυψε το πρόσωπο της με τα χέρια της.
-Κάντυ, Κάντυ, τι έπαθες; Είπα κάτι; Έκανα κάτι; Ρώτησε η Άννυ τρομαγμένη από την ξαφνική αντίδραση της φίλης της.
-Έκανα ένα λάθος, ένα ανεπαρνόθωτο και αδικαιολόγητο λάθος, απάντησε η Κάντυ. Και τώρα δεν μπορώ να το πάρω πίσω. Τα δάκρυα της χάραζαν μικρά ρυάκια στα μάγουλα της. Η Άννυ βρισκόταν σε πλήρη σύγχυση, ανίκανη να καταλάβει τη φίλη της. Τι είχε κάνει η Κάντυ; Ήθελε να ρωτήσει αλλά η Κάντυ απάντησε λες και είχε ήδη ακούσει την ερώτηση.
-Έγραψα ένα γράμμα στον Τέρυ, που δεν σκόπευα ποτέ μου να στείλω, ήταν το αντίο μου. Έτσι νόμιζα. Ήθελε να γράψω μερικά συναισθήματα, το έγραψα πριν από δύο μήνες, το έγραψα σαν να θέλω να του το στείλω αλλά δεν μπορούσα γιατί, γιατι… η Σουζάνα…Η Κάντυ πρόφερε το όνομα της Σούζανας με ένα διστακτικό, νικημέμμο τρόπο. Μετά το βρήκε κατά λάθος η κυρία Πόνυ. Του το έστειλε, μπορεί και να το διαβάζει αυτή τη στιγμή που μιλάμε.
-Κάντυ υπάρχει κάτι σε αυτό το γράμμα το οποίο να φοβάσαι; Κάτι που θα ενθουσιάσει τον Τέρυ;
Η Κάντυ δεν είχε το κουράγιο να απαντήσει άλλο, έγνεψε «ναι» με το κεφάλι της, κοιτώντας στο έδαφος. Είχε σταματήσει να κλαίει, καθώς αισθανόταν πιο ανάλαφρη, πθανόν γιατί μοιραζόταν το βάρος της «αποτυχίας» της με κάποιον άλλο πέραν του εαυτού της.
-Τι ήταν; Η Άννυ κρατούσε την αγωνία της με αγωνία.
- Ήταν «Σ’αγάπησα.»
-Τι έκανες; Ο Άρτσι πήδηξε κυριολεκτικά από το κάθισμα του όρθιος, τα κορίτσια ξαφνιάστηκαν τόσο που ούρλιαξαν.
-Άρτσι, δεν ντρέπεσαι να κρυφακούς; Και να κάνεις ότι κοιμάσαι; Τον μάλωσε η Άννυ. Ο Άρτσι κοιτούσε τα πρόσωπα των κοριτσιών με ανησυχία και ένα βουβό θυμό που δεν εκφραζόταν.
-Χρειάζεται να πηδήξω από αυτό το τρένο, είπε η Κάντυ, αρπάζοντας την βαλίτσα της με μία ξαφνική κίνηση. Η Άννυ και ο Άρτσι προσπάθησαν να την σταματήσουν.
-Εντάξει, είπε ο Άρτσι, αυτό δεν είναι συνετό. Ο Τζωρτζ που είχε αρχίσει να ξυπνάει από τη φασαρία γύρω του, μπήκε και αυτός κατευθείαν στο θέμα.
-Α δεσποινίς Κάντυ, φυσικά μιλάγατε για τον νεαρό κύριο Γκράντσεστερ. Η Κάντυ έβαλε τα χέρια της στα μάγουλα της που είχαν πάρει φωτιά και ένα κατακκόκινο χρώμα. Ένιωθε μεγάλη ντροπή. Με ένα συναίσθημα ολοκληρωτικής ήττας και παράδοσης έβαλε την βαλίτσα στη θέση της και κάθισε στη θέση της.
-Συγγνώμη, είπε, δεν θέλω να αφήσει τη Σουζάνα εξαιτίας μου ή να του προξενήσω περισσότερο πόνο, χρειάζεται να βεβαιωθώ.
-Αυτός είναι ο λόγος που πας στη Νέα Υόρκη λοιπόν; Ρώτησε ο Άρτσι με μία πικρία στη φωνή του.
-Πρέπει να πω, ναι! ομολόγησε χαμηλόφωνα η Κάντυ. Υπήρχε μέσα της ένα βάρος που πάντα κουβαλούσε μετά από το χωρισμό της με τον Τέρυ. Ένα βάρος που δεν είχε βρει ακόμα τον τρόπο να το σηκώσει, να το ξεριζώσει από μέσα της. Αλλά εκείνη τη στιγμή, σε εκείνο το βαγόνι, δεν το αισθανόταν μόνο εκείνη. Η σιωπή τύλιξε το βαγόνι των 4 ταξιδιωτών μας καθώς το τρένο όδευε στον προορισμό του συναντώντας τη νύχτα αλλά για κάποιον άλλο αυτή η νύχτα θα ήταν αξημέρωτη.
Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
juliet
Candy Star
Candy Star
juliet


Θηλυκό
Αριθμός μηνυμάτων : 1381
Ηλικία : 43
Registration date : 05/09/2009

Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς   Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς Icon_minitimeΠαρ Ιαν 29, 2010 11:34 pm

Ένα αφεντικό
Ο Τέρυ μόλις είχε τελειώσει την παράσταση του Άμλετ και κατάφερε να ξεγλιστρήσει και πάλι μέσα στη νύχτα από την πίσω πόρτα του θεάτρου. Δεν είχε δει τον Ρόμπερτ αλλά προτίμησε να του αφήσει ένα μικρό σημείωμα στο γραφείο του με μία άσχετη δικαιολογία για την γρήγορη αποχώρηση του, φυσικά δεν είχε και καμία επιθυμία να επισκεφτεί τη Σουζάνα.
Το μόνο που ήθελε ήταν να πιει, να τσακωθεί με κάποιον, να νιώσει και πάλι τη ζωή να τρέχει στις φλέβες του σε μία απελπισμένη προσπάθεια για επιβίωση. «Υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος εκεί έξω, που οι πιθανότητες του είναι άπειρες, ο θάνατος μόνο μία από αυτές…», σκέφτηκε. Δεν είχε καμία όρεξη να επιστρέψει στην βαρετή ζωή του για μία ακόμα παράσταση. Και δεν είχε καν χρόνο για να συνθηκολογήσει με τον πατέρα του.
Ένιωθε όμορφα με το να απελευθερώνει τον ατμό που δύο χρόνια τώρα κουβαλούσε μέσα του, με το να θολώνει το μυαλό του και να ναρκώνει τα συναισθήματα του ή ότι είχαν απομείνει από αυτά. Φόρεσε τη μαύρη του κάπα που ταιριάζε απόλυτα στο χρώμα της νύχτας. Τα μαλλιά του έπεφταν ελεύθερα όπου επιθυμούσαν. Απόψε αισθανόταν πολύ ζωηρός. Η γειτονιά στις αποβάθρες ήταν γεμάτες από παράξενους ανθρώπους των οποίων τις δουλειές και τις υποθέσεις δεν θα τολμούσες να ρωτήσεις. Μερικοί γέροι με παλιά, βρώμικα και λερωμένα ρούχα και σχεδόν καθόλου παπούτσια ζητιάνευαν στον δρόμο. Ένας από αυτούς πλησίασε τον Τέρυ. Δεν είχε δόντια και τα μαλλιά του ήταν ψαρά και λαδωμένα. Τα γαλάζια μάτια του ήταν μέσα σε τρανς, οι κόρες προεξείχαν και η έκφραση του μαρτυρούσε στον Τέρυ ότι έβλεπε κάτι πολύ πιο πέρα από αυτόν, ίσως μία δαιμονική παρουσία που ερχόταν κατευθείαν από τα βάθη της κολάσεως.
-Ένα νόμισμα, ένα νόμισμα, για ένα ζητιάνο, σε παρακαλώ.
-Πάρε ένα, είπε ο Τέρενς αφήνωντας ένα δολάριο στο χέρι του ζητιάνου.
-Σε ευχαριστώ, είπε, ο ζητιάνος. Αυτή τη νύχτα έγιναν πολλές φασαρίες και ο κόσμος «έσπασε». Δεν έχω φάει μεσημεριανό.
Ο Τέρενς τον κοίταξε και δεν μπόρεσε παρά να αισθανθεί λύπη για την κατάσταση του γέρου αλλά όχι τόσο ώστε να μην του απαντήσει αυτό που πραγματικά σκεφτόταν.
-Χμ, αλλά παίρνεις ναρκτωτικά, έτσι; Είπε μισογελώντας ο Τέρυ. Στα μάτια του γέρου καθρεφτιζόταν ένας αλλός κόσμος, ο Τέρυ τα ήξερε αυτά τα βλέμματα, τριγύρω του υπήρχαν πολλά όμοια.
-Όπιο, είναι το αγαπημένο μου, ομολόγησε ο γέρος. Για κάποιον λόγο το θέμα τον ενθουσίασε. Μπορώ να σου φέρω μερικό.
-Δεν παίρνω ναρκωτικά, είπε ο Τέρενς και γύρισε την πλάτη του.
-Περίμενε, φώναξε ο ζητιάνος. Μην φεύγεις, δοκίμασε λίγο, μπορώ να σου βρω σε πολύ καλή τιμή. Ο Τέρενς δεν ξανακοίταξε πίσω του.
Ο ζητιάνος άφησε τον Τέρενς στην ησυχία του, αλλά το αφεντικό του δεν θα ήταν ευχαριστήμενο, δεν είχε στρατολογήσει αρκετά άτομα αυτή τη βδομάδα. Το αφεντικό του θα ήταν πολύ απογοητευμένο και αυτό σήμαινε ότι σήμερα μάλλον δεν θα είχε ούτε βραδινό.

Το παυσίπονο της Κάντυ
Ούτε η Κάντυ μπορούσε να κοιμηθεί. Σκεφτόταν την συνάντηση τους. Δεν μπορούσε να τον βγάλει από το μυαλό της. Η Άννυ έλεγε πως έπρεπε να προχωρήσει με τη ζωή της. Αλλά πως μπορούσε; Δεν είχε καν το θάρρος να τον αντικρύσει. Πως μπορούσε να προχωρήσει στη ζωή της όταν ένιωθε τόσο έντονα; Ναι, στο κορμί και στην ψυχή της, αισθάνόταν και πάλι τόσο ζωντανή λες και πριν ζούσε σε μία νάρκη, λες και χτες ακόμα όλες οι γεύσεις ήταν άνοστες και τα χρώματα θολά. Μα σήμερα, εκείνη τη στιγμή όλα ήταν πάλι τόσο ζωντανά, ξανά, τόσο έντονα. «Αυτό είναι το πρόβλημα, Τέρυ, μαζί σου νιώθω τόσο έντονα που ότι και αν ζήσω παρακάτω, ακόμα και η αγάπη μου με τον Άλμπερτ, είναι άψυχη σε σύγκριση με σένα. Ω, μακάρι να μπορούσα να κλείσω τα μάτια μου και να αποκοιμηθώ." Αλλά τώρα, όχι μόνο η καρδιά αλλά ακόμα και το μυαλό της, δεν έδιναν καμία σημασία στις φυσικές της ανάγκες.
Το μυαλό της δεν μπορούσε να κλείσει, όπως η μηχανή του τρένου, έτσι και αυτό, ταξίδευε χιλιόμετρα μακριά της. «Είναι μόνο μία ανάμνηση..αλλά σε λίγο θα είναι ζωντανός δίπλα μου».
Το κορμί της λαχταρούσε το άγγιγμα του, όπως μειωνόταν η απόσταση από τη Νέα Υόρκη, έτσι μειώνονταν και οι αντιστάσεις της. «Κάντυ έλεγξε τον εαυτό σου, τι σκέφτεσαι; Θα πεις ότι είναι μία παρεξήγηση και θα τον στείλεις πίσω εκεί όπου ανήκει».
Κοίταξε τον Άρτσι, ροχάλιζε ελαφριά, αυτό την έκανε λίγο να γελάσει. Η Άννυ και ο Τζωρτζ έκαναν τον πιο ήσυχο ύπνο. Κοίταξε έξω από το παράθυρο της αλλά δεν υπήρχε τίποτα να δει αυτή τη φορά, εκτός από το απόλυτο σκοτάδι. Όλη της τη ζωή η Κάντυ είχε μάθει να μάχεται ακόμα και για τα αναγκαία αλλά όταν έφτασε στον Τέρυ, για πρώτη φορά στην σύντομη ζωή της, έμαθε την πραγματική σημασία της «παραίτησης». Το να ανταλλάξει την αγάπη της με την ευτυχία της Σουζάνας δεν ήταν μέρος του αρχικού της σχεδίου αλλά η μοίρα αποφάσισε διαφορετικά. Έπρεπε να τον αφήσει να φύγει απελευθερώνοντας τον από την αγάπη της, από τη ζωή της. Τώρα εξαιτίας ενός ανόητου λάθους ένιωθε ότι έπρεπε να το ξανακάνει. «Ίσως αν τον αντικρύσω να ανακαλύψω ότι δν υπάρχει κανένας λόγος να αισθάνομαι έτσι, ίσως να μπορούμε να είμαστε φίλοι και να ανταλλάζουμε τις απόψεις μας και πάλι».
Προσπάθησε να κλείσει τα μάτια γλυκειές αναμνήσεις γέμισαν το σκοτάδι του μυαλού της. Δεν αντιστάθηκε αυτή τη φορά. Άφησε το χέρι του να την οδηγήσει στα σκοτσέζικα πεδία όπου ακούστηκαν οι ξένοιαστες φωνές τους, το γέλιο του να την πάει πίσω σε μία λαμπρή φύση που γινόταν καθημερινός μάρτυρας των πιο τρυφερών στιγμών τους, άφησε ακόμα και τα χείλη του να την ταξιδέψουν στην χρυσή εποχής της αθωότητας, του πάθους και του ονείρου. Μπορούσε σχεδόν να ακούσει τη φυσαρμόνικα, μπορούσε να τον αισθανθεί δίπλα της να την αγγίζει τρυφερά στο λαιμό με ένα φρεσκοκομένο λουλούδι, μπορούσε να μυρίσει τη λεβάντα των ρούχων του και να αισθανθεί την συγκρατημένη δύναμη που το κορμί του έκρυβε καθώς ξάπλωνε μαζί της στα απαλά χορτάρια. Και τότε έγινε ένα θαύμα. Το κουρασμένο της μυαλό και η πονεμένη της καρδιά βρήκαν τόση ζεστασιά,ασφάλεια και ανακούφιση στην φανταστική του παρουσία που τα μάτια της έκλεισαν και ο ύπνος της ήρθε τόσο γλυκά και απρόσμενα, σαν να ήταν ένα ακόμα νεογέννητο στο μητρικό του λίκνο.
Ο Άρτσι άνοιξε τα μάτια του. «Επιτέλους, κοιμήθηκε» σκέφτηκε και την τύλιξε με την κουβέρτα του. Είχαν ακόμα 7 με 8 ώρες μέχρι να φτάσουν στον προορισμό τους. Ο Άρτσι δεν είχε αισιόδοξες προβλέψεις ούτε για τη δική του επερχόμενη συνάντηση με τον Νηλ, ούτε για αυτήν του Τέρυ και της Κάντυ. Όντας ανίκανος να αλλάξει την σειρά των γεγονότων που τους είχαν οδηγήσει μέχρι εκεί, δεν του άρεσε καθόλου η πορεία που η ζωή τους ξαφνικά είχε πάρει. «Πάμε στον χαμό μας» σκεφτόταν μόνος του και υπό μία έννοια είχε δίκιο.
Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
juliet
Candy Star
Candy Star
juliet


Θηλυκό
Αριθμός μηνυμάτων : 1381
Ηλικία : 43
Registration date : 05/09/2009

Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς   Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς Icon_minitimeΣαβ Ιαν 30, 2010 7:38 pm

Ελπίζω να μη με βαρεθείτε, κουράγιο, μετά αρχίζει και πάλι η δράση.

Μονίκ
Στη Μονίκ δεν άρεσε ποτέ το κέντρο της πόλης: πολύ απλά γιατί δεν ήταν η καλοντυμένη μεσοαστική, μορφωμένη και περιποιημένη γυναίκα της Νέας Υόρκης. Είχε γεννηθεί στα αποκαλούμενα «σπίτια», μία περιοχή της πόλης που οι γυναίκες δεν τολμούσαν ούτε καν να διανοηθούν ότι υπήρχε και οι άντρες δεν τολμούσαν να αναφέρουν στις δημόσιες συζητήσεις τους.
Είχε ανατραφεί από τη Μαντάμ του σπιτιού, η οποία την πήρε υπό τις προαστευτικές της φτερούγες από τότε που η μητέρα της Μονίκ πέθανε πάνω στη γέννηση της κόρης της. Σαν τόκος εκτίμησης και αναγνώρισης για το φαγητό, τη στέγη, τη ζωή που της επιτράπηκε να έχει ως νεογέννητο, τα απαραίτητα υλικά αγαθά που επέτρεψαν στην Μονίκ να επιβιώσει της σκληρής της μοίρας, η Μονίκ έπρεπε να δουλέψει σαν ένα από τα κορίτσια του σπιτιού.
Για αυτό όταν ήρθε εκείνη η ώρα της ανταπόδοσης, και αυτή η ώρα ήρθε νωρίς, η Μονίκ έγινε μία από τις αποκαλούμενες νυχτοπεταλούδες, που κέρδιζαν το βίος τους με τον πιο άθλιο και εξευτελιστικό τρόπο που οι άντρες αυτής της κοινωνίας μπορούν να ανεχτούν για τις γυναίκες.
Δεν πήγε ποτέ της σχολείο καθώς όλη η απαραίτητη γνώση που χρειαζόταν για να επιτύχει στη δική της καριέρα φιλοξενούνταν ήδη μέσα στο Σπίτι.
Οι ώριμες και πιο έμπειρες γυναίκες είχαν τόσα πολλά να της μάθουν, ερωτικές κινήσεις για να ικανοποιούν τους άντρες, τρόπους σαρκικής διέργεσης και υλοποίησης των ερωτικών φαντασιώσεων. Η Μονίκ είχε μόνο τρεις υποχρεώσεις: Να φροντίζει το σώμα της καθώς αυτό ήταν το όχημα για το κέρδος, να πληρώνει τη Μαντάμ και να σέβεται τις μεγαλύτερες γυναίκες καθώς ούτε και αυτές είχαν έναν εύκολο βίο.
Η Μονίκ σε αυτό το περιβάλλον γεμάτο από λαγνεία και ασέλγεια φιλοσόφησε το νόημα της λέξης «απόλαυση». Ήταν αλήθεια ότι κατά τη διάρκεια της διαμονής της στα σπίτια οι περισσότεροι πελάτες της προέρχονταν από τα υψηλότερα κοινωνικά στρώματα. Προσπαθούσαν να διαφύγουν της αξιοπρεπής και κλασικής εικόνας τους, τα «πρέπει» και τους αθώους τρόπους που οι γυναίκες απαιτούσαν από αυτούς. Οπότε η αληθινή τους απόλαυση δεν ήταν τόσο η φυσική τους επαφή με τα κορίτσια όσο η ελευθερία που τα κορίτσια τόσο φτηνά τους παρείχαν. Η αποδοχή τους άνευ όρων και συνθηκών ήταν για αυτούς η αληθινή απόλαυση.
Η Μονίκ μεγάλωσε ανάμεσα στους κυρίους και στις πόρνες. Αλλά ποτέ της δεν φαντάστηκε να περάσει την αόρατη διαχωριστική γραμμή που χώριζε τον βρώμικό από τον καθάριο κόσμο. Ποτέ της δεν οραμαρίστηκε ένα διαφορετικό μονοπάτι από αυτό που η ζωή της είχε ορίσει. Μία μέρα η ζωή στο μονοπάτι της έφερε τον Έρικ.
Η Μονίκ γνώριζε για τις συμμορίες από τότε που ήταν παιδί καθώς είχε μεγαλώσει ανάμεσα τους. Ο πατέρας του Έρικ διοικούσε αυτήν την περιοχή και κάτα κάποιο τρόπο και τις πόρνες, πουλώντας τους προστασία και αέρα. Εφόσον «νοίκιαζαν» κομμάτι της περιοχής του για να τρέξουν τις δουλειές τους έπρεπε να τον πληρώσουν για αυτό. Δεν ήταν ούτε ο πρώτος, ούτε ο τελευταίος που το έκανε: αυτή ήταν η φύση του επαγγέλματος και έτσι γινόταν εκεί.
Όλοι το γνώριζαν και το σέβοταν και έκαναν αυτό ακριβώς που οι άγραφοι νόμοι της περιοχής απαιτούσαν σαν τους νομοτογείς πολίτες που πληρώνουν την εφορία στο κράτος και νοίκι στο σπιτονοικοκύρη τους. Αλλά ακόμα και η πιο ισχυρή κυβέρνηση γνωρίζει την ειρήνη, μέχρι να εμφανιστούν οι επαναστάτες. Μετά αρχίζει ο πόλεμος. Και η κυβέρνηση για να εξασφαλίσει και να διαφυλάξει την κυριαρχία και το status της χρειάζεται να καταπνίξει κάθε μικρή ή μεγάλη εξέργεση των επαναστατών. Και αυτοί οι επαναστάτες, στη δική μας περίπτωση, δεν ήταν άλλοι από τα παιδιά των γύρω περιοχών που έμπαιναν αδιακρίτως στα γειτονικά σύνορα κάνοντας δουλειές κάτω από τη μύτη των συμμοριών ή κλέβοντας τα κορίτσια. Οι συμμορίες φοβόντουσαν αυτούς τους εισβολείς που ζούσαν στα σύνορα μεταξύ του πολιτισμένου και του απολίτιστου κόσμου. Τι θα συνέβαινε αν ο καθένας από αυτούς άρχιζε να αμφισβητεί τη δύναμη των συμμοριών και να παρεβαίνει καθημερινά αυτούς τους άγραφους νόμους; Τι θα συνέβαινε αν ο κάθε εισβολέας έσωζε το κάθε κορίτσι από τη μοίρα του με την υπόσχεση ενός καλύτερου αύριου; Επανάσταση! Για αυτό και οι προστάτες της περιοχής, οι διοικητές, ήταν πολύ αυστηροί με τους εισβολείς.
Κάθε γενιά περνούσε τις παραδόσεις στην επόμενη, όχι μόνο τους κανόνες αλλά και το μίσος για τους εισβολείς ώστε να είναι σίγουροι ότι αυτός ο βρώμικος κύκλος μίσους, αίματος και βρώμικου χρήματος θα συνεχιζόταν σταθερά και αδιάκοπα.Τώρα ήταν η σειρά του Έρικ. Ο Έρικ αγαπούσε τις αποβάθρες. Δεν ήταν μόνο το εύκολο κέρδος. Αυτός ήταν ο τόπος του, οι ρίζες του, μέσα στα σύνορα εκείνης της περιοχής με ολη την αθλιότητα και τη μιζέρια που μπορεί να τη χαρακτήριζε ο Έρικ αισθανόταν θεός σε ένα μικρό ιδιωτικό σύμπαν. Έξω από εκεί ήταν ένας ακόμα αλήτης, ένας περιθωριακός και ένα τίποτα στα μάτια της κοινωνίας αλλά στα μάτια της δική του κοινωνίας ήταν βασιλιάς. Δεν ένιωθε ούτε λύπη, ούτε μετάνοια για αυτό που ήταν. Αντίθετα ήταν περήφανος που έκανε τον πατέρα του περήφανο, περιφυλλάσοντας τα συμφέροντα και τις δουλειές. Στη δική του μικρή και διεφθαρμένη κοινωνία όλοι τον σέβονταν. Η Μονίκ ήταν ακόμα ένας από αυτούς τους ανθρώπους που τον σέβονταν. Όταν της ζήτησε να δουλέψει για εκείνον φυσικά και το έκανε, δεν είχε επιλογή. Μισούσε τους πελάτες του. Ήταν γέροι και αλκοολικοί στις καλύτερες των περιπτώσεων. Μερικές φορές ανέβαινε πάνω με ναύτες και μετανάστες που δεν μιλούσαν καν τη γλώσσα της. Της πετούσαν τα λεφτά, έκαναν τη δουλειά τους και τελείωναν σαν τα κτήνη. Τότε ήταν που οι πρώτες σκέψεις διαφυγής της πέρασαν από το μυαλό. Αλλά έπρεπε να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα: δεν ήταν ικανή για να επιβιώσει μόνη της. Οι άνθρωποι μπορούσαν να καταλάβουν και μόνο από τον τρόπο ομιλίας της την ταπεινή της καταγωγή. Κανένας δεν θα την έπαινε στη δουλειά ή στο μαγαζί του. Δεν μιλούσε καλά Αγγλικά, δεν είχε τους κατάλληλους τρόπους, δεν ήξερε καμία τέχνη, ούτε καν ράψιμο. Σύντομα θα κουραζόταν από την βιοπάλη και ποτέ δεν είχε αρκετά λεφτά για εκείνη. Ο Έρικ της έδινε μόνο τα απαραίτητα για ρούχα, φαγητό και τα περισσότερα της τα παρείχε ο ίδιος. Δεν είχε αποταμιεύσεις στην τράπεζα και κανέναν φίλο έξω από τα σύνορα εκείνης της συνοικίας.
Μα μία νύχτα, εντελώς ξαφνικά και αναπάντεχα, ο Τέρενς εμφανίστηκε μέσα στο μπαρ. Έμοιαζε σαν ψάρι έξω από τα νερά του και ήταν. Όταν η Μονίκ είδε την σκοτεινη, αδύνατη σιλουέτα του να κάθεται στο μπαρ είχε ένα μικρό flashback. Κάπου μέσα στο μυαλό της η εικόνα του ήταν ζωντανή…αλλά που; Πλησίασε διστακτικά το μπαρ.
-Γεια σου, του είπε χαμηλόφωνα. Ο νεαρός ηθοποιός γύρισε και την κοίταξε. Ήταν όμορφη και είχε μακριά καστανά μαλλιά που έπεφταν στο στήθος της, το πρόσωπο της ήταν χλωμό αλλά είχε ρουζ πάνω, τα καστανά μάτια της έλαμπαν.
-Ε, γεια, είπε ο Τέρυ.
-Θες παρέα;
-Θέλω ένα ποτό, απάντησε αυτός με αυστηρότητα. Φορούσε μία μαύρη κάπα που τον κάλυπτε από τους όμους ως και τα παπούτσια αλλά δεν έμοιαζε με κανέναν άλλον άντρα που να είχε γνωρίσει μέχρι σήμερα. Ήταν όμορφος και νέος. Τα μάτια του ήταν τόσο εκφραστικά και η Μονίκ ήταν πολύ καλή στο να ξεχωρίζει τους ανθρώπους. Προερχόταν από έναν άλλο κόσμο πολύ μακρινό από τον δικό της και της θύμιζε..της θύμιζε…
-Νομίζω ότι σε ξέρω από κάπου, του είπε η Μονικ. Ο Τέρενς ξαφνιάστηκε που δεν είχε φύγει ακόμα. Συνήθως η αγένεια του αποθάρρυνε τους ανθρώπους και του εξασφάλιζε την ησυχία του. Προφανώς αυτό δεν έλεγε κάτι στη Μονίκ γιατί ήταν συνηθισμένη σε πολύ χειρότερους τρόπους από τους δικούς του.
-Δεν είμαι αυτός που νομίζεις ότι είμαι, της απάντησε ψυχρά χωρίς καν να την κοιτάει.
-Και ποιος νομίζεις ότι νομίζω πως είσαι; Του είπε η Μονίκ με ένα κρυφό χαμόγελο. Τώρα είχε την προσοχή του. Η έκφραση του ήταν απαθής αλλά τα μάτια του τον πρόδιδαν.
-Δεν σου είπα να φύγεις; Την ρωτησε.
-Όχι.
-Ωραία, μπορείς να φύγεις;
Η Μονίκ του γύρισε την πλάτη και ετοιμάστηκε να φύγει.
-Υπάρχει κάτι που θέλω να σε ρωτήσω…της είπε ξαφνικά. Η Μονίκ στάθηκε και γύρισε πάλι προς εκείνον.
-Ψάχνω κάποιον παλιό μου φίλο, σύχναζε παλιά εδώ γύρω, μήπως ξέρεις τον Τσάρλι;
-Τον Τσάρλι; Η κάρδιά της Μονίκ χοροπήδησε μέσα της.
-Ναι, παλιά είμαστε φίλοι…
-Εσύ είσαι, έτσι δεν είναι; Φώναξε η Μονίκ με ενθουσιασμό. Εσύ είσαι εκείνο το αγόρι, που σύχναζε στις αποβάθρες μαζί με τον Τσάρλυ και ο Έρικ σας κυνηγούσε.
-Με θυμάσαι;
-Ναι, φυσικά. Ήμουν εκείνο το κορίτσι που σε έβαλε στο σπίτι πριν η Μαντάμ να σε δώσει..
-Στον σερίφη, πρόσθεσε ο Τέρενς.
-Είμαι η Μονίκ και εσύ είσαι…
-Ο Τέρυ.
-Μονίκ που είναι ο Τσάρλι;
-Λυπάμαι, δεν…μάτια της παρέδωσαν τη χαρά στη θλίψη.
Η Μονίκ δεν πρόλαβε να τελειώσει την πρόταση της καθώς ο Έρικ τους πλησίασε. Δεν του άρεσε που η Μονίκ καθόταν τόση ώρα με έναν άγνωστο. Οι εντολές του Έρικ στα κορίτσια ήταν πάντα σαφείς: έμεναν μόνο αν τις κερνούσαν ποτά.. Η δωρεάν συζήτηση ήταν απαγορευμένη. Ή το πλήρωναν ή τίποτα. Αλλά όταν πλησίασε αρκετά κοντά, ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι ο καινούριος πελάτης δεν ήταν άλλος από το διάσημο ηθοποιό του Μπροντγουέι, Τέρενς Γκράχαμ ή Γκράντσεστερ για όσους γνώριζαν. Ο Έρικ δεν τον είχε ξεχάσει όπως η Μονίκ. Στην αρχή ξαφνιάστηκε που τον είδε σε αυτό το μέρος. Αλλά ένα μέρος του κολακεύτηκε, ο καθένας από εμάς έχει τους λόγους του. Ο Έρικ ήταν έξυπνος και ένας λόγος που περνούσε πάντα στον Έρικ ήταν τα χρήματα.
-Α, ώστε κατέληξες στην τέχνη; Γέλασε ο Έρικ.
Ο Τέρενς τον κοίταζε με ένα σκληρό ύφος στο πρόσωπο του, προσπαθούσε να θυμιθεί…
-Θυμάσαι τον Έρικ; Του είπε η Μονίκ.
Ο Τέρυ έγνεψε καταφατικά το κεφάλι του χωρίς να σταματάει να κοιτάει τον Έρικ που με το έπαιζε παγερά αδιάφορος για όποιο παρελθόν και αν είχαν.
-Είμασταν μόνο παιδιά, είπε ο Έρικ. Διασκέδασε το χρόνο σου και την Μονικ εάν φυσικά ενδιαφέρεσαι…πρόσθεσε και κλείνοντας πονηρά το μάτι στον Τέρυ και απομακρύνθηκε. Ήταν ένας σιωπηλός συμβιβασμός ανάμεσα στους δύο άντρες.
-Ευτυχώς έφυγε, φαίνεται να σε συμπαθεί, είπε η Μονίκ.
-Η φήμη μου του αρέσει, σχολίασε ο Τέρυ.
-Είσαι διάσημος;
-Δεν διαβάζεις εφημερίδες;
-Δεν ξέρω να διαβάζω, ακούω μόνο.
Ο Τέρυ ξαφνικά ντράπηκε, θεωρούσε τόσα πράγματα αυτονόητα. Το βλέμμα του αισθητά μαλάκωσε και η ειρωνεία του εξαφανίστηκε.
-Με συγχωρείς, της είπε με έναν απαλό τόνο.
-Δεν πειράζει. Τι είσαι;
-Είμαι ηθοποιός.
-Αλήθεια; Παίζεις στο θέατρο;
-Ναι, της είπε κοφτά. Αλήθεια που είναι ο Τσάρλι;
-Τον Τσάρλι τον βάλανε στο αναμορφωτήριο, πολλά χρόνια πριν, δεν τον έχω ξαναδεί από τότε.
-Νόμιζα ότι θα γύριζε εδώ, προφανώς όχι, είπε ο Τέρενς με απογοήτευση.
Η Μονίκ αισθάνθηκε την ανάγκη να του εξηγήσει ότι η ζωή του Τσάρλι δεν ήταν ακριβώς αυτό που λέμε «βόλτα στο πάρκο». Και ο Τερυ αισθάνθηκε και αυτός την ανάγκη να της εξηγήσεθ ότι ο Τσάρλυ είχε πηδήξει από ένα εν κινήση τρένο στην προσπάθεια του να αποφύγει τις αστυνομικές αρχές και ότι είχε μεταφερθεί στο νοσοκομείο όπου και τελικά από εκεί κατάφερε να διεφύγει και να τραβήξει τον δρόμο του. Ήλπιζε ότι μπορεί και να είχε γυρίσει εδώ και ίσως τώρα να είχε την ευκαιρία να του μιλήσει. Γιατί είχε την ανάγκη να μιλήσει σε κάποιον, αν και το τελευταίο ποτέ δεν το είπε στη Μονίκ. Η Μονίκ όμως κατάλαβε.
-Δεν έχεις φίλους;
-Δεν τους χρειάζομαι, της είπε.
-Έλα μαζί μου, του είπε εκείνη τραβώντας τον από το χέρι.
-Όχι, δεν με ενδιαφέρει να..Ο Τέρυ δεν έκανε βήμα.
-Ω, έλα τώρα.
-Δεν καταλαβαίνεις…
-Καταλαβαίνω ότι είσαι μόνος σου και εγώ είμαι μόνη, του είπε και τον τράβηξε ακόμα περισσότερο. Ο Τέρυ σηκώθηκε και της επέτρεψε να τον οδηγήσει πάνω. Τι επίμονη κοπέλα! Δεν είχε καμία απολύτως γνώση της γραμματικής και της γλώσσας και ήταν προσφανές ότι βρισκόταν σε πλήρη άγνοια για τον κόσμο γύρω της αλλά είχε μία περίεργη κατανόηση για τους ανθρώπους και αυτό όφειλε να της το αναγνωρίσει.
Το δωμάτιο της ήταν γεμάτο παλιά αντικείμενα, αυτό του θύμισε τον Τσάρλι και εκείνος μάζευε παλιά αντικείμενα κάποτε. Η Μονίκ είδε το ύφος του και χαμογέλασε. «Αυτό θα σε χαλαρώσει» του είπε εκείνη και του έδωσε να δοκιμάσει από το αγαπημένο της ποτό. Ο Τέρυ ήπιε μία γουλιά, τον έκαψε!
-Καλό δεν είναι; Τον ρώτησε.
-Ναι είναι, της απάντησε και συνέχισε να πίνει. Το ποτό ήταν ζεστό και το δωμάτιο επίσης.
-Έχεις καμία φίλη;
-Όχι, εσύ έχεις κάποιον φίλο;
-Όχι, όχι στα αλήθεια του είπε. Τα μάτια της γέμισαν με νοσταλγία αλλά η ίδια έκφραση υπήρχε και στα δικά του μάτια λες και οι δύο ήταν εκεί μαζί για να περιμένουν τον ερχομό κάποιων, κάποιων που τους έλειπαν τώρα πάρα πολύ. Τώρα αυτό το καταλάβαιναν και οι δύο και το μοιράζονταν, ίσως περισσότερο από ότι θα έπρεπε. Ο Τέρενς ξαναγύρισε πολλές φορές για να δει τη Μονίκ και σιγά-σιγά άρχισε να της αποκαλύπτει κομμάτια της ζωής του. Μαζί της ένιωθε μία αφάνταστη ελευθερία. Δεν τον έκρινε ποτέ και για τίποτα, ποτέ δεν τον πίεζε για απαντήσεις και ούτε καν του έθετε ερωτήσεις. Αυτός μιλούσε για τον εαυτό του και εκείνη μιλούσε για αυτήν. Σεβόνταν ο ένας τις σιωπές του άλλου. Και μετά ήρθε το σεξ. Πρώτα αυτή το ζήτησε . Χρειαζόταν να νιώσει την τρυφερότητα στο κορμί της. Ήθελε να την αγγίξει κάποιος για πρώτη φορά με ειλικρίνεια και για αυτό που πραγματικά ήταν, ήθελε να το δοκιμάσει. Δεν επιθυμούσε το κορμί του Τέρυ αλλά το άνευ κρίσης ενδιαφέρον του που ήταν γνήσιο και αληθινό. Στα χέρια του δεν ήταν απλώς ένα άλλο σώμα. Ο Τέρυ δίστασε στην αρχή αλλά καθώς τον άγγιζαν τα επαγγελματικά της χέρια άρχισε να αφήνετε και να αισθάνεται όλο και πιο χαλαρός. Η Μονίκ δεν διέγειρε μόνο το σώμα αλλά το πνεύμα του. Δεν υπήρχαν δεσμεύσεις, πιέσεις, υποχρεώσεις μεταξύ τους αλλά παρηγορούσαν και σεβόντουσαν ο ένας τον άλλο χωρίς να προσπαθούν να αλλάξουν τίποτα. Στα μάτια των άλλων ήταν πάντα ο ηθοποιός και η πόρνη. Αλλά για τους εαυτούς τους ήταν κάτι πολύ πιο ιδιαίτερο. Ενέδιδαν στην λαγνεία δύο με τρεις φορές την εβδομάδα, καμία φορά με τρυφερότητα και αισθησιασμό μεχρι να κουραστούν και ο Τέρυ να κοιμηθεί στην αγκαλιά της ώσπου να ξυπνήσει από τις φωνές του Έρικ που ήθελε πίσω το κρεββάτι του. Άλλες φορές ήταν γρήγοροι και βιαστικοί, αλλάζοντας συνεχώς στάσεις σαν να αναζητούσαν κάτι που δεν έβρισκαν και άλλες φορές ο Τέρυ απλώς χαλάρωνε και άφηνε τη Μονίκ να αναλάβει τα υπόλοιπα. Σκέφτηκαν άραγε καθόλου την Κάντυ και τον Τσάρλι; Ναι τους σκέφτηκαν και τους συζήτησαν, μιλώντας για τη μοναξιά και τα κενά που και οι δύο ένιωθαν. Αλλά είχαν μείνει μόνοι τους, στερημένοι από το αληθινό τους ταίρι. Και οι δύο αντιμετώπιζαν μία σκληρή μοίρα που δεν μπορούσαν να της ξεφύγουν. Το ίδιο ανασφαλείς, το ίδιο αδύναμοι. Και οι δύο χρειάζονταν μία ακόμα έξοδο κινδύνου, μία πόρτα διαφυγής από την ίδια τους τη ζωή. Την είχαν βρει.
Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
juliet
Candy Star
Candy Star
juliet


Θηλυκό
Αριθμός μηνυμάτων : 1381
Ηλικία : 43
Registration date : 05/09/2009

Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς   Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς Icon_minitimeΔευ Φεβ 01, 2010 4:45 pm

Αυτό το κεφάλαι έχει μία παράλειψη αλλά επειδή έχω πρόβλημα με το internet δεν μπορούσα να το ψάξω. Είναι το γράμμα της Κάντυ. Ειναι το γνωτσό γράμμα που δανείζομαι από την δημιουργό της Κάντυ για το fanfic. Ωστόσο φαντάζομαι οτι η πλειοψηφία ήδη το γνωρίζει, όταν λύσω το πρόβλημα θα παραθέσω πηγή όπου μπορείτε να το βρείτε. Λύπάμαι αλλά εκ των συνθηκών δεν μπορούσα να κάνω κάτι καλύτερο.


Ένας φίλος

Ο Τέρενς συνέχισε την πορεία του προς το μπαρ του Έρικ. Ο κρύος αέρας έκανε τις αισθήσεις του να ξυπνούν ακόμα περισσότερο. Ο Έρικ δεν φαινόταν πουθενά τριγύρω. Μπήκε κατευθείαν μέσα στο μπαρ και έψαξε με το βλέμμα του για τη Μονίκ αλλά ούτε και εκείνη φαινόταν πουθενά. Κάθισε σε ένα από τα σκαμνιά και ενώ ήταν έτοιμος να παραγγείλει ποτό άκουσε τη γνώριμη φωνή της Μονίκ να φωνάζει ενώ κατέβαινε γρήγορα τις σκάλες παρέα με ένα πελάτη που και αυτός της φώναζε. Ο Τέρυ γύρισε απότομα το κεφάλι του έτοιμος να υπερασπιστεί τη φίλη του αν χρειαζόταν αλλά αμέσως κατάλαβε ότι αυτό δεν ήταν αναγκαίο. Η έκπληξη πρόλαβε τις σκέψεις του… Και ο ίδιος δεν πίστευε στα μάτια του, μπορούσε αλήθεια να είναι; Να είναι…
-Τσάρλυ!
Ο Τσάρλυ που πέρναγε δύσκολες στιγμές με την ξεροκεφαλιά της Μονίκ γύρισε έξαλλος του πρόσωπο αλλά δεν μπόρεσε να κρατήσει το θυμό του καθώς αντίκρυσε το όμορφο πρόσωπο του Τέρυ να τον κοιτάζει γεμάτος χαρά.
-Ω θεέ μου! Φώναξε. Εσύ, εσύ εδώ; Τέρυ!
Οι δυο τους πλησίασαν και αγκαλιάστηκαν σαν δύο παλιοί και αγαπημένοι φίλοι, ο τρόπος που χτύπησαν φιλικά ο ένας την πλάτη του άλλου μαρτυρούσε ακόμα και σε έναν άγνωστο ότι οι δυό τους είχαν τον δικό τους κώδικαν ή τουλάχιστον κάποτε είχαν. Η Μονίκ βρήκε την τέλεια ευκαιρία για να δραπετεύσει από την σκηνή αλλά ο Τσάρλι το πρόσεξε. Ήταν πολύ δύσκολο για εκείνον να κλέβει στιγμές που ο Έρικ έλειπε και να επιστρέφει πάλι εδώ μέσα, έπρεπε να τον ακούσει, έπρεπε..
Ο Τέρενς κάθισε στο μπαρ έτοιμος να παραγγείλε ποτά και για τους δύο. Ο Τσάρλι παρέμεινε όρθιος.
-Πάμε να φύγουμε από εδώ Τέρυ, δεν μπορώ να μείνω. Εδώ…
-Τσάρλι ακόμα πλακώνεσαι με τον Έρικ; Ρώτησε ο Τέρυ ανήσυχος.
-Εγώ μεγάλωσα εδώ, εσύ έφυγες, έπρεπε να φύγω από εδώ για να μπορέσω να ζήσω. «Μπήκα σε αναμορφωτήριο εξαιτίας του», ψιθύρισε ο Τσάρλι στο αυτί του Τέρυ. Με χαμηλωμένη τη φωνή του και το βλέμμα του στο μπαρ, συνέχισε «Γύρισα εδώ μόνο και μόνο για τη Μονίκ. Είμαι πάλι στον ίσιο δρόμο, μπορώ να τη συντηρήσω. Κάποτε της είχα δώσει μία υπόσχεση, αν με άκουγε…»
Ο Τέρυ κούνησε το κεφάλι του με κατανόηση. Στιγμιαία ένιωσε έναν κόμπο να του θωρακίζει το λαιμό. Ενοχή ήταν αυτό; Δεν πρόλαβε να καταλάβει.
-Τι θέλει αυτός εδώ; Ακούστηκε μία μπάσα αυστηρή φωνή πίσω τους.
-Παλιομπάσταρδε, ντ******, φώναξε ο Τσάρλι με τα μάτια σαν στιλέτα.
Οι θαμώνες μεθυσμένοι και μη, γυρίσαν το βλέμμα τους πάνω στο νεαρό που τόσο άνετα έβριζε τον αρχηγό της περιοχής δίχως να τον φοβάται, ούτε αυτόν, ούτε τους άλλους τέσσερεις που τον συνόδευαν.
Αυτή θα ήταν μία πολύ ενδιαφέρουσα βραδιά για όλους. Για αυτό μία ξαφνική σιγή απλώθηκε. Ο λόγος άνηκε αποκλειστικά στους πρωταγονιστές αυτής της σκηνής. Μόνο που και εκείνοι σιωπούσαν. Ακόμα και ο Έρικ. Ψύχραιμος και ασφαλής στην έδρα του αναζητούσε μία μηδαμινή αφορμή για να τσακίσει τον εισβολέα. Όχι στην πραγματικότητα δεν χρειαζόταν καμία αφορμή απλώς πριν να «τσακίσει» το σώμα του Τσάρλι, ήθελε να «τσακίσει» τη ψυχή του. Και αυτή ήταν η τέλεια ευκαιρία…
Πολύ σωστά η διαίσθηση του Τέρυ του έδειχνε την έξοδο.
-Φεύγουμε! Είπε και άρχισε να σπρώχνει τον αμετακίνητο Τσάρλι προς την πόρτα. Αλλά η ζωή δεν είναι ποτέ τόσο απλή, έτσι δεν είναι;
-Α βλέπω προφυλλάσεις τον φίλο σου…όπως παλιά….έτσι δεν είναι; Είπε ειρωνικά ο Έρικ.
-Σκάσε! Φώναξε ο Τέρυ γυρνώντας στο πλάι και κοιτάζοντας τον Έρικ με ένα απειλητικό, σκληρό βλέμμα. Δεν πρόλαβε να κάνει βήμα πιο πέρα…
-Τέρυ! φώναξε προκλητικά ο Έρικ. Γιατί δεν του λες τι κάνεις στη Μονίκ κάθε βράδυ; Ε;
Οι άλλοι τέσσερεις που ήταν μαζί με τον Έρικ άρχισαν να γελάνε. Ο Τσάρλι κοίταξε τον Τέρενς με ένα βλέμμα που πρόδιδε όλη του την ανησυχία αλλά τη δυσπιστία του για τα τελευταία λόγια του Έρικ. Αλλά το πρόσωπο του Τέρυ ήταν σκοτεινό και το βλέμμα του απόμακρο και χαμηλωμένο. Ο Τσάρλι δεν είχε χάσει μόνο την πίστη του αλλά και τον εαυτό του, χωρίς να το καταλάβει ούτε και ο ίδιος, χτύπησε με μία γροθιά τον Τέρυ και τον έριξε στο μπαρ. Ο Τέρυ πιάστηκε από το μπαρ για να μην πέσει κάτω αλλά δεν μπορούσε να κουνηθεί, να αντιδράσει, ούτε να κάνει βήμα, αυτός ήταν ο Τσάρλι και εκείνος…Έφερε το χέρι του στα χείλη του, αίμα. «Είναι εντάξει» σκέφτηκε «ότι και να πει, ότι και να κάνει είναι εντάξει». Ο Τσάρλι πάλι δεν ήταν καθόλου εντάξει. Ήταν έτοιμος να τον κομματιάσει…
-Δεν μ’αρέσουν οι καυγάδες στο μπαρ μου, φώναξε ο Έρικ. Αλλά για εσένα που τολμάς να προσβάλεις εμένα και τους φίλους μου, θα κάνω μία εξαίρεση. Τελείωστε τον!
Ο Τσάρλυ έκανε να τρέξει αλλά ήταν πια πολύ αργά, παγιδευμένος μέσα στη φωλιά του λύκου, ξαφνικά βρέθηκε πεσμένος στο πάτωμα και η μύτη του, τα πλευρά, η μέση του ακόμα και τα πόδια του μαρτυρούσαν από τις άγριες κλωτσιές που δέχοταν. Ούρλιαζε από τον πόνο, έκλεισε τα μάτια..
-Αφήστε τον! Φώναξε η Μονίκ που έτρεξε κοντά αλλά η μοναδική απάντηση στο αίτημα της ήταν το δυνατό και βίαιο χαστούκι του Έρικ στο μάγουλο της. Έπεσε στο πάτωμα και τώρα παρακολουθήσε τον βίαιο ξυλοδαρμό του Τσάρλι από το ίδιο επίπεδο. Έβαλε τα κλάματα και τα χέρια στο πρόσωπο της καλύπτοντας τα μάτια της. Κανείς δεν κουνιόταν. Ο Τέρυ δεν είχε και πολλές επιλογές, ανίκανος να τα βάλει με όλη αυτή τη συμμορία, επιτέθηκε κατευθείαν στον Έρικ. Επεσέ πάνω του και τον κόλησε με την πλάτη στον τοίχο. Τα μάτια του ήταν κόκκινα από το θυμό. Ποτέ πριν στη ζωή του δεν είχε αισθανθεί τόσο φόβο και τόσο μίσος. Αυτό που γινόταν ήταν απάνθρωπο και ξεπερνούσε τα όρια.
-Πες του να σταματήσουν, φώναξε άγρια στον Έρικ. Πες το τώρα!
Το ψυχρό βλέμμα του Έρικ συνάντησε το θερμόαιμο βλέμμα του Τέρενς. Ο Έρικ κοίταξε τον Τσάρλι που ψυχοραγούσε στο πάτωμα. Το είχε ήδη τραβήξει αρκετά και η η εκδίκηση του ήταν πια ολοκληρωμένη.
-Επειδή το λέω εγώ αυτό…είπε ο Έρικ κοιτάζοντας τον Τέρενς. Αφήστε τον! φώναξε στους άλλους τέσσερεις. Κατευθείαν οι άλλοι τέσσερεις σταμάτησαν και κοίταξαν με θυμό τον Τέρενς. Ήταν προφανές ότι τους είχε χαλάσει τη διασκέδαση. Ο Τέρυ χαλάρωσε τα χέρια του και έτρεξε στον Τσάρλι. Η Μονίκ ήταν ήδη πεσμένη από πάνω του. Ο Τσάρλι πονούσε παρά πολύ καθώς τα μάτια του ήταν πρησμένα και όλο του το σώμα μελανιασμένο από το ξύλο. Δεν μπορούσε καν να κουνηθεί, διπλομένος στα δύο, σαν κουβάρι, προσπαθούσε να πάρει ανάσα.
-Θα έπρεπε να σε σκοτώσω για αυτό Γκραντ, φώναξε ο Έρικ στον Τέρυ. Αλλά αυτό θα το κάνει ο Σάμουελ και εγώ θα γίνω πιο πλούσιος. Πάρ’τον από εδώ μέσα. Μην τολμήσεις να ξαναπατήσεις το πόδι σου εδώ μέσα, απείλησε τον Τσάρλι και μετά απομακρύνθηκε σαν να μην είχε συμβεί ποτέ τίποτα.
-Εγώ φταίω, εγώ, σιγοψιθύριζε η Μονίκ με δάκρυα που κυλούσαν από τα μάτια της.
-Μονίκ, σταμάτα! Την παρακάλεσε ο Τέρυ με αυστηρό ύφος αλλά πληγομένο βλέμμα. Βοήθησε με καλύτερα, της πρότεινε.
Καθώς η Μονίκ βοηθούσε τον Τέρυ να μεταφέρει τον Τσάρλι έξω, το μπαρ ξαναγύρισε στους κανονικούς του ρυθμούς. Η αιματοβαμμένη παράσταση είχε τελειώσει και τώρα όλοι οι απόκληροι μπορούσαν να χαλαρώσουν απολαμβάνοντας το ουίσκι τους. Τι θα ήταν άλλωστε οι αποβάθρες χωρίς αυτά τα μικρο-επεισόδια;

Αργότερα εκείνο το βράδυ, ο Τέρενς έσυρε τον μισο-πεθαμένο Τσάρλι πίσω στο διαμέρισμα του. Τον βοήθησε να ξαπλώσει στο κρεβάτι, έφερε πάγο και του έβαλε στις μελανιές. Ο Τσάρλι τον κοίταζε και σιωπηλά τον ευχαριστούσε για την υποστήριξη του.
-Συγγνώμη για τη Μονίκ, είπε ο Τέρυ.
-Δεν πειράζει άλλωστε δεν ήσουν και ο μοναδικός, είπε ο Τσάρλι και άρχισε να γελάει ή να κλαίει; Ο Τέρυ δεν μπορούσε να καταλάβει τι από τα δύο ήταν, μπορεί και τα δύο. Αλλά καταλάβαινε ότι ο Τσάρλι πονούσε τόσο σωματικά όσο και ψυχικά.
-Πειράζει, του είπε ο Τέρυ ενώ στεκόταν δίπλα του καθισμένος στο στρώμα. Έπρεπε να είχα φερθεί καλύτερα, ίσως ήταν για μένα πιο οικεία, κατά μία έννοια, είπε αδυνατώντας να βρει τις λέξεις για να καλύψει την αδυναμία του και την ανάγκη του όλους αυτούς τους μήνες. Σηκώθηκε και πλησίασε το παράθυρο, ο ουρανός ήταν καθαρός. Τα αστέρια έλαμπαν.
-Τι συνέβη σε εσένα; Δεν είσαι ευχαριστημένος που είσαι διάσημος. Ο Ρομέος της Νέας Υόρκης. Άκουσα πολλά για σένα, είπε ο Τσάρλι κοιτώντας τον φίλο του που φαινόταν να κάνει έναν ήσυχο απολογισμό της ζωής του.
-Καλά είμαι, μην ανησυχείς για μένα Τσάρλι, απάντησε ο Τέρυ χωρίς να πάρει τα μάτια του από τα αστέρια.
-Και τι απέγινε με εκείνη τον ξανθό άγγελο που είχα για νοσοκόμα στο Σικάγο; Δεν μπορώ να ξεχάσω πόσο με βοήθησε. Νόμιζα…
-Και εγώ νόμιζα, τον διέκοψε μισογελώντας με πίκρα ο Τέρυ.
-Μήπως ερωτεύτηκες τη Μονίκ;
-Όχι, τίποτα τέτοιο, κούνησε αρνητικά το κεφάλο ο Τέρυ. Τώρα έχω άλλες υποχρεώσεις, και πήγε στο ντουλάπι της κουζίνας όπου και έβγαλε ένα φλασκί ουίσκι. Ήπιε μία γουλιά και έδωσε το υπόλοιπο στον Τσάρλι. Ο Τέρενς ξαναπλησίασε το παράθυρο. Εάν ήταν γάτος τώρα θα πηδούσε πάνω στις στέγες των σπιτιών, χαζεύοντας τη Νέα Υόρκη από ψηλά. Αλλά δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένας θνητός άντρας καταδικασμένος σε ένα βαρύ και ευαίσθητο σώμα και δεν είχε άλλη επιλογή παρά να μείνει εκεί που ήταν.
-Δείχνεις θλιμμένος, παρατήτησε ο Τσάρλι. Το ποτό είναι πολύ καλό, πρόσθεσε.
-Όχι, όχι δεν είμαι, είπε ο Τέρυ. Τσάρλι γιατί δεν παίρνεις τη Μονίκ να φύγετε μακριά από εδώ;
-Δεν θέλει να φύγει από εδώ. Οι γυναίκες είναι απίστευτες…Γύρισα για εκείνην και αυτή δεν θέλει να φύγει…μαλώσαμε, της είπα ότι μάλλον της αρέσει.
-Είναι ο τόπος της εδώ, είπε ο Τέρυ. Και ο δικός σου.
-Και λοιπόν; Και εσύ ήρθες από μακριά. Αν με πίστευε θα τα καταφέρναμε. Δεν μπορεί να αφήσει πίσω της αυτό το μπαρ και αυτό το σίχαμα που την εκμεταλεύεται; Δεν καταλαβαίνω.
-Δεν είναι το ίδιο, απάντησε ο Τέρυ. Κάπου μέσα του καταλάβαινε τις επιφυλάξεις της. Η Μονίκ, ήθελε να φύγει σαν ελεύθερη γυναίκα και όχι σαν κυνηγημένη πόρνη, πρώτα για τον ευατό της, μετά για τον Τσάλι. Ήταν πολύ δύσκολο μετά από τόσο καιρό να αποτινάξει ξαφνικά όλα τα δεσμά του παρελθόντος. Να κάνει την αδυναμία δύναμη ακόμα και αν τώρα είχε έναν σύμμαχο στο πλευρό της. Και ο Τσάρλι το καταλάβαινε αυτό, απλώς δεν το έλεγε.
- Ο Έρικ δεν θα την αφήσει ποτέ. Αλήθεια τι άκουσα, θα παλέψεις με τον Σάμουελ;
-Για μισοπεθαμένος ακούς καλά, είπε ο Τέρυ χαμογελώντας.
-Προσπαθείς να σκοτωθείς μου φαίνεται, είπε ανήσυχα και αυστηρά ο Τσάρλι.
-Αυτό δεν είναι έγκλημα έτσι;
-Δεν έχω το κουράγιο να μαλώσω μαζί σου απόψε, είπε ο Τσάρλι και έκλεισε αργά τα μάτια του. Δεν κατάφερε να τα ανοίξει και πάλι. Βυθίστηκε σε έναν βαθύ ύπνο. Ο Τέρενς άρχισε να ξεντύνεται. Ήταν μία δύσκολη νύχτα για όλους και χρειαζόταν ξεκούραση. Πρώτα έβγαλε τη μαύρη κάπα του και μετά το σακάκι του, αλλά καθώς το έπιασε συνηδητοποίησε το σκληρό και τετράγωνο φάκελο που είχε ξεχάσει από το απόγευμα στην τσέπη. Ποιος θα μπορούσε να είχε στείλει αυτό το γράμμα; Κάθησε στον καναπέ και έσκισε το χαρτί από πάνω. Αφαίρεσε τις σελίδες, έξι σελίδες;
Μόλις τις ξεχώρισε έφερε την πρώτη σελίδα κοντά του. Η ανάμνηση αυτού του γραφικού χαρακτήρα, πυκνογραμμένου τώρα τον χτύπησε σαν να ήταν ηλεκτρικό ρεύμα. Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. Δεν μπορούσε να το πιστέψει και στην αρχή δυσκολεύτηκε να εστιάσει στα γράμματα και να συγκεντρώσει την προσοχή του στις λέξεις. Η καρδιά του άρχισε να χτυπάει σαν τρελή και η ανάσα του έγινε πιο γρήγορη λες και έδινε αγώνα να κρατήσει τη νηφαλιότητα του μυαλού του. Εκείνο το βράδυ δεν είχε επιστρέψει μόνο ο Τσάρλι…

«Σ’αγάπησα»

Όσο περισσότερο διάβαζε, τόσο πιο μπερδεμένος αισθανόταν. Τα μάτια του καθρέπτιζαν καθαρά συναισθήματα, χαρά, λύπη, νοσταλγία, ενοχή, αγάπη, ανησυχία καθώς όχι μόνο οι λέξεις αλλά μία ολόκληρη εποχή αναμνήσεων περνούσε μπροστά του. Διάβαζε χωρίς σταματημό. Για μια στιγμή το βλέμμα του ταξίδεψε στα αστέρια έξω από το παράθυρο και μετά ξαναγύρισε στη γη και στο γράμμα που κρατούσε. Όταν τελείωσε άφησε τις σελίδες πάνω στο τραπέζι της κουζίνας και πήγε στο κρεβάτι του Τσάρλι. Πήρε ήσυχα το φλασκί και ήπιε πάνω από το μισό σε μία γουλιά, λες και ήταν καθαρό νερό και όχι οινόπνευμα. Παρόλι την ποσότητα, το ήξερε ότι απόψε δεν θα μεθούσε ακόμα και αν κατάβαζε ολόκληρο το μπαρ του Έρικ.
Το γράμμα της φαινομενικά αθώο και τρυφερό στην ουσία επικύνδινο στην καρδιά του και γεμάτο αντιφάσεις στο μυαλό του. Κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας. Άρχισε και πάλι να διαβάζει. Το διάβαζε ξανά και ξανά ανακαλύπτωντας καινούριο νόημα πίσω από κάθε πρόταση, τα μάτια του δεν μπορούσαν να το αφήσουν, το βλέμμα του γύριζε και ξαναγύριζε σε εκείνο το «Σ’αγάπησα».
Ο Τέρενς δεν μπόρεσε να κοιμηθεί εκείνο το βράδυ, δεν ήταν το γράμμα μα τα ίδια του τα συναισθήματα που δεν του έδιναν στιγμή γαλήνης. Περπατούσε πάνω-κάτω στο δωμάτιο, άδειασε ότι σταγόνα αλκόολ υπήρχε στο μικρό του διαμέρισμα. Το άγχος του, τα νεύρα, οι ερωτήσεις του δεν τον άφηναν σε ησυχία. Βαθιά μέσα του ότι αναζητούσε ήταν απαντήσεις.
Όχι για εκείνον και την Κάντυ μα και για τη ζωή του την ίδια. Γιατί είχε μία ζωή αλλά δεν μπορούσε να την αλλάξει. Είχε ένα χρέος, μία υποχρέωση και ένα καθήκον που η ίδια η Κάντυ άφησε στα χέρια του τη νύχτα του χωρισμού τους: την φροντίδα της Σουζάνας ώστε όλοι να ζήσουν ευτυχισμένοι.
Όταν έφυγε, ότι και αν αυτή συμβόλιζε ή ήταν στη ζωή του, έφυγε μαζί της. Μα για εκείνον ήταν κάτι παραπάνω από κάτι. Ήταν το φως, η ευτυχία, η ελπίδα, η νιότη, η αθωότητα. Ότι του απέμεινε ήταν ένα βαρύ και άδειο κέλυφος που δεν είχε σκοπό, ιδανικά και αγάπη. Ενέδωσε με άνεση στο ποτό και στον καπνό μη μπορώντας να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα όπως πραγματικά ήταν για αυτόν: άδεια.
Έχασε τη δουλειά του και κατέληξε στο Ροκστόουν, ένα ξεχασμένο από τους θεούς και τους ανθρώπους μικρό χωριό όπου όλοι έμοιαζαν αγενείς και χαμμένοι σαν αυτόν. Ένας ηθοποιός υπό την επήρρεια, ο Καζανόβας της πόλης που δεν είχε κανένα πρόβλημα να σταλακώνει κάθε βράδυ την εικόνα του και να ξεπουλά φτηνά και αναίσθητα τον ίδιο τον εαυτό. Και τότε την είδε ανάμεσα στο κοινό που τον χλεύαζε για την κατάσταση του. Την είδε να κλαίει. Ακόμα και αν τον ήθελε δεν θα μπορούσε να αισθανθεί χειρότερα. Έκλαιγε και εκείνος την έκανε να κλαίει και αυτό ήταν λάθος, ένα τεράστιο άδικο λάθος που έπρεπε να διορθώσει.
Τη δύναμη την πήρε από εκείνη για να ξαναβρει το πάθος, την ενέργεια του και να καταφέρει να ξεπεράσει τον εαυτό του, τα αισθήματα και τη λύπη του και να παίξει όπως παλιά, όταν δεν υπήρχε παρελθόν παρά μόνο μέλλον. Αλλά όπως το μέλλον έτσι και εκείνη εξαφανίστηκε…Ο Τέρενς ξαναγύρισε στο σπίτι του και στη σκηνή του Στράντφορντ, στη Σουζάνα και ήταν λες και δεν είχε περάσει ούτε μία μέρα από τότε που έφυγε. Μα δεν πέρασε ούτε και μία μέρα από τότε που ξαναγύρισε.
Παρόλο που ο χρόνος έκανε τον αδιάκοπο κύκλο του από την ανατολή στη δύση, ο δικός του προσωπικός χρόνος είχε σταματήσει και έτσι και αυτός σταμάτησε να προσέχει την Δευτέρα, την Τρίτη, την Τετάρτη. Δεν είχε καμία απολύτως σημασία πια. Τίποτα δεν άλλαζε εκτός από την ανάμνηση της που κάθε μέρα γινόταν όλο και πιο σκοτεινή όλο και πιο απόμακρη στο λαβύρινθο της σκέψης του γιατί έτσι έπρεπε να γίνει.
Πάγωσε ακόμα και τα ίδια του τα συναισθήματα και δεν μπορούσε να νιώσει πια τίποτα. Αλλά έπρεπε να βρει έναν τρόπο να νιώσει, αληθινά και γνήσια όπως και άλλωτε.
Ο φυσικός πόνος και η ηδονή, η αδρεναλίνη και η ενδομορφίνη ήταν τα δικά του ναρκωτικά για να δραπετεύει ακόμα και αν διαρκούσαν όσο μία νύχτα και το πρωί ο Τέρενς έπρεπε να επιστρέψει στην διάσημη ζωή του.
Όταν ξύπνησε ο Τσάρλι ανακάλυψε τον Τέρυ στο τραπέζι της κουζίνας με μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια του να κοιτάει ένα εξασέλιδο γράμμα.
-Τι έπαθες; Ρώτησε ο Τσάρλι. Τι είναι αυτό; Ρώτησε παίρνωντας στα χέρια του την παλιά και μεταχειρισμένη φυσαρμόνικα.
-Ένα σύμβολο, είπε ο Τέρυ.
-Μα έχει χαλάσει, παρατήρησε ο Τσάρλι.
-Ναι το ξέρω, είπε ο Τέρυ και του την πήρε από το χέρι. Δεν μπορούσε πια ούτε ο ίδιος να αντέξει τα συναισθήματα του για αυτό και είχε κρύψει τη φυσαρμόνικα στα πιο βαθιά του συρτάρια. Τώρα την είχε πάλι εκεί κοντά του και ήταν θέμα ωρών πλέον να βρεθεί δίπλα του και το ξανθό κορίτσι που του τη χάρισε.
Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
juliet
Candy Star
Candy Star
juliet


Θηλυκό
Αριθμός μηνυμάτων : 1381
Ηλικία : 43
Registration date : 05/09/2009

Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς   Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς Icon_minitimeΤρι Φεβ 02, 2010 11:58 am



Ένας Άγγλος στη Νέα Υόρκη

Η Σουζάνα είχε ξυπνήσει νωρίς εκείνο το πρωινό. ΄Ηταν ανήσυχη. Που ήταν ο Τέρυ; Δεν είχε καταφέρει να τον δει για δύο νύχτες και μια ημέρα. Στη Σουζάνα δεν της άρεσαν καθόλου τα κομμάτια ζωής που κράταγε κρυφά, οι σιωπές και οι ξαφνικές του εξαφανίσεις ακόμα και αν αυτές δεν κράταγαν παρά μόνο για μία μέρα ή δύο.
Εκείνος όμως δεν είχε σκοπό να μοιράστει μαζί της τα μυστικά του. Αναγκαστικά το σεβόταν γιατί ο Τέρυ δεν της άφηνε τα περιθώρια να μην το κάνει. Αλλά σήμερα θα πήγαινε να τον δει. Είχε πει στη μητέρα της να την βοηθήσει να ετοιμαστεί και ήταν πλέον η ώρα για να πάει να κτυπήσει την πόρτα του. Φυσικά αυτό δεν θα του άρεσε καθόλου. Ο Τέρενς μισούσε το πρωινό ξύπνημα και μαζί με αυτό οποιαδήποτε αιτία τον ανάγκαζε να σηκωθεί από το κρεβάτι του αλλά η Σουζάνα δεν μπορούσε να περιμένει άλλο και να τον κυνηγά όλη μέρα ανάμεσα στις πρόβες και τις παραστάσεις. Το γυναικείο της ενστικτό την προειδοποιούσε για κάτι που η Σουζάνα δεν μπορούσε να ορίσει.
-Είσαι έτοιμη, Σουζάνα; Ρώτησε η μητέρα της ενώ έπαιρνε το σάλι της από την καρέκλα.
-Ναι μητέρα, πάμε.
-Δεν είμαι σίγουρη πάντως ότι είναι καλή ιδέα, το πιθανότερο είναι να μην μας ανοίξει καν ή να αρχίσει να φωνάζει και στην τελευταία περίπτωση, μη περιμένεις να μη του μιλήσω.
-Τίποτα να μην κάνεις μητέρα. Μόνο να τον δω θέλω, να ξέρω ότι είναι καλά. Αλλά πριν ακόμα βγουν από το διαμέρισμα άκουσαν χτυπήματα στην πόρτα. Η κυρία Μάρλοου άνοιξε ενστικτωδώς.
-Γειας σας, συγγνώμη που σας ενοχλώ αλλά θα ήθελα να μιλήσω στην κυρία Μάρλοου, εσείς είστε;
-Α ναι. Η κυρία Μάρλοου είχε μείνει κατάπληκτη αναγνωρίζοντας τον πατέρα του Τέρενς να στέκεται έξω από την πόρτα της. Ο Ρίτσαρντ Γκράντσεστερ, έκανε τις απαραίτητες συστάσεις αλλά και πριν ακόμα από αυτό, όταν η κυρία Μάρλοου άνοιξε την πόρτα αμέσως αναγνώρισε αυτόν τον Άγγλο ευγενή ως τον πατέρα του Τέρυ. Πως; Ήταν η στάση του σώματος του, η φυσική του διάπλαση, η προφορά, το χρώμα της φωνής του, ο αλαζωνικός αέρας που γέμιζε την ατμόσφαιρα με ηλεκτρισμό, το άνετο και ψυχρό του βλέμμα, όλα αυτά που ήταν δυσάρεστα οικεία και γνώριμα για την κυρία Μάρλοου.
-Περάστε μέσα κύριε Γκράντσεστερ, φώναξε η Σουζάνα από μέσα. Πήρε μία στιγμή για να φτιάξει λίγο τα μαλλιά και να τεντώσει το φόρεμα της ενώ αισθανοταν νευρικότητα και άγχος για αυτή την αναπάντεχη και ανεπίσημη συνάντηση με τον πατέρα του Τέρυ.
-Πραγματικά λυπάμαι που σας ενοχλώ. Έφτασα χτες στη Νεα Υόρκη, είπε ο Ρίτσαρντ κοιτώντας το νεαρό κορίτσι που ήταν καταδικασμένο να περάσει την υπόλοιπη ζωή του στο αναπηρικό καρότσι και ο Ρίτσαρν γνώριζε πολύ καλά το λόγο.
-Επιτρέψτε μας να σας περιποιηθούμε. Συγγνώμη για το σπίτι, είναι λίγο ακατάστατο δεν περιμέναμε…
-Σας παρακαλώ. Εγώ είμαι ο απρόσκλητος εδώ, άλλωστε είμαι στην Αμερική…είπε με ήρεμη φωνή.
Η κυρία Μάρλοου κοίταξε την κόρη της και η κόρη κοίταξε την μητέρα της. «Είμαι στην Αμερική» είχε πει, με ένα ύφος και έναν τόνο λες και η Αμερική δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένα χωριουδάκι με ιθαγενείς στην άκρη της Αφρικής και δεν περίμενε και τίποτα καλύτερο.
-Παρακαλώ καθήστε, είπε η κυρία Μάρλοου. Τσάι;
-Όχι, σας ευχαριστώ. Ο Δούκας Γκράντσεστερ έβγαλε έναν φάκελο από τη τσέπη του και το προσέφερε στη Σουζάνα. «Είναι για εσάς» είπε. «Μία μικρή αποζημίωση για το κουράγιο σας, ένα μικρό δείγμα της τεράστιας ευγνωμοσύνης μου γιατί σώσατε τη ζωή του Τέρενς. Σίγουρα σας αξίζει μία καλύτερη ζωή από αυτήν που μπορεί τώρα ο Τέρενς να σας προσφέρει».
-Κύρια Γκράντσεστερ, εγώ…είπε η Σουζάνα διστάζοντας και ανοίγοντας το φάκελο.
-Θα προτιμούσα αν με φωνάζατε Δούκα Γκράντσεστερ, απλώς είναι η συνήθεια, της είπε ο Ρίτσαρντ με επιεική φωνή και μάτια που γυάλιζαν, κρυφά διασκεδάζοντας τον εαυτό του με τη νευρικότητα που της προκαλούσε η δεσποτική του παρουσία. Μη νομίζετε κάτι παραπάνω, και αυτό ακόμα ήταν μία συνήθεια του Ρίτσαρντ.
Η κυρία Μάρλοου στάθηκε στο πλάι της Σουζάνας, ήθελε να δει την επιταγή. Μάνα και κόρη έμοιαζαν προβληματισμένες για μία στιμή. Η Σουζάνα ήταν η πρώτη που έσπασε τη σιωπή.
-Γιατί μου προσφέρετε αυτά τα χρήματα;
-Σας είπα, θέλω να σας ευχαριστήσω.
-Δεν μπορώ να πάρω αυτά τα χρήματα, αν το μάθει ο Τέρυ.
-Δεν είναι ανάγκη να το μάθει ο Τέρενς. Στο κάτω-κάτω οι δικές μου συναλλαγές είναι οι δικές μου συναλλαγές.
Η κυρία Μάρλοου κοίταξε και πάλι την επιταγή. Είχε περάσει μία ολόκληρη ζωή μεγαλώνοντας τη Σουζάνα, από τότε που ο σύζυγος της είχε αυτοκτονήσει, αλλά ποτέ της δεν είχε βγάλει ή δει τόσα χρήματα. Αυτό ήταν μία τεράστια ευκαιρία. Μπορούσε να ξεκουραστεί, να προσλάβει μία υπηρέτρια να φροντίζει το σπίτι, μία νοσοκόμα να φροντίζει τη Σουζάνα, να αγοράσει ένα σπίτι στα προάστια της Νέας Υόρκης, μπορούσαν ακόμα και να ταξιδέψουν σε άλλες πόλεις. Είχε ακούσει τόσα πολλά για το Λονδίνο και το Παρίσι που ήταν η πρωτεύουσα της μόδας και του ευ ζην. Δεν είχε επισκεφτεί ποτέ της την Ευρώπη και έμεναν αρκετά ακόμα για κατάθεση στην τράπεζα. Η κυρία Μάρλοου δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό το ξαφνικό δώρο που της κτύπησε την πόρτα εκείνο το πρωι.
- Δούκα Γκράντσεστερ, είστε πολύ γενναιόδωρος, είπε με κολακευτική διάθεση. Κοίταζε τα μάτια και το περήφανο βλέμμα αυτού του άντρα. Είχε γνωρίσει αρκετούς άντρες στο παρελθόν και στο παρόν. Αλλά ποτέ κάποιον τόσο κρύο και αδιάφορο όσο τον Ρίτσαρντ. Δεν αποτελούσε έκπληξη το γεγονός ότι ο Τέρυ ήταν τόσο εσωστρεφής, είχε μεγαλώσει δίπλα σε ένα παγόβουνο για πατέρα. Δεν ήξερε αν έπρεπε να αναφερθεί στο θέμα στης Σουζάνας και του Τέρενς. Φοβόταν την αντίδραση του και δεν είχε και καμία απολύτως γνώση για το πώς είχε εξελιχτεί η σχέση πατέρα-γιου όλα αυτά τα χρόνια. Την ώρα όμως που εκείνη το σκεφτόταν, η Σουζάνα το ανέφερε.
-Έχει μιλήσει ο Τέρυ, για μένα, Δούκα Γκράντσεστερ; Εννοώ τα σχέδια του;
-Τα σχέδια του; Σχετικά με εσάς?
-Ναι, είπε η Σουζάνα διστάζοντας.
-Λυπάμαι που σας απογοητεύω αλλά δεν νομίζω ότι ο Τέρυ έχει σχέδια για τη ζωή του, αγαπητή μου. Μπορώ να δω ότι είστε μία πολύ ωραία νεαρή κυρία με ευγενική καρδιά. Αλλά πιστεύω πως ο Τέρενς δεν είναι ο κατάλληλος για εσάς.
Η Σουζάνα αισθάνθηκε το αίμα της να παγώνει. Άμεσα ο Ρίτσαρντ της έλεγε ότι ο Τέρενς δεν ήταν ο κατάλληλος, έμμεσα εννούσα μάλλον το αντίστροφο.
-Πιστεύετε ότι η Σουζάνα δεν κάνει για το γιο σας; Ρώτησε η κυρία Μάρλοου, εμφανώς ενοχλημένη.
-Είμαι ευγενής, θα προτιμούσα για τον Τέρυ μία νύφη αντίστοιχης ή και ανώτερης κοινωνικής τάξης. Συγχωρέστε με κυρία Μάρλοου, θέλω να είναι ειλικρινής μαζί σας. Εκπλήσσομαι που κάνουμε καν αυτή τη συζήτηση. Ο Τέρενς είναι ακόμα πολύ ανώριμος για γάμο.
Η Σουζάνα ήταν λυπημένη από τις απόψεις του Ρίτσαρντ αλλά δεν είχε το σθένος να τον αντιμετωπίσει. Η κυρία Μάρλοου είχε σοκαριστεί. Αυτός ήταν ευγενής; Αλήθεια;
-Συγχωρέστε έμενα αυτή τη φορά, είπε, αλλά ο γιο σας έχει ένα καθήκον και ένα χρέος απέναντι στην κόρη μου. Δεν πιστεύω ότι μπορείτε και λέτε κάτι τέτοιο, η Σουζάνα έχασε το πόδι της, θυσίασε την καριέρα της για την ζωή του γιού σας. Τι λέει για αυτό η κοινωνική σας τάξη;
-Κυρία Μάρλοου ήρθα εδώ για να σας δείξω την ευγνωμοσύνη μου και όχι για να χρεωθώ τα προβλήματα του γιού μου ή της κόρης σας. Την κοινωνική μου τάξη δεν την απασχολούν οι συναισθηματισμοί, είπε ήρεμα και ευγενικά ο Ρίτσαρντ. Η κυρία Μάρλοου πίστευε ότι θα πάθαινε νευρικό κλονισμό.
-Ναι είναι προφανές αυτό, έτσι δεν είναι; Του είπε με θυμό.
Τα μάτια της Σουζάνας είχαν γεμίσει με δάκρυα αλλά όπως και να είχε η κυρία Μάρλοου κράτησε το τσεκ. Ήταν προφανές ότι ο Ρίτσαρντ πιο εύκολα έδινε το χρήμα παρά το συναισθήμα. Ο Ρίτσαρντ ευχαρίστησε τις κυρίες για τη φιλοξενία τους και έφυγε δίχως υποσχέσεις και υποχρεώσεις. Η Σουζάνα ικέτευσε την μητέρα της να την πάει στο διαμέρισμα του Τέρενς αλλά η κυρία Μάρλοου δυσαρεστημένη και χορτασμένη από τους Γκράντσεστερ, προτίμησε αυτή τη φορά να κάνει κάτι για τον εαυτό της και έτσι πήγε κατευθείαν στην τράπεζα.


Μία πράξη για τη δικαισύνη

Ο Τέρυ την ίδια ώρα, κοίταζε τη σπασμένη φυσαρμόνικα. Ήταν πολύ φθαρμένη αναλόγως τα χρόνια της. «Έπρεπε να την κρύψω για να μη σε θυμάμαι», μονολόγησε. Ήταν τώρα μόνος του στο μικρό διαμέρισμα, μετά την αναχώρηση του Τσάρλι. Έκλεισε τα μάτια του και έπεσε πάνω στο τραπέζι με το πρόσωπο του να σκεπάζει τις σελίδες που ήταν σκορπισμένες πάνω στο τραπέζι. «Θα ήθελα πάρα πολύ να σε δω», σκέφτηκε.
Τα μάτια του έπεσαν κατευθείαν πάνω στη φράση της «Αλλά είναι πολύ αργά για εμάς, έτσι δεν είναι;» «Σ’αγάπησα» είχε γράψει. «Να με θυμάσαι…» «Δεν θα ξεχάσω ποτέ», τα λόγια της χόρευαν μέσα στο μυαλό του. Μετά από μία ολόκληρη νύχτα αγρύνιας, ένιωθε εξουθενωμένος, το μυαλό του σε πλήρη σύγχυση, τα συναισθήματα του ένα κουβάρι δίχως τέλος και άκρη. Δεν μπορούσε άλλο να σκέφτεται, ο κόσμος ήταν και πάλι σαν να είχε εξαφανιστεί και το κέντρο να γύριζε πάλι σε αυτήν. Το γράμμα της, ήθελε χρόνο για να το καταλάβει, να τη νιώσει, να δει τι θα κάνει. Μα αυτή η σκέψη του, δεν ικανοποιούσε την ανάγκη του. Μία ανάγκη άμεση να κάνει κάτι εδώ και τώρα που θα τον έκανε να αισθανθεί καλύτερα για τον εαυτό του, ίσως ότι μέσα του είχε απομείνει ακόμα μία κάποια σοφία και συνειδήση. Κάτι πολύ άμεσο και δραστικό. Κάτι να αλλάξει, από κάπου να πιαστεί, ότι υπάρχει ακόμα ελπίδα. Ότι τίποτα οριστικά δεν είναι χαμμένο. Ξαφνικά αποφάσισε να αφήσει το διαμέρισμα του. Ναι, έπρεπε να κάνει κάτι γιατί θα τρελαινόταν αν δεν έκανε. Κάτι για εκείνον μα και για τους άλλους. Κάτι να φέρει πίσω την δικαισύνη, αν έστω και μία σταγόνα είχε απομείνει έξω του ή μέσα του.
Για αυτό γύρισε πίσω στις αποβάθρες. Ήταν μία ώρα ησυχίας και αυτό το ταραγμένο μέρος. Δεν του άρεσε η πρωινή όψη αυτής της περιοχής. Ο αέρας, παρόλο το κρύο, μύριζε αποκρουστικά λόγω των σκουπιδιών που οι συμμορίες πέταγαν από τα μπαρ και οι ζητιάνοι μάζευαν. Το πρωί η πραγματική ασχήμια και ο ξεπεσμός των σπιτιών, των μισοκτισμένων κτιρίων και των μισοκατεδαφισμένων εργοστασίων ήταν εμφανής. Παρόλη τη δυσυχία, οι κάτοικοι κοιμόντουσαν ήσυχοι στα σπίτια τους σαν να είχε σταματήσει ο κόσμος γύρω τους.
Ο Τέρενς κατευθύνθηκε στο μπαρ του Έρικ αλλά τα παράθυρα και οι πόρτες ήταν ερμητικά κλειστά. Δεν δίστασε. Πήρε μία πέτρα και την έριξε κατευθείαν στο παράθυρο του 2ου ορόφου που ήταν η κρεβατοκάμαρα της Μονίκ και του Έρικ. Δεν χρειάστηκε να πετάξει δεύτερη για να αφυπνήσει τους δύο που νομίζαν ότι δέχονται επίθεση από άγνωστες δυνάμεις. Ο Έρικ άνοιξε εξαγριωμένος το παράθυρο του.
-Τι στο διάλο; Φώναξε. Ο ήλιος τον τύφλωσε και έφερε το χέρι στα μάτια του. Μετά την επώδυνη προσαρμογή στο φως, είδε τον Τέρυ.
-Παλιομπάσταρδε, φώναξε, θα έπρεπε να σε είχα σκοτώσει χτες, περίμενε και έρχομαι..απείλησε. Η Μονίκ σηκώθηκε αναστατωμένη και έτρεξε πίσω του στις σκάλες προσπαθώντας να τον συγκρατήσει.
-Εσύ μείνε εδώ, της φώναξε ο Έρικ καθώς κατέβαινε. Άνοιξε έξαλλος την πόρτα του μπαρ και έπεσε πάνω στον Τέρυ αλλά ο Τέρυ τον απώθησε με τα χέρια του.
-Ηρέμησε Έρικ, θέλω να σου μιλήσω.
-Έχεις πολύ θράσος να έρχεσαι εδώ, μετά από αυτό που έγινε χτες. Νομίζεις ότι επειδή είσαι διάσημος, θα στην χαρίσω, μη μπλέκεσαι στα πόδια μου, τόσο ήθελα χτες βράδυ, τόσο Grand…Ποιος νομίζεις ότι είσαι και ρίχνεις πέτρες; Ο Έρικ είχε σηκώσει όλη την περιοχή με τις αγριοφωνάρες του.
-Δεν ζω με αυταπάτες, του είπε ήρεμα ο Τέρυ.
-Λέγε τι θέλεις και γρήγορα…
-Δεν σου ζήτησα ποτέ ανταμοιβή για όλους αυτούς που κάνω και κερδίζω…
-Γιατί είσαι διεστραμμένος για αυτό…και δεν θυμάμαι να έχεις κερδίσει και πολλούς είπε επιθετικά ο Έρικ.
-Αυτή τη φορά όμως θέλω.
-Ναι γιατί νομίζεις ότι θα ζήσεις…
-Τότε δεν θα σε ενδιέφερε αν σου ζητούσα τη Μονίκ;
Ο Έρικ άρχισε ξαφνικά να γελάει.
-Τι; Τι θέλεις; Τη Μονίκ; Είναι η καλύτερη πόρνη που έχω, το ξέρεις άλλωστε…
-Δεν θα ζήσω οπότε τι σε νοιάζει;
-Έξυπνο. Είναι για τον φίλο σου τον Τσάρλι έτσι; Πες του να μην τολμήσει να ξαναπατήσει εδώ κάτω γιατί θα του σπάσω και τα δύο τα πόδια όπως είχα κάνει κάποτε.
-Την θέλω για μένα.
-Ωραία εάν τη θέλεις τόσο πολύ, τότε να την πληρώσεις και με το αίμα αλλά και με τα λεφτά σου. Θα μου δώσεις 5.000 δολάρια, εάν κερδίσεις είναι όλη δική σου, εάν χάσεις κρατάω τα λεφτά και εσύ δεν παίρνεις τίποτα.
-Είσαι ένα κ******, φώναξε ο Τέρυ.
-Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια, τώρα φύγε γιατί θέλω να κοιμηθώ. Έλα με τα λεφτά ή μην έρθεις καθόλου, είπε ο Έρικ και ο Τέρενς ήξερε ότι αυτή ήταν η τελευταία του κουβέντα.

Μία μυστηριώδης εξαφάνιση

Ο Τέρενς δεν είχε προλάβει να κοιμηθεί και αυτό ήταν ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα γιατί είχε ακόμα ελάχιστες ώρες πριν να γυρίσει στο θέατρο για την καθιερωμένη του πρόβα και παράσταση. Ήταν τόσο κουρασμένος που ένιωθε να ανατριχιάζει από το κρύο στον πρωινό αέρα. Γύρισε στο διαμέρισμα του για ένα γρήγορο ντους και μετά πήρε μία άμαξα για να τον πάει στο θέατρο. Αν κοιμόταν τώρα δεν θα ξυπνούσε ποτέ και δεν άντεχε ούτε να περπατήσει, ούτε να οδηγήσει. Όταν μπήκε στο καμαρίνι του φόρεσε το κοστούμι του και μετά το μακιγιάζ και όπως έριξε το κεφάλι του στο γραφείο του ξαφνικά αποκοιμήθηκε. Ήταν η Κάρεν Κλέις που τον ξύπνησε πριν από τη πρόβα και επίσης αυτή που τον ξύπνησε και κατά τη διάρκεια της πρόβας καθότι ο Τέρυ είχε αποκοιμηθεί πάνω στη σκηνή. Το συνεργείο άρχισε να χτυπιέται από τα γέλια και οι ηθοποιοί διασκέδασαν αφάνταστα με τις φωνές του Ρόμπερτ που κατευθύνονταν στο βασικό πρωταγονιστή της παράστασης. Ο καημένος ο Τέρυ, πραγματικά δεν μπορούσε να βοηθήσει τον εαυτό του εκείνη τη μέρα, καταβάλλοντας υπεράνθρωπες προσπάθειες για να κρατήσει τα μάτια του ανοιχτά και το μυαλό του συγκεντρωμένο αλλά μετά από μία ολόκληρη νύχτα άυπνος το σώμα του σαφώς και έδινε καμία σημασία στον αφέντη του. Όταν τελείωσε η παράσταση ο Τέρυ έπεστρεψε στο καμαρίνι του και έβγαλε το γράμμα της Κάντυ. Το διάβαζε και το ξαναδιάβαζε αποζητώντας λίγη ηρεμία και ανακούφιση στα λόγια της. Καθώς οι λέξεις της γέμιζαν το μυαλό του, τα μάτια του έκλεισαν και αντίκρυσαν το σκοτάδι. Στα όνειρα του ήταν και πάλι ένας ελεύθερος έφηβος που έτρεχε με το άλογο του στα ατελείωτα βοσκοτόπια της Σκωτίας. Το όνειρο ήταν τόσο ζωντανό και ζωηρό που ο Τέρυ δεν άκουσε τη φωνή της Σουζάνας που τον καλούσε από την πόρτα, ούτε διαισθάνθηκε πίσω του την παρουσία της. Ακόμα περισσότερο δεν αντιλήφθηκε τα απαλά της χέρια καθώς τράβαγαν και σήκωναν τις σελίδες του γράμματος. Αλλά άκουσε και αισθάνθηκε τις φωνές και τα τραντάγματα της Κάρεν στο σώμα του καθώς του φώναζε να βγει στη σκηνή. «Τέρυ, ξύπνα, βγαίνεις», «Βγαίνεις, τώρα, ξύπνα, ξύπνα». Το όνειρο του Τέρυ διακόπηκε με έναν πολύ απότομο τρόπο, αλλά μόλις άνοιξε σαστισμένος τα μάτια του, συνειδητοποίησε ότι η πραγματικότητα του είχε διαταραχθεί με έναν ακόμα πιο βίαιο τρόπο.
-Που είναι Κάρεν; Που είναι; Το πήρες; Τα δάχτυλα του Τέρυ αναζητούσαν τις σελίδες που πριν από λίγα λεπτά ήταν αφημένες πάνω στο γραφείο. Αντικείμενα και βιβλιά βρέθηκαν στο πάτωμα καθώς τα χέρια του τα σάρωναν όλα στο πέρασμα τους. Που είναι; Πες μου που είναι; Οι φωνές του ακουγόντουσαν μέχρι και το διάδρομο.
-Τέρυ δεν ξέρω τι λες. Πρέπει να βγεις στη σκηνή είναι η σειρά σου.
Τα μάτια του Τέρυ στράφηκαν εναντιόν της.
-Εσύ το πήρες; Λέγε!
-Να πάρω τι; Φώναξε η Κάρεν.
-Ένα γράμμα ήταν εδώ! Εδώ!
-Πως τολμάς; Τι δουλειά έχω εγώ με τα πράγματα σου; Δεν παίρνω ξένα πράγματα.
Το ύφος περήφανο και αθώο του έλεγε οτι ήταν ειλικρινής.
-Τέρυ!!!!!!!!!!! Ο διευθυντής φωνής φώναξε ξανά το όνομα του και ο Τέρυ δεν είχε άλλη επιλογή παρά να τρέξει στη σκηνή.
Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
juliet
Candy Star
Candy Star
juliet


Θηλυκό
Αριθμός μηνυμάτων : 1381
Ηλικία : 43
Registration date : 05/09/2009

Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς   Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς Icon_minitimeΚυρ Φεβ 07, 2010 1:45 am

Μία καρδιά ραγίζει

Καθώς το αστέρι του Τέρενς έλαμπε στη σκηνή, η Σουζάνα Μάρλοου είχε επιστρέψει σπίτι της. Το ενδιαφέρον της είχε καθαρά μετατοπιστεί από τον Τέρυ στο εξασέλιδο γράμμα που κρατούσε στα χέρια της. Η Σουζάνα είχε φύγει βιαστικά από το θέατρο καθώς επιθυμούσε να διαβάσει αυτό το γράμμα σε ένα πολύ ήσυχο και άνετο περιβάλλον χωρίς ενδεχόμενες διακοπές και εισβολές.
-Σουζάνα θες να έρθεις μαζί μου; Ρώτησε η μητέρα της από το σαλόνι. Θα πάω να δω σπίτια στα προάστια.
-Όχι μαμά, πήγαινε, θα είμαι μία χαρά φώναξε η Σουζάνα μέσα από την κρεβατοκάμαρας της.
Η κα Μάρλοου δεν αισθανόταν άνετα να αφήνει μόνη της τη Σουζάνα αλλά σήμερα ήταν μία εξαιρετική περίπτωση, στην οποία δεν μπορούσε να αντισταθεί και αυτό λύγιζε τις αντιστάσεις της.
-Εντάξει, σου άφησα φαγητό στο τραπέζι, δεν θα αργήσω. Μόνο μία γρήγορη ματιά να δω τι πουλιέται.
-Καλά θα είμαι!! της φώναξε η Σουζάνα με ανυπομονησία. Άκουσε την μητέρα της να κλείνει την πόρτα και αμέσως τράβηξε μέσα από την κουβέρτα που σκέπαζε τα γόνατα της το εξασέλιδο γράμμα. Αρνιόταν να το διαβάσει όσο ήταν ακόμα δίπλα της η μητέρα της όλο το απόγευμα, μόνο λίγες ματιές είχε καταφέρει να του ρίξει. Τώρα, η περιέργεια της είχε καταφάει τα σωθικά. Καθώς τα μάτια της αποδικοποιούσαν τις σειρές το πρόσωπο της γινόταν όλο και πιο χλωμό, όλο και πιο θυμωμένο. Μόλις τελείωσε την ανάγνωση το έκανε κομμάτια.
«Εσύ, εσύ δεν πρόκειται ποτέ να τον πάρεις πίσω», φώναζε η Σουζάνα και ας μην ήταν κανένας εκεί για να την ακούσει. «Θα με αφήσει άραγε; Αυτός είναι ο λόγος που έχει εξαφανιστει τις δύο μέρες». «Κάντυ τον άφησες εδώ για μένα, θυμάσαι; Σου έστειλα ένα γράμμα και σου περιέγραφα τα συναισθήματα μου για εκείνον, ότι θα τον περιμένω…αλλά εσύ δεν μπορείς να τον αφήσεις πραγματικά έτσι δεν είναι; Είσαι ακόμα ερωτευμένη μαζί του και θες να με ξαναστείλεις σε εκείνη την ταράτσα, έτσι δεν είναι; Τον θέλεις πίσω! Προσπάθησα να κάνω ειρήνη μαζί σου αλλά εσύ θέλεις πόλεμο. Πρέπει να του μιλήσω. Χρειάζεται να του μιλήσω, να τον πιέσω για μία απόφαση. Χρειάζεται να μάθω…πριν να είναι αργά», σκεφτόταν η Σουζάνα με κατεβασμένο το κεφάλι και δάκρυα στις άκρες των ματιών της. Ξαφνικά μετάνιωσε που δεν ήταν εκεί η μητέρα της και που την είχε αφήσει να φύγει. «Ο πατέρας του δεν με θέλει για νύφη του γιου του, λες και ποτέ του ενδιαφέρθηκε για τον Τέρυ. Θα προτιμούσε την Κάντυ από μένα, στο κάτω-κάτω είναι μία Άρντλευ. Έχει όνομα και περιουσία από πίσω της, είτε η ίδια το θέλει είτε όχι». Το μυαλό της Σουζάνας είχε απορροφηθεί στο δικό του μικρόκοσμο και ερμήνευε τα γεγονότα που είχαν συμβεί τις τελευταίες δύο μέρες με έναν επίσης δικό του διαστρεβλομένο τρόπο που έφτιαχνε συνωμοσίες πίσω από κάθε αντίδραση, πρόσωπο, πράξη.
«Ο πατέρας του και αυτή είναι εναντίον μου. Ο Τέρυ έχει αποτραβηχτεί στο δικό κόσμο τόσο μακριά από μένα. Η μητέρα του δεν ερχεται ποτέ να με επισκεφτεί. Θέλουν να με καταστρέψουν. Γιατί; Αγαπώ τον Τέρυ τόσο πολύ που ούτε για ένα λεπτό δε δίστασα να θυσιάσω τα όνειρα, την καρίερα ακόμα και την ζωή μου για αυτόν. Είναι εγωιστές…». Η Σουζάνα έκλαιγε τώρα καθώς αισθανόταν σαν τον ξαφνικό εισβολέα σε έναν ιδιωτικό σύμπαν που την τιμωρούσε για την απρόσκλητη παρουσία της.
«Χρειάζεται να του μιλήσω! Πρέπει, πρέπει να του μιλήσω!» φώναζε αλλά οι φωνές της όπως και οι επιθυμίες της δεν είχαν κανένα αντίκρυσμα.


Όπιο

Η παρουσία του Νηλ στις αποβάθρες δεν ήταν ποτέ ευπρόσδεκτη. Ούτε από τους ζητιάνους ούτε και από τις συμμορίες. Οι ζητιάνοι τον φοβόντουσαν, στα δικά τους μάτια δεν ήταν τίποτα περισσότερο ή λιγότερο από ένα ακόμα μέλος των συμμοριών, που ζητούσε τα λεφτά τους, τα οποία και έβγαζαν είτε ζητιανεύοντας στους δρόμους όλη τη νύχτα είτε πουλώντας όπιο στους λιγότερο τυχερούς και τριτοκοσμικούς πολίτες της Νέας Υόρκης.
Δεν τους ενδιέφερε ποιος πραγματικά ήταν και ποια ήταν η θέση του στην κοινωνία. Τους ενδιάφερε μόνο το προφανές: έπρεπε να τους επιβλέπει και να τους τρομοκρατεί με τη δύναμη και την εξουσία που του έδινε η ανάμειξη του στη συμμορία. Στο απλό και θολωμένο από το όποιο μυαλό τους δεν ήταν κάτι άλλο.
Οι συμμορίες από την άλλη πλευρά γνώριζαν και καταλάβαιναν πολλά περισσότερα για τον Νηλ. Ήξεραν ότι δεν είχε ένα έντιμο προφίλ ούτε στις ανώτερες ούτε στις κατώτερες κοινωνικές τάξεις. Το μυαλό του δεν ήταν ούτε δημιουργικό, ούτε έξυπνο. Αντιθέτως ήταν καχύποπτο και πονηρό και ιδανικό για να σκέφτεται απάτες και πλεκτάνες με απότερο σκοπό το εύκολο κέρδος. Αλλά ακόμα και αυτές δεν έφτανε ποτέ στο σημείο να τις υλοποιήση με επιτυχία.
Από τότε που ο Νηλ γύρισε στην Αμερική, μετά το κολλέγιο του Αγίου Παύλου, απέτυχε πολλαπλές φορές να ανταποκριθεί στα κριτήρια του πατέρα του ως επιχειρηματίας. Η δική του κοινωνική κάστα δεν τον εμπιστευόταν αρκετά και πως μπορούσε άλλωστε;
Ο Νηλ είχε επενδύσει μέρος των χρημάτων τους στο χρηματιστήριο προκειμένου να ωφεληθεί ο ίδιος.
Μετά από την τρομερή του αποτυχία να αξιοποιήσει με σύνεση τα επιχειρηματικά κεφάλαια ο πατέρας του αποφάσισε ότι ο Νηλ ήταν πιο χρήσιμος αν έμενε άχρηστος και δεν συμμετείχε καθόλου στις οικογενειακές επιχειρήσεις.
Ο θείος του, ο νεαρός και πολλά υποσχόμενος Ουίλλιαμ, η κεφαλή της οικογένειας, μοιραζόταν τις ίδιες απόψεις με τον πατέρα του Νηλ. Ο Γουίλλιαμ ή Άλμπερτ, δεν είχε καμία θέση ελεύθερη για τον Νηλ στις εταιρείες του.
(Ο Νηλ πολλές φορές αναρωτήθηκε αν έφταιγε η στάση του απέναντι στην Κάντυ όλα αυτά τα χρόνια που επιδείνωσαν την άποψη του θείου του για το άτομο του αλλά ακόμα δεν έχουμε λάβει απάντηση).
Φυσικά είχε την επιλογή να μην δουλέψει καθόλου και να σπαταλέι άδοξα και άσκοπα τα λεφτά του πατέρα του αλλά φυσικά τα χρήματα που λάμβανε ο Νηλ από τον πατέρα του δεν ήταν ποτέ αρκετά για να καλύψουν τους εθισμούς του Νηλ και ο Νηλ είχε πολλούς: τα γρήγορα άλογα και αυτοκίνητα, τις πόρνες, τα ακριβά ρούχα και τα ταξίδια, τα πανάκριβα δώρα που πρόσφερε στις κατά καιρούς ερωμένους του για να κάμψει τις ηθικές τους αναστολές, τις διασκεδάσεις και ένα σωρό άλλες απολαύσεις που η οικογένεια του δεν γνώριζε και φυσικά δεν θα ενέκρινε. Για αυτό ο Νηλ ανακάλυψε ένα δικό του τρόπο απολαβής εύκολων κερδών. Αλλά καθώς δεν ήθελε να αναμειχθεί το όνομα του ή το πρόσωπο του στην τοπική μαφία του Σικάγου μετακόμισε σε μία άλλη μητρόπολη της Αμερικής που δεχόταν κύμματα Εβραίων και Ιρλαδών μεταναστών εκείνη την περίοδο.
Η Νέα Υόρκη με μία ανεξάντλητη γκάμα ανθρώπων, ιδεών και νοοτροπιών, με την πολυπρόσωπη, πληθωρική και πολυποίκιλη κουλτούρα της είχε μετατραπεί στον παράδεισο της χρυσής ευκαιρίας και του ονείρου για μενατάστες και καλλιτέχνες, για επιχειρηματίες και τυχοδιώκτες. Τα χαλαρά ήθη αλλά οι πατροπάροδοτες ηθικές αξίες φιλοξενούνταν στην ίδια πόλη μόλις μερικά μέτρα μακριά. Πουθενά αλλού στην Αμερικανική γη δεν υπήρχαν τόσο κραυγαλέες αντιθέσεις, τόσο προσωρινές λύσεις, τόση έντονη και ορατή μίξη αριβιστών και αριστοκρατών. Η Νέα Υόρκη η γη της επαγγελίας για όλους και για όλα. Η ιδανική πόλη για ένα νέο ξεκίνημα.
Οι συμμορίες δεν ήταν εύκολες, εάν οι έντιμοι και επιφανείς πολίτες της κοινωνίας ήταν επιφιλακτικτοί απένταντι στον Νηλ, οι συμμορίες ήταν ανένδοτες. Αλλά ο Νηλ είχε τον τρόπο του μαζί τους καθώς οι δυο μεριές αναζητούσαν ένα κοινό σκοπό: το εύκολο και παράνομο κέρδος.
Χωρίς τη γνώση της οικογενείας του σχετικά με τις παράνομες δραστηριότητες του, ο Νηλ λίγο-λίγο, βήμα με το βήμα, είχε καταφέρει να αγοράσει να αγοράσει αρκετή ποσότητα από όπιο για να ξεκινήσει το δικό του μικρό εμπόριο. Το όπιο ήταν μία ουσία που λάτρευαν οι κάτοικοι αυτών των περιοχών. Ήταν σχετικά φτηνή ουσία, οπότε και δημοφιλής, και είχε τόσο αποτελεσματική και εθιστική δράση που ήταν η πιο κατάλληλη επιλογή για ένα εμπόριο παραισθήσεων και θανάτου. Κατά τα άλλα μία σίγουρη πετυχημένη επαγγελματική επιχείρηση.
Ο πατέρας του Νηλ, υποψιασμένος από τις ξαφνικές οικονομικές απαιτήσεις του γιου του, που μηνα με το μήνα αυξάνονταν, του έκοψε το μηνιαίο επίδομα στα απολύτως αναγκαία που μπορούσαν να του εξασφαλίσουν μία αξιοπρεπής ζωή. Ο Νηλ βρέθηκε στη δυσάρεστη θέση να χρωστάει μεγαλύτερη ποσότητα από αυτήν που μπορούσε να πληρώσει. Αλλά όχι μόνο αυτή, πλήρωνε ακόμα και τον αέρα της αόρατης επιχείρησης του αλλά και τους ζητιάνους που δανειζόταν από τον Έρικ για να τρεξει το μικρό μαγαζάκι του. Οι ζητιάνοι έπρεπε να δουλέψουν σκληρότερα γιατί οι συμμορίες χηρσιμοποιούσαν ακραίους τρόπους για να απαιτήσουν πίσω τα χρήματα τους και αυτοί οι τροποι πόναγαν.
Εφόσον απέτυχε να πληρώσει τις υποχρεώσεις του αναγκάστηκε να στείλει ένα τηλεγράφημα στο σπίτι του. Ο πατέρας του αρνήθηκε να τον βοηθήσει και το κοφτερό μυαλό της Ελίζας στράφηκε στον πλούσιο θείο τους.
Ο Νηλ αυτό το απόγευμα ήταν χαμμένος μέσα στις σκέψεις του από όπιο, όταν ο Σάμουελ κτύπησε την πόρτα της βίλα του στα προάστια της Νεας Υόρκης. Είχε έρθει άλλη μία φορά για να πληρωθει. Ο υπηρέτης του άνοιξε την πόρτα.
Ποιος ήταν αυτός ό άντρας που τον κοίταζε με το αυτό το σκληρό, κτηνώδες βλέμμα; Έμποιαζε σαν να είχε βγει μόλις από την φυλακή ωστόσο ζητούσε τον αφέντη του. Ο Νηλ που είχε πολλούς λόγους για να κρύβεται δεν είχε περάσει την τελευταία εβδομάδα για να μαζέψει τα κέρδη του από τους ζητιάνους. Θα προτιμούσα να εξαφανιστεί από το πρόσωπο της γης αλλά αν ήθελε να διατηρήσει το μαγαζάκι του και να τα πηγαίνει καλά με όλο αυτόν τον υπόκοσμο που υπήρχε παντού και πάντα και θα τον ακολουθούσε όπου και αν πήγαινε δεν είχε παρά μία επιλογή: να περιμένει την άφιξη του Άρτσι και του Τζωρτζ. Προτιμούσε τον Άλμπερτ από τον Έρικ και την εμφάνιση από την εξαφάνιση τουλάχιστον αν ήθελε να μείνει ζωντανός.
-Α εδώ κρύβεσαι λοιπόν, είπε ο Σάμουελ μπαίνοντας στο σαλόνι.
-Ναι…τι θες; Σου είπα μία εβδομάδα.
-Ο Έρικ δεν σε εμπιστεύεται Νηλ. Δεν θέλει να συνεχίσει να κάνει δουλειές μαζί σου.
-Νομίζετε ότι θα βρείτε καλύτερο για τον πόστο με τους ζητιάνους;
-Ναι.
-Είμαι εντάξει τύπος και θα σας δώσω τα λεφτά σας.
-Πότε σκοπεύεις; Φώναξε ο Έρικ αρπάζοντας με μία ξαφνική λαβή τον Νηλ από το λαιμό.
-Αύριο, αύριο, κατάφερε να ψελίσει ο Νηλ ενώ πνιγόταν.
-Και πως ξέρουμε πως θα τα φέρεις και πως θα δεν θα εξαφανιστείς μαζί τους; Ο Σάμουελ είχε ένα απαίσιο σαρκαστικό χαμόγελο που απευθυνόταν στο κατακκόνινο πρόσωπο του Νηλ.
-Ανόητε μετανάστη, είμαι από πλούσια οικογένεια.
-Μα δεν έχεις δεκάρα εσύ ο ίδιος. Είναι όλα του μπαμπά σου. Τι ωραίο σπίτι; Σίγουρα ο μπαμπάς σου θα ανησυχούσε αν έπιανε φωτιά έτσι δεν είναι; Εάν είχα εγώ τον πατέρα σου δεν θα μιλούσα ποτέ σε τύπους σαν και μένα. Είσαι τόσο άχρηστος. Θα μας φέρεις τα λεφτά αύριο στις 8.00 έξω από το σπίτι των ζητιάνων.
-Θα σας τα φέρω, βόγγιξε ο Νηλ καθώς το χέρι του μετανάστη του πίεσε πιο πολύ τον λαιμό. Που ήταν αυτός ο ηλίθιος ο ξάδελφος του;

"Εκεί, εκει μένει"

Η Κάντυ βγήκε από το τρένο πατώντας διστακτικά το πόδι της στην πλατφόρμα. Μόλις τα μάτια της αντίκρυσαν τον πολύβουο σταθμό της Νέας Υόρκης οι αναμνήσεις θόλωσαν το μυαλό της. Θυμήθηκε πως την κοίταξε και πως της χαμόγελασε, πως δίστασε να απλώσει το χέρι του και να την τραβήξει στην αγκαλιά του. Θυμήθηκε ακόμα και την αίσθηση από τα δάκρυα της που έτρεχαν πάνω στα υγρά της μάγουλα. Θυμήθηκε ότι κάποτε είχε νιώσει την ευτυχία…Μετά..όχι, όχι δεν ήθελε να θυμηθεί μετά, δεν υπήρχε μετά, ακόμα και σήμερα το μετά ποτέ δεν ήρθε… κούνησε το κεφάλι για να διώξει τις σκέψεις της μακριά.
-Ω, έλα Κάντυ, φώναξε ο Άρτσι, που μισούσε να βλέπει τη θλίψη να θολώνει τα πράσινα φωτεινά μάτια της. Την περίμενε να προχωρήσει καθώς οι υπόλοιποι δύο ήταν ήδη στο δρόμο και έψαχναν για άμαξα. Δεν ήταν αμέλεια τους αλλά μία κίνηση κατανόησης της κατάστασης της. Η φίλη τους για λίγα λεπτά είχε μείνει ακίνητη μέσα στο χρόνο και στο πλήθος. Τώρα όμως έπρεπε να προχωρήσουν.
-Ναι Άρτσι έρχομαι, έρχομαι, φώναξε η Κάντυ και κούνησε για άλλη μία φορά το κεφάλι της.
Η Άννυ και ο Τζωρτζ ήταν ήδη στην έξοδο του σιδηροδρομικού σταθμού και προσπαθούσαν να βρουν μία άμαξα. Η Κάντυ και ο Άρτσι τους πλησίασαν.
«Στο New York Plaza» είπε ο Άρτσι στην άμαξα που σταμάτησε μπροστά τους. Οι 4 ταξιδιώτες μπήκαν μέσα. Η Κάντυ κοίταγε έξω από το παράθυρο. Στο δρόμο για το ξενοδοχείο είχε την ευκαιρία να χαζέψει και πάλι τα φώτα της πόλης, τις μεγάλες θεατρικές αφίσες που διαφήμιζαν τα έργα, τις γνωστές εμπορικές λεωφόρους και τους δρόμους…ήταν ένας δρόμος που ξαφνικά θυμήθηκε, ναι, ναι αυτό ήταν το κτίριο. Η ανάμνηση στο μυαλό της ήταν σαν φωτογραφία, ναι αυτό ήταν.
-Εκεί μένει, φώναξε.
-Τι; Ρώτησε η Άννυ με δυνατή φωνή.
-Μόλις περάσε το κτίριο που μένει ο Τέρυ.
-Ω, μένει πολύ κοντά στο κέντρο, είπε ο Τζωρτζ που κρατούσε ένα μεγάλο άδειο χαρτοφύλακα που θα ήταν γεμάτος με λεφτά άυριο, μετά από μία επίσκεψη στην τράπεζα φυσικά.
-Ναι, έτσι είναι, είπε η Κάντυ. Θα χρειαζόταν ακόμα και την τελευταία ρανίδα κουράγιου που είχε μέσα της για να μπορέσει να τον δει αύριο. Το ήξερε.
-Εδώ είναι το ξενοδοχείο μας, είπε ο Άρτσι. Το New York Plaza ήταν μία αληθινή απόλαυση για τα μάτια, ένα πολυτελές ξενοδοχείο που φιλοξενούσε μόνο την ελιτ της κοινωνίας.
«Ωραία», σκέφτηκε η Κάντυ «Είναι κοντά, δεν θα χρειαστώ άμαξα να πάρω μετά…».


Ρόμπερτ
Μετά την παράσταση δεν είχε ιδέα τι να κάνει μετά. Πέρασε το υπόλοιπο της βραδιάς του κάνοντας άνω-κάτω το καμαρίνι του κοιτώντας κάτω από τα έπιπλα, ακόμα και στις τσέπες των ρούχων. Τίποτα. Το γράμμα εχίε εξαφανιστεί. Ο Ρόμπερτ του έκανε μία επίσκεψη. Το θέαμα ωστό που αντίκρυσε όταν άνοιξε την πόρτα τον ξάφνιασε;
-Τι τρέχει Τέρυ; Ξεκίνησες μόνος σου τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο;
-Συγγνώμη, αλλά έχασα κάτι, κάτι πολύ σημαντικό για μένα.
-Τι συμβαίνει με σένα τελευταία; Ευτυχως ήταν στην πρόβα και όχι στην παράσταση που κοιμήθηκες. Δεν κοιμάσαι καλά τελευταία; Και τι είναι αυτές οι μελανιές; Είσαι καλά;
Ο Ρόμπερτ ρωτούσε με μεγαλο ενδιαφέρον. Ο Ρόμπερτ γνώριζε ότι ο Τέρυ δεν είχε οικογένεια. Η σχέση του με τον πατέρα του δεν υπήρχε και η σχέση του με τη μητέρα του ήταν ακόμα εύθραστη. Ο Τέρυ είχε ένα σύμμαχο: τον εαυτό του.
Ο Ρόμπερτ έτρεφε μεγάλη εκτίμηση για τους ανθρώπους που προσπαθούσαν να φτιάξουν μόνοι τη ζωή τους. Αναλογιζόμενος την καταγωγή, τον τίτλο και την περιουσία του, το γεγονός ότι αυτός ο νεαρός στεκόταν εκεί μπροστά του αποτελούσε ένα θαύμα από μόνο του. Όσο η απόδοση του Τέρενς πάνω στη σκηνή ξεπερνούσε τις προσδοκίες των κριτικών και μαζευε τα χειροκροτήματα του κόσμου, ο Ρόμπερτ δεν είχε κανένα λόγο να αναμειχθεί στην προσωπική ζωή του Τέρενς. Αλλά τώρα ο Τέρενς του είχε δώσει τη σωστή δικαιολογία για να αντιμετωπίσει τον νεαρό ηθοποιό με τόσες πολλές προσωπικές ερωτήσεις. Απόψε αισθανόταν αισιοδοξος, μπορεί και να έπαιρνε μερικές απαντήσεις για τον εαυτό του αλλά και για την Ελεάνορ.

Ώρα για ύπνο
Ήταν η ώρα του ύπνου για όλους και ειδικά για τους 4 ταξιδιώτες μας που είχαν τακτοποιηθεί στα άνετα και πολυτελή δωμάτια του New York’s Plaza. Ενώ η Κάντυ ξαναζούσε μαρτυρικά το δικό της κουβάρι των αναμνήσεων, ο Άρτσι και η Άννυ ετοιμάζονταν για να κοιμηθούν, αύριο θα ήταν μία μεγάλη μέρα. Η Άννυ φόρεσε τις πιτζάμες της και ήταν έτοιμη να χωθεί κάτω από τα απαλά παπλώματα αλλά ο Άρτσι φαινόταν να έχει διαφορετική άποψη.
-Άρτσι δεν θα έρθεις στο κρεβάτι; Τον ρώτησε απαλά με ένα τρυφερό βλέμμα. Ο Άρτσι δεν ήταν σε καθόλου καλή διάθεση.
-Το σκέφτομαι. Θα ήθελα να πάω στο μπαρ και να πιω κάτι. Η Άννυ δεν ευχαριστήθηκε από την απάντηση του.
-Άρτσι γιατί είσαι τόσο ευέξαπτος; Είναι εξαιτίας του Νηλ;
-Όχι. Θα τον συναντήσουμε αύριο, φαντάζομαι να έχει λάβει το τηλεγράφημα μας. Είμαι νευρικός αλλά δεν με νοιάζει αυτό, τουλάχιστον όχι, όχι τώρα.
-Τι σε απασχολεί; Είναι η Κάντυ;
-Λοιπόν δεν υπάρχει νόημα σε αυτό, έτσι δεν είναι; Του έστειλε ένα γράμμα και λοιπόν; Εάν τον νοιάζει θα πάει αυτός να την βρει. Γιατί είναι εδώ; Δεν έχω καταλάβει. Η φωνή αλλά και τα μάτια του Άτσι ήταν προβληματισμένα.
-Ξεχνάς το προφανές, του απάντησε η Άννυ και πήγε δίπλα του.
-Και ποιο είναι αυτό; Ότι είναι ακόμα ερωτευμένη μαζί του; Τώρα είχε ένα πικρό βλέμμα.
-Ο Τέρυ είναι απρόβλεπτος. Μπορεί να πάει αλλά μπορεί και να μην πάει ποτέ να την βρει γιατί είναι δεμένος με αυτήν την κοπέλα αλλά και πάλι μπορεί να αρχίσει να πίνει και να παρατήσει το θέατρο. Είτε αφήσει ή όχι τη Σουζάνα, η Κάντυ χρειάζεται να βεβαιωθεί ότι το γράμμα της δεν θα τον επηρεάσει με κανέναν τρόπο. Και αυτό είναι λογικό γιατί τον αγαπάει.
-Ώστε προσπαθεί να τον προστατέψει;
-Δεν ξέρει τι μπορεί να συμβει. Μην ξεχνάς ότι μόλις τώρα κατάφερε να βρει την ησυχία της και αυτή και αυτός. Είναι πολύ λεπτές οι ισορροπίες τους. Η Κάντυ δεν επιθυμεί να διαταράξει τη ζωή του Τέρυ.
-Σωστά! Και ποιος θα μαζεύει πάλι τα κομμάτια της;
-Άρτσι είσαι σκληρός.
-Πρακτικός, Άννυ, απλά πρακτικός. Η Άννυ αισθανόταν τις καρφίτσες της ζήλειας να τις τσιμπούν την καρδιά αλλά κατάφερε να παραμείνει ήρεμη και σιωπηλή. Τα συναισθήματα του Άρτσι για την καλύτερη της φίλη ήταν εμφανή.
-Καλά, εάν θέλεις μπορείς να πας και να πιεις ένα ποτό στο μπαρ, είπε φτιάχνοντας το κρεβάτι.
-Δεν θα αργήσω, είπε ο Άρτσι και έκλεισε αθόρυβα την πόρτα πίσω του.

Ένα ποτό στο μπαρ

Νεαρά ζευγάρια αλλά και εργένηδες απολάμβαναν ένα απεριτίφ στο ξύλινο μπαρ του ξενοδοχείου που φιλοξενούσε πολλά είδη ποτών και γεύσεων.
Ο Άρτσι Κόρνγουελ ήταν ήδη στο τέταρτο ουίσκι του. Δοκίμαζε και από μία διαφορετική ποικιλία κάθε φορά και ζάλιζε τον μπάρμαν με ένα σωρό ερωτήσεις σχετικά με την καταγωγή, την παρασκευή και την ωρίμανση του ποτού του.
-Λοιπόν τι είναι αυτό; ρώτησε ο Άρτσι κοιτάζοντας το ξανθοκάστανο υγρό στο ποτήρι του.
-Αυτό είναι 26 ετών μαλτ ουίσκι από την Σκωτία και ωριμάζει σε δρύινα βαρέλια, δοκιμάστε το κύριε, είναι πολύ καλό.
Ο Άρτσι ήπιε μία γουλιά, ειχε μία γλυκειά μα και δυνατή γεύση. Ήταν ωραίο. Όπως κοιτούσε μέσα στο ποτήρι του, με την άκρη του ματιού του, είδε μία γυναικεία φιγούρα να πηγαίνει προς την κεντρική έξοδο του ξενοδοχείου. Φορούσε μία κάπα με κουκούλα και δεν μπορούσε να διακρίνει το πρόσωπο της και τα μαλλιά της αλλά το σώμα της και η κίνηση της ήταν κάτι πολύ περισσότερο από οικεία για αυτόν.
Όταν το συνειδητοποίησε, σχεδόν έπεσε από το σκαμνί και πλήρωσε τα διπλά στο μπαρ από ότι κανονικά έπρεπε. Άρπαξε το πορτοφόλι του και χωρίς καθυστέρηση αλλά ούτε και παλτό έτρεξε στην έξοδο. Εκείνη περπατούσε ήδη στο πεζοδρόμιο γρήγορα και αποφασιστικά. Εκείνος πήρε την άμαξα.
-Σας παρακαλώ ακουλουθήστε αυτή τη γυναίκα, είπε αλλά ήδη πίστευε ότι γνώριζε τον προορισμό της και η διαίσθητη του δεν ήταν λάθος. «Κάντυ», σκέφτηκε «τρέχεις σε αυτόν μέσα στην μέση της νύχτας;». Τα μικρά βήματα της Κάντυ την φέρανε κάτω από το διαμέρισμα του Τέρενς, κοίταξε το παράθυρο του αλλά μόνο σκοτάδι.
«Σκέφτηκα ότι μπορεί και να ήσουν εδώ. ‘Ηρθα μόνο και μόνο για να κάνω τον εαυτό μου να αισθανθεί πιο εξοικοιωμένος με το περιβάλλον σου, ίσως ήθελα να σε νιώσω πιο κοντά μου, να βρω το κουράγιο να σε αντιμετωπίσω αύριο». Ο ‘Αρτσι την παρατηρούσε μέσα από την ασφάλεια της άμαξας, η ζήλεια του τον τύφλωνε. Αυτό που πραγματικά ήθελε να κάνει, όχι μόνο απόψε αλλά ίσως από πάντα, ήταν να βγει έξω και να αρχίσει να την φιλάει εκεί στη μέση του δρόμου. Αλλά δεν έκανε τίποτα. Έμεινε μόνο να την κοιτάζει καθώς αυτή κοίταζε το παράθυρο του Τέρενς. Ξαφνικά φως φάνηκε από το παράθυρο του διαμερίσματος. Η Κάντυ πήρε μία βαθιά ανάσα. «Είναι τώρα ή ποτέ!», σκέφτηκε.
Ο Άρτσι την κοίταζε με κομμένη την ανάσα καθώς αυτή έμπαινε μέσα στο κτίριο.
-Τι θέλετε να κάνουμε κύριε; Ρώτησε ο οδηγός που είχε παρεξγήσει τη σκηνή (ή τουλάχιστον ένα μέρος της).
-Μείνε εδώ! απαίτησε ο Άρτσι. Θα περιμένουμε την κυρία.
Ο οδηγός γύρισε το κεφάλι του δύστροπα: Θα περίμενε την γυναίκα του να κατέβει από το διαμέρισμα του εραστή της; Αυτό θα ήταν πολύ διασκεδαστικό.
Αλλά ούτε ο Άρτσι ούτε ο οδηγός είχαν υπολογίσει σωστά το χρόνο αναμονής, γιατί οι νύχτες του Τέρενς, όπως θα έχετε ήδη παρατηρήσει, ήταν πάντα μεγάλες και αυτή η νύχτα δεν θα αποτελούσε την εξαίρεση στον κανόνα.
Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
juliet
Candy Star
Candy Star
juliet


Θηλυκό
Αριθμός μηνυμάτων : 1381
Ηλικία : 43
Registration date : 05/09/2009

Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς   Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς Icon_minitimeΚυρ Φεβ 07, 2010 6:00 pm

Είναι εδώ
Ήταν κοντά στις 10 η ώρα το βράδυ όταν άκουσε τους κτύπους στην πόρτα του. Φυσικά και δεν απάντησε γιατί δεν επιθυμούσε να μιλήσει σε κανέναν. Τότε άκουσε μία φωνή μακρινή αλλά πολύ γνωστή.
-Τέρυ…Όπως η Κάντυ γύρισε την πλάτη της στην πόρτα για να φύγει αποθαρρυμένη από την απουσία απάντησης, ο Τέρυ την άνοιξε. Αυτή για μία στιγμή έμεινε ακίνητη σαν παγωμένο άγαλμα τότε γύρισε αργά για να τον αντικρύσει.Τα όμορφα πράσινα μάτια της, το χαμόγελο, το άρωμα της, ήταν όλα εκεί. Ήταν εκεί.
«Είναι εδώ», σκέφτηκε. «Είναι εδώ!. Πως γίνεται; Πρώτα το γράμμα, τώρα η ίδια!…».
Η Κάντυ δυσκολευόταν επίσης να πιστέψει τα μάτια της. Το να τον βλέπει εκεί, να της χαμογέλαει με το πιο τρυφερό του χαμόγελο, αυτό που είχε μόνο για εκείνη, τα εκφραστικά του μάτια να γυαλίζουν από την υγρασία, στην άκρη της συγκίνησης και της χαράς. Έμειναν απλώς να κοιτούν ο ένας τον άλλο. Και ο χρόνος πάλι σταμάτησε γύρω τους. Η Κάντυ μπορούσε να ακούσει τους χτύπους της καρδιάς της αλλά ήταν αδύναμη να συγκρατήσει τα δάκρυα της που άρχισαν να κυλούν ελεύθερα πια. Τα συναισθήματα της ξαφνικά ήταν ασήκωτα. Το βάρος την έπνιγε. Δεν άντεχε, δεν άντεχε άλλο. Ένιωσε τα πόδια της να τρέμουν και πράγματι έτρεμαν. Η Κάντυ σχεδόν εντικτωδώς άπλωσε το χέρι της προς τον τοίχο αναζητώντας ένα στήριγμα για να μην σωριαστεί ολόκληρη μπροστά του σαν πύργος από τραπουλόχαρτα.Ο Τέρενς δεν δίστασε, ούτε για μία στιγμή, ήθελε να την αγγίξει, να πιστέψει ότι ήταν εκεί, όχι ένα όραμα ή μία ακόμα παραίσθηση, όχι μία απλή ανάμνηση αλλά η Κάντυ…η Κάντυ όπως πάντα.
Για αυτό και της τράβηξε το χέρι και την έχωσε ολόκληρη στην αγκαλιά του, το κεφάλι της ξαφνικά βρήκε τη θέση του πάνω στο στήθος του. Τα χείλη του άγγιζαν τα μαλλιά της. Τώρα η Κάντυ άκουγε τους χτύπους της δικής του καρδιάς. Χτυπούσε τόσο σκληρά και δυνατά, τόσο γρήγορα.
Σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε βαθιά μες τα μάτια. Στα δικά του μάτια το δικό της είδωλο καθρεφτιζόταν..Ήθελε να μείνει εκεί για πάντα γιατί αισθανόταν ασφάλεια μέσα στα δυνατά του χέρια που την έσφιγγαν και την τύλιγαν με τη ζεστασιά του κορμιού του. Αισθανόταν σαν να ήταν σπίτι της, ναι μετά από πολύ καιρό, η καρδιά της για μία στιγμή σταμάτησε να πονάει, να ρωτάει, να ανησυχεί. Ήθελε να μείνει, εκεί στη στη δική του αγκαλιά και να μην γυρίσει ποτέ να κοιτάξει πίσω, ήθελε αλλά δεν μπορούσε γιατί η αγάπη του άνηκε σε μία άλλη γυναίκα.
Και αυτός ήθελε να παραμείνει εκεί λες και αυτή ήταν το μοναδικό σταθερό σήμειο από όπου μπορούσε να κρατηθεί και επιθουμουσε τόσο πολύ να κρατήσει από έναν κόσμο που τόσο επιθυμούσε να συντρίψει έξω και μέσα του. Ήθελαν αλλά δεν μπορούσαν. Ξαφνικά χώρισαν.
-Συγγνώμη, του είπε με μία χαμηλή φωνή.
-Για ποιο πράγμα; Την ρώτησε απαλά.
-Τέρυ, χρειάζεται να μιλήσουμε για κάτι, του είπε αποφεύγοντας να τον κοιτάξει.
-Έλα μέσα, της είπε και ξαφνικά αισθάνθηκε ότι θα γύριζε στις αποβάθρες νωρίτερα από ότι είχε υπολογίσει.


‘Ένα σοκ στην κουζίνα
Ο Τέρενς πήγε στην κουζίνα να φτιάξει τσάι αν και η νευρικότητα του δεν του επέτρεπε να χύσει το τσάι ευθεία μες τα φλιτζάνια. Η Κάντυ κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας χαζεύοντας το δωμάτιο. Τίποτα δεν είχε αλλάξει αυτά τα δύο χρόνια. Ήταν πιο ακατάστατο από ότι θυμόταν αλλά ο Τέρυ δεν περίμενε επισκεψεις. Οι τοίχοι ήταν άδειοι, καμία αφίσα ή έργο τέχνης. Ενώ ο Τέρενς ήταν απασχολημένος με το τσάι, εκείνη έπρεπε να αρχίσει τη συζήτηση. Ήταν δύσκολο αλλά έπρεπε να το κάνει. «Είσαι εδώ τώρα, πες αυτό που θέλεις να πεις και φύγε» έλεγε στον εαυτό της αλλά όσο περισσότερο προσπαθούσε τόσο περισσότερο οι λέξεις αδυνατούσαν να βγουν από τα χείλη της. Ήθελε να πάρει βαθιές ανάσες αλλά δεν ήθελε να το κάνει αυτό μπροστά στον Τέρυ, ήθελε να φαίνεται ήρεμη και άνετη, σαν και αυτόν. Τελικά άνοιξε τη συζήτηση με μία ερώτηση που την απασχολούσε από τη στιμή που ο Τέρυ της είχε ανοίξει την πόρτα.
-Τέρυ τι είναι αυτές οι μελανιές στο πρόσωπο σου; Έμπλεξες σε καυγά; Πάλι; Ρώτησε με δυνατή φωνή.
Ο Τέρενς δεν γύρισε να την κοιτάξει, τι θα μπορούσε να της πει ή να της εξηγήσει; «Είναι όλα ένα σόου, Freckles», σκέφτηκε. «Ο επιτυχημένος ηθοποιός, η δόξα, οι ευτυχισμένες φωτογραφίες που βλέπεις στα περιοδικά και στις εφημερίδες, είναι όλα μία ωραία κάλυψη, μία παράσταση, για σένα».
-Δεν είναι τίποτα, ναι έμπλεξα χτες σε έναν καυγά αλλά τελείωσε. Αλήθεια δεν είναι τίποτα.
-Ω, ελπίζω να φροντίζεις τον εαυτό σου, του είπε με ένα αισιόδοξο χαμόγελο. Ο Τέρενς γύρισε στο τραπέζι κουβαλώντας το δίσκο με το τσάι. Σιχαινόταν τον εαυτό του, δεν ήθελε να της λέει ψέμματα για αυτό άλλαξε το θέμα καθώς κάθησε απέναντι της για να τη βλέπει καλύτερα.
-Φαίνεσαι πολύ κάλα, της είπε ενώ η παλάμη του χεριού του κάλυψε με τρυφερότητα την δική της που ακουμπούσε στο τραπέζι. Εκείνη ξαφνιάστηκε αλλά ωστόσο δεν τράβηξε το χέρι της.
-Και εσύ φαίνεσαι καλά, Τέρυ, αν εξαιρέσουμε τις μελανιές, φυσικά, του είπε με μία γλυκειά φωνή που στα δικά του αυτιά ακουγόταν σαν μελωδία. Είσαι τόσο διάσημος Τέρυ, εκπλήσσομαι που ακόμα μένεις εδώ.
-Με ξέρεις, δεν χρειάζομαι πολυτέλειες, της είπε με μετριοφροσύνη και γλυκύτητα. Τα μάτια του ξαφνικά ήταν τόσο φωτεινά και όμορφα, που η Κάντυ δυσκολευόταν να συγκεντρωθεί οπουδήποτε αλλού. Αποτράβηξε το βλέμμα της, αισθανόταν να ζαλίζεται…
-Είπες ότι ήθελες να μου μιλήσεις για κάτι, της είπε και αναγκαστικά το βλέμμα της ξαναγύρισε στο πρόσωπο του. Είχε ένα μικρό απαλό χαμόγελο στα μάτια και στα χείλη και καθώς ξαναγύρισε να τον κοιτάξει το βλέμμα της προσγειώθηκε πάνω στο χαμόγελο του, στα χείλη του. Ασυνείδητα ένιωσε να έλκεται από αυτά τα χείλη και αυτός μπορούσε να διαισθανθεί αυτή την έλξη, γιατί το ίδιο συναίσθημα τον κατέβαλλε, Τα μάτια του ακολούθησαν το μονοπάτι για τα δικά της χείλη και ήταν μόνο θέμα χρόνου πριν να…
Η Κάντυ έσπασε το μαγικό ξόρκι γυρνώντας ξαφνικά το κεφάλι της προς τα δεξιά. «Χρειάζεται να φύγω από εδώ», σκεφτόταν.
-Λοιπόν; τι ήταν αυτό; Ο Τέρυ επανέλαβε την ερώτηση.
-Ήθελα να σου μιλήσω για το γράμμα, ήταν η κυρία Πόνυ που σου το έστειλε, όχι εγώ, είπε η Κάντυ με δυσκολία και κοίταξε το τραπέζι αποφεύγοντας το έντονο βλέμμα του που αυτή τη στιγμή τη φόβιζε. Το χέρι της που ήταν κάτω από το τραπέζι σφίχτηκε σε μία μικρή γροθιά. Θα θύμωνε μαζί της, και μισούσε το θυμό του, αλλά της άξιζε γιατί είχε φανεί τόσο απρόσεχτη.
Αντίθετα με την Κάντυ, ο Τέρενς δεν έπαιρνε τα μάτια του από πάνω της.
-Δεν έχω το γράμμα, απάντησε με ειλικρίνεια.
-Τι; φώναξε η Κάντυ και σηκώθηκε όρθια με έκπληκτα μάτια.
Μόλις όμως είπε αυτές τις λέξεις, τότε μόλις συνειδητοποίησε και ο ίδιος ακόμα τι πραγματικά είχε πει και πως αυτές οι λέξεις ακούστηκαν με ένα τελείως διαφορετικό νόημα στα δικά της αυτιά. Άνοιξε το στόμα του για να διορθώσει την φράση του αλλά ξαφνικά σταμάτησε.
Ήξερε ότι η καρδιά της μαχόταν με τη λογική της γιατί είχε διαβάσει το γράμμα της και κρατούγε τις αποδείξεις, τουλάχιστον κάποτε. Ναι ήξερε τι ήταν μέσα στο γράμμα, ένα γράμμα γεμάτο από αντιθέσεις και συγκρούσεις, που του γεννούσε περισσότερες ερωτήσεις παρά του έδινε απαντήσεις. Οι απάντήσεις που έψαχνε όμως, τώρα στέκοταν εδώ μπροστά του. «Σ’αγάπησα» είχε γραψει. Προσπαθούσε λίγο-λίγο να καταλάβει όχι τις λέξεις της αλλά τις πραγματικές της προθέσεις και επιθυμίες της. Ήθελε να σταθεί απέναντι του και να του πει την αλήθεια, να του μιλήσει για τα συναιθήματα της. Είχε έρθει για κάποιο λόγο και για κάποιο λόγο είχε γράψει αυτό το γράμμα. Ήθελε να μάθει τα πάντα.

Ο Τέρενς παρέμεινε ήρεμος καθισμένος στην καρέκλα του. Η Κάντυ νόμιζε ότι η οροφή, όλο το κτίριο ήταν έτοιμο να πέσει στο κεφάλι της. Πως ήταν αυτό δυνατό; Δεν υπήρχε τρόπος να είχε φτάσει πρώτη πριν το γράμμα.
-Οπότε η κυρία Πόνυ μου έστειλε αυτό το γράμμα; Ρώτησε ο Τέρυ, μέσα του είχε ήδη αρχίσει να ποναει. Ήταν όλα λοιπόν ένα λάθος;
-Ναι, η Κάντυ είχε αρχίσει να τα χάνει, ναι! Η κυρία Πόνυ.
-Και τι γράφει; ρώτησε αθώα.
-Όχι, όχι η κυρία Πόνυ, εγώ.
-Δεν καταλαβαίνω Κάντυ, εσύ ή η κυρία Πόνυ έγραψε αυτό το γράμμα στο οποίο αναφέρεσαι;
-Εγώ, εγώ το έγραψα, είπε η Κάντυ.
-Και η κυρία Πόνυ;
-Το ταχυδρόμησε. «Θεε μου, τι μπέρδεμα», σκεφτόταν η Κάντυ.
-Και λοιπόν;
Ο Τέρυ την κοίταζε πολύ έντονα. Η Κάντυ ένιωθε σαν να έχει πιαστεί μέσα σε μία παγίδα. Δεν μπορούσε να συμβαίνει αυτό. Δεν είχε ιδέα τι να του πει. Είχε ετοιμάσει ένα «συγγνώμη» αλλά όχι μία εξήγηση. Την είχε πιάσει απροετοίμαστη. Δεν μπορούσε να ξεφύγει από τις ερωτήσεις του έτσι, δεν μπορούσε απλώς τώρα να ζητήσει συγγνώμη και να τα πάρει όλα πίσω, δεν μπορούσε να αρχίσει να τρέχει. Ξαφνικά έπρεπε να του εξηγήσει τα πάντα. Αλλά αυτό ήταν αδύνατο.

Συγγνώμη
Η νύχτα δεν προχωρούσε όπως η Κάντυ είχε υπολογίσει, το ήξερε ότι θα ήταν δύσκολο αλλά η αρχική της πρόβλεψη ήταν πολύ μακριά από την αλήθεια.
-Κάντυ, τι έλεγες;
-Έγινε έλα λάθος Τέρυ. ‘Ηρθα μόνο και μόνο για να σου ζητήσω «συγγνώμη» γιατί δεν επιθυμώ να ταράξω τη ζωή σου με κανέναν τρόπο. Πίστεψε με, με κανέναν.
Αυτό ακουγόταν τώρα λογικό στο αυτιά του. Το γράμμα της είχε φτάσει κατά λάθος στα χέρια του. Δεν σκόπευε ποτέ να του πει τίποτα. Δεν σκόπευε να έρθει εδώ, να τον δει, να ανοίξει έστω και την πιο μικρή δίοδο επικοινωνίας. Δεν σκόπευε να το στείλει, όπως άλλωστε έλεγε μέσα στο γράμμα. Σηκώθηκε αργά και στάθηκε μπροστά από το παράθυρο κοιτάζοντας το βραδινό ουρανό. Ήταν γεμάτος από αστέρια απόψε. «Έλα τώρα, Τέρυ, δεν πίστεψες πραγματικά ότι είχε έρθει εδώ για κάποιο άλλο λόγο, έτσι;» ρωτούσε το μαυλό του. «Ναι για μία στιγμή, το πίστεψα, το πίστεψα!» απάντησε στον εαυτό του. Έκρυβε το βλέμμα του που ξαφνικά ήταν πληγωμένο. Ξαφνικά τον χτύπησε η συνειδητοποίηση ότι θα έφευγε και πάλι. «ΌΧΙ, όχι ακόμα, σε παρακαλώ» φώναζε μέσα του. Μετα βίας συγκρατούσε τον εαυτό του ακέραιο, ψύχραιμο, άνετο.
-Λοιπόν τι έγραψες σε αυτό το γράμμα? Ρώτησε με φαινομενική απάθεια.
Η Κάντυ στεκόταν στην άλλη άκρη του δωματίου. «Τι;» «Τι υποτίθεται ότι πρέπει να σου πω τώρα;» Αισθανόταν σαν λιοντάρι στο κλουβί. «Πιθήκι» η φωνή του Τέρυ την διόρθωσε μέσα στο κεφάλι της. Για μία στιγμή που της φάνηκε αστεία γέλασε μέσα της.
-Κάντυ; Ο Τέρυ γινόταν όλο και περισσότερο ανυπόμονος, μπορούσε να το καταλάβει αυτό αν και τώρα φαινόταν ήρεμα να χαζεύει τα αστέρια.
«Κοιτάζουμε τα ίδια αστέρια κάθε νύχτα» σκέφτηκε αναβάλλοντας το αναπόφευκτο. Τότε είπε με ένα χαμόγελο.
-Λοιπόν Τέρυ, το γράμμα μου μάλλον χάθηκε.
Μπορούσε αν καταλάβει που το πήγαινε. «Ωραία, θες να παίξεις Frenckles; Ας παίξουμε».
-Δεν είμαι σίγουρος για αυτό, το πρόσωπο του Τέρυ φωτίστηκε καθώς γύρισε και την κοίταξε. Η Νέα Υόρκη φημίζεται για το αργό ταχυδρομείο της. Δεν το ξέρεις, φαντάζομαι.
Το χαμόγελο πάγωσε στα χείλη της.
-Τελικά τι έγραφες σε αυτό το γράμμα που σε έκανε να έρθεις μέχρι εδώ και να μου ζητήσεις συγννώμη; Ελπίζω να μην με έβριζες. Τα μάτια του γυάλιζαν. Η Κάντυ το πρόσεξε.
-Μμ, σε είπα «γορίλλα», είπε με ένα ελαφρύ χαμόγελος.
-Είσαι ασυγχώρητη της είπε γελώντας. Και εκείνη γέλασε. Πόσο της είχε λείψει το γάργαρο και δυνατό γέλιο του που πλυμμύριζε την καρδιά της με χαρά.
-Σου έστειλα και τα συγχαρητήρια μου για τον Άμλετ, του είπε απαλά.
-Καλύτερα αργά παρά ποτέ, της είπε. Τι άλλο;
Έμεινε σιωπηλή για λίγο, έπειτα είπε:
-Περιέγραψα κάποια πράγματα, κάποια συναισθήματα και αναμνήσεις. Σε σκεφτόμουν, εννοώ…δεν θέλω να το παρεξηγήσεις, είπε με σοβαρότητα, αποφεύγοντας να συναντήσει το βλέμμα του. Σε παρακαλώ όταν πάρεις το γράμμα μου, μην το υπολογίσεις.
Ο Τέρενς εισέπνευσε βαθιά. Απέφευγε τα μάτια του που ήταν καρφωμένα πάνω της, αναλύοντας κάθε έκφραση του προσώπου της, κάθε μικρή ή μεγάλη λεπτομέρεια. Ήταν θλιμμένη και στεναχωρημένη. Είχε έρθει μόνο για να φύγει και πάλι. Δεν ήθελε να την κάνει να αισθάνεται άβολα. Δεν μπορούσε να επιμείνει περισσότερο. Κάθε ελπίδα του ξαφνικά είχε χαθεί.
Εδώ λοιπόν στέκονταν αδύναμοι να πάνε ένα βήμα μπροστά, ανίκανοι να πάνε πίσω. Δεν έπρεπε να είχε έρθει εξ’αρχής. Δεν είχε το δικαίωμα να ταράζει και πάλι τα νερά της γαλήνης του. Όχι, δεν έπρεπε. Έτσι ξαφνικά αισθανόταν, ξεχνώντας απόλυτα ότι αυτό που την είχε οδηγήρει εκεί ήταν ακριβώς αυτή η ίδια σκέψη, ο φόβος ότι ο Τέρενς θα έχανε τη γαλήνη του και τον ύπνο του αν διάβαζε το γράμμα της.
-Συγγνώμη, Τέρυ, του είπε με την καρδιά της έτοιμη να διαλυθεί σε χιλιάδες μικροσκοπικά κομμμάτια που φοβόταν ότι ποτέ ξανά δεν θα κατάφερνε να τα μαζέψει.
.-Δεν υπάρχει κανένας λόγος να μου ζητάς συγγνώμη, της είπε, προσπαθώντας να διαλύσει την ανησυχία της. Εγώ είμαι αυτός που αισθάνομαι σαν να πρέπει να ζητήσω συγγνώμη, δεν χρειαζόταν να ταραχτείς και να στεναχωρηθείς για ένα τόσο ασήμαντο ζήτημα. Θα μπορούσες να στείλεις ένα τηλεγράφημα, της είπε με ένα ύφος συμπόνοιας και κατανόησης. Δεν χρειαζόταν να ανησυχήσεις για μένα, είμαι καλά, πολύ καλά.
-Ναι, έτσι θα έπρεπε να είχε γίνει…του απάντησε χαμηλόφωνα. Πως μπορούσε να του εξηγησει την πορεία των γεγονότων που της είχαν συμβεί τις τελευταίες δύο ή τρεις μέρες; Η ζωή της είχε ταξιδέψει με τόσο γρήγορο ρυθμό.
«Νόμιζες ότι θα ήταν δυστυχισμένος, έτσι δεν είναι; Κατά βάθος αυτό ήθελες», μία εσωτερική φωνή ξαφνικά είπε μέσα της. «Όχι, φυσικα, όχι, απλά ήθελα να βεβαιωθώ ότι θα είναι εντάξει. Ο λόγος του ταξιδιού μου ολοκληρώθηκε. Πρέπει να φύγω τώρα», απάντησε στον εαυτό της.
-Πρέπει να φύγω τώρα, είπε και έπιασε την κάπα της από τον καναπέ. Ξαφνιάστηκε που την είδε να φεύγει τόσο βιαστικά. Με το χέρι του την σταμάτησε, παίρνοντας την κάπα από τα χέρια της με μία βιαστική και σχεδόν ασυνείδητη κίνηση.
-Έκανα ένα μακρύ ταξίδι και εσύ έχεις παράσταση αύριο, του είπε σαν δικαιολογία.
-Δεν έχω παράσταση αύριο είπε.
-Δεν το ήξερα αυτό αλλά και πάλι χρειάζεται να φύγω.
-Σωστά, της είπε αποκαρδιωμένα, είσαι εντάξει τώρα. Αυτό αρκεί.
-Τέρυ, τι εννοείς; Ρώτησε. Μπορούσε να διακρίνει την απογοήτευση του αν και προσπαθούσε να μην της το δείχνει. Τον ήξερε πολύ καλά.
Ξαφνικά η διάθεση του άλλαξε. Χαμογελούσε και πάλι.
-Κάντυ, είπε με ενθουσιασμό, δεν σε έχω δει εδώ και πολύ καιρό. Μείνε! Ας πιούμε το τσάι μας. Ήθελε να φύγει μακριά του αλλά τώρα που τον έβλεπε να της χαμογελά, δεν ήθελε να τον απογοητεύσει. Βαθιά μέσα της, ήταν ικανοποιημένη με αυτή την αλλαγή. Ήταν παλιοί φίλοι άλλωστε, έτσι δεν είναι;

Ένα όνειρο σε μία μακρινή χώρα

-Ωστέ λοιπόν ο Άλμπερτ είναι ο μεγάλος θείος;
-Μπορείς να το πιστλεψεις Τέρυ; Ακόμα δυσκολεύομαι και εγώ η ίδια.
«Κάντυ τα προβήματα σου τελείωσαν», σκέφτηκε ο Τέρυ.
-Και γιατί μένεις στο λόφος της Πόνυ;
-Θέλω να φροντίσω τα παιδιά, Τέρυ, και μετά δεν μου αρέσει και ιδιαίτερα η κοσμική ζωή.
-Ναι, καταλαβαίνω, τι εννοείς, και εγώ βαριέμαι μεχρι θανάτου σε αυτά τα μέρη…
-Να χαμογελάς και να γελάς…
-Ακούγοντας με συμπόνια κάθε ανόητο σχόλιο.
-Να ντρέπεσαι να φας από τον μπουφέ ενώ το στομάχι σου γουργουρίζει…η Κάντυ του έκλεισε με χαμόγελο το μάτι.
-Α δεν μπορώ να φανταστώ μία Κάντυ που να μην τσακίζει τον μπουφέ…
-Τέρρρρυ! Η Κάντυ γρύλισε χαμογελώντας και εκείνος έβαλε τα γέλια με το δήθεν θιγμένο ύφος της.
Έπιναν το τσάι τους, συζητώντας άσχετα θέματα που δεν έθιγαν τα συναισθήματα, τις ανάγκες τους, την πραγματικότητα. Κανείς από τους δύο δεν τολμούσε να αναφέρει το όνομα «Σουζάνα» λες και ήταν ένα πεδίο από νάρκες έτοιμο να εκραγεί στο πρώτο λάθος βήμα.
-Γιατί δεν έρχεσαι να δεις τον Άμλετ; Ρώτησε, προσθέτωντας ζάχαρη στο φρεσκοφτιαγμένο του τσάι.
-Δεν μπορώ, χρειάζεται να γυρίσω πίσω, ο Άλμπερτ είναι άρρωστος.
-Τι είδους αρρώστια;
-Πνευμονία;
-Φαντάζομαι να τον φροντίζεις καλά, ο Τέρυ την πείραζε με παιχνιδιάρικό ύφος.
-Φυσικά! αλλά πρέπει να φύγω τώρα.
-Ε; τι σε έχει πιάσει με αυτή τη βιασύνης; Την ρώτησε ωστόσο τόσο αθώα, που και η ίδια έμεινε άναυδη. Ο Τέρυ φερόταν σαν μην καταλάβαινε.
«Δεν καταλαβαίνει λοιπόν; τίποτα. Είναι καλά, ευτυχώς είναι καλά και δεν έχει προβλήματα ίσως..ίσως γιατί με ξεπέρασε. Δεν έχει απολύτως κανένα πρόβλημα να μοιραστεί μαζι μου τα λεπτά και τις στιγμές του. Αλλά εγώ δεν μπορώ…δεν αντέχω» σκεφτόταν από μέσα της. «Τελείωσε μαζί μου, με ξεπέρασε! Ναι αυτό είναι! Εγώ κάνω σαν μία ανόητη έφηβη και αυτός έχει ξαναγυρίσει στη ζωή και στον δρόμο του. Μα ξαφνικά η καρδιά της δεν ηρεμούσε και δεν χαιρόταν. Δεν χαιρόταν καθόλου. «Τι συμβαίνει με μένα; Ήθελα να με ξεπεράσει, ναι αυτό πραγματικά ήθελα να είναι ευτυχισμένος. Τότε γιατί ξαφνικά νιώθω έτσι;»
Οι σκέψεις της Κάντυ σταμάτησαν μόλις άκουσε τον Τέρυ να της μιλάει.
-Κάντυ είσαι εντάξει; Δεν αντιμετωπίζεις προβλήματα στη ζωή σου; Ρώταγε με ένα ανήσυχο βλέμμα. Ήταν σοβαρός τώρα.
-Δεν είναι τίποτα, αλήθεια, του είπε με μία ζεστή φωνή. Είμαι καλά, καλύτερα από ποτέ. Σκεφτόμουν το λόφο της Πόνυ και ότι θα ήθελα να έρθεις μία μέρα…είπε αθώα προσπαθώντας να πλάσει μία δικαιολογία για την θλιμμένη εκφρασή της.
-θα ήθελες να με ξαναδείς; Την ξαναπείραξε.
-Ε, δεν ενοούσα ακριβώς αυτό…είπε με κουρασμένα μάτια και φωνή.
Όλα πάνω της μαρτυρουσαν την εύθραστη και νευρική ψυχολογία της. Πάλευε τα ίδια της τα συναισθήματα και τις επιθυμίες. «Δεν αξίζει να υποφέρεις» είπε μέσα του. «Δεν ήθελα να σε φέρω σε δύσκολη θέση, θέλω να χαμογελάς, άσε με να σε βοηθήσω».
Η Κάντυ έκατσε στον καναπέ, αισθανόταν καταβεβλημένη από αυτό το μακρύ ταξίδι, όποιο και αν ήταν.
-Είναι εντάξει, Frenckles, είναι εντάξει, της είπε και κάθισε δίπλα της.
Η παρουσία της τόσο κοντά τρέλαινε τις αισθήσεις της. Τον κοίταξε, τα εκφραστικά του μάτια, της μετέδιδαν κάτι από τη δύναμη και το πάθος τους, έβλεπε τη ζωή της να περνάει από αυτιά τα μάτια, βούλιαζε όλο και πιο πολύ μέσα τους. Σε μία άγρια θάλασσα που μία εποχή ήταν μόνο για εκείνη. Έτσι όπως τον κοιτούσε, αθώα και τρυφερά, περίεργα και προσηλωμένα, ήταν το πιο ερωτικό, το πιο όμορφο βλέμμα που είχε δει ποτέ του. Χωρίς να το σκεφτεί την τράβηξε και πάλι σε μία ζεστή αγκαλιά.
-Τέρυ!
-Δεν πειράζει! Της ψιθύρισε.
Η αγκαλιά του ήταν τόσο ζεστή και παρήγορη. Μύρισε τα ρούχα του, το άρωμα του την πλυμμήρισε. Στην αρχή ήταν απλώς ένας λυγμός που ζητούσε λύτρωση, που ανέβαινε στο λαιμό της φράζοντας την αναπνευστική της οδό και συνοδεύοταν από ένα ξαφνικό σπασμό που δεν μπορούσε να ελέγξει. Το σώμα της ξαφνικά τραντάχτηκε μέσα στα χέρια του και ένας φοβερός λιγμός βγήκε από τα στήθη της κόβωντας τον αέρα στα δύο. Και μετά ήρθαν κύμματα οι λιγμοί και τα δάκρυα της, σπάζοντας τα στέρεα φράγματα της λογικής της λες και ήταν καρυδότσουφλα σε τυφώνα. Δεν μπορούσε άλλο να συγκρατήσει τα συναισθήματα της. Η νευρικότητα, το άγχος, η συγκίνηση, ό έρωτας, έβρισκαν επιτέλους την διέξοδο τους… Εκεί τελείωνε μέσα στην αγκαλία του. Ο Τέρυ ξαφνιάστηκε μα δεν αντέδρασε. Την άφησε να κλάψει και να τραντάζεται, την κράτησε πιο σφιχτά, δεν ρώτησε και δεν τη διέκοψε. Ήταν καλό, καλό για αυτήν. Δεν θυμόταν πόση ώρα έκλαιγε με γοερούς λιγμούς και έντονους σπασμούς στα χέρια του, δεν θυμόταν πότε η ταραγμένη της καρδιά συνάντησε και πάλι την γαλήνη. Θυμόταν ότι της χάιδευε τα μαλλιά, και έκανε ησυχία, ότι τα μάτια του δάκρυσαν και η καρδιά του κόντεψε να σπάσει, ότι όλα σβήστηκαν και μηδενίστηκαν στο μυαλό του. Μπορούσε να διαγράψει όλο τον κόσμο απόψε, γιατί τίποτα δεν είχε ποτέ καμία σημασία, παρά μόνο αυτή. Τη λύκνιζε απαλά σαν ένα μωρό στην κούνια, δεν έπρεπε, όχι δεν έπρεπε να την είχε αφήσει ποτέ. Ποτέ! Είχε έρθει για να ζητήσει «συγγνώμη», όχι ήταν λάθος, έπρεπε αυτός να ζητήσει «συγγνώμη». Μα δεν μπορούσε να πει τίποτα, ήταν η δική της σειρά, έκανε τόπο για τα δικά της συναισθήματα να βγουν στην επιφάνεια. Όταν τελείωσε εκείνος ο πόνος, εκείνο το παράπονο, επιτέλους ένιωσε ζεστασιά και ασφάλεια. Τόση ανακούφιση μα και εξάντληση. Δεν μπορούσε να σκεφτεί άλλο, ούτε να κλάψει. Έκλεισε τα μάτια της και ξαφνικά χωρίς να το θέλει βυθίστηκε σε έναν βαθύ ύπνο. Ο Τέρενς προσπάθησε να την μετακινήσει ελαφρώς, τότε κατάλαβε ότι κοιμόταν, ήρεμα σαν μωρό στα χέρια του. Την κράτησε ακόμα πιο σφιχτά, αποκλείωντας το ενδεχόμενο να την αφήσει. Μες την σιωπή την παρατηρούσε ακούγοντας την ρυθμική της ανάσα ήταν σαν ένας μικρός άγγελος, τα μάτια κλειστά, τα χείλη μισάνοιχτα. Είχε λατρέψει αυτά τα χείλη, αυτές τις μικρές φακίδες, τόσο πολύ που ήθελε να βάλει το χέρι του και να κλέψει μερικές, να τις κρατήσει δικές του για πάντα. Τις άγγιξε τρυφερά με τα δάχτυλά του, μετά τα χείλη της. Φοβόταν ότι μπορούσε να την ξυπνήσει. Με το ελεύθερο χέρι του άγγιξε τις χρυσές μπούκλες της. Τις μύρισε. «Γιασεμί». Ήθελε να την αισθαθεί όσο πιο κοντά του και μέσα του γινόταν. Του είχε λέιψει τόσο πολύ. Το κεφάλι της είχε γείρει στο στήθος του. Για άλλη μία φορά απαλά άγγιξε τις άκρες των μαλλιών της. Καθώς την παρατηρούσε αναρωτιόταν τι χρώμα και εικόνες να είχαν τα όνειρα της.
Μέσα στα όνειρα της, ήταν εκεί ξαπλωμένος μαζί της κάτω από ένα δέντρο ροδακινιάς σε μία άγνωστη χώρα που δεν είχε όνομα. Το φεγγάρι έριχνε ασημί σκιές στα μαλλιά του..Μαύρες και γκρι λάμψεις καθρεφτίζονταν στα μάτια του, μα ήταν τα αστέρια που γυάλιζαν ψηλά, εκεί πάνω.
-Τι σκέφτεσαι; Ρώτησε ξαφνικά αυτός.
-Εσένα φυσικά.
-Σκέφτεσαι πάντα εμένα;
-Ναι σε σκέφτομαι όταν ξυπνάω και όταν πάω στον καθρέφτη μου.
-Τι βλέπεις στον καθρέφτη σου;
-Το μέλλον μας.
-Έχουμε μέλλον;
-Φυσικά και έχουμε μέλλον, βλέπω το γιο σου, παίζει και τρέχει…τρέχεις μαζί του.
-Που είναι;
-Είναι ακόμα αγέννητος.
-Αλλά βρίσκέται σε αυτήν μήτρα; Ρώτησε και χάδεψε την ευλογημένη περιοχή με το ζεστό του χέρι.
-Ναι, νομίζω ότι έφτασε η ώρα να κάνουμε τα όνειρα πραγματικότητα, είπε αυτή και κάθισε από πάνω του. Του έδωσε ένα μικρό τρυφερό φιλί, που ίσα που άγγιξε τα χείλη του. Και μετά ένα άλλο και ένα άλλο ώσπου και οι δύο τυλίχτηκαν σε ένα βαθύ ερωτικό, ατελείωτο φιλί. Δεν βιάζοταν γιατί δεν είχαν μόνο το υπόλοιπο της νύχτας αλλά και το υπόλοιπο της ζωής τους να μοιραστούν. Ένιωσε τα δάχτυλα του να της ξεκουμπώνουν το πουκάμισο και καλοσώρισε το υγρό του φιλί στα στήθη της. Ήθελε να τον νιώσει μέσα της, άρχισε να του φιλάει τον λαιμό και μετά τον ένιωσε να την ξαπλώνει στο απαλό γρασίδι. Άρχισε να του βγάζει το πουκάμισο. Ήταν και οι δύο μισόγυμνοι κάτω από το φως της σελήνης.
-Κλείσε τα μάτια σου, της είπε και έτσι και αυτή έκανε καθώς ένιωσε κάθε ίντσα του κορμιού της να καλύπτεται από τα ζεστά του χείλη, από το λαιμό ως τα στήθη της και μέχρι την κοιλιά της, ακριβώς λίγο πιο πάνω από το πιο ερωτικό της σημείο. Ήταν όλη δκή του και χαμογέλασε με αυτή τη σκέψη.
-Τέρυ φίλα με πάλι, πάλι, τον παρακάλεσε με μία χαμηλή ψιθυριστή φωνή σαν γάτα.
- Freckles? Ξαφνικά υπήρχε μία άλλη δραστηριότητα γύρω της, τα αστέρια έσβησαν και μόνο σκοτάδι επικρατούσε γύρω της. «Ανόητη, ακόμα έχεις κλειστά τα μάτια;» σκέφτηκε και ένιωσε επιβεβαίωση καθώς αισθάνθηκε τα χέρια του Τέρυ γύρω από τη μέση της να την τυλίγουν, ήταν ακόμα στην αγκαλιά του. Τον αγκάλιασε και έβαλε το κεφάλι της στον ώμο του, προσκαλώντας τον. Τα πρόσωπα του ήταν σε απόσταση αναπνοής. Με το χέρι της κάλυψε το λαιμό του και τότε αυτός έγειρε και την φίλησε. Το υγρό φιλί του ήταν τόσο βαθύ που δεν μπορούσε να αναπνεύσει, ήταν αργό και βασανιστικό, επίμονο και έντονο. Άρχισε να ανταποκρίνεται και χωρίς να το θέλει ένας αναστεναγμός ξέφυγε από μέσα της. Και τότε δεν την φιλούσε μόνο εκείνος. Άρχισαν να ανταλλάσουν και πάλι φιλιά, αγγίζοντας, μυρίζοντας, χαιδεύοντας ο ένας τον άλλο. Τα σώματα τους σε κοντινή επαφή γεννούσαν ηλεκτρικά κύμματα που τους διαπερνούσαν, κύμματα διέργεσης και ερωτικού πόνου που τους έκαναν να αναπνέουν βαριά, να αναστενάζουν βαρύτερα, να έρχονται όλο και πιο κοντά. Ο Τέρυ ένιωθε έτοιμος να εκραγεί από λεπτό σε λεπτό, δεν άντεχε άλλο τον πόθο και την ηδονή που του ξυπνούσαν τα φιλιά, τα χάδια, τα μικρά βογγητά της. Έπρεπε να σταματήσει, τώρα πριν να κάνει κάτι που ήταν ανεπίτρεπτο…Απαλά την έπρωξε πίσω με το χέρι του και απελευθερώθηκε από το μαγεία της. Εκείνη τίναξε το κεφάλι της και με έκπληξη τον έψαξε με το βλέμμα της. Τότε συνειδητοποίησε ότι… «Δεν είναι όνειρο, αυτό δεν είναι καθόλου όνειρο».
Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
juliet
Candy Star
Candy Star
juliet


Θηλυκό
Αριθμός μηνυμάτων : 1381
Ηλικία : 43
Registration date : 05/09/2009

Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς   Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς Icon_minitimeΔευ Φεβ 08, 2010 2:56 pm

ΤΙ ΕΙΧΕ ΚΑΝΕΙ; Πετάχτηκε ξαφνικά από τον καναπέ σαν ελατήριο. Ήταν μαύρο σκοτάδι τριγύρω της, ο Τέρυ προφανώς θα είχε σβήσει τις λάμπες όταν την πήρε ο ύπνος. Αλλά που ήταν ο Τέρυ;
Κοίταξε στον καναπέ και νόμιζε ότι μπορούσε να διακρίνει τη σιλουέτα του τώρα που τα μυαλό της είχε βγει από την νάρκη του. «Θα κοιμήθηκε δίπλα μου», σκέφτηκε. «Τότε ίσως όλα να ήταν ένα όμορφο ερωτικό όνειρο», ένα όνειρο που την έκανε τώρα να κοκκινίζει, που ευχόταν να μπορούσε να ξεχάσει.
Ήταν η ευκαιρία της να φύγει χωρίς δακρύβρεχτους αποχωρισμούς και άλλες ψεύτικες υποσχέσεις. Πήρε την κάπα της και στάθηκε μπροστά από τον κοιμισμένο Τέρυ για να του πει το «αντίο». Αλλά καθώς γύρισε να φύγει το χέρι του Τέρυ άρπαξε τη φούστα της και την τράβηξε πάλι πίσω στον καναπέ.
-Ααααααα!, φώναξε σαστισμένη καθώς έπεφτε μέσα στην αγκαλιά του. Τα έχεις χάσεις Τέρυ, άσε με να φύγω! Τα χέρια του είχαν τυλιχτεί γύρω της και αυτός είχε λυθεί στα γέλια με την θυμωμενη της αντίδραση.
-Αυτό δεν είναι αστείο! Τον μάλωσε με μία αυστηρή φωνή και έκατσε δίπλα του στον καναπέ.
-Με τρόμαξες όπως πετάχτηκες όρθια. Σηκώνεσαι πάντα τόσο απότομα ή φταίω εγώ που στο προκαλώ αυτό; Ακόμα και τώρα γελούσε από μέσα του.
-Ξιπασμένε Άγγλε!, του φώναξε με θυμό, όχι αληθινό όμως. Τι νομίζεις; Δεν επιθυμώ να σε ενοχλήσω περισσότερο.
Ο Τερυ έχασε το γέλιο του με την τελευταία της φράση. Σηκώθηκε αμέσως άναψε τις λάμπες του δωματίου. Η Κάντυ σηκώθηκε και αυτή. Ήταν η ώρα της να φύγει, έπρεπε να φύγει. Πήρε πάλι την κάπα της στα χέρια και πήγε προς την έξοδο.
-Δεν ήθελα να σου προκαλέσω αναστάτωση, ήταν πολύ ωραία, που σε είδα και πάλι, του είπε με την πλάτη γυρισμένη. Είμαι χαρούμενη που είσαι καλά Τέρυ και που βρήκες τον δρόμο σου. Να προσέχεις τη Σουζάνα, του είπε και άνοιξε την πόρτα, έτοιμη να φύγει χωρίς να περιμένει αντίδραση.

Η σπασμένη φυρσαμόνικα

Καθώς του γύρισε την πλάτη και είδε τα χέρια της να ανοίγουν την πόρτα, ένοιωσε το έδαφος να υποχωρεί κάτω από τα πόδια του. Δεν μπορούσε να κρατήσει τα δάκρυα του ούτε το θυμό και την απόγνωση που ένιωθε εκείνη τη στιγμή. Είχε ξαναζήσει αυτή τη σκηνή πριν από δύο χρόνια και η –ακόμα και τώρα- νοπή ανάμνηση μόνο πόνο και θλίψη του έφερνε. Τη μισούσε αυτήν την ανάμνηση. Μα μέσα του φώλιαζε μία ακόμα πιο πρόσφατη ανάμνηση: Μπορούσε ακόμα να νιώσει τα απαλά της χέρια τυλιγμένα γύρω από τον λαιμό του, τη γεύση των φιλιών της, τα χείλη της καθώς τα έπαιρνε, άκομα εισέπνεε το άρωμα των μαλλιών της. Ο πόνος του χτες σε συνδυασμό με την απώλεια του σήμερα τον συνεπήραν. Η καλοσύνη της τον σκότωνε, μπορεί να σκότωνε και την ίδια. Έπρεπε να εκφραστεί, να της πει κάτι.
-Και αν δεν το κάνω; Είπε με πικραμένη ελαφρώς υψωμένη φωνή.
Η Κάντυ κοντοστάθηκε στην πόρτα. Δεν περίμενε απάντηση.
-Εάν δεν κάνεις τι; ρώτησε προβληματισμένη.
-Εάν δεν φροντίσω τη Σουζάνα. Τότε τι;
Η Κάντυ πήρε μία βαθιά ανάσα, γύρισε και τον κοίταξε.
Ναι ήταν θυμωμένος και πληγωμένος ταυτόχρονα, το θυμόταν αυτό το βλέμα και αυτή την έκφραση. «Μη το κάνεις αυτό Τέρυ, σε παρακαλώ, μην το κάνεις», είπε μέσα της.
-Ναι αλλά την φροντίζεις, έτσι δεν είναι; ρώτησε με ενδιαφέρον. Δεν πήρε απάντηση. Χαμήλωσε τα μάτια της καθώς δεν άντεχε πια το διαπεραστικό βλέμμα του, ήταν σαν να της τρυπάει το σώμα και το μυαλό, την διαπερνούσε ολόκληρη.
-θα με συγχωρούσες αν δεν το έκανα; Την ρώτησε με πιο χαμηλή φωνή.
-Τέρυ, τι λες;
Δεν πίστευε στα αυτιά της, πραγματικά αυτό ήταν έξω από όλα όσα είχε ποτέ φανταστεί και πιστέψει για την αποψινή βραδιά. Αλλά απόψε είχαν συμβεί πολλά που ποτέ πριν δεν είχε φανταστεί ούτως ή άλλως. Οι καταστάσεις της γλυστρούσαν από τα χέρια, είχε χάσει πολλές φορές τον έλεγχο της μαζί του, είχε κλάψει και κοιμηθεί στην αγκαλιά, είχε ξυπνήσει και τον είχε φιλήσει, είχε κάνει πολλά λάθη στη σειρά. Ποιος από τους δυο άξιζε συγχώρεση απόψε δεν ήξερε αλλά δεν μπορούσε να το αφήσει να συμβεί αυτό. Έστεκε σιωπηλή και αμίλητη και μετά είπα ένα απλό, καθαρό «ΟΧΙ» ενώ τον κοιτούσε στα μάτια.
-Περίμενε εδώ, της είπε. Η Κάντυ ήταν αδύνατον να αντιδράσει. Τον είδε να πηγαίνει στο συρτάρι της κουζίνας και να πιάνει ένα ασημί μεταλλικό αντικείμενο. Ήταν…
-Πάρτο, δεν το αξίζω, της είπε και της πέταξε στα πόδια την παλιά και χαλασμένη φυσαρμόνικα.
Η Κάντυ δεν μπορούσε να πιστέψει την πράξη του, δεν μπορούσε καν να αντιληφθεί τι συνέβαινε, αυτός ο ξένος και σκοτεινός Τέρυ που στεκόταν τώρα μπροστά της, που τόσο αδιάφορα της επέστρεφε το δώρο της, όχι, όχι δεν ήταν ο δικός της Τέρυ. Ο δικός της Τέρυ δεν θα της πέταγε τη φυσαρμόνικα, δεν θα προσπαθούσε να την πονέσει. Και τώρα μέσα της αυτή η ξαφνική χειρονομία χωρισμού έκανε την καρδιά της να σφίγγγεται. Χαμήλωσε τα μάτια και κοίταξε τη φυσαρμόνικα, άπλωσε το χέρι της αλλά.... Δεν γινόταν να την σηκώσει, δεν μπορούσε να την πάρει πίσω. Αν την έπαιρνε...
Ένιωθε να χάνει ακόμα μία φορά τη λογική και το μυαλό της. Αυτό το ασήκωτο βάρος που χρόνια κουβάλαγε σαν δαίμονας είχε κάτσει στο στήθος της. Όχι, αυτό τον πόνο δεν θα τον δεχόταν. Ήταν έτοιμη να κλάψει και αλλά κράτησε την ανάσα της και τα δάκρυα της και γύρισε το βλέμμα της πάνω του. Ήθελε να την κάνει να πονέσει; Αυτό ήθελε;
Και όμως πάντα στις πιο δύσκολες και επώδυνες στιγμές της ζωής της το κουράγιο και το επαναστατικό της πνεύμα που ήταν τα δικά της φυσικά όπλα έκαναν την εμφάνιση τους από το πουθενά. Δεν δεχόταν έτσι άδικα να την κάνουν να πονάει, πάντα αντιδρούσε σε κάθε άδικη πράξη, αν και αυτό αφορούσε περισσότερο τους άλλους παρά τον εαυτό της. Αλλά σήμερα…Άρπαξε τη φυσαρμόνικα και ο Τέρυ μόλις που πρόλαβε να κάνει στην άκρη το κεφάλι του ενώ η φυσαρμόνικα διέσχισε το δωμάτιο, έσπασε το παράθυρο και εξαφανίστηκε απελευθερώνοντας ένα κύμα ψυχρού αέρα μέσα στο δωμάτιο.
-Δεν προσπαθώ να σε κάνω να πονέσεις Τέρυ. Δεν ήθελα ποτέ-ποτέ να σε πληγώσω, του φώναξε. Εκείνος με ένα βλέμμα έκπληξης της έπιασε το χέρι και πριν ακόμα η Κάντυ το καταλάβει ήταν και πάλι μέσα στο δωμάτιο. Η πόρτα έκλεισε πίσω της με θόρυβο.
-Γιατί είσαι εδώ; Γιατί είσαι πραγματικά εδώ; Την ρωτούσε τώρα με ένα σοβαρό και αυστηρό τόνο που την έκανε να μουδιάσει. Όλα γίνονταν τόσο γρήγορα που ακόμα και η ιδέα του ίδιου του χρόνου στο κεφάλι της την έκανε να ζαλίζεται. «Γιατί συνεχίζεις; Γιατί με ρωτάς; Τι καλό θα βγει αν σου πω;», σκέφτηκε.
-Σου εξήγησα Τέρυ, μην πιέζεις άλλο τις καταστάσεις.
-Όχι, δεν μου εξήγησες, δεν μου εξήγησες τίποτα, της απάντησε.
-Εντάξει, θα σου πω! του είπε και κάθησε στον καναπέ και πάλι. Ο Τέρυ στηρίχτηκε με την πλάτη στον τοίχο απέναντι της. Τον κοίταξε και όπως τα μάτια της συνάντησαν τα δικά του, το βαθύ του και ερευνητικό του βλέμμα την έκανε ξαφνικά να κοκκινήσει. Είχε αλλάξει το ύφος του και τώρα πια το προσωπο του είχε πάρει μία έκφραση βεβαιότητας. Ήταν όμορφος και γοητευτικός αλλά ξαφνικά της φάνηκε τόσο μόνος που η καρδιά της σκίρτησε. Έπρεπε να τελειώσει ότι άρχισε.
-Μία νύχτα σε σκεφτόμουν, όλες τις αναμνήσεις που μοιραστήκαμε. Αποφάσισα να σου γράψω ένα γράμμα, αυτό το γράμμα δεν ήταν για σένα αλλά για μένα. Μέσα σε αυτό έγραφα ότι θα ήθελα να με θυμάσαι και να σκέφτεσαι ότι είμαι πάντα κοντά σου όταν ανεβαίνεις στη σκηνή. Σε αυτό το γράμμα βρήκα το κουράγιο να σου περιγράψω τα συναισθήματα μου για όλα αυτά που ζήσαμε, ένα κουράγιο που μου λείπει απόψε. Επίσης σου έγραψα να προσέχεις τη Σουζάνα και τον εαυτό σου και ότι είμαι χαρούμενη που ξαναγύρισες στο θέατρο και ότι σ’αγάπησα. Δεν ήθελα να στο στείλω, αλλά μία νύχτα καταλάθος η κυρία Πόνυ το βρήκε και ήθελα να σιγουρευτώ ότι θα είσαι εντάξει και ότι θα μπορέσεις να συνεχίσεις την ζωή σου ως συνήθως χωρίς να επηρεαστείς καθόλου από τις λέξεις μου. Αυτό είναι όλο Τέρυ.
Η Κάντυ κοίταζε περισσότερο το πάτωμα παρά εκείνον. Του είχε ανοίξει την ψυχή της για όσα ήταν πριν εκεί μα τώρα έλειπαν. Σήκωσε τα μάτια της για να δει την αντίδραση του αλλά τον είδε να την πλησιάζει με αργά βήματα.
-Όχι, όχι μην το κάνεις αυτό, του είπε καθώς γονάτισε μπροστά της στο πάτωμα.
-Μ’αγάπησες; Μ’αγαπάς, ακόμα. Μπορώ να τα αφήσω όλα, φτάνει να το ζητήσεις. Σε παρακαλώ ζήτησε το, της είπε σχεδόν παρακαλώντας.
Η Κάντυ ένιωσε την καρδιά της να σφίγγεται. Για μία στιγμή, μία ελάχιστη στιγμή, ήθελα να τον πάρει από το χέρι και να χαθούν μαζί σε μία άγνωστη γη όπως στο όνειρο της. Να μην μπορεί να συγχωρέσει αυτή η ίδια τον εαυτό της. Ναι ήθελε να είναι ασυγχώρητη. Μα μετά δεν μπορούσε, δεν μπορούσε να γίνει η ίδια η αιτία να δυστυχίσει μία άλλη γυναίκα.
-Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό, ούρλιαξε. Δεν μπορείς να τα τινάξεις όλα στον αέρα.
-Μπορώ να κάνω ότι θέλω, της είπε. Αυτή είναι η δική μου αγάπη και μπορώ να την χαρίσω όπου θέλω. Την θυμάσαι; Σε αγκάλιαζε, σε παρηγορούσε και σε φιλούσε σε αυτόν τον καναπέ λίγα λεπτά πριν. Ήταν για σένα και για καμία άλλη, σχεδόν φώναζε.
Η καρδιά της Κάντυ παλλόταν ενάντια στη λογική. Αυτή η ειλικρίνεια των συναισθημάτων τους την φόβιζε μέχρι θανάτου. Δεν είχε μαντέψει λάθος, αργά ή γρήγορα θα το έκανε, θα ερχόταν σε εκείνη, ήταν μόνο θέμα χρόνου.
Εκείνη έφταιγε για όλα αυτά. Είχε θρέψει τη βεβαιότητα του με το γράμμα της, με τα κλάμματα, τα φιλία της, την παρουσία της, το όνειρο της. Έπρεπε να διαλύσει αυτό το όνειρο. Έπρεπε να προστατέψει τη Σουζάνα, το χρέος, την θυσία της Σουζάνας, την απόφαση που είχε πάρει. Έπρεπε…ακόμα και αν το κόστος ήταν πολύ ακριβό.
-Θέλω να είσαι ευτυχισμένος με τη Σουζάνα, Τέρυ, αυτό και μόνο θέλω. Αυτό και μόνο θα σου ζητήσω. Μην έχεις παραισθήσεις. Έίχαμε πολύ καιρό να ειδωθούμε, παρασυρθήκαμε, τίποτα άλλο, του φώναξε. Ο Τέρυ πήγε στο παράθυρο. Μπορούσε να δει την ανατολή. Είχε αρχίσει να ξημερώνει.
«Είσαι αθώα και νέα, καλή και έχεις ηθική. Αλλά εγώ έμεινα πίσω στη ζωή μου και είδα τη μία μέρα να περνάει μετά την άλλη δίχως νόημα και αξία, δεν κατάφερα να βρω γαλήνη πουθενά και μετά από όλα αυτά, τα άκρα και το φόβο που αναγκάζομαι να ζήσω κάθε φορά για να πω πως ζω, δεν μπορώ να μοιραστώ τις ίδιες απόψεις μαζί σου. Καλύτερα να πάρεις πίσω την αγάπη σου και την θυσία σου γιατί δεν είμαι αυτός που αγάπησες και δεν μπορώ να ξαναγίνω. Η δική μου εποχή της αθωότητας πέρασε, οι ελπίδες μου για κάθε τι καλό, έχουν πια πεθάνει. Ήταν λάθος να στο ζητήσω. Δεν αντέχω άλλες θυσίες στο όνομα της αγάπης. Καλύτερα να το ξέρεις. Αλλά υπόσχομαι εσύ να μη φέρεις ευθύνη καμία. Στο υπόσχομαι.»
-Ξέρεις κάτι Κάντυ; νομίζω ότι είναι ώρα να φύγεις, θα είναι καλύτερα και για τους δυο μας, είπε ξαφνικά.
Εκείνη άνοιξε την πόρτα του διαμερισμάτος του και βγήκε στο δρόμο σε λιγότερο από ένα λεπτό.
Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
juliet
Candy Star
Candy Star
juliet


Θηλυκό
Αριθμός μηνυμάτων : 1381
Ηλικία : 43
Registration date : 05/09/2009

Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς   Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς Icon_minitimeΔευ Φεβ 08, 2010 3:34 pm

Μία πρωινή αγκαλιά

Ο Άρτσι κοιμόταν μέσα στην αμάξα, δεν το είχε σκοπό βέβαια αλλά ναι, κοιμόταν. Ξύπνησε καθώς το πρώιμο φως της μέρας του χτύπησε τα μάτια περνώντας μέσα από το παράθυρο. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι ο οδηγός της άμαξας κοιμόταν πάνω στο στήθος του.
-Τι στο καλό; Φώναξε και έσπρωξε τον οδηγό στο πλάι, πρακτικά ρίχνοντας τον στο πάτωμα.
-Συγγνώμη, κύριε, χρειαζόμουν ύπνο, είπε ο οδηγός.
Ο ‘Αρτσι κοίταξε την είσοδο στο κτίριο του Τέρυ. Ήταν πρωί, δεν υπήρχε περίπτωση να είναι ακόμα εκεί..
-Φαίνεται ότι την χάσαμε, είπε στον οδηγό, ισιώνοντας το πουκάμισο και το σακάκι του. Πήγαινε με πίσω, στο Plaza, είπε ο Άρτσι με θυμό αλλά ξαφνικά την είδε να βγαίνει από το κτίριο τρέχοντας. «Αυτός ο μπασταρδος πάλι την πλήγωσε…» είπε δυνατά ο Άρτσι και βγήκε από την άμαξα. Έτρεξε κοντά της και της έπιασε το μπράτσο.
-Κάντυ…
-Άρτσι τι κάνεις εσύ εδώ; Τον ρώτησε με κατάπληξη.
-Σε παρακαλώ μην κλαις, της είπε και την αγκάλιασε. Την επιθυμούσε τόσο πολύ. Ήθελε να είναι ο σωστός για αυτήν ακόμα και αν οι ελπίδες του μαζί της ήταν μηδαμινές.
-Είμαι εντάξει, Άρτσι, μην με κάνεις να αισθάνομαι σαν μωρό. Θα είμαι μία χαρά.
-Πες μου τι έγινε, της είπε με μάτια που έσταζαν γλυκύτητα και ενδιαφέρον.
-Όχι, όχι τώρα, σε παρακαλώ, πήγαινε πίσω στην Άννυ και θα σε βρω στο ξενοδοχείο.
Δίσταζε να την αφήσει να φύγει μόνη της αλλά αυτή επέμενε. Παρέμεινε να την κοιτάζει καθώς η φιγούρα της ξεθόριαζε από τα μάτια του και χάθηκε ανάμεσα στο πλήθος της κεντρικής λεωφόρου. Γύρισε πίσω στην άμαξα αλλά καθώς τα μάτια του κοιτούσαν στο έδαφος δεν μπόρεσε να μην προσέξει την σπασμένη φυσαρμόνικα στο πεζοδρόμιο. Με ένα σκληρό βλέμμα γύρισε προς το παράθυρο του Τέρυ.
-Να καείς στην κόλαση! Φώναξε και πήρε μαζί του τη φυσαρμόνικα καθώς έμπαινε στην άμαξα.
Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
juliet
Candy Star
Candy Star
juliet


Θηλυκό
Αριθμός μηνυμάτων : 1381
Ηλικία : 43
Registration date : 05/09/2009

Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς   Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς Icon_minitimeΔευ Φεβ 08, 2010 4:26 pm

Φρέσκα πορτοκάλια

Η Κάρεν Κλέις ήταν πρωινός τύπος και όλοι στη Νέα Υόρκη το γνώριζαν, ειδικά οι καταστηματάρχες που περίμεναν την άφιξη της νωρίς το πρωί. Όταν δεν φαντασιωνόταν κομψά φορέματα και ακριβά χρυσαφικά, λαχταρούσε φρέσκα πορτοκάλια, στρογγυλά και μυρωδάτα. Και υπήρχε μόνο ένα μέρος στο μυαλό της Κάρεν όπου μπορούσε να τα προμηθευτεί αυτά. Η Κάντυ έτυχε να είναι εκεί να περνά απ’ έξω από το Market Fresh, όταν ήταν η ακριβής ώρα και μέρα για να παραλάβει τα πορτοκάλια της η Κάρεν.
Η Κάρεν που ψώνιζε μέσα διάλεγε προσεκτικά τα πορτοκάλια: στρογγυλό σχήμα, λαμπερό χρώμα, ωραίο άρωμα και καθόλου κηλίδες ήταν τα κριτήρια της. Αλλά καθώς ψώνιζε είδε από τη γυάλινη βιτρίνα την Κάντυ να περνάει. Πλήρωσε γρήγορα τα πορτοκάλια της και βγήκε στο δρόμο.
-Κάντυ, Κάντυ, φώναξε! Εδώ!
Η Κάντυ αρχικώς χαμμένη στις σκέψεις της, δεν πρόσεξε την πρώτη φορά ότι φώναζαν το όνομα της αλλά την δεύτερη φορά γύρισε.
«Είναι αυτή η Κάρεν;» αναρωτήθηκε. Καθώς η νεαρή γυναίκα την πλησίασε η απορία της μετατράπηκε σε βεβαιότητα.
-Κάντυ, τι καλά που σε ξαναβλέπω, της είπε η Κάρεν και της έσφιξε το χέρι.
-Κάρεν και εγώ χαίρομαι που σε βλέπω.
-Ήρθες για τον Τέρυ εδώ; Ρώτησε η Κάρεν με χαμόγελο. Της άρεσε να μπάινει κατευθείαν στο θέμα. Είδε την Κάντυ να κατσουφιάζει.
-Μ, όχι, βασικά…Η Κάντυ δεν διέθετε απολύτως καμία διπλωματία και δεν ήταν εύκολο για εκείνη να φτιάχνει δικαιογίες, αυτή της η αδυναμία ήταν φυσικό ταλέντο για την Κάρεν.
-Πίνεις καφέ, έτσι δεν είναι; είπε η Κάρεν και άνοιξε το δρόμο για το διάσημο στέκι cafe-cafe.

Cafe-cafe

-Λοιπόν τελικά είδες τον Τέρυ; Ρώτησε η Κάρεν σερβίροντας τον ζεστό αχνιστό καφέ στα φλιτζάνια τους.
-Ναι, μάλλον…ομολόγησε διστακτικά η Κάντυ.
-Είδες; Τελικά δεν ήταν και τόσο δύσκολο, έτσι; Απάντησε με πονηρό χαμόγελο η Κάρεν,
-Πως το κατάλαβες; Η Κάντυ είχε αρχίσει να πιστεύει ότι η Κάρεν διέθετε μαντικές ικανότητες.
-Είναι γραμμένο στο πρόσωπο σου, κάθε φορά που μιλάς για τον Τέρυ, έχεις μία πολύ συγκεκριμένη έκφραση. Αλλά άστο αυτό, είναι καλό που είσαι εδώ, μπορείς ίσως να του δώσεις λίγη χαρά και λογική.
-Γιατί να το κάνω αυτό Κάρεν;
-Κάντυ είσαι τυφλή; Δεν παρατήρησες τις μελανιές του;
-Ναι αλλά μου είπε ότι έμπλεξε σε ένα τυχαίο καυγά.
-Α, ώστε τους δύο τελευταίους μήνες μπλέκει συνέχεια σε τυχαίους καυγάδες; Αυτό τα εξηγεί όλα.
-Δύο τελευταίους μήνες; Η Κάντυ πνίγηκε με τον καφέ της. Ξαφνικά άρχισε να αμφισβητεί την ειλικρίνεια του. Είχε αλλάξει το θέμα, δεν ανέφερε κάτι άλλο. Το προβληματισμένο της ύφος, επέτρεψε στην Κάρεν να συνεχίσει τη συζήτηση.
-Ώστε δεν σου μίλησε, μάλλον για να μην ανησυχήσεις. Αλλά αφού τον βλέπεις και έχεις άνεση μαζί του καλύτερα να του πεις ότι και αν κάνει είναι καλύτερα να το σταματήσει. Έτσι όπως πάει θα καταστρέψει την καριέρα του και θα καταστραφεί και ο ίδιος.
Για ποιο πράγμα μίλαγε η Κάρεν; Η Κάντυ δεν είχε ιδεά αλλά λογικά αυτό έπρεπε να ήταν πρόβλημα της Σουζάνας και όχι δικό της.
-Η Σουζάνα είναι αυτή που θα έπρεπε να του μιλήσει, Κάρεν και όχι εγώ, εγώ δεν έχω θέση στη ζωή του.
-Η Σουζάνα; Η Κάρεν άρχισε να γελάει τόσο δυνατά, που η Κάντυ ένιωσε λες και είχε κάνει κάποιο τεράστιο λάθος.
-Ναι, δεν θα έπρεπε η Σουζάνα;
-Ω για το θεό! Με έκανες να γελάσω. Κάντυ είπαμε είσαι μακριά αλλά σε ποιόν κόσμο ζείς;
Βασικά ήταν λόφος. Η Κάντυ ένιωθε και πάλι σαν χαμμένη. Όλα όσα τελικά ήξερε και γνώριζε έμοιαζαν μπερδεμένα και ξένα. Όταν έφυγε πριν από δύο χρόνια τα γεγονότα, τα πρόσωπα και τα συναισθήματα ήταν ξεκάθαρα μέσα στο μυαλό της: έπρεπε να αφήσει τον Τέρυ στη Σουζάνα. Δεν είχε άλλη επιλογή από το να φύγει όσο πιο γρήγορα μπορούσε διευκολύνοντας την κατάσταση.
Τελευταία φορά τον είχε δει στο Ροκστοόουν σε μία άθλια κατάσταση, δεν μπορούσε να παίξει, μετά βίας έλεγε μία ατάκα ή στεκόταν όρθιος αλλά στο τέλος ήταν σίγουρη πως βρήκε τη δύναμη και τη ψυχή του. Δεν διάβαζε σχεδόν ποτέ τα περιοδικά και τις εφημερίδες αλλά άκουγε τόσο καλά πράγματα για αυτόν, είχε πιστέψει πως ήταν χαρούμενος, επιτυχημένος, σταθερός. Αλλά τα λόγια της Κάρεν της μίλαγαν για μία άλλη πραγματικότητα.
-Kάρεν για ποιο πράγμα μιλάς;
-Η Σουζάνα δεν μπορεί να επηρρεάσει τον Τέρυ, δεν τολμάει να του πει «κάνεις λάθος» ή να τον πιέσει για απαντήσεις. Το μόνο που κάνει είναι να περιμένει από τον Τέρυ την παντρευτεί. Είναι άχρηστη για κάτι άλλο. Αλήθεια, Κάντυ, πως μπορείς να πλησιάσεις και να επηρεάσεις τον άλλον ή μάλλον να ανταπεξέλθεις σε όλες τις καθημερινές συγκρούσεις που όλοι περνάμε στον έρωτα και στη ζωή, όταν φοβάσαι συνέχεια ότι θα τον χάσεις; Για αυτό μην περιμένεις από τη Σουζάνα να κάνει κάτι για αυτό…Είναι αδύναμη και ανίκανη!
-Δεν τα πάνε καλά;
-Που να ξέρω; Δεν είμαι και στο κρεββάτι τους.
Η ξαφνική συνειδητοποιήση ότι η Σουζάνα και ο Τέρυ θα μπορούσαν να…έκανε την Κάντυ να αισθανθεί ναυτία.
-Φυσικά, κρατάνε πολύ χαμηλό προφίλ, ξέρεις αυτό οφείλεται καθαρά στον Τέρυ που σιχαίνεται την άνευ λόγου δημοσιότητα. Εγώ πάλι την λατρεύω. Αλήθεια το ξέρεις ότι έχει και μυστική έξοδο για να αποφεύγει τους δημοσιογράφους; Φυσικά τώρα δεν του μιλάει κανείς, είναι διάσημος. Αλλά άκουσες ποτέ για κανένα αραββώνα; Ούτε και θα ακούσεις, γιατί μένει δίπλα της από καθαρή συμπόνια, είμαι βέβαιη για αυτό.
Η Κάρεν εκείνη την μέρα ήταν ποταμός και έτσι συνέχισε….
Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
juliet
Candy Star
Candy Star
juliet


Θηλυκό
Αριθμός μηνυμάτων : 1381
Ηλικία : 43
Registration date : 05/09/2009

Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς   Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς Icon_minitimeΔευ Φεβ 08, 2010 5:26 pm

Άννυ

Η Άννυ ξύπνησε εκείνο το πρωί απλώς και μόνο για να συνειδητοποίησει ότι ο άντρας της, Άρτσι Κόρνγουελ, δεν είχε επιστρέψει στο κρεββάτι τους κατά τη διάρκεια της νύχτας αλλά αυτό που ήταν ακόμα πιο περίεργο ήταν ότι μαζί του είχε εξαφανιστεί και η καλύτερη της φίλη. Ποτέ δεν διανοήθηκε τίποτα κακό για τον Άρτσι ή την Κάντυ. Μπορεί να ήξερε τα μυστικά συναισθήματα του Άρτσι αλλά ήξερε την Κάντυ ακόμα καλύτερα. Το μόνο που την ενοχλούσε σε αυτήν την ιστορία ήταν ότι η ευτυχία της και ο γάμος της δεν υποστηριζόταν από την αγάπη του άντρας της για αυτήν αλλά από την ευγένια και την καλή ηθική φύση της Κάντυ. Μία ηθική φύση που η Άννυ δεν θα αμφισβητούσε ακόμα και με ένα πιστόλι στον κρόταφο.
Καθώς η μοναξιά έδινε έδαφος στις δυσάρεστες σκέψεις, η πόρτα άνοιξε και ο Άρτσι μπήκε μέσα κρατώντας μία παλιά φυσαρμόνικα στα χέρια του. Η Άννυ δεν είχε την ευκαιρία να μιλήσει πρώτη.
-Σε παρακαλώ Άννυ, μην πεις τίποτα, είμαι εξουθενωμένος.
-Που ήσουν;
-Κάτω για ένα ποτό. Μετά η Κάντυ έφυγε από το ξενοδοχείο μέσα στη νύχτα. Την ακολούθησα, είπε ο ΄Αρτσι και έριξε το πιασμένο του σώμα πάνω στο μαλακό στρώμα.
-Την ακολούθησες; Που;
-Πήγε στον Τέρυ.
Η Άννυ ήταν κατάπληκτη με τις τελευταίες εξελίξεις, κάθισε δίπλα του. Δεν ήξερε καν σε τι να αντιδράσει πρώτα. Ίσως ήταν καλύτερα να αφήσει τον Άρτσι τελευταίο.
-Συναντήθηκαν;
-Ναι, κοίτα τι βρήκα. Ο Άρτσι έδειξε στην Άννυ την φυσαρμόνικα. Ο Τέρυ την πέταξε στο δρόμο, είναι αυτή που του είχε χαρίσει τότε στο κολλέγιο.
-Πως το ξέρεις αυτό; ρώτησε η Άννυ. Ο Άρτσι δεν απάντησε κοίταγε ξαπλωμένος το ταβάνι. Το ήξερε ήταν μάρτυρας της σκηνής όταν μία άλλη εποχή είχε ακολουθήσει την Κάντυ με σκοπό να της εξομολογηθεί τον έρωτα του, μόνο που..Ο Άρτσι αναστέναξε.
-Μάλωσαν, έτσι; Είπε η Άννυ με σκεπτικό ύφος.
-Αυτός ο μπάσταρδος, αυτός φταίει για όλα, ποτέ του δεν της άξιζε, ειπε και σηκώθηκε από το κρεββάτι. Ένιωθε ότι το κεφάλι του θα έπαιρνε φωτιά από στιγμή σε στιγμή. Γυρισε την πλάτη του στην Άννυ. Δεν ήθελε να δει ούτε να καταλάβει πόσο θυμωμένος αισθανόταν. Ο Άρτσι μισούσε τον Τέρυ, όχι γιατί είχε την αγάπη της Κάντυ, μία αγάπη που και αυτός χρειαζόταν, αλλά γιατί κατάφερνε πάντα να επηρεάζει τη ζωή της ακόμα και την ίδια της την ύπαρξη.
-΄Άρτσι Κόρνγουελ, να μείνεις μακριά τους, σε παρακαλώ.
-Τι λες τώρα; Ρώτησε με έκπληξη ο Άρτσι γυρνώντας προς τη μεριά της.
-Ξέρεις πολύ καλά τι λέω, Άρτσι. Τα μάτια της Άννυ είχαν το γνωστό τους εύθραυστο βλέμμα που εμοιαζε λες και κρεμόταν από την άκρη της συγκίνησης. Είχε ωστόσο ένα πείσμα μέσα του, το οποίο ο Άρτσι είχε μάθει να αναγνωρίζει με τα χρόνια. Η Άννυ συνέχισε…
-Δεν θέλω να πας και να πεις στην Κάντυ αυτά τα πράγματα. Το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται είναι σε ακούσει να αποκαλείς έτσι τον Τέρυ.
-Είναι η αλήθεια όμως. Χρειάζεται να τον ξεχάσει.
-Άρτσι, σκέφτεσαι ποτέ κανέναν άλλο εκτός από τον εαυτό σου; Ρώτησε η Αννυ σχεδόν φωνάζοντας.
-Τι θες να πεις Άννυ; Ότι δεν σκέφτομαι αρκετά την Κάντυ;
Η έκφραση της Άννυ, ξαφνικά πάγωσε. Είχε πάρει ήδη την απάντηση της για το τι και ποιον σκεφτόταν ο Άρτσι και δεν φαινόταν καθόλου πρόθυμος να θέλει να το κρύψει, από ευγένεια ή καλοσύνη έστω.
-Εννοούσα εμένα., του φώναξε και έτρεξε στην πόρτα. Ούτε καν που την έκλεισε πίσω της. Ο Άρτσι αισθάνθηκε άσχημα για την Άννυ, τον είχε πίασει σε μία αδύναμη στιγμή και είχε προδώσει τόσο εύκολα τα συναισθήματα του. Χρειαζόταν να βρει κάποιο τρόπο για να επανορθώσει. Το αρχικό κακό ένστικτο του Άρτσι για το ταξίδι τους στην Νεα Υόρκη ειχε βγει αληθινό. Τι άλλο;
Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
juliet
Candy Star
Candy Star
juliet


Θηλυκό
Αριθμός μηνυμάτων : 1381
Ηλικία : 43
Registration date : 05/09/2009

Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς   Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς Icon_minitimeΤρι Φεβ 09, 2010 12:35 pm

Ο κύριος τέλειος δεν μένει πια εδώ

Ο Τέρενς βρισκόταν σε πραγματικά άσχημη διάθεση. Οι καυγάδες του, τα ποτά και το απύθμενο κενό του δεν ήταν τίποτα μπροστά σε αυτό το συναίσθημα που τώρα ένιωθε να τον καθηλώνει στο κρύο πάτωμα, με τα φώτα σβηστά, τα παντζούρια κλειστά, τις κουρτίνες τραβηγμένες. Αδιαφορούσε για το κρύο που έμπαινε από το παράθυρο, αδιαφορούσε και για το θεό τον ίδιο, αυτή τη στιγμή.
«Ήρθες μόνο για να φυγεις, είναι η ηθική σου και το γεγονός ότι σου ξυπνάω ακόμα τον έρωτα, αυτό που σε κάνει να τρέχεις μακριά μου. Βασάνιζα τον εαυτό μου γιατί συνέβησαν όλα αυτά και η ζωή μου εγκλωβίστηκε δίπλα στη Σουζάνα μα ακόμα και αν έφευγα, αν έφευγα τότε από εκείνη και ερχόμουν σε σένα, θα έκανες αυτό που έκανες και σήμερα: θα με έστελνες πίσω σε αυτήν. Θα προτιμούσες την ευτυχία της Σουζάνας από τη δική μας, θα προτιμούσες τη μοναξιά από εμάς.»
«Είναι τόσο κακό αυτό Κάντυ, που δεν είμαι ο κύριος τέλειος; Ότι για μία στιγμή έσπασα και φάνηκα αδύναμος, οτι για μία στιγμή σκέφτηκα ότι δεν θέλω να περάσω την υπόλοιπη ζωή μου δίπλα σε μία γυναίκα που δεν αγαπώ; Είναι αλήθεια τόσο ασυγχώρητο;»
«Ότι και αν γίνει δεν θέλω να νοιώθεις τύψεις γιατί με είδες να λυγίζω στην παρουσία σου. Υπόσχομαι να μην το ξανακάνω». Ξαφνικά άκουσε φωνές πίσω από την πόρτα, ήταν η Σουζάνα και η μητέρα της. Η Σουζάνα άρχισε να κτυπάει επίμονα την πόρτα φωνάζοντας το όνομα του.

Αντοχή μηδέν

-Ώστε δεν κοιμάσαι; Ρώτησε η Σουζάνα καθώς τον έβλεπε ντυμμένο.
-Καλημέρα Τέρυ, είπε η κυρία Μάρλλου που πέρασε σαν σίφουνας από μπροστά του.
Άνοιξε τα παντζούρια και ο ήλιος πλυμμήρισε το δωμάτιο.
-Ω θεε μου, τι κρύο είναι αυτό; Το παράθυρο σου είναι σπασμένο, δεν μπορούσες να το φτιάξεις; Του είπε η κυρία Μάρλοου.
-Δεν πρόλαβα.
-Ναι αλλά δεν μπορώ να αφήσω την Σουζάνα εδώ, θα ξεπαγιάσει, είναι ευαίσθητη η υγεία της.
-Μαμά, θα είμαι μία χαρά, είπε η Σουζάνα και δεν άφησε άλλη επιλογή στη μητέρα της από το να πάει να βρει κάποιον τεχνίτη για να επιδιορθώσει το παράθυρο. Μόλις η μητέρα της απομακρύνθηκε από το σκηνικό, η Σουζάνα ξεκίνησε την κουβέντα.
-Τέρυ, νομίζω ότι είναι η ώρα να με παντρευτείς.
-Ωρίστε; Ο Τέρυ στην αρχή νόμιζε ότι η Σουζάνα του έκανε πλάκα ή τουλάχιστον ήλπιζε γιατί πραγματικά δεν ήξερε αν και πώς και για πόσο θα κατάφερνε να παραμείνει ήρεμος με αυτό το θέμα, ειδικά σήμερα.
- Τέρυ αν πραγματικά σκοπεύεις να κάνεις κάτι μαζί μου, τότε παντρέψου με. Είναι η ώρα, οι άνθρωποι μιλάνε.
-Σουζάνα δεν έχω καμία πρόθεση να σε παντρευτώ, της είπε ψυχρά κοιτώντας τη στα μάτια. Η Σουζάνα ήταν τόσο προβληματισμένη με τις δικές της επιθυμίες και ανασφάλειες που δεν πρόσεξε καθόλου πόσο λυπημένος έδειχνε ο Τέρυ εκείνο το πρωί.
-Μα έχεις μία υποχρέωση, όχι, ψέμματα, δεν ήθελα να πω αυτό, εννοούσα…
Η Σουζάνα προσφανώς προσπαθούσε να απαλύνει ακουστικά τη συζήτηση μόνο που ο Τέρυ δεν ενδιαφερόταν καθόλου για το πώς ηχούσαν οι λέξεις αλλά μάλλον για να ξεκαθαρίσει το θέμα.
-Σουζάνα είμαι εδώ όταν με χρειάζεσαι αλλά δεν μπορώ παραπάνω.
-Τέρυ; Γιατί;
-Γιατί; Επειδή δεν είμαι ο κατάλληλος άντρας για σένα, μάλλον και για καμία γυναίκα, απάντησε με ένα μελαγχολικό ύφος.
Είχε την έκφραση της νοσταλγίας στο πρόσωπο και ένα ερωτικό βλέμμα στα μάτια του που έκαναν τη Σουζάνα να ζηλέψει, αναγνωρίζοντας την ανάμνηση της Κάντυ πίσω από τις σκέψεις του. Για άλλη μία φορά έπρεπε να αντιμετωπίσει και να καταπιεί το γεγονός ότι η καρδιά του παρέμεινε πιστή σε αυτήν. Ήταν κάτι που ήξερε πολύ καλά και το αντιμετώπιζε με ψυχραιμία. Όμως η ιδέα και μόνο ότι θα την παρατούσε για πάντα και θα γύρναγε κοντά στη μία και αληθινή αγάπη του, την έκανε να πανικόβαλλεται.
-Ούτε για την Κάντυ;
-Ειδικά για την Κάντυ.
-Ψεύτη! Του φώναξε, έτοιμη να κλάψει.
-Σουζάνα τι σε έπιασε;
-Έχετε αλληλογραφία έτσι δεν είναι; Ίσως και να βλεπόσαστε. Με κοροιδεύεις Τέρυ, πες μου την αλήθεια, πες μου ότι αυτή είναι ο λόγος που δεν θες να με παντρευτείς. Ναι αυτή, αυτή είναι!
Ο Τέρυ αισθάνθηκε μπερδεμένος. Η Σουζάνα του έκανε μία σκηνή από το πουθενά και οι κατηγορίες της δεν ήταν και τόσο μακριά από την αλήθεια.
-Εσύ και αυτή ανταλλάσεται ερωτικά γράμματα πίσω την πλάτη μου. Μη μου το αρνείσαι.
Ο Τέρενς την κοίταζε με οίκτο, συμπόνια και ενοχή για την κακοτυχία της. Δεν μπορούσε να νιώσει αληθινό θυμό για τη γυναίκα που θυσίασε το πόδι της για να του σώσει τη ζωή.
-Ναι το αρνούμαι. Πως σου μπαίνουν τέτοιες ιδέες; Της απάντησε ψύχραιμα.
-Ωραία τότε τι είναι αυτό; Η Σουζάνα τράβηξε μία σακουλίτσα κάτω από την κουβέρτα της και με ένα ξαφνικό τίναγμα του χεριού της απελευθέρωσε στον αέρα μικρά κομμάτια από χαρτί που θύμιζαν χαρτοπόλεμο. Ο Τέρενς για ένα λεπτό πάγωσε σαν άγαλμα, όταν συνηδητοποίησε τι πραγματικά ήταν αυτός ο χαρτοπόλεμος ξεκίνησε να μαζεύει τα κομματάκια από το έδαφος…Ήταν αδύνατο…Τα γράμματα και τα λόγια της Κάντυ ήταν σκορπισμένα παντού γύρω του. Η φωνή της Σουζάνας ακούστηκε ξανά.
-Σωστά, μάζεψε τα όλα.
Ο Τέρυ σηκώθηκε όρθιος σε κατάσταση οργής. Όλα του τα χαρακτηριστικά του προσώπου του ήταν αλλιωμένα από το θυμό του. Η Σουζάνα ξαφνικά τραβήχτηκε. Νόμιζε πως θα την κτυπούσε, ποτέ πριν δεν τον είχε έτσι…
-Συγγνώμη, συγγνώμη, Τέρυ, του είπε, δεν ξέρω τι με έπιασε…
-Τι ακριβώς σκεφτόσουν; Της φώναξε.
-Μα….
-Μου πήρες το γράμμα; Πως; Πως μπορείς να μου ζητάς να σε παντρευτώ; Έχεις δει τι κάνεις;
-Συγγνώμη, εγώ…έλεγε και ξανάλεγε η Σουζάνα, βάζοντας τα χέρια στο πρόσωπο της. Τι είχε κάνει; Η απελπισία και η ζήλεια την είχαν οδηγήσει εδώ, φοβόταν τόσο να μην τον χάσει που ήθελε να τον πιέσει να την παντρευτεί για να τον κρατήσει για πάντα κοντά της, να μη μπορεί να της τον πάρει καμία. Δεν ήξερε ούτε η ίδια τι έκανε,είχε χάσει τον έλεγχο. Μα δεν ήταν η μόνη.
Ο Τέρενς δεν είχε άλλες αντοχές..Άρπαξε την κάπα του και άφησε το διαμέρισμα, δεν ήταν καν σίγουρος αν ήθελε ή άξιζε να γυρίσει ποτέ πια πίσω.

Η ευθύνη

Ήταν ακόμα πρωί και δεν είχε πουθενά να πάει. «Τι μπορώ να κάνω; Τι» σκεφτόταν παίρνοντας το δρόμο προς το κέντρο της πόλης. Είχε τα χέρια στις τσέπες και κοιτούσε στο δρόμο, αποφεύγοντας τις γρήγορες ματιές που του έριχναν οι περαστικοί.
Ήξερε ότι είχε αποτύχει το σκοπό, το χρέον του, το καθήκον του.
«Δεν μπορώ να προσποιούμαι πια ότι όλα είναι εντάξει, όλα, όλα είναι λάθος. Είμαι μία απογοήτευση για σένα αλλά δεν μπορώ άλλο Κάντυ, δεν μπορώ να σε ακούω να κλαίς μες την αγκαλιά μου, να σε νιώθω να τραντάζεσαι από τους σπασμούς και να προσποιούμαι ότι όλα είναι καλά. Δεν είμαι τόσο δυνατός σαν και εσένα. Αυτός είναι ένας ρόλος που αρνούμαι να παίξω. Αυτή η παράσταση, αυτή η κωμωδία θα λάβει τέλος σήμερα. Όχι, εξαιτίας σου αλλά εξαιτίας μου. Εγώ φταίω για όλα. Εγώ. Ούτε η Σουζάνα ούτε η Κάντυ. Δική μου είναι αυτή η ευθύνη. Εσύ δεν χρειάζεται να ανησυχήσεις για τίποτα. Το ξέρω τώρα ότι ίσως δεν με συγχωρέσεις ποτέ, αλλά δεν μπορώ να περάσω την υπόλοιπη ζωή μου έτσι».
Ήταν εκεί στη μέση του δρόμου που ο Τέρενς Γκράντσεστερ αποφάσισε να αφήσει τη Σουζάνα Μάρλοου για πάντα, αναλαμβάνοντας τις απώλειες και το κόστος και για τις δύο πλευρές. Ένιωσε να βγαινει από μία μεγάλη νάρκη. Θυμήθηκε τα υγρά φιλιά της στο λαιμό του, τον τρόπο που τον κρατούσε, το στήθος της που πίεζε το δικό του. Την ήθελε τόσο πολύ, την χρειαζόταν, το σώμα του κρύωνε τώρα που στεκόταν μόνο του. «Μακάρι να μπορούσα να συνεχίσω τη ζωή μου και να σε ξεπεράσω, να σε αφήσω πίσω μου, αλλά δεν μπορώ, είσαι μέσα μου και είναι τόσο σκληρό αυτό, αν συνεχίσω με τη Σουζάνα δεν θα καταφέρω ποτέ να συνέλθω. Ελπίζω μία μέρα να καταλάβεις και να με συγχωρέσεις που στάθηκα τόσο μικρός στις προσδοκίες σου».
Τα βήματα του τον είχαν πάει ήδη στο κέντρο της πόλης. Ο κρύος αέρας φυσούσε το πρόσωπο και τα μαλλιά του, έπαιρνε τις σκέψεις του μακριά. Τότε αποφάσισε να γυρίσει πίσω.

Η έξαλλη κυρία Μάρλοου

Η Σουζάνα ήταν ακόμα μες το διαμέρισμα και για καλή του τύχη η κυρία Μάρλοου δεν είχε γυρίσει ακόμα. Ο Τέρενς μπήκε μέσα στο διαμέρισμα και έκλεισε απαλά την πόρτα πίσω του. Η πρώτη σκέψη της Σουζάνας ήταν: «Γύρισε πίσω για μένα, λυπάται για όλα αυτά που έγιναν» αλλά υπήρχε κάτι διαφορετικό σήμερα στο βλέμμα του Τέρυ, κάτι τελείως διαφορετικό από το γνώριμο συμπονετικό του ύφος που η Σουζάνα γνώριζε. Υπήρχε μία αποφασιστικότητα που η Σουζάνα για πρώτη φορά έβλεπε. Ο Τέρενς κοίταζε το όμορφο πρόσωπο της που φωτίστηκε από την παρουσία του. Πήγε δίπλα της και λύγισε μπροστά της.
-Σου ζητάω συγγνώμη, της είπε, αλλά αυτό πρέπει να τελειώσει. Θα είμαι εκεί για ότι και αν χρειαστείς αλλά όχι με κάποιον άλλον τρόπο. Δεν μπορώ να το κάνω. Δεν θα είμαι «εγώ» αν το κάνω αυτό. Δεν μπορώ άλλο να προσποιούμαι κάποιος που δεν είμαι και δεν μπορώ να ζήσω αλλιώς.
Η Σουζάνα δεν μπορούσε να πιστέψει τα αυτιά της για μία στιγμή νόμιζε ότι η γη είχε σταματήσει να κινείται. Αυτό δεν μπορεί να ήταν αλήθεια. Ο Τέρυ ήταν για πάντα δικός της. Η Κάντυ της τον είχε αφήσει. Τα μπλε μάτια της Σουζάνας ήταν έτοιμα και πάλι να δακρύσουν. Ο Τέρυ ήξερε ότι η απόφαση του ήταν σκληρή. Την κοιτούσε με συμπόνοια και με καλοσύνη.
-Πως μπορείς να με αφήσεις; Πως μπορείς να με αφήσεις έτσι; Αυτή…η Κάντυ φταίει για όλα.
-Σουζάνα, η Κάντυ δεν έχει καμία σχέση με όλα αυτά. Και, για να σου πω την αλήθεια, νομίζω πως ποτέ πια δεν θα θέλει να με ξαναδεί μετά από αυτό. Είμαι πολύ μικρός για τα δικά της κριτήρια.
-Αλλά…τι θα κάνω τώρα Τέρυ; Πως θα καταφέρω να ζήσω; Δεν έχω ζωή, δεν το καταλαβαίνεις; Κανένας δεν θα με δεχτεί έτσι;.
-Σουζάνα είσαι ακόμα τόσο νέα…δεν μπορώ να σε αγαπήσω με ένα τρόπο που να σε κάνει ευτυχισμμένη. Μόνο με έναν τρόπο μπορώ. Με τον δικό μου. Αν θες τον κρατάς, αν δεν θες, δεν μπορώ να κάνω τίποτα άλλο.
«Είναι ακόμα τόσο νέος», την ίδια φράση είχε χρησιμοποιήσει και ο Δούκας Γκράντσεστερ όταν μιλούσε για το γιο του. Η γοητεία της Ελεάνορ και η ψυχρότητα του Ρίτσαρντ. Το πουλάκι ξεγλυστρούσε μέσα από τα χέρια της. Ζητούσε και πάλι να πετάξει ελεύθερο. Είχε σπάσει το κλουβί του.
Η ζωή της θα ήταν ένα τίποτα χωριίς τον Τέρυ, αυτός το γνώριζε μα είχε διαλέξει να φύγει, όποιο και αν ήταν το επερχόμενο κόστος. Και έτσι ξαφνικά και απρόσμενα, το παραμύθι τελείωσε.
Η κυρία Μάρλοου γύρισε πίσω με τον τεχνίτη για να αντικαταστήσει το σπασμένο παράθυρο.
-Α, εδώ είστε, δεν μπορώ να καταλάβω πως στέκεστε ακόμα εδώ μέσα, είμαι σίγουρη ότι θα αρχίσει να χιονίζει σε λίγο.
-Κυρία Μάρλοου, είπε ο Τέρενς, μην φτιάξετε αυτό το παράθυρο. Ο τεχνικός και η κυρία Μάρλοου γύρισαν και τον κοίταξαν έκπληκτοι. Τι έλεγε;
-Μα γιατί Τέρυ; Ρώτησε η μητέρα.
-Μ’αρέσει.
-Είναι μείον τρία, εκεί έξω, απάντησε η κυρία Μάρλοου.
-Φυσικά και είναι, απάντησε το Τέρενς. Η κυρία Μάρλοου κοίταξε την κόρη της, απόλυτη σιωπή.
-Μα…επέμενε η κυρία Μάρλοου.
-Είναι εντάξει, μητέρα, είπε η Σουζάνα, καλύτερα να φύγουμε από εδώ. Ο Τέρυ και εγώ…τελείώσαμε.
-Τι; ολυρλιαξε η κυρία Μάρλοου. Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό στην κόρη μου. Έχεις ένα καθήκον απέναντι της. Εσύ είσαι ο λόγος που η κόρη μου καθηλώθηκε σε αυτήν την καρέκλα, εσύ της το έκανες αυτό, αλήτη.
Οι φωνές της κυρία Μάρλοου είχαν φτάσει στο διάδρομο και διεισδούσαν στους τοίχους. Οι γείτονες ήταν όλο αυτιά. Τι γινόταν; Ο νεαρός ηθοποιός έμοιαζε να έχει μπελάδες σήμερα.
-Δεν έχεις τιμή πάνω σου, μ’ακούς; Θα τα πω όλα στον τύπο, δεν έχεις μέλλον…Οι απειλές και οι κατηγορίες της κυρία Μάρλοου δεν είχαν τέλος εκείνο το πρωί.
-Πείτε ότι θέλετε κυρία Μάρλοου, απάντησε ήρεμα ο Τέρυ. Απορροφούσε την οργή της κυρία Μάρλοου όπως ο σπόγγος το νερό. Η κυρία Μάρλοου ήταν έξαλλη με οργή, τα μάτια της είχαν πεταχτεί από τις κόγχες του σαν στιλέτα έτοιμα να χτυπήσουν τον Τέρενς. Ο ήρεμος παθητικός του τρόπος την εκνεύριζε ακόμα περισσότερο.
-Πως θα συνεχίσει η Σουζάνα τη ζωή της; Δεν έχεις κανένα συναίσθημα; Τι θα κάνει. ΕΣΥ ΤΗΣ ΤΟ ΕΚΑΝΕΣ ΑΥΤΟ. Πως θα παντρευτεί τώρα;
Ο τεχνικός ήξερε ότι ήταν η ώρα του να φύγει. «Καημένο αγόρι», σκέφτηκε. «Πως μπορεί να είναι τόσο ήρεμος;»
Η Σουζάνα είχε αρχίσει να κλαίει. Ο Τέρυ το πρόσεξε.
-Η Σουζάνα δεν είναι ανίκανη και άχρηστη κυρία Μάρλοου. Πως μιλάτε έτσι για την κόρη σας; Δεν νομίζω ότι την βοηθάτε, της είπε ο Τέρενς.
Η κυρία Μάρλοου σήκωσε το χέρι της και τον χαστούκισε με δύναμη στο δεξί μάγουλο. Ο Τέρενς δεν κουνήθηκε, ούτε έβγαλε άχνα. Δικαιολογούσε την επιθετικότητα της κυρία Μάρλοου.
-Μην τολμήσεις ποτέ να της ξαναμιλήσεις. Τελειώσαμε για την ώρα αλλά είναι μόνο για χάρη της Σουζάνας, η κυρία Μάρλοου εξληγησε.
Η Σουζάνα δεν ήθελε να μιλήσει. Καθώς η κυρία Μάρλοου έσπρωχνε το καροτσάκι της κόρης έξω από τα διαμέρισμα ο Τέρυ στάθηκε μπροστά τους.
-Σου ζητώ και πάλι συγγνώμη, θα είμαι εδώ να σε υποστηρίξω ψυχολογικά και οικονομικά, της είπε.
-Εσύ; Θα μας υποστηρίξεις; Δεν χρειαζόμαστε τη βοήθεια σου, είπε κατηγορηματικά η κυρία Μάρλοου και έφυγε μαζί με την κόρη της.


Το ραντεβού

Η Κάντυ μπήκε μέσα στο New York Plaza Ηotel.Η Νέα Υόρκη της έκανε τη ζωή δύσκολη, ήθελε να γυρίσει στη σίγουρη και απλή ζωή της στο λόφο της Πόνυ. Μα υπήρχε κάτι στον αέρα αυτής την κοσμοπολίτικης πόλη που της έλεγε να μην φύγει ακόμα. Μπορεί να ήταν οι αποκαλύψεις για τη μυστική ζωή του Τέρυ, μία πλευρά του που η Κάντυ ήξερε καλά μα πίστευε ότι είχε εξαφανιστεί υπό το βάρος της διασημότητας και του συμβιβασμού.
Ίσως κάποιο άλλο κομμάτι της να μην μπορούσε ακόμα να μείνει ήρεμο ότι όλα αυτά που είχαν συμβεί μέσα στις τελευταίες 12 ώρες δεν θα τον επηρέαζαν ακόμα χειρότερο. Και ίσως να μην μπορούσε να δεχτεί οτι οι δυο τους θα μπορούσαν να χωρίσουν έτσι, οριστικά. Αν και ναι, έτσι θα έπρεπε. Αποφάσισε να αναβάλλει όλες αυτές τις σκέψεις για αργότερα γιατί αυτή την ώρα χρειαζόταν ένα ζεστό μπάνιο και ίσως και έναν καλό ύπνο.
Πέρασε μέσα από το λόμπι και ακολούθησε τις σκάλες για τον πρώτο όροφο. Αλλά η παρουσία της δεν πέρασε απαρατήρητη. Ο Άρτσι, ο Νηλ και ο Τζώρτζ καθόντουσαν στα στρογγυλά τραπεζάκια του μπαρ και είχαν μία συζήτηση για την προκείμενη συνάντηση τους με τον Έρικ. Ο Νηλ γύρισε το κεφάλι του και είδε μία νεαρή ξανθιά γυναίκα να ανεβαίνει τις σκάλες, με έκπληξη αναγνώρισε ότι ήταν η Κάντυ. Δεν περίμενε να τη συναντήσει μετά το φιάσκο των αραβώνων τους καθώς διατηρούσε σκόπιμα αποστάσεις από την κοινωνία του Σικάγου, για πολλούς και γνωστούς λόγους.
-Τι κάνει η Κάντυ εδώ; Ρώτησε Νηλ αν και το πονηρό μυαλό του μπορούσε άνετα να σκεφτεί την αιτία.
-Αυτό δεν είναι δική σου δουλειά, του απάντησε ο Άρτσι.
Ο Νηλ κοίταξε τον Άρτσι με ανικανοποίητο ύφος. Γιατί είχε έρθει; Για αυτόν ή για τον Τέρυ; Έπρεπε να μάθει. Ήταν η φωνή του Άρτσι που επέστρεψε τον Νηλ στην πραγματικότητα.
-Nηλ, πότε θα συναντήσουμε την συμμορία;
-Ε; ο Νηλ φαινόταν ανήσυχος. Δεν θα τους συναντήσετε εσείς αλλά εγώ…
-Δεν υπάρχει περίπτωση να σου εμπιστευτούμε τόσα λέφτα, του ανταπάντησε ο Άρτσι.
-Ήταν η επιθυμία του θείου σας να παραδώσουμε εμείς τα χρήματα στα σωστά χέρια, είπε ο Τζωρτζ.
-Ώστε έτσι;, διαμαρτυρήθηκε ο Νηλ. Δεν είχε απολύτως καμία όρεξη να αποκαλυφτούν όλες οι βρώμικες δουλίτσες του, αυτό θα ήταν καταστροφικό για την κινητή του επιχείρηση.
-Δεν μπορείτε να πάτε εκεί κάτω, δεν σας ξέρουν, τους είπε με μία ψεύτικη έκφραση ανησυχίας στο πρόσωπο του.
-ΕΣΥ θα τους πεις για εμάς. Γιατί το κάνεις τόσο δύσκολο; Πήγαινε και πες τους να μας περιμένουν, αυτό είναι όλο, είπε με έντονη φωνή ο Άρτσι. Συμφωνήσαμε να σε βοηθήσουμε μόνο αν γυρισεις μαζί μας στο Σικάγο. Το θυμάσαι αυτό;
-Ναι.
-Ωραία, τότε μη με κάνεις να τα ξαναπώ. Πήγαινε να τους βρεις και κανόνισε ένα ραντεβού.
Ο Νηλ ήταν καταβάθος εξαγριωμένος με αυτήν την εξέλιξη αλλά η συζήτηση με τον Άρτσι δεν οδηγούσε πουθενά. Τουλάχιστον μπορούσε να εκμεταλευτεί την εξέλιξη προς όφελος του.
-Σήμερα είπε, στις 7.30 έξω από το σπίτι των ζητιάνων, στις αποβάθρες. Θα σας φτιάξω ένα σκίτσο της περιοχής και θα ενημερώσω για την άφιξη σας.
Ο Άρτσι και ο Τζωρτζ κοιτάχτηκαν με απορία. Αφού ήταν τόσο εύκολο, γιατί τους το έκανε τόσο δύσκολο στην αρχή;

Ειλικρίνεια

Η Κάντυ πήγαινε στο δωμάτιο της, όταν είδε την πόρτα της Άννυ αφημένη μισάνοιχτη. Από μέσα μπορούσε να δει την Άννυ να φτιάχνει τις βαλίτσες της. Η Κάντυ ανησύχησε, τι συνέβαινε εδώ; Έπρεπε να μάθει.
-Άννυ; Ρώτησε καθώς έσπρωχνε την πόρτα.
Η φίλη της έμοιαζε νευρική και βιαστική, ρίχνοντας μέσα στην βαλίτσα τα ρούχα της και τα προσωπικά της αντικείμενα. Η Άννυ γύρισε, η Κάντυ την κοιτούσε με απορία.
-Κάντυ, συγγνώμη αλλά χρειάζεται να φύγω.
-Γιατί; Έπαθε κάτι ο Άλμπερτ;
-Όχι, δεν έχει καμία σχέση με τον Άλμπερτ.
-Που πας τότε;
Η Άννυ έκλεισε την βαλίτσα της και κάθισε πάνω στο κρεββάτι.
-Πάω σπίτι, Κάντυ.
-Στο Σικάγο; Στην έπαυλη;
-Όχι, εννοώ, σπίτι, σπίτι μου.
-Μα γιατί; Το μυαλό της Κάντυ γύρισε πίσω στον χρόνο. Η πρωινή αγκαλιά του Άρτσι.
-Όχι, Άννυ, φώναξε, αν αυτό έχει να κάνει με τον Άρτσι, δεν ήξερα ότι…..
-Ο Άρτσι σε ακολούθησε χτες το βράδυ όταν σε είδε να φεύγεις, σε περίμενε μέχρι το πρωί. Δεν είναι προφανές; Είναι ακόμα ερωτευμένος μαζί σου.
-Όχι, όχι, κάνεις λάθος, ένα τρομερό λάθος.
-Εσύ κάνεις λάθος, Κάντυ. Όχι εγώ, εσύ.
Η Κάντυ ένιωσε πολύ άσχημα. Θυμήθηκε τον Τέρυ και τη Σουζάνα. Παραλίγο να τους χωρίσει με τα λάθη της και τα «ατυχήματα» της. Τώρα αυτό συνέβαινε και με τον Άρτσι και την Άννυ.‘Ηταν δικός της το λάθος και έπρεπε να κάνει κάτι για αυτό. Έκλεισε την πόρτα πίσω της.
-Που είναι ο Άρτσι; Ξέρει πως τον αφήνεις;
-Είναι κάτω με τον Νηλ και τον Τζωρτζ.
-Ναι αλλά ξέρει;
-Τι σημασία έχει; Δεν θα αλλάξουν τα συναισθήματα του.
-Άννυ, σε παρακαλώ, μην καταστρέψεις το γάμο σου, ακόμα τον αγαπάς, έτσι δεν είναι;
-Τον αγαπάω αλλά ας το αντιμετωπίσουμε, αυτός όχι, δεν με αγαπάει Κάντυ.
-Μα σε αγαπάει, σε φροντίζει. Δως του μία ακόμα ευκαιρία. Θα βρείτε μία λύση.
-Να βρούμε μία λύση; Μπορώ να τον πείσω νομίζεις να σταματήσει να είναι ερωτευμένος μαζί σου;
-Να τον πείσεις; Να σταματήσει; Άννυ, δεν ξέρω τι να πω.
-Θα γυρίσω πίσω στους γονείς μου, μετά θα βρω έναν δικηγόρο, θα πάρω διαζύγιο και θα συνεχίσω να τον αγαπώ..μέχρι που θα τον ξεχάσω. Σωστά;
-Σωστά, είπε ξεψυχισμένα η Κάντυ, αλλά δεν το πίστευε ολόψυχα. Μπορείτε ακόμα να τα βρείτε.
-Ήθελα να σε ρωτήσω για τον Τέρυ, πως πήγε;
-Απαίσια, Άννυ, του προκάλεσα ακόμα περισσότερη λύπη και δυστυχία. Αλλά έπρεπε…Δεν επιθυμώ να γίνω η αιτία να αφήσει τη Σουζάνα. Εύχομαι να το καταλαβαίνει…
Η Άννυ πήγε κοντά στην φίλη της και την αγκάλιασε. Είχαν μοιραστεί μία ζωή μαζί. Ναι, είχαν γίνει λάθη, αλλά αλήθεια αυτά δεν είναι που σε μαθαίνουν τις πραγματικές αξίες της ζωής;
Στα δύσκολα έπιανε πάντα η μία το χέρι της άλλης και αν και η Άννυ δεν είχε ποτέ της τη δυναμικότητα και το σπινθοροβόλο χαρακτήρα της Κάντυ, είχε το συναισθηματισμό να την πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα, ακόμα και αν αυτό δεν ήταν εμφανές. Σήμερα ήταν μία στενάχωρη μέρα και για τις δύο, ωστόσο ακόμα και μέσα από αυτό, υπήρχε η ωρίμανση. Όπως η Άννυ είχε καταλάβει πως δεν μπορούσε να βασίσει την ευτυχία της σε μία παραχώρηση, ήταν η σειρά της Κάντυ τώρα να το καταλάβει επίσης. Η Άννυ ήθελε να στηρίξει την Κάντυ και την αλτρουιστική της διάθεση αλλά το μυαλό της δεν της επέτρεπε να υποστηρίξει ένα ακόμα ψευδές επιχείρημα που η ίδια είχε καταρίψει, δευτερόλεπτα πριν. Απελεύθερωσε τη φίλη της από την αγκαλιά της και της είπε με τρυφερό ύφος.
-Κάντυ, για μία φορα στη ζωή σου, αντιμετώπισε την πραγματικότητα. Δεν μπορείς να προστατέψεις τη Σουζάνα από τα συναισθήματα του Τέρυ για εσένα, όπως δεν μπορείς να προστατέψεις και εμένα από τα αντίστοιχα συναισθήματα του Άρτσι για σένα. Ότι και αν κάνεις ότι και αν πεις..
-Άννυ, η Σουζάνα θυσίασε τον εαυτό της για τον Τέρυ.
-‘Ηταν δική της απόφαση αυτό, όπως ήταν και δική μου να αφιερώσω τον εαυτό μου στον Άρτσι. Τι θα πας να του πεις; Σε παρακαλώ, Άρτσι, μείνε δίπλα στην Άννυ γιατί έχω τύψεις και ενοχές; Μπορεί κάποτε να ήταν καλή αυτή η παραίσθηση και βολική για εμένα. Αλλά σήμερα είδα τον άντρα μου να μην έρχεται στο κρεββάτι μας. Και δεν θα έρθει ποτέ αληθινά με αυτόν τον τρόπο.
-Αυτή η παραίσθηση όμως εξυπηρετεί τη Σουζάνα, την κρατάει στη ζωή Άννυ, το ξέρω καλά αυτό.
-Της παραχώρησες την ευκαιρία και δεν δούλεψε, γιατί αυτό το πρόβλημα να είναι δικό σου εφ΄όρου ζωής; Αυτή απέτυχε να κάνει τον Τέρυ να την ερωτευτεί. Και εγώ απέτυχα, ξέρεις.
Η Κάντυ δεν ήξερε τι να πει. Η Άννυ είχε δίκιο κατά κάποιο αόριστο και γενικό τρόπο. Τους είχε δώσει την ευκαιρία να είναι μαζί αλλά τι μπορούσε να κάνει από εκεί πέρα; Δεν μπορούσε να καθορίσει τα συναισθήματα των άλλων. Το προηγούμενο βράδυ ήταν αυτή που είχε παίξει με τα συναισθήματα του Τέρυ για να προστατέψει τη Σουζάνα. Σε αυτό το παιχνίδι του παραλογισμού και τη συναισθηματικής ανισορροπίας, τις κλωστές δεν τις κινούσε η ίδια. Και ότι και αν έλεγε ή έκανε η αλήθεια σήμερα την προλάβαινε. Λες και οι μάσκες της προσποίησης έπεφταν γύρω της και ο κόσμος άλλαζε. Κοίταξε την Άννυ που μάζευε τα πράγματα της και ξαφνικά αναρωτήθηκε «Άραγε και ο Τέρυ»;
Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
juliet
Candy Star
Candy Star
juliet


Θηλυκό
Αριθμός μηνυμάτων : 1381
Ηλικία : 43
Registration date : 05/09/2009

Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς   Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς Icon_minitimeΤρι Φεβ 09, 2010 2:36 pm

Μόνη

Η Κάντυ έκλεισε την πόρτα του δωματίου της. Ήθελε να ξαναδεί τον Τέρυ. «Όχι, αρκετή ζημιά έκανες, μείνε μακριά», μία εσωτερική φωνή της έλεγε. «Μα είναι δυστυχισμένος και αντιμετωπίζει προβλήματα», απάντησε στον εαυτό της.
«Αντιμετώπισε πολύ χειρότερα προβλήματα στο παρελθόν και τον άφησες λέγοντας ότι είναι πολύ επώδυνο, τι άλλαξε τώρα;», η φωνή συνέχισε. «Ναι, το έκανα αλλά τώρα είναι δικό μου το λάθος, δεν επιθυμώ να αφήσω εκρεμμότητες, ίσως μπορούμε να είμαστε φίλοι». «Γιατί;» ρώτησε η φωνή που δεν έλεγε να σταματήσει. «Έχω αρχίσει και τρελαίνομαι, ακούω φωνές, χάνω το μυαλό μου». «ΓΙΑΤΙ;» απαίτησε η φωνή «Θέλεις να γυρίσεις κοντα του;.» «Όχι, όχι είναι πολύ αργά για μας έτσι;» «Έτσι» απάντησε η φωνή.

Ποτέ μη λες «Ποτέ»
Ο Τέρενς δεν περίμενε άλλε επισκέψεις. Ο Ρόμπερτ του είχε δώσει ένα ρεπό, «Άλλωστε χρειάζεται τεχνική συντήρηση η σκηνή», του είχε πει. Τον Τέρυ δεν τον πείραζε καθόλου. Ήταν η πρώτη μέρα μίας καινούριας ζωής. Αλλά πρώτα χρειαζόταν ξεκούραση. Έκανε ένα ντους αφήνοντας για πολύ ώρα το νερό να τρέξει πάνω του, κλείνοντας τα μάτια και αποζητώντας μία στιγμή ανάπαυσης και ξεκούρασης του μυαλού του από όλα και από τον εαυτό του ακόμα. Μετά έφτιαξε ένα ζεστό τσάι και κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας. Ήταν έτοιμος να δοκιμάσει το τσάι του όταν άκουσε και πάλι κτύπους στην πόρτα του. Η καρδιά του σκίρτησε. «Ψεύτη», σκέφτηκε «ποτέ δεν σταματάς να ελπίζεις». ‘Αφησε την κούπα του στο τραπέζι και άνοιξε την πόρτα.
Ξαφνιάστηκε και πάλι βλέποντας τον πατέρα του να στέκει, κομψός και αγέροχος όπως πάντα στην πόρτα.
-Τέρυ; Μπορούμε να μιλήσουμε;
Ο Τέρυ δίσταζε να αρχίσει μία συζήτηση με τον πατέρα του. Ήξερε ήδη τι θα του έλεγε.
-Για ποιο λόγο; Ρώτησε ο Τέρυ. Ξέρω ήδη τι θες και η απάντηση είναι όχι. Δεν γυρνάω στην Αγγλιά. Έχω μία καριέρα εδώ και δεν είμαι η μητέρα μου, αμά με αφήσεις πίσω σου δεν θα με νοιάξει.
-Τέρυ, έχεις ξεχάσει τους καλούς σου τρόπους, οι κύριοι δεν συζητούν στην εξώπορτα.
-Μμ, έκανε ο Τέρυ με ένα πονηρό χαμόγελο, δεν βλέπω κανέναν κύριο εδώ γύρω.
-Μάλλον βλέπουμε τα πράγματα διαφορετικά, είπε ο Ρίτσαρντ, χωρίς να χάσει την ηρεμία του.
Ο Τέρυ πήγε και πάλι στο τραπέζι της κουζίνας και επέτρεψε στον Ρίτσαρντ να μπει μέσα. Ο Δούκας κράταγε το καπέλο στο χέρι του και το βλέμμα του άρχισε να διευρενά τον περιβάλλοντα χώρο. «Αυτό το διαμέρισμα, αυτή η πόλη ακόμα και αυτή η χώρα είναι κατώτερα των Γκράντσεστερ», σκέφτηκε ο Ρίτσαρντ. Κάθησε στο τραπέζι, έχοντας τον Τέρυ απέναντι του. Η γνώμη του Τέρυ για τον πατέρα του ήταν ότι έδειχνε μεγαλύτερος από αυτό που θυμόταν και ίσως και πιο μαλακός απέναντι στο γιο του. Μία φυσιολογική συνέπεια μάλλον εφόσον τώρα πια δεν είχε τίποτα με το οποίο να κρατά τον Τέρυ.
-Είσαι επιτυχημένος σαν ηθοποιός, αυτό μαθαίνω, είπε ο Ρίτσαρντ για να σπάσει τον πάγο.
-Ναι..απάντησε λακωνικά ο Τέρυ.
-Επίσης δεν χρησιμοποιείς το όνομα μας στη σκηνή. Θέλω να ξέρεις ότι το εκτιμώ αυτό. Είπε ο Ρίτσαρντ με καλωσύνη. Ο Τέρενς δεν απάντησε.
-Να υποθέσω ότι συναντάς συχνά την Έλινορ;
-Αυτό δεν σε αφορά, έχει να κάνει με μένα και τη μητέρα μου.
Ο Ρίτσαρντ έγινε νευρικός, όπως γινόταν πάντα όταν ο γιος του αποκαλούσε την Ελεάνορ «μητέρα». Σαν έξυπνος και ώριμος άντρας που ήταν, ο Ρίτσαρντ αποφάσισε να αφήσει αυτό το κομμάτι της συζήτησης.
-Δεν ήθελα να σε ταράξω, Τέρυ, είπε ο Ρίτσαρντ.
-Μπορείς να μου πεις τι θέλεις και γιατί ήρθες;
-Είχες δίκιο πριν. Επιθυμώ να γυρίσεις στην Αγγλία, Τέρενς. Δεν θέλω να μείνεις εδώ και να πάρεις ένα μονοπάτι που δεν ταιριάζει σε έναν Γκράντσεστερ.
-Δεν είμαι ένας Γκράντσεστερ.
-Είσαι ο γιος μου και αυτό δεν αλλάζει. Νομίζεις ότι θα σε αφήσω να πετάξεις ένα λαμπρό μέλλον και να παντρευτείς μία γυναίκα κατώτερης κοινωνικής τάξης για την χάρη μίας καριέρας. Νόμιζα ότι ο γιος μου ήταν πιο έξυπνος από αυτό. Μπορείς να κάνεις καριέρα και στο Λονδίνο, Τέρυ. Να παίξεις στο Βασιλικό θέατρο.
-Ω, δεν σε νοιάζει να αναμειχθεί το όνομα των Γκράντσεστερ με την τέχνη;
-Η ζωή είναι γεμάτη από συμβιβασμούς, Τέρυ. Στη δική μου ηλικία, δεν έχω και πολλά περιθώρια. Το ξέρω! Ο Ρίτσαρντ σηκώθηκε από την καρέκλα του και πλησίασε το σπασμένο παράθυρο.
-Φεύγω αύριο, θα σου γράψω. Ελπίζω μία μέρα να βρεις το δρόμο για το σπίτι σου. Επίσης αποζημίωσα την κυρία Μάρλοου. Μην αναφέρεις κάτι, τους είπα ότι το θέμα θα μείνει μεταξύ μας, ήθελα να αποδεχτούν τα χρήματα.
-Τι; Ο Τέρυ σηκώθηκε από το τραπέζι με μία έκφραση έκπληξης αλλά και θυμού που ο πατέρας του ανακατευότανε στις δικές του υποθέσεις.
-Αποδέχτηκαν τα χρήματα και θα είναι μία χαρά. Τώρα είναι η ώρα μου να φύγω. Να φροντίζεις τον εαυτό σου, νεαρέ κύριε και να φροντίσεις να γυρίσεις σώος στην Αγγλιά. Ο Τέρυ ήταν πραγματικά ξαφνιασμένος με τον πατέρα του, έμοιαζε να γνωρίζει πολλά περισσότερα από όσα έλεγε.
-Δεν θα γυρίσω ποτέ στην Αγγλιά, είπε ο Τέρυ με θυμό.
-Ποτέ μη λες ποτέ, Τέρυ, είπε ο Ρίτσαρν και άφησε το απλό διαμέρισμα του Τέρυ για το πολυτελές ξενοδοχείο του.
Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
juliet
Candy Star
Candy Star
juliet


Θηλυκό
Αριθμός μηνυμάτων : 1381
Ηλικία : 43
Registration date : 05/09/2009

Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς   Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς Icon_minitimeΤρι Φεβ 09, 2010 7:15 pm

Γιατί;

Η Κάντυ είχε από πάντα μία ιδιόρρυθμη σχέση με το στομάχι της. Βασικά είχε σχέση αλλά όχι επικοινωνία γιατί το στομάχι της είχε τη δική του άποψη και έκανε ντροπιαστικούς θορύβους όταν η Κάντυ βρισκόταν στα πιo ακατάλληλα μέρη. Τώρα πάλι διαμαρτυρόραν και αν και η Κάντυ δεν είχε καμία πρόθεση να το ταίσει, αυτό επέμενε. Και για άλλη μια φορά έπρεπε να του βρει λύση. Κατέβηκε στο εστιατόριο για ένα γρήγορο γεύμα και κάθησε στο τραπέζι. Ο σερβιτορος ήρθε για να πάρει την παραγγελία της και μόνο όταν έφυγε από το οπτικό της πεδίο, παρατήρησε τον Άρτσι να κάθεται στην άλλη άκρη του δωματίου να τρώει καθισμένος απέναντι της.
-Κάντυ, μόλις σε είδα, μπορώ να…ρώτησε ευγενικά ο Άρτσι που στεκόταν ήδη μπροστά της με το πιάτο στα χέρια. Η Κάντυ κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. Μόλις ο Άρτσι βολεύτηκε στο τραπέζι του η Κάντυ άνοιξε τη συζήτηση.
-Η Άννυ έφυγε Άρτσι.
-Ναι το ξέρω, δεν μπόρεσα να την σταματήσω.
-Αρτσι δε σε νοιάζει;
-Φυσικά και με νοιάζει, μην ακούς τι λέει η Άννυ, ξέρει ότι την αγαπάω, απλώς ταράχτηκε αυτό είναι όλο.
-Αγαπάς την Άννυ αλλά τρέχεις πίσω μου στον δρόμο;
-Ε; Κάντυ, βγήκες στο δρόμο στη μέση της νύχτας σε μία άγνωστη πόλη. Τι έπρεπε να κάνω; Με ένοιαζε η ασφάλεια σου. Τι θα έλεγα στον Άλμπερτ αν κάτι σου συνέβαινε;
-Άρτσι, με είδες που πήγα στον Τέρυ. Γιατί έμεινες; Πως περίμενες να αντιδράσει η Άννυ ή η οποιαδήποτε γυναίκα; Γιατί έμεινε; Ρώτησες με χαμηλή πικραμένη φωνή. Καταλάβαινε πόσο άβολα έκαναν τον Άρτσι να αισθάνεται αλλά έπρεπε να καταλάβει το λάθος του και η ίδια δεν μπορούσε να κλείσει τα μάτια.
-Κάντυ εγώ…ξεκίνησε να λέει αλλά μετά σκέφτηκε την εύκολη διέξοδο. Ο Τέρυ δεν είναι και ο τέλειος χαρακτήρας, σκέφτηκα ότι μπορεί να μαλώσετε ή ότι μπορεί να τελειώσετε νωρίτερα τη συζήτηση σας και δεν ήθελα να σε αφήσω μόνη σου μες τους δρόμους.
-Μα έμεινες μέχρι το πρωί, Άρτσι.
-Ναι, κοιμήθηκα μες την άμαξα, είπε ο Άρτσι με λυπημένο ύφος.
-Τι σκεφτόσουν Άρτσι;
«Εσένα, σκεφτόμουν μόνο εσένα και το γεγονός ότι ο Τέρυ μπορεί να σε αγγίξει με έναν τρόπο που εγώ δεν θα μπορέσω ποτέ μου», απάντησε από μέσα του ο Άρτσι.
-Μην ανησυχείς για την Άννυ, θα επανορθώσω μόλις φτάσουμε στο Σικάγο. Αν όλα πάνε καλά, θα φύγουμε αύριο το απόγευμα, με τον Νηλ, της είπε.
-Άυριο…είναι τόσο σύντομα, είπε με σκεπτική φωνή.
-Θα ήθελες να μείνεις και άλλο; Ρώτησε ο Άρτσι με βραχνή φωνή.
-Ίσως, δεν ξέρω…
Ναι, βαθιά μέσα της ήθελε να τον ξαναδει. Δεν μπορούσαν να τελειώσουν έτσι, αυτή τη φορά ήθελε να τον ρωτήσει τόσο πράγματα για το παρελθόν, το παρόν «Το μέλλον;», ρώτησε η εσωτερική της φωνή με ειρωνεία, σχεδόν γελώντας.
-Ω ΠΑΨΕ! Φώναξε η Κάντυ. Ο Άρτσι την κοίταξε κατάπληκτος.
-Εγώ; Ρώτησε τρομαγμένος σχεδόν.
-Όχι, όχι, εσύ Άρτσι. Η Νέα Υόρκη έχει αρχίσει να με τρελαίνει. Ξαφνικά έχω αρχίσει και ακούω φωνές. Η Κάντυ αναστέναξε ελαφριά. Πραγματικά δεν ήξερε τι να κάνει παρακάτω. Βλέποντας το μπερδεμένο και θλιμμένο ύφος της ο Άρτσι της είπε:
-Δεν το αξίζει.
-Άρτσι, σε παρακαλώ, πέρασα μία δύσκολη νύχτα, του είπε με σβησμένη φωνή.
-Ναι το ξέρω, είπε ο Άρτσι και έβγαλε από τη τσέπη του σακακιού του τη φυσαρμόνικα. Την άφησε πάνω στο τραπέζι. Τα μάτια της Κάντυ έλαμψαν μόλις την είδε.
-Την βρήκες; Ήταν σχεδόν έτοιμη να πηδήξει στον αέρα από τη χαρά της. Φυσικά το γεγονός ότι η φυσαρμόνικα βρισκόταν στο τραπέζι της αντί στα χέρια του Τέρυ ήταν από μόνο του ένα δυσάρεστο γεγονός αλλά όσο αυτή η φυρσαμόνικα συμβόλιζε τη σχέση τους και κάποιο τρόπο είχε βρει το δρόμο πίσω σε εκείνη, ναι ήταν σίγουρα ένα καλό σημάδι. Η Κάντυ την σήκωσε από το τραπέζι, είχε φθαρεί με έντονα τα σημα΄δια του χρόνου στο μεταλλικό της φινίρισμα αλλά και πάλι την κράταγε.
-Δεν νοιάζεται για τα συναισθήματα σου, εάν αυτή η φυσαρμόνικα ήταν δική μου…, είπε ο Άρτσι ξαφνικά. Στη θέα της Κάντυ και της φυσαρμόνικας η καρδιά του γέμισε και πάλι από εκείνην την παράξενη ζήλεια.
-Σταμάτα Άρτσι, σε παρακαλώ, δεν το ακούω αυτό.., είπε βάζοντας τα χέρια της στα αυτιά της σαν τα μικρά παιδιά.
-Ω, ναι το ακούς. Κάντυ έχει περάσει πολύς καιρός και όλοι κάναμε τις επιλογές μας τότε…
-Είναι όλα στο παρελθόν, Άρτσι. Γιατί τα σκαλίζεις τώρα; Η Άννυ σε αγαπάει πολύ, εγώ δεν μπορώ να σε αγαπήσω όπως σε αγαπάει εκείνη.
-Το ξέρω και εγώ δεν μπορώ να την αγαπήσω
-Εάν αυτό δεν ήταν ότι ήθελες Άρτσι, τότε γιατί; Γιατί την παντρεύτηκες; Γιατί την άφησες να ζήσει ένα ψέμα; Γιατί;
-Γιατί…δεν ξέρω γιατί…γιατί η αγάπη είναι ένα παιχνίδι, μάλλον, γιατί νόμιζα ότι ήταν είμαστε αθώοι και νέοι και ότι ίσως δεν πειράζει, ειλικρινά δεν ξέρω γιατί;
-Η αγάπη ένα παιχνίδι; Η Κάντυ ποτέ δεν διανοήθηκε την αγάπη για παιχνίδι γιατί η αγάπη ηταν πάντα ιερή μέσα της. Αλλά όφειλε να αναγνωρίσει ότι οι υπόλοιποι δεν μοιράζονταν τις ίδιες σκέψεις με εκείνη. Το μυαλό της πήγε και πάλι τον Τέρυ. Και εκείνος έπαιζε ένα παιχνίδι με τη Σουζάνα. Ένα επικύνδινο παιχνίδι όμως. Ο Άρτσι δεν είχε κανένα λόγο να παίξει την αγάπη αλλά το έκανε όπως και να είχε.
-Δεν ήμουν ποτέ αρκετά φιλοσοφημένος σχετικά με αυτό, δεν ήμουν σαν τον Στίαρ, ο αδελφός μου σεβόταν περισσότερο, είπε ο Άρτσι.
Η Κάντυ κοίταξε τον Άρτσι με κατανόηση. Ο Στίαρ ήταν πάντα για τον Άρτσι μία πηγή ισορροπίας αλλά και διασκέδασης, με μία απλή λογική, έβαζε τα γεγονότα σε μία πιο ίσια, ρεαλιστική προοπτική. Και εκείνης της έλειπε. Σίγουρα αν ήταν εδώ θα γελούσε με τις φωνές στο κεφάλι της.
-Σε πειράζει να τελειώσω αυτό το γεύμα μόνη μου; Ρώτησε η Κάντυ με ευγένεια, σκεπτόμενη ότι δεν άντεχε άλλο αυτή τη συζήτηση.
-Όχι, όχι, καθόλου, είπε ο Άρτσι και σηκώθηκε. Α, θα συναντήσουμε αυτούς τους τύπους στις 7.30 το απόγευμα στις αποβάθρες, μείνε εδώ σε παρακαλώ και αν συμβεί κάτι, κάλεσε την αστυνομία.
-Εντάξει, είπε η Κάντυ, ήλπιζε όλα να πάνε ομαλά για τον Άρτσι αλλά και για τον Άλμπερτ. Ο Άρτσι ευχόταν το ίδιο αλλά για τους δικούς του λόγους: να φύγουν όσο πιο σύμτομα γινόταν από αυτήν την τρελή πόλη που τους έκανε να χάνουν όχι μόνο τα μυαλά αλλά και τις καρδιές του.

Τα συναισθήματα δεν έχουν επιλογές
Η Κάντυ γύρισε στο δωμάτιο της λίγο μετά το γεύμα της. Κράταγε ακόμα την φυσαρμόνικα στο χέρι της και αναρωτιόταν που να την αφήσει. Αποφάσισε ότι η τα΄σεπτ του παλτού της ήταν το κατάλληλο σημείο: Ήθελε να την δώσει πίσω στον Τέρυ όταν θα ερχόταν η ώρα για μία πιο ειλικρινή συζήτηση.
Τώρα το αρχικό της άγχος είχε φύγει και η συζήτηση με την Κάρεν την είχε κάνει να καταλάβει ότι μόνο παραμυθένια δεν ήταν η ζωή του Τέρυ. Αλλά είχε προτιμήσει να μη της πει τίποτα καθώς δεν ήθελε να διαταράξει την ησυχία της και να την ανησυχήσει, όπως και εκείνη…Ήταν μόνο αυτές οι αδύναμες στιγμές που έσπασε στα χέρια του και τα αμοιβαία φιλιά τους, τα τρυφερά αγγίγματα, η έκφραση του πόθου τους, μία προέκταση του ονείρου της, μία αποκάλυψη των πραγματικών της επιθυμιών που η φυσική του παρουσία τόσο εύκολα διέγειρε, ναι αυτές οι πιο αυθόρμητες σκηνές τους ήταν το τραγικό λάθος.
Δεν μπορούσε παρά να κατηγορεί τον εαυτό της για όλα αυτά που είχαν συμβεί ακόμα για το θυμό και για την απογοήτευση του. «Αντέδρασε τόσο άσχημα και απελπισμένα, πίστεψε ότι εγώ θα….Δεν μπορώ να αλλάξω το παρελθόν. Δεν είχαμε καμία επιλογή εκεί πίσω. Κάναμε ότι έπρεπε να κάνουμε, να τιμήσουμε τη θυσία της Σουζάνας, με όλο το κόστος, αυτό που ακόμα πληρώνουμε. Το ξέραμε και οι δύο. Το ατύχημα πήρε τα φτερά μας. Πέταγες…ναι πέταγες. Και μετά μία προσγείωση τόσο απότομη, τόσο επώδυνη, τόσο βίαιη. Θα έπρεπε να προσποιηθώ ότι δεν με νοιάζει για σένα. Δεν κάνω τίποτα άλλο αυτά τα δυο χρόνια από το να προσποιούμαι…ξέχασε, μη θυμάσαι…γέλα, μην κλαις…μείνε μακριά, μην πλησιάζεις τόσο…Ω θεε μου, μου λείπει τόσο πολύ που το σώμα μου πονάει. Γιατί; Γιατί έπρεπε να τελειώσει έτσι;
Μη σκέφτεσαι άλλο, μη. Φτάσαμε στην κορυφή μόνο και μόνο για να πέσουμε από εκεί. Η προσποίηση με έχει εξαντλήσει ».
Έπεσε μπρούμυτα στο κρεβάτι εξαντλημένη από την εσωτερική της μάχη. Όσο περισσότερο έμενε σε αυτήν την πόλη, τόσο περισσότερη η λογική της υποχωρούσε και τα συναισθήματα της έβγαιναν στην επιφάνεια, την σφυροκοπούσαν δίχως έλεος. Αυτό που την πονούσε, που την έκανε ξαφνικά να διπλώνεται στα δύο, να αγκαλιάζει το μαξιλάρι της και να κλείνει τα μάτια ήταν η καρδιά της. «Η καρδιά μου με σκοτώνει, με σκοτώνει όπως την σκότωσα και εγώ κάποτε». «Δεν είχα επιλογή», ψιθύρισε η Κάντυ. «Ούτε και εγώ έχω» η εσωτερική φωνή απάντησε.
Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
juliet
Candy Star
Candy Star
juliet


Θηλυκό
Αριθμός μηνυμάτων : 1381
Ηλικία : 43
Registration date : 05/09/2009

Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς   Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς Icon_minitimeΤετ Φεβ 10, 2010 1:23 pm

Ο Άρτσι και τα μαθηματικά

Ο Άρτσι ήταν στο δωμάτιο του και γέμιζε τον χαρτοφύλακα με τα χρήματα που ο Τζώρτ είχε αποσύρει από την τράπεζα εκείνο το πρωινό. Ήταν όλα τους άσπρα-πράσινα χαρτιά με περισσότερη αξία και από την ανθρώπινη ζωή. «Αυτό είναι τελείως παράλογο», σκέφτηκε ο Άρτσι. «Αφήνουμε αυτά τα χαρτιά να καθορίζουν τη ζωή μας». Δεν ήταν δική του επιλογή να ανταλλάξει αυτά τα χρήματα με την σωματική ακεραιότητα του Νηλ. «Εάν αυτή η απόφαση ήταν δική μου ούτε ένα δολλάριο δεν θα σπαταλούσα για τον Νηλ». Τόσο χαμηλή ήταν η εκτίμηση του Άρτσι για τον ξαδελφό του, αλλά ο Αλμπερτ, που ήταν η κεφαλή της οικογένειας είχε άλλη άποψη. Η βαθύτερη ευχή του Άρτσι ήταν να τελείωσουν με αυτή τη συναλλαγή όσο το δυνατόν συντομότερο. Ήθελε να αφήσει πίσω του την τρέλα της Νέας Υόρκης για την εύκολη και σταθερή ζωή του Σικάγο.
«Η Νέα Υόρκη μας έχει βγάλει τον χειρότερο χαρακτήρα μας», είπε φωναχτά ασφαλίζοντας τον χαρτοφύλακα. Σύμφωνα με τη δική του άποψη, η Νέα Υόρκη δεν είχε μόνο φέρει στο προσκήνιο παλιές επιθυμίες αλλά ακόμα χειρότερα τις είχε αποκαλύψει, αναποδογυρίζοντας τις ζωές του πάνω-κάτω. Στο μυαλό του αυτή η πόλη ήταν τόσο συνδεδεμένη με τον Τέρυ, που αν κάποιος ψυχολόγος του σήμερα έδειχνε στον Άρτσι του τότε, μία πανοραμική φωτογραφία της Νέας Υόρκης και τον ρωτούσε ποια είναι η πρώτη λέξη που σου έρχεται στο νου η απάντηση θα ήταν «Τέρυ». Και αυτό το όνομα τα είχε κάνει όλα, καθώς η ζήλεια του Άρτσι για τον πρώην συμμαθητή του αυξανόταν καθώς τα χιλιόμετρα που χώριζαν τη Νέα Υόρκη από το Σικάγο λιγόστευαν. Όπως ακριβώς είχε συμβεί με την αντοχή της Κάντυ και την ανοχή της Άννυ. Ναι, ο Τέρυ ήταν αυτός που ευθυνόταν τόσο για τις αλλαγές που συνέβαιναν έξω του τόσο και για αυτές που συνέβαιναν μέσα του.
Γιατί ο Άρτσι μπορούσε να ζει δίπλα στην Κάντυ ή και μακριά της, λατρεύοντας την από απόσταση όπως τόσο συνετά του είχε προτείνει ο Στήαρ πίσω στο κολλέγιο. Αλλά από τότε που έφτασαν εδώ, το σενάριο άλλαξε καθώς ένας άγνωστος Χ έκανε όλο πιο αισθητή την παρουσία του στην εξίσωση ανησυχώντας τον Άρτσι για το τελικό αποτέλεσμα. Το να την ακολουθήσει μέσα στην νύχτα, το να την περιμένει μέχρι την αυγή ήταν ο δικός του τρόπος για να ελέγξει αυτή την εξίσωση που δεν είχε βρει ακόμα απάντηση. Ναι, έπρεπε οπωσδήποτε να αφήσουν αυτή την πόλη, πριν αυτός ο άγνωστος Χ άλλαζε για πάντα ότι είχε διδαχτεί για τα μαθηματικά στη ζωή του ο Άρτσι Κόργουελ. Έβαλε το σφραγισμένο χαρτοφύλακα κάτω από το κρεβάτι του, ήταν σίγουρος ότι το Σικάγο θα έλυνε τα προβληματα του τόσο με την Άννυ όσο και με την Κάντυ. Το μόνο πρόβλημα ήταν οτι ήταν ακόμα εδώ σε μία πόλη που είχε περισσότερους αγνώστους Χ από ότι ο Άρτσι Κόρνγουελ μπορούσε ποτέ να φανταστεί.

Φυγή

«Τι θέλετε από εμένα; Είμαι αυτος που είμαι. Η Σουζάνα, ο πατέρας μου ακόμα και η Κάντυ, περιμένουν να ανταποκριθώ σε έναν σκοπό ζωής που εγώ ποτέ δεν διάλεξα, να μηδενίσω το εγώ μου, να συνεχίσω δίχως καρδιά και ψυχή για όλη την υπόλοιπη ζωή μου, σαν να είμαι κάποιος άλλος, αρκετά, αρκετά με αυτές τις ανοησίες». Οι σκέψεις του τον τρέλαιναν, ναι είχε κάνει κάτι ασυγχώρητο.
Μα τη στιγμή που την κράταγε, που τη φίλαγε, που την ένιωθε, εκείνη τη στιγμή θυμήθηκε, πως είναι να τρέχει η ζωή μέσα στις φλέβες σου, να χτυπάει τόσο δυνατά η καρδιά σου, να κάνεις και πάλι όνειρα, να αγαπάς και να αγαπιέσαι, να κρατάς την ευτυχία σου μέσα στα χέρια σου και να μπορείς να σταθείς όρθιος ξανά, χωρίς δεκανίκια και υποκατάστατα. Ναι είχε αποτύχει το χρέος του την ίδια ώρα και στιγμή που τα χείλη τους ενώθηκαν. Είχε προδώσει τη Σουζάνα, λύγισε και δεν άντεξε. Την παρακάλεσε για μία ακόμα ευκαιρία, μία ζωή μαζί, ένα ακόμα όνειρο. Μα δεν ήθελε την ευθύνη, το κρίμα πάνω της. Το καταλάβαινε μα και το απεχθανόταν. Καμία λογική δεν μπορούσε πια να μιλήσει στην καρδιά του και να τον οδηγήσει πίσω.
Και η Σουζάνα. Η πάντα γλυκειά, υπομονετική Σουζάνα που τον λάτρευε. Μα ούτε τη δική της αγάπη άξιζε γιατί την είχε προδώσει, γιατί δεν μπορούσε άλλο να την κοροιδεύει. Ίσως μπορούσε να σταθεί πλαι της, υπομονετικά αγαπώντας την όπως από την αρχή αυτός σκόπευε, με έναν δικό του τρυφερό τρόπο. Αλλά δεν μπορούσε να την παντρευτεί, δεν ήταν τόσο υποκριτής. Αν το έκανε ίσως ήταν καλύτερα να βάλει ένα πιστόλι στον κρόταφο και να αυτοκτονήσει γιατί μία τέτοια κίνηση μόνο την απελπισία θα έφερνε και όχι μόνο σε αυτόν, το ήξερε πια αυτό.
Για μία στιγμή το μυαλό του πήγε στον Ρίτσαρντ, ίσως ήταν καλύτερα να φύγει, για πάντα. Να χαθεί από όλους και από όλα, να ξεχάσει. Να ξεφύγει από την κατηφόρα της ζωής του. Κάθε φορά ακόμα πιο ακραίος, πιο μόνος, πιο αδύναμος.
Το μυαλό του έδιωξε μακριά την εικόνα του πατέρα του, πήρε την κάπα του και βγήκε έξω, παιδί συνήθιζε να τρέχει στον Τσάρλι και ο Τέρενς έκανε ακριβώς αυτό.
Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
juliet
Candy Star
Candy Star
juliet


Θηλυκό
Αριθμός μηνυμάτων : 1381
Ηλικία : 43
Registration date : 05/09/2009

Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς   Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς Icon_minitimeΤετ Φεβ 10, 2010 2:23 pm

Δάκρυα ευτυχίας

Ο Τσάρλι ήταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση έπειτα από μία ολόκληρη μέρα ξεκούρασης. Η Μονίκ είχε καταφέρει να κλέψει λίγο χρόνο εφόσον ο Έρικ σήμερα ήταν απασχολημένος και είχε έρθει να δει το τον αγαπημένο παιδικό της φίλο. Το σπίτι του Τσάρλι ήταν πολύ κοντά στις αποβάθρες ακριβώς ένα δρομο πιο έξω από τα σύνορα αυτής της καταθλιπτικής κοινότητας. Δυστυχώς, το σπίτι του Τσάρλι υπέφερε από μία μεγάλη απώλεια που δεν ήταν άλλη από τη μητέρα του: είχε πεθάνει ένα χρόνο πριν όταν βρέθηκε εκεί μπροστά από ένα γρήγορο καινούριο αμάξι. Ξεψύχησε αθόρυβα και λιτά, όπως ήταν όλη η ζωή της, στις ρόδες. Αλλά το σπίτι παρέμεινε όπως το είχε διατηρήσει όλα αυτά τα χρόνια, απλό και καθαρό, με τα χειροποίητα λουλούδια της αφημένα στο γραφείο. Ένα ελάχιστο αναμνηστικό της…
-Σ’ευχαριστώ, Μονίκ, είπε ο Τσάρλι κρατώντας το χέρι της σαν να ήταν ένα εύθραστο λουλούδι. Ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι και αυτή του έφερε νερό. Πόσο πολύ απολάμβανε την φροντίδα της.
-Δεν είναι τίποτα Τσάρλι, αλήθεια.
Ο Τέρενς κτύπησε την πόρτα, διακόπτωντας αυτή τη μαγική στιμή ανάμεσα στους φίλους του. Ήταν η Μονίκ αυτή που του άνοιξε την πόρτα.
-Τέρυ!, φώναξε με ενθουσιασμό γραμμένο σε όλο της το πρόσωπο και πήδηξε στην αγκαλιά του. Ο Τέρενς αισθάνθηκε ντροπή, ειδικά τώρα που τα μάτια του Τσάρλι ήταν καρφωμένα πάνω του.
-Εντάξει, αρκετά εσείς οι δύο! Φώναξε ο Τσάρλι από το κρεββάτι του. Πάλι θα με κάνετε να σηκώνομαι;
Ο Τέρενς βάδισε στο δωμάτιο και πήγε δίπλα στο φίλο του. Κάθησε στο κρεββάτι.
-Φαίνεσαι καλύτερα Τσάρλι, του είπε.
-Εσύ φαίνεσαι σαν να τρελάθηκες, είπε ο Τσάρλι και κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι του.
-Ναι, Τέρυ, είπε η Μονίκ που στάθηκε όρθια δίπλα του. Ο Τσάρλι και εγώ το συζητήσαμε, Δεν πρέπει να αγωνιστείς με τον Σάμουελ για μένα.
-Εμ, πως το ξέρετε;
-Ο Έρικ το είπε στη Μονίκ. Βασικά γελούσε με σένα, απάντησε ο Τσάρλι.
-Δεν πιστεύει ότι έχεις καμία πιθανότητα, πρόσθεσε η Μονίκ.
-Δεν έχει καμία σημασία, ουτως ή άλλως θα αγωνιζόμουν με τον Σάμουελ. Γιατί να μη βγάλουμε και κάτι καλό από αυτό;
-Μην είσαι ανόητος, Τέρυ, είπε η Μονίκ. Ο Έρικ ποτέ δεν θα με αφήσει.
-θα το κάνει διαφορετικά…άρχισε ο Τέρενς μα σταμάτησε. Ήθελε να πει διαφορετικά δεν θα έπαιρνε τα 5.000 δολλάρια στην περίπτωση που νικούσε αλλά σταμάτησε. Οι άνθρωποι, όποιοι και αν είναι, έχουν περηφάνια. Αυτό το κομμάτι δεν χρειαζόταν κανείς να το ξέρει. Ήταν τυχερός που ο Έρικ το παρέλειψε και καλά θα έκανε να το παραλείψει και στο μέλλον. Για αυτό άλλαξε το θέμα λέγοντας:
-Ωραία, σας ευχαριστώ για την πίστη σας, μήπως θα μπορούσατε να είστε λίγο πιο αισιόδοξοι;
-Μα είμαστε, στοιχημάτισα σε σένα, καλά η Μονίκ το έκανε για μένα, απάντησε άμεσα ο Τσάρλι.
-Και εγώ, έχω ήδη στοιματίσει, είπε η Μονίκ με μία έκφραση χαράς που μελαγχόλησε στη συνέχεια. Είναι απλώς ότι δεν μπορώ να φανταστώ μία άλλη ζωή, ελεύθερη, μακριά από όλη τη βρωμιά που με ακολουθεί από τότε που γεννήθηκα. Δεν τολμώ να φανταστώ ένα δικό μου σπίτι, και να έχω…
-Εμένα για άντρα; Ο Τσάρλυ ρώτησε. Η Μονίκ κοίταξε τα μάτια του Τσάρλι, ήταν ένα όνειρο, ένα ανέφικτο όνειρο που η πράξη του Τέρενς, ξαφνικά είχε φέρει τόσο κοντά που νόμιζε ότι μπορούσε να δει το σπίτι της, να ακούσει το γέλιο των παιδιών της.
-Αυτό ήταν πρόταση γάμου; Ρώτησε ο Τέρενς, υποδυόμενος ότι δεν είχε καταλάβει την ερώτηση.
-Ναι, είναι, είπε ο Τσάρλι, αδυμονώντας για την απάντηση της Μονίκ.
-Καλά, είπε η Μονίκ με δάκρυα στις άκρες των ματιών. Τέρυ φρόντισε να κερδίσεις τον Σάμουελ γιατί διαφορετικά θα σε σκοτώσω εγώ η ίδια.
Το μικρό σπίτι γέλασε αλλά ο χρόνος είναι αδυσώπητος. Η Μονίκ έπρεπε να γυρίσει καθώς σε λίγο ήταν η ώρα της να πιάσει δουλειά.
-Θα έρθω μαζί σου, είπε ο Τέρενς στη Μονίκ.
Ήταν ορισμένα πράγματα που επιθυμούσε να ξεκαθαρίσει με τον Έρικ. Εάν νικούσε, έπρεπε τα χρήματα και η ελευθερία της Μονίκ να ανταλλαχτούν με ένα ασφαλές τρόπο.
Ο Τσάρλι φίλησε τα χείλη της Μονίκ ενώ ο Τέρενς περίμενε στην πόρτα. Δεν μπορούσε να αντισταθεί όμως. Αυτή η τρυφερή σκηνή τον έκανε να νιώσει την απώλεια της Κάντυ μέσα του, ενώ θυμήθηκε τα υγρά φιλιά τους το προηγούμενο βράδυ και έκλεισε τα μάτια του σαν αντίδραση στην πονεμένη του καρδιά. Ο Τέρενς ήθελε πραγματικά να κερδίσει αυτόν τον αγώνα και να ενώσει αυτούς τους δύο ανθρώπους, μετατρέποντας μία άδικη μοίρα σε ένα φωτεινό, ευτυχισμένο μονοπάτι. Ένα μονοπάτι που ευχόταν και η δική του ζωή να είχε πάρει δύο χρόνια πριν. «Αλλά είναι πολύ αργά για εμάς. ‘Ετσι;», « Έτσι», σκέφτηκε, συνοδεύοντας την Μονίκ στην τωρινή της μοίρα.
Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
juliet
Candy Star
Candy Star
juliet


Θηλυκό
Αριθμός μηνυμάτων : 1381
Ηλικία : 43
Registration date : 05/09/2009

Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς   Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς Icon_minitimeΤετ Φεβ 10, 2010 7:22 pm

Μία «μαγική» νύχτα

Ο Άρτσι, ο Τζωρτ και ο Νηλ στέκονταν έξω από το σπίτι των ζητιάνων ακριβώς στις 7.30. Η νύχτα είχε ήδη πέσει και το κρύο είχε γίνει παγερό. Άσπρες νιφάδες άρχισαν να κάνουν την εμφάνιση τους και οι τρεις τους στέκονταν όρθιοι στη μέση του δρόμου, κοιτώντας τους περαστικούς διαβάτες. Αν και ο Νηλ κανονικά δεν είχε καμία θέση σε αυτή τη συνάντηση, ήταν παρόν εκεί προκειμένου να εξασφαλίσει την αναγνώριση και από τις δύο πλευρές ή έτσι έλεγε.
Ο γέρο-ζητιάνος με τα γαλανά μάτια, τους παρατηρούσε με περιέργεια από απόσταση, οι δύο έμοιαζαν σαν να είχαν βρεθεί εκεί από κάποια δαιβολική σύμπτωση, ο τρίτος πάλι ήταν πολύ οικείος και τρομακτικός για αυτόν. Τα μάτια ωστόσο του ζητιάνου ήταν καρφωμένα στο δερμάτινο χαρτοφύλακα, που τόσο προσεκτικά κρατούσε ο Τζωρτζ ανάμεσα στους δύο άντρες. Ο ζητιάνος κοίταξε γύρω του. Δεν έπρεπε να χάσει άλλο χρονο. Ήταν ήδη πολύ αργά…ωστόσο, το σχέδιο του διακόπηκε καθώς είδε από το βάθος τη Μονίκ να έρχεται παρέα με έναν άντρα που θυμόταν, κάπου στο βάθος του θολωμένου του μυαλού, να του έχει δώσει ένα δολάριο. «Καλό θύμα», σκέφτηκε αλλά για την ώρα δεν ήταν η ώρα για κάτι τέτοιο. Οπισθοχώρησε ελαφριά.
Ο Άρτσι και ο Νηλ κοίταζαν προς την άλλη κατεύθυνση, ήταν ο Τζωρτζ αυτός που τους διέκρινε και ρώτησε πρώτος.
-Κύριε Άρτσι, αυτός που έρχεται δεν σας μοιάζει για τον νεαρό Γκράντσεστερ; Τόσο ο Άρτσι όσο και ο Νηλ γύρισαν ξαφνιασμένοι το κεφάλι τους προς την κατεύθυνση του Τέρυ. Ναι, σίγουρα ήταν αυτός. Τα μάτια του Άρτσι άνοιξαν διάπλατα. Θα έδινε ότι είχε και δεν είχε για να αποφύγει αυτή τη συνάντηση, ωστόσο ο Τέρυ δεν ήταν μόνος του. Ήταν παρέα, παρέα με μία..
-Κοίτα κάνει παρέα και με πόρνες τώρα, σχολίασε ο Νηλ. Την ξέρω αυτήν, δουλεύει εδώ σε ένα μπαρ αλλά δεν τον είχα δει αυτόν εδώ γύρω…φυσικά εγώ δεν συχνάζω εδώ.
-Σκάσε Νηλ, του είπε ο Αρτσι στο αυτί, δεν είσαι καλύτερος.
Κάτι φαινόταν να καθυστερεί το ζευγάρι στο βάθος, ίσως μίλαγαν ή κοίταγαν κάτι, αλλά ο Νηλ δεν άντεχε άλλο.
-Ει, Τέρυ, φώναξε και άρχισε να κουνάει τα χέρια του. Ο Τέρυ άκουσε το όνομα του και πίστεψε ότι ήταν ο Έρικ ή κάποια από τα άλλα παιδιά αλλά μόλις γύρισε το βλέμμα του, έμεινε άναυδος: ο Νηλ τον χαιρέταγε, ο Άρτσι τον μισοκοίταγε με ένα βλοσυρό ύφος και ο Τζωρτ ήταν ο μόνος απαθής. Πλησίασε με πιο γρήγορα βήματα το group αν και ήξερε πολύ καλά ότι η παρουσία της Μονίκ δίπλα του ήταν ότι χειρότερο για αυτόν, όχι γιατί ντρεπόταν για αυτό που ήταν η Μονίκ αλλά γιατί ήξερε τι θα επακολουθούσε αυτής της συνάντησης.
-Άρτσι, Νηλ, Τζωτζ τους κοίταξε με ανήσυχα μάτια. Τι κάνετε εσείς εδώ;
-Ά, έχουμε μία δουλειά, είπε ο Νηλ με πονηρό ύφος. Εσύ;
-Δεν σε αφορά αυτό, του απάντησε ψυχρά ο Άρτσι.
-Άρτσι δεν χρειάζεται να είσαι τόσο επιθετικός, δεν με νοιάζει ήταν καθαρά τυπική ερώτηση.
-Να μη σε κρατάμε, απάντησε ο Άρτσι, δεν είχε καμία όρεξη να μιλήσει στον Τέρυ, έπειτα από όλα αυτά.
-Πάμε Μονίκ, είπε ο Τέρυ και χαιρέτησε ελαφριά με το χέρι του το γκρουπ.
-Κύριε Άρτσι, ήταν λίγο αγενές αυτό, παρατήρησε ο Τζωρτζ.
-Σιγά μην τον χαιρετήσω κιόλας, απάντησε ο Άρτσι ενώ κοιτούσε την πλάτη του Τέρυ να χάνεται στο βάθος του δρομου. Οι νιφάδες άρχισαν να πυκνώνουν. Η υπομονή του Άρτσι έμοιαζε να εξαντλείται. Που ήταν επιτέλους αυτή η συμμορία; Ναι ίσως ήταν φυσικό επακόλουθο να τους κάνουν να περιμένουν, για να τους πάρουν τον αέρα. Μάντευε σωστά ή λάθος; Ποτέ δεν θα μάθαινε, όπως ποτέ δεν θα μάθαινε ότι στην ουσία δεν ήταν μόνοι. Αρκετά ζευγάρια μάτια τους παρακολουθούσαν περιμένωντας την κατάλληλη ευκαιρία, ακριβώς όπως στα σαρκοβόρα θυλαστικά περιμένουν τα θηράματα τους και την κατάλληλη στιγμή…
-Ένα νόμισμα, ένα νόμισμα για ένα ζητιάνο…παρακαλούσε με τη βραχνή και γεροντίστικη φωνή του ο ζητιάνος. Τους πλησίαζε σιγά-σιγά αλλά σταθερά. Ο Νηλ παρέμεινε ασυγκίνητος στο θέαμα, ο Άρτσι γύρισε καχύποπτα το βλέμμα του πάνω στο ζητιάνο, ενώ ο Τζωρτζ ήταν ο μοναδικός που έβαλε το χέρι στην τσέπη. Ο ζητιάνος τώρα βρισκόταν δίπλα του επαναλαμβάνοντας μόνοτονα και αδιάκοπα την κλασική του ατάκα.
-Όχι, όχι Tζωρτζ, μην του δώσεις τίποτα…
-Μα κύριε Άρτσι…
-Όχι, κοίτα τον! Ψιθύρισε ο Άρτσι στο αυτί του Τζωρτζ. Κοίτα τα μάτια του, προφανώς παίρνει ουσίες. Ο ζητιάνος πλησίασε πιο κοντά στον Άρτσι, μελετώντας τις αντιδράσεις του.
-Όχι, όχι φύγε από εδώ! Άσε μας ήσυχους, του φώναξε ο Άρτσι.
Ο ζητιάνος έβλεπε ότι το θύμα του είχε πανικοβληθεί και αυτό ήταν πολύ καλό σημάδι. Ο πανικός ήταν ένα παλιό τρικ, ήταν η αρχή για κάθε απώλεια ελέγχου.
Ήταν ένα σημάδι που ο Νηλ ήξερε, ο Άρτσι δεν κατάλαβε και ο Τζωρτζ δεν παρατήρησε. Μέσα από το σκοτάδι και τις χοντρές νιφάδες του χιονιού, ζητιάνοι άρχισαν ξαφνικά να κάνουν την εμφάνιση τους μέσα από τα ερειπωμένα κτίρια, τα σοκάκια και τις στοίβες τα σκουπίδια. Κάτι πολύ περίεγο συνέβαινε. Πριν ακόμα να το καταλάβουν και οι ίδιοι, 20 με 25 ζητιάνοι τους είχαν περικυκλώσει και όλοι τους πλησίαζαν με ένα αργόρσυτο ρυθμό.
-Ει, φύγετε από εδώ, φώναξε ο Άρτσι.
Ο Τζωρτ δεν κουνιόταν καθόλου, σφίγγοντας την γροθιά του γυρω από το χερούλι του χαρτοφύλακα. Καθώς οι ζητιάνοι τους πλησίαζαν οι τρεις άντρες άρχισαν να πηγαίνουν όλο και πιο πίσω ώσπου στο τέλος οι πλάτες του κόλησαν. Ήταν πια το κέντρο ενός κύκλου ενώ οι ζητιάνοι μείωναν με κάθε βήμα την απόσταση τους από αυτό το κέντρο. Την πρώτη προπάθεια την αποτόλμησε ο ζητιάνος με τα γαλανά μάτια. Άρπαξε τον χαρτοφύλακα από τα χέρια του Τζωρτζ αλλά ο Τζωρτ αντιστεκόταν. Ο Άρτσι δεν είχε αλλα όπλα για να αμυνθεί από το ίδιο του το σώμα. Κλώτσησε το ζητιάνο που έπεσε με θόρυβο στο έδαφος αλλά τότε συνέβη το χειρότερο. Οι ζητιάνοι όρμησαν πάνω τους. Ο Άρτσι και ο Νηλ βρέθηκαν στο χώμα ενώ ο Τζωρτ άρχισε να κουνάει τον χαρτοφύλακα καταπάνω τους για να να τους αποθαρύνει. Όπως το χέρι του με το χαρτοφύλακα εκτινασσόταν στον αέρα, ο χαρτοφύλακας χτύπησε με δύναμη στο πρόσωπο ενός ζητιάνου. Ο χαρτοφύλακας αναπήδησε στον αέρα και…
Και τότε κάτι μαγικό συνέβη γιατί 200.000 δολλάρια άρχισαν να πέφτουν από τους ουρανούς μαζί με τις κάτασπρες παχές νιφάδες. Σε λίγα μόλις λεπτά καλύψανε τα πάντα: το δρόμο και τους ανθρώπους. Απόψε, έβρεχε δολλάρια. Οι ζητιάνοι δεν είχαν δει ποτέ ένα τέτοιο θαύμα….
-ΟΧΙ, ΝΑ ΠΑΡΕΙ, ΟΧΙ, ο ΄Αρτσι φώναζε στη μέση του δρόμου, προσπαθώντας να σώσει τα αδύνατα, ενώ οι λιγοστοί διαβάτες κοντοστάθηκαν μη πιστεύοντας το θέαμα. Οι 25 ζητιάνοι είχαν πέσει μανιωδώς και σαν σμήνος από ακρίδες που καθαρίζει τα σπαρτά, έτσι και αυτοί μάζευαν με χέρια και στόμα ακόμα τα πεσμένα στο έδαφος δολλάρια. Φώναζαν, μάλωναν, άρπαζαν ο ένας τα δολάρια του άλλου και έτρεχαν να προλάβουν τα σκόρπια. Ο Άρτσι, ο Τζωρτ και ο Νηλ παρακολουθούσαν σαν χαμμένοι, αδύναμοι να κάνουν οτιδήποτε. Το κωμικοτραγικό γεγονός δεν κράτησε πάνω από πέντε λεπτά. Σύντομα οι ζητιάνοι είχαν χώσει όσα λεφτά μπορούσαν στις τσέπες τους και στο κενό μεταξύ των κουρελιασμένων παλτών και του στήθους τους. Ότι άλλο δε χώραγε το κράταγαν στα χέρια τους και στα σάπια δόντια τους. Οι περαστικοί, δειλά σήκωναν ότι δολλάριο είχε απομείνει σε κάποια ξεχασμένη και απόμερη γωνιά. Σε λίγο δεν υπήρχε τίποτα άλλο να πάρει κανείς πέρα από το χιόνι που ακόμα και αυτό είχε λιώσει από τις πατημασιές και τα σώματα που είχαν πέσει πάνω του προς αναζήτηση χρημάτων. Αργά, όπως είχαν εμφανιστεί, οι ζητιάνοι άρχισαν να υποχωρούν στις σκοτεινές τους τρύπες. Ο Τζωρτ βοήθησε τον Άρτσι να σηκωθεί από το έδαφος όπου είχε πέσει πάνω στην απελπισία του να προφυλάξει μία δεσμίδα από λεφτά.
-Κύριε Άρτσι; Είστε καλά; Ρώτησε ανήσυχος ο Τζωρτζ.
-Δεν..δεν ξέρω τι να πω. Πραγματικά, απάντησε με βλέμμα στο κενό ο Άρτσι. Αυτό ήταν πέρα από κάθε φαντασία.
-Κύριε Άρτσι να σας ρωτήσω κάτι; Που είναι ο κύριος Νηλ;
-Ε; ο Άρτσι κοίταξε γύρω του ξαφνιασμένος, ο Νηλ είχε όντως εξαφανιστεί. Όμως δεν πρόλαβε να απαντήσει κάτι.
-Κύριε Κόργουελ; Ρώτησε ο Έρικ που στεκόταν απέναντι τους μαζί με άλλα 4 μέλη της συμμορίας. Θέλω και εγώ να ρωτήσω κάτι, ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΛΕΦΤΑ ΜΟΥ;
Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
juliet
Candy Star
Candy Star
juliet


Θηλυκό
Αριθμός μηνυμάτων : 1381
Ηλικία : 43
Registration date : 05/09/2009

Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς   Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς Icon_minitimeΠεμ Φεβ 11, 2010 9:57 am

Διαπραγματεύσεις

Ο Άρτσι ένιωσε το λαιμό του στεγνό, ξεροκατάπιε στο θέαμα αυτών των νέων δυνατών αντρών που στέκονταν μπροστά του αυτή τη στιγμή. Όχι, δεν έμοιαζαν τους κυρίους του καλού κόσμου που είχε συνηθίσει ο Άρτσι, τα μαλλιά τους ήταν πολύ πιο ατημέλητα και το βλέμμα τους γεμάτο αυθάδεια. Καθώς οι νιφάδες του χιονιού συνέχιζαν να πέφτουν ο Άρτσι ένιωσε το κρύο να τον διαπερνά ή μήπως ήταν το ρίγος που του μετέδιδε η προκλητική και επικίνδυνη παρουσία τους; Όπως και να είχε, θα αισθανόταν καλύτερα αν τα χέρια του δεν ήταν άδεια.
-Λυπάμαι, απάντησε ο Άρτσι, μάλλον θα είσαι ο Έρικ. Ο Νηλ μου μίλησε.
Ο Έρικ έγνεψε καταφατικά.
-Αφού είσαι ο αρχηγός της περιοχής μάλλον θα είδες τι έγινε ή καλύτερα μπορεί (και εδώ για μία στιγμή η φωνή του δίστασε) και να ξέρεις κιόλας.
Τη στιγμή που το είπε αυτό ο Άρτσι δύο πιστόλια σηκώθηκαν προς τη μεριά του. Οι δύο από τους 4 στέκοταν δίπλα του τον σημάδευαν στους κροτάφους.
-Τι; τι κάνετε; Φώναξε ο Άρτσι.
-Δεν έχω κακή πρόθεση, είπε ο Έρικ αλλά εγώ δεν ήρθα σπίτι σας να σας προσβάλλω.
-Κύριοι…είπε ο Τζωρτζ, μα όλοι εκτός του Άρτσι και του Έρικ αρχίσαν να γελάνε.
-Ας τελειώνουμε είπε ο Έρικ, που είναι τα λεφτά μου;
-Αν με πυροβολήσετε, δεν νομίζω να τα πάρετε, είπε ο Άρτσι κοιτάζοντας δεξιά και αριστερά του, τα πιστόλια που τον σημάδευαν.
-Έχετε θάρρος, κύριε Κόρνγουελ. Λυπάμαι αυτές οι περιοχές δεν είναι ασφαλείς για εσάς. Όπως και να έχει, θα κρατήσω εδώ τον κύριο (ο Έρικ έδειξε τον Τζωρτζ) και όταν μου φέρετε τα χρήματα μου, που τόσο απρόσεκτα αφήσατε να πεταχτούν στο δρόμο, θα τον πάρετε πίσω. Α και πείτε στον ξάδελφο σας να μην ξαναπατήσει στην περιοχή μου, γιατί δεν θα φύγει ποτέ από εδώ, συννενοηθήκαμε; Θέλω μόνο τα χρήματα μου κύριε Κόρνγουελ, και μη μπλέξετε την αστυνομία εκτός και αν θέλετε τον φίλο σας στο τάφο.
-Μα;
-Αντίο, κύριε Κόρνγουελ.
-Μα πως θα σας βρω;
-Μην ανησυχείτε για αυτό, θα σας βρω εγώ, είπε ο Έρικ. Ο Άρτσι κατάλαβε ότι αυτός που έπρεπε να αποχωρήσει πρώτος ήταν αυτός. Ο Τζωρτζ και οι υπόλοιποι 5 τον κοίταζαν καθώς ξεμάκρυνε. Μέσα στο μυαλό του μπορούσε να σκεφτεί μόνο ένα όνομα: Άλμπερτ.

Άλμπερτ

Η Κάντυ άκουσε την πόρτα του δωματίου της να κτυπά. Όταν την άνοιξε ο Άρτσι μπήκε μέσα σαν σίφουνας.
-Άρτσι τι έπαθες; Ο Άρτσι ήταν χλωμός σαν το πανί και φαινόταν πιο προβληματισμένος από ποτέ.
-Χρειάζεται να ειδοποιήσουμε τον Άλμπερτ, Κάντυ. Δεν μπορώ να σου περιγράψω τι έγινε απόψε, πραγματικά δεν μπορώ.
Μπόρεσε όμως και η Κάντυ άκουσε όλη την ιστορία μη πιστεύοντας και αυτή στα αυτιά της.
-Χάνω το μυαλό μου, ήταν λάθος του Άλμπερτ να μας στείλει εδώ, αυτοί είναι πολύ επικύνδινοι. Υποτίμησε τον Νηλ.
-Που είναι ο Νηλ τώρα; Ρώτησε η Κάντυ.
-Δεν ξερω αλλά αν εμφανιστεί θα τον πνίξω με τα ίδια μου τα χέρια.
-Άρτσι, ηρέμησε! Θα βρούμε μία λύση.
-Είμαι σίγουρος ότι αυτός ήταν πισω από όλα αυτά μας εξαπάτησε, θα καλέσω την αστυμονία.
-Άρτσι δεν είναι καλύτερα να περιμένουμε για την απάντηση του Άλμπερτ;
-Μακάρι να ήταν εδώ, μακάρι.
Μες την ατυχία του ο Άρτσι Κόρνγουελ ήταν τυχερός γιατί ο Άλμπερτ ή ο Γουίλλιαμ ‘Αρντλευ (εδώ η συγγραφέας αυτού του φικ ξεφυσά λόγω των πολλών όνομάτων) ήταν ήδη πολύ καλύτερα στην υγεία του και αν δεν ήταν ακόμα εκεί, ένα τηλεγράφημα και 16 ώρες αργότερα θα βρισκόταν.

Ένα πονεμενο χαστούκι

-Λοιπόν που είναι τα λεφτά μου; Ρώτησε ο Έρικ τον Νηλ που ήταν ξαπλωμένος πάνω σε ένα πρόχειρο στρώμα στο σπίτι των ζητιάνων.
-Είναι όλα εκεί, του είπε ο Νηλ και του έδειξε μία στοίβα από χαρτονομίσματα πάνω σε ένα παλιό, ξύλινο τραπέζι.
-Το κόλπο σου ήταν καλό, παραδέχτηκε ο Έρικ μετρώντας τα χαρτονομίσματα.
-Χαίρομαι που σου άρεσε, ο ξάδελφος μου είναι τελείως ηλίθιος, αυτός με πίεσε να συναντηθείτε, τώρα θα το έχει μετανιώσει.
-Βόλεψα αυτό τον Τζωρτζ σε ένα υπόγειο κάτω από το μπαρ. Γύρνα τώρα πίσω και πείστον να μαζέψει τα λεφτά.
-Είσαι τρελός; Γιατί να το κάνω αυτό;
-Γιατί στο λέω εγώ, δεν φταίω εγώ που εσύ προτίμησες να κρυφτείς εκείνη την ώρα.
-Μα αν δεν το έκανα, όλοι αυτοί οι ζητιάνοι μπορεί να μας φεύγανε.
-Δεν φεύγουν αυτοί, μην ανησυχείς, είναι πολύ εξαρτημένοι και άθλιοι για πρωτοβουλίες και γεναιότητες. Πήγαινε τώρα, να τον έχεις από κοντά, δεν θέλω εδώ τις αστυνομίες.
-Περίμενε να σε ρωτήσω κάτι; Τι θέλει εδώ αυτός ο ηθοποιός, ο Τέρυ;
Ο Έρικ για μία στιγμή σάστισε. Κοίταξε ερευνητικά τον Νηλ.
-Είναι με τη Μονίκ αρκετό διάστημα τώρα, γιατί ρωτάς;
-Τον ξέρω από παλιά.
-Αυτός τουλάχιστον δεν με αηδιάζει όπως εσύ…Μήπως τον ζηλεύεις; Ρώτησε ο Ερικ με ένα κακό, πονηρό χαμόγελο τον Νηλ, που ξαφνικά είχε χαθεί σε ένα δικό του σύννεφο αναμνήσεων.
-Χαχαχα, γέλασε ψεύτικα και υποκριτικά ο Νηλ, αυτόν τον ηλίθιο; Αυτός είναι δειλός και άχρηστος. Σιγά τον ψευτοκαλλιτέχνη, ο ανίκανος!!!
Ο Έρικ έσφιξε τα χείλη του. Το χέρι του ακόμα δεν είχε γίνει καλά, τα τσακισμένα του δάχτυλα ακόμα πόναγαν σε κάθε μικρή ή μεγάλη κίνηση αλλά είχε βγάλει τον επίδεσμο ακόμα και αν από ιατρικής άποψης ήταν ανεπίτρεπτο. Με αυτό το χέρι χαστούκισε τον Νηλ, όσο πιο δυνατά μπορούσε και ας του στοίχισε μερικές ανάσες παραπάνω.
-Α!, έσκουξε ο Νηλ και στριμώχτηκε στη γωνία του τοίχου. Τι έπαθες τώρα;
-Απόψε παίζει σε έναν αγώνα έλα να τον δεις Νηλ, παίζει για τη Μονίκ, για έναν φίλο. Ρώτα και θα σου πούνε, με κάνεις και βαριέμαι. Δεν είσαι άξιος να μιλάς για τον Γκραντ, είναι πολύ καλός για σένα. Και βάλε και κανένα στοίχημα, μη πάει χαράμι η ελεεινή σου παρουσία.
Ο Νηλ δεν μπορούσε να εξηγήσει τη στάση του Έρικ αλλά δεν τόλμησε να αντιμιλήσει. Ανίκανος να αντιληφθεί ότιδήποτε παραπάνω από τα χρήματα και τις επιφανειακές σχέσεις ο Νηλ ένιωσε εκτός τόπου και χρόνου αλλά δεν αμφισβήτησε τον Έρικ, δεν τόλμαγε. Άλλωστε ελάχιστη σημασία είχαν αυτά, είχε πάρει ήδη τις απαντήσεις του.
-Εξαφανίσου τώρα, του είπε ο Έρικ, με επιφανειακή ψυχραμία.
Ο Νηλ σηκώθηκε αργά και έφυγε σαν κύριος. Με αυτά τα λεφτά, είχε καθαρίσει μία για πάντα τη θέση του με τη συμμορία του Έρικ. Ήταν πολύ ευχαριστημένος από αυτήν την εξέλιξη. Έμεναν αρκετά στη δική του τσέπη για να συνεχίσει άνετος το εμπόριο του, με τα κέρδη όλα δικά του. Σήμερα ήταν μία από τις καλύτερες του μέρες ή μάλλον νύχτες.

Ένα αξέχαστο πρωινό

Η Νέα Υόρκη ήταν πάντα μία πόλη με πολύ γρήγορους και εντατικούς ρυθμούς. Τώρα ήταν η σειρά του Άρτσι να το καταλάβει. Αφού έστειλε το τηλεγράφημα στον Άλμπερτ, γύρισε στο ξενοδοχείο του αλλά ήταν αδύνατο να βρει ησυχία και γαλήνη. Έκατσε στο εστιατόριο και παράγγειλε σκέτο μαύρο καφέ. «Θα αρρωστήσω αν δεν φύγω από εδώ γρήγορα», σκέφτηκε. Ξαφνικά η εικόνα της Άννυς του ήρθε στο μυαλό. «Φάε κάτι, Άρτσι μην με κάνεις να ανησυχώ». Διέλυσε την εικόνα της αλλά παρόλα αυτά απάντησε στα λόγια της. «Μετά, σε λίγο, Άννυ στο υπόσχομαι». Η συνήθεια είναι η δεύτερη φύση και ο Άρτσι την ανακάλυπτε. Όλα αυτά που είχαν συμβεί τα τελευταία 24ωρα ήταν έξω από τα νερά τους. Όλο το βράδυ το είχε περάσει στριφογυρίζοντας στο στρώμα, κάνοντας βόλτες στο δωμάτιο, αδυνατώντας να κοιμηθεί. Πως μπορούσε; Δεν μπορούσε. Κάτι που επίσης ήταν πολύ έξω από τις καθιερωμένες του συνήθειες. Μαύροι κύκλοι τώρα κάλυπταν το δέρμα κάτω από τα μάτια του και για πρώτη φορά στη ζωή του (μάλλον δεύτερη) δεν είχε καν τη διάθεση να ντυθεί. Ναι ήταν μία ώρα περισσυλογής και όχι διασκέδασης. Είδε την Κάντυ να έρχεται προς το μέρος του και τη χαιρέτησε.
-Άρτσι, δεν κοιμήθηκες το βράδυ; Έτσι δεν είναι; ρώτησε παίρνοντας θέση δίπλα του.
-Όχι, σχεδόν δεν έκλεισα μάτι, Κάντυ. Είναι σαν να είμαστε αιχμάλωτοι αυτής της πόλης.
-Άρτσι, όταν θα έρθει ο Άλμπερτ, θα ηρεμήσεις.
-Ναι ελπίζω να κάνει καλύτερη δουλειά από εμένα. Τότε ο Αρτσι πρόσεξε τον Νηλ να μπαίνει μέσα στο ξενοδοχείο και σηκώθηκε αμέσως από το τραπέζι.
-Άρτσι, μη, μην κάνεις φασαρία εδώ, τον συμβούλεψε η Κάντυ αλλά ήταν ήδη αργά καθώς ο Άρτσι βρισκόταν ήδη καθοδόν για να συναντήσει τον ξάδελφο του.
Ο Νηλ είδε τον Άρτσι που ερχόταν καταπάνω του με γρήγορο ρυθμό, σήκωσε τα χέραι του στον αέρα και φώναξε.
-Δεν έφταιγα, εγώ, δεν έφταιγα. Ο Άρτσι δεν μπορούσε να κάνει φασαρία μέσα στο πολυτελές New York Plaza και το ήξερε πολύ καλά (φυσικά αν στη θέση του ήταν ο Τέρυ, δεν θα είχε καμία αναστολή, αν αναρωτιέστε) για αυτό και άρπαξε τον Νηλ από το μπράτσο και τον έσειρε ως το τραπέζι. Η Κάντυ χλώμιασε βλέποντας τον Νηλ αλλά όπως και να είχε δεν θα έφευγε εξαιτίας του.
-Α, γεια σου Κάντυ! Είπε με ενθουσιασμό η Νηλ μόλις πλησίασαν. Ο Άρτσι τράβηξε την καρέκλα δίπλα του και τον έβαλε να κάτσει, σπρώχνοντας τον προς τα κάτω.
-Σιγά Άρτσι, να πιω και λίγο καφέ.
-Να στον φέρω στο κεφάλι καλύτερα, ψιλοφώναξε ο Άρτσι.
-Άρτσι! Του είπε με αποδοκιμαστικό ύφος η Κάντυ.
-Ευχαριστώ Κάντυ, είπε με ψεύτικο χαμόγελο ευγνωμοσύνης ο Νηλ. Ο Άρτσι μάλλον ξεχάνει τους καλούς του τρόπους. Τρόπους; Ο Άρτσι κόντευε να ξεχάσει και το όνομα του.
-Που ήσουν χτες; Ρώτησε ο Άρτσι κοιτάζοντας με ένα στιγερό βλέμμα τον Νηλ.
-Μα τι ήθελες να κάνω Άρτσι; Φοβήθηκα ότι θα μας λιντσάρουν αυτοί οι ζητιάνοι και σηκώθηκα και πήγα σπίτι. Ο Άρτσι τον κοίταξε ερευνητικά.
-Μα γιατί είσαι έτσι; Τι έγινε με τη συμμορία;
Αν και δεν είχε καμία απολύτως όρεξη ο Άρτσι αναγκάστηκε να του εξηγήσει ότι ο Έρικ είχε κρατήσει τον Τζωρτζ αλλά υπήρχαν πολλά κενά σε αυτή την ιστορία που δεν έπειθαν τον Άρτσι και όταν τελείωσε τη σύντομη αφήγηση του άρχισε να βομβαρδίζει με ερωτήσεις τον Νηλ.
-Αλήθεια ποιες είπαμε ότι ήταν οι δουλειές σου με αυτή τη συμμορία;
-Μα σου εξήγησα, είχα δανειστεί λεφτά για να διασκεδάσω, μετά ο πατέρας μου μου έκοψε το επίδομα και δεν είχα να τους ξεπληρώσω. Αυτό είναι όλο. Δεν κάνω και εμπόριο ναρκωτικών, αστειεύτηκε ο Νηλ. Πόσο κοντά ωστόσο τα λόγια του ήταν στην αλήθεια κανείς δεν θα μάντευε.
-Ωραία, αυτά μας τα είπες και γιατί δεν σε κρατήσαν εσένα όπως τώρα τον Τζωρτζ;
-Τι να σου πω Άρτσι; Είχα ανάγκη τα λεφτά τους και γιατί να το κάνουν; Ξέρεις ποιος είμαι και που μένω, απείλησαν να μου κάψουν το σπίτι. Α, ναι αυτό δεν πρόλαβα να στο πω. Προφανώς κράτησαν τον Τζωρτζ γιατί είναι η δεύτερη φορά και δεν είναι και σίγουροι ότι θα τους πας τα λεφτά τους. Μάλλον σε θεωρούν άχρηστο μετά από αυτό που έγινε, ξάδελφε.
Ο Άρτσι ήταν όντως έτοιμος να αρπάξει την κανάτα με τον καφέ και να του το φέρει στο κεφάλι αλλά κρατήθηκε.
-Αυτή τη φορά δεν νομίζω να είναι τόσο απλά τα πράγματα, τηλεγράφησα του Άλμπερτ και αν είναι καλύτερα, είμαι σίγουρος ότι θα έρθει και ότι θα αναλάβει αυτός, ξάδελφε.
-Τον Άλμπερτ; Ο Νηλ δεν περίμενε ακριβώς αυτήν την εξέλιξη, αλλά ίσως και τελικά να μην είχε τόση σημασία.
-Ναι είναι πολύ καλύτερα, ας σε κάνει ότι θέλει, εγώ τελείωσα με αυτήν την υπόθεση. Ανάμεσα από τα τραπέζια, ένας γκρούμερ πέρναγε με την πρωινή τοπική εφημέριδα της πόλης. Άφησε μία στο τραπέζι τους αλλά κανείς δεν είχε όρεξη για διάβασμα.
Σιωπή έπεσε για μία στιγμή στο τραπέζι. Ο Νηλ θα δυσκολεύοταν να ελέγξει τον Άλμπερτ, η απουσία επικοινωνίας όλα αυτά τα χρόνια, δεν του επέτρεπε και πολλά περιθώρια οικειότητας αλλά δεν είχε επιλογές. Ούτως ή άλλως ήξερε ότι το είχε τραβήξει στα άκρα, προκειμένου να επωφεληθεί από την αφέλεια των δικών του. Η Κάντυ σε αυτό το διάστημα δεν μίλαγε. Κοίταξε την πρώτη σελίδα της εφημερίδας ρίχνωντας μία γρήγορη ματιά στους τίτλους αλλά τα μάτια της έπεσαν κατευθείαν στη φωτογραφία του Τέρυ στο πλαινή στήλη των κοσμικών γεγονότων. Τι συνέβαινε; Τράβηξε την εφημερίδα και άρχισε να διαβάζει νευρικά.
-Κάντυ τι συμβαίνει; Ρώτησε ο Άρτσι, που την είδε να ανησυχεί.
-Ένα λεπτό, Άρτσι…έπρεπε να διαβάσει παρακάτω, το αρθρο συνεχιζόταν στη σελίδα 12. Γύρισε τόσο γρήγορα και ανυπόμονα τις σελίδες που το τραπέζι κουνήθηκε.
Το πρόσωπο της Κάντυ είχε γίνει κατάλευκο σαν το πανί και τα μάτια της κοιτούσαν το άπειρο.
-Κάντυ; Ξαναρώτησε ο Άρτσι.
Όταν άφησε την εφημερίδα από τα χέρια της, έβαλε τα χέρια στο κεφάλι της. Ο Άρτσι της την πήρε από τα χέρια. Ήταν ένα άρθρο όχι για τον Τέρυ αλλά για τη Σουζάνα.
«Σύμφωνα με έγκυρες πηγές ο ταλαντούχος ηθοποιός ματαίωσε την υπόσχεση του μελλοντικού αραββώνα του με τη Σουζάνα Μάρλοου και διέλυσε οριστικά τις σχέσεις του. Η Σουζάνα Μάρλοου θυσίασε την επαγγελματική της καριέρα και τη σωματική της ακεραίοτητα πριν από δύο χρόνια, όταν ένας προβολέας κατά τη διάρκειας πρόβας στο «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» έπεσε πάνω της στην προσπάθεια της να τον σώσει. Δύο χρόνια μετά ο νεαρός «Άμλετ», φαίνεται ότι ζητά να αποποιηθεί των ευθυνών του. Οι έγκυρες πηγές μας μας πληροφόρησαν για την ύπαρξη μίας δεύτερης γυναίκας στη ζωή του. Είστε σίγουροι ότι αυτός ο Άμλετ αξίζει την επιείκια και τα λεφτά των κατοίκων της πόλης;». Ο Άρτσι άφησε κάτω την εφημερίδα που με τη σειρά της πέρασε στα χέρια του Νηλ.
-Κάντυ…είπε διστακτικά ο Άρτσι.
-Πρέπει να φύγω, πρέπει να πάω, να πάω κοντά του…είπε και σηκώθηκε από το τραπέζι.
Ο πόνος στα μάτια της ήταν πολύ εμφανής, τώρα ο Άρτσι ένιωσε τη δική του καρδιά να κομματιάζεται…
-Χα, χα, χα, χα, άρχισε να γελάει υστερικά ο Νηλ. Είσαι πολύ κουτή Κάντυ, νομίζεις ότι το κάνει για εσένα; Χα, χα, Άρτσι πες της για τη Μονίκ τη φίλη του και εγώ θα σας πω για μία ωραία φήμη που άκουσα σήμερα το πρωί, χα, χα, είσαι πολύ ανόητη…
Η Κάντυ σάστισε και κάθησε και πάλι. Ο Άρτσι κοίταγε τον Νηλ με βλέμμα που αν μπορούσε θα σκότωνε. Αλλά ο Νηλ σκότωνε με τις λέξεις….
-Χα, χα, θα σε πάω μία βόλτα το βράδυ, μη βιάζεσαι...
Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
juliet
Candy Star
Candy Star
juliet


Θηλυκό
Αριθμός μηνυμάτων : 1381
Ηλικία : 43
Registration date : 05/09/2009

Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς   Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς Icon_minitimeΠαρ Φεβ 12, 2010 12:09 pm

Οι ρεπόρτερς

Ο Τέρενς ήταν κλεισμένος στο κρύο του διαμέρισμα. Έκανε αυτοσχέδιες προσπάθειες να φτιάξει το παράθυρο του αλλά αντίθετα από τα καλλιτεχνικά στα τεχνικά θέματα ήταν σκέτος θρήνος. «Εντάξει δεν είναι και τόσο χάλια», παρηγορούσε τον εαυτό του καθώς προσπαθούσε να μπαλώσει την τρύπα με ένα τετράγωνο πλακέ κομμάτι ξύλου. Αναγκάστηκε όμως να απομακρυνθεί από το παράθυρο καθώς ένας ρεπόρτερ, που προφανώς στεκόταν στην πόρτα του κτιρίου φάνηκε κάτω από το παράθυρο.
«Ει, εδώ είναι», φώναξε και άλλει τρεις εμφανίστηκαν και αυτοί από το πουθενά.
-Τέρυ, θέλουμε να σου μιλήσουμε, φώναξε ο ψηλότερος της παρέας. Ο Τέρυ έκανε ακόμα περισσότερα βήματα πίσω και στάθηκε στη μέση του δωματίου. Τι συνέβαινε;
Είχε μέσα του μία ιδέα «Θα τα πω όλα στον τύπο», τον είχε απειλήσει η κυρία Μάρλοου. Από πότε όμως έπρεπε να δίνει λογαριασμό στους αγνώστους για ότι συνέβαινε στη ζωή του; Το σιχαινόταν αυτό το κομμάτι της δημοσιότητας, ίσως ήταν καλύτερα να πάει στο θέατρο τώρα πριν μαζευτούν και άλλοι. Ετοιμάστηκε με γρήγορες κινήσεις. Όταν κατέβηκε τις σκάλες με γρήγορο βηματισμό οι ρεπόρτες των περικύκλωσαν.
-Ποια είναι Τέρυ;
-Γιατί άφησες τη Σουζάνα;
-Σε κατηγορούν ότι αθέτησες την υπόσχεση του μελλοντικού αραβώνα σου;
-Τι λες για αυτό;
Ο Τέρυ άρπαξε την εφημερίδα από τα χέρια του ρεπόρτερ. Το διάβασε πολύ γρήγορα. Αυτό δεν ήταν άρθρο αλλά ευθύ κατηγορώ και δυσφήμιση. Το αίμα του άρχισε να βράζει. «Έγκυρες πηγές; Τα γεμάτα πίκρα λόγια της κα Μάρλοου.»
«Δεν με αφορούν αυτές οι αηδίες», είπε και πέταξε την εφημερίδα στο δρόμο με αγανακτισμένο ύφος. «Είναι τόσο εύκολο όλοι να κρίνουν, να συζητούν, μου φέρονται λες και έκανα έγκλημα. Άραγε θα με ρωτούσαν αν είχαν περάσει από την ίδια κόλαση;».
Ετοιμάστηκε να ανοίξει την πόρτα του αυτοκινήτου του και να φύγει.
-Τέρυ τι θα κάνεις αν αυτό επηρεάσει την καριέρα σου; Θα αφήσεις το θέατρο;
Ο Τέρενς δεν μίλησε και πάλι, έκλεισε την πόρτα και έφυγε πατώντας γκάζι. «Αλήθεια τι θα κάνω;» αναρωτήθηκε. Αλλά δεν το σκέφτηκε ιδιαίτερα ήταν ήδη πολύ αγχωμένος για το βράδυ που δεν ήθελε άλλα βάρη πάνω του.

Ο Τέρυ, ο Τέρυ μου

-Δεν έχει να πάει πουθενά και ιδιαίτερα μαζί σου, φώναξε ο Άρτσι στο Νηλ.
-Άρτσι, ηρέμησε, μπορείς και να έρθεις και εσύ αν θέλεις, δεν είναι μυστικό, χασκογέλασε ο Νηλ με έναν αέρα αδιαφορίας.
-Φυσικά και όχι, δεν σκοπεύω να γίνω «συνεργός» στο έγκλημα που ετοιμάζεις, είπε ο Άρσι και κοίταξε τον Νηλ με πύρηνα σχεδόν μάτια. Άστην ήσυχη!
-Εγώ απλώς μία πρόταση έκανα…, είπε ο Νηλ και ανασήκωσε αδιάφορα τους όμους του. Αλλά στο κάτω-κάτω Άρτσι αυτή δεν είναι δική σου απόφαση, συμπλήρωσε ήρεμα. Εσύ τι λες Κάντυ;
Η Κάντυ είχε πέσει σε σκέψεις. Τα μάτια της είχαν το σκοτάδι και την αμφιβολία μέσα τους. Δεν μπορούσε να πιστέψει τα λόγια του Νηλ. Ο Τέρυ να αφήνει τη Σουζάνα και να παλεύει για την αγάπη της Μονίκ; Όχι, όχι αυτό δεν ήταν αλήθεια, δεν μπορεί να ήταν αλήθεια, αν και όλα τα στοιχεία τώρα πανηγυρικά τη διέψευδαν. Τίναξε το κεφάλι της αλλά οι σκέψεις της δεν έφευγαν. Η Κάρεν της είχε πει ότι είχε μπλέξει, ότι είχε συνέχεια μελανιές, ότι ουσιαστικά δραπέτευε από το θέατρο τα βράδια. Η εφημερίδα μιλούσε για την ύπαρξη μίας δεύτερης γυναίκας. Ο Άρτσι αν δεν σκόπευε, αναγκάστηκε μετά τις αποκαλύψεις του Νηλ, να ομολογήσει ότι χτες βράδυ, τον είχε δει με τη Μονίκ σε αυτές τις κακόφημες γειτονιές. Ο Νηλ της διηγήθηκε τόσο εύκολα ότι η σχέση του Τέρυ με αυτήν την γυναίκα, που δούλευε σε αυτά τα μπαρ, δεν ήταν εφήμερη αλλά πήγαινε πίσω στο χρόνο, σ’έναν χρόνο που δεν γνώριζε και δεν της είχε μιλήσει ποτέ ο ίδιος για αυτό. Της είχε σκόπιμα αποκρύψει αυτή τη ζωή, όταν τον ρώτησε για τις μελανιές του και εκείνος καλύψε τον εαυτό του πίσω από μία εύκολη δικαιολογία, ένα πρόχειρο ψέμα που η Κάρεν τόσο εύκολα διέψευσε. Και ακόμα περισσότερο απόψε αγωνιζόταν για αυτήν, για να την κερδίσει, αφού πρώτα έσπασε όλα τα δεσμά του με το παρελθόν του. Το χέρι της άγγιξε την εφημερίδα «η διάλυση της υπόσχεσης» και μετά ασυναίσθητα σχεδόν το μυαλό της ταξίδεψε στην φυσαρμόνικα. Δύο πράξεις, μία αλήθεια.
Μα, μα, εκείνη τη νύχτα την κρατούσε στα χέρια του, την παρηγορούσε, τη φίλαγε, την παρακαλούσε «Μπορώ να τα αφήσω όλα, φτάνει να το ζητήσεις. Σε παρακαλώ, ζήτησε το». Η φωνή του μες το κεφάλι της ακουγόταν δυνατά, σιωπόντας τον κόσμο γύρω της. Όχι, όχι ήταν αδύνατο, δεν μπορούσε να συμβαίνει αυτό. Ξαφνικά μία σκέψη διαπέρασε το μυαλό της σαν ηλεκτρικό ρεύμα και την τίναξε. Την τίναξε τόσο πολύ που το σώμα της τραντάχτηκε ολόκληρο και η πλάτη της κόλλησε την καρέκλα ενώ τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα.
-Κάντυ; Φώναξε ο Άρτσι. Μα η Κάντυ δεν άκουγε. Απορροφημένη μέσα στους δικούς της συνειρμούς. «Έψαχνε μία διέξοδο, όταν εγώ δεν του την έδωσα, εκείνος στράφηκε…στην Μονίκ. Το ήξερε για αυτό μου έδωσε πίσω τη φυσαρμόνικα.» «Πάρτο, δεν το αξίζω», της είχε πει. «Ναι της το είχε πει. Όχι μία αυθόρμητη αντίδραση, αλλά ένα προμελετημένο έγκλημα». Τι ανόητη, τι ανόητη θέε μου. Πόσο δίκιο είχε ο Νηλ, ακόμα και αν ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που είχε δίκιο. «Ναι, πόσο ανόητη, ήταν» . «Νόμιζες ότι είσαι μεγαλύτερη από την ζωή την ίδια; Ποια νόμιζες ότι είσαι;» η εσωτερική φωνή την κορόιδευε. «Νόμιζα ότι…». Ξαφνικά σηκώθηκε από την καρέκλα της, τρέχοντας σχεδόν άρχισε να ανεβαίνει τις σκάλες για το δωμάτιο της χωρίς να βλέπει καν μπροστά της.
-Κάντυ..φωναξε ο Άρτσι αλλά ήξερε ότι δεν τον άκουγε. Στράφηκε στον Νηλ. «Ηλίθιε», του είπε με προσβλητικό ύφος, «Είναι η αλήθεια Άρτσι», είπε ο Νηλ και ξεφύσηξε. Κοίταξε πονηρά τον ξάδελφο του και μετά συμπλήρωσε: «Εσύ θα έπρεπε να το εκτιμάς αυτό». Ο Άρτσι δεν μίλησε.

Άνοιξε την πόρτα του δωματίου της και με διαλυμένα φτερά κάθησε στο πάτωμα με την πλάτη να ακουμπάει στην πόρτα.
«Νόμιζα, νόμιζα ότι μπορούσα…». «Νόμιζες ότι μπορείς να τον ελέγξεις; Χα, είσαι πάρα πολύ αφελής, Κάντυ Γουάιτ Άρντλευ. Η ζωή είναι τεράστια και σε ξεπερνά, σε διαγράφει, όπως έκανε και αυτός». «Όχι, όχι, μπορεί να είμαι ανόητη, ναι και αφελής αλλά δεν τα πιστεύω όλα αυτά, θέλω να μου πει την αλήθεια, θέλω να μάθω την αλήθεια, να με αντικρύσει». «Χα, χα, χα», η εσωτερική φωνή τώρα τρανταζόταν από τα γέλια. «Με ποια ιδιότητα;» ρώτησε. «Με ποια ιδιότητα;» η Κάντυ σχεδόν ένιωσε ότι ούρλιαζε.
«Παραδέξου το, παραιτήθηκες από τα πάντα, έμεινες μακριά από τα πάντα, του ζήτησες να σε ξεχάσει, το επιδίωξες, δεν στάθηκες ούτε μία στιγμή κοντά του, προτίμησες την φυγή, την εύκολη λύση, πίστεψες στις εφημερίδες και στα χαμόγελα, πίστεψες σε ένα ψέμα, όχι σε εκείνον» «Μα, ήξερες ποιος είναι και πως αντιδρά, τον αγάπησες για αυτό, πως μπόρεσες και πίστεψες; Πως;» η εσωτερική φωνή την κατηγορούσε. «Δεν είχα επιλογή, δεν είχα», απάντησε. «Και τώρα έχεις;». «Απόψε αγωνίζεται για μια άλλη γυναίκα, βάζει το σώμα, τη ψυχή και το πάθος του για αυτή, όχι για σένα. Εμπρός τρέξε να τον αντικρύσεις και να τον αντιμετωπίσεις ως η καμία που απέγινες.». «Πες του να κάνει και παλι το σωστό, να τρέξει πίσω στη Σουζάνα, πες του το!» φώναζε η φωνή με όλο της το είναι. Η Κάντυ έκλαιγε.
«Δε με νοιάζει, δεν με νοιάζει, ας είμαι και η καμία, και ας μην μπορώ πια να του πω τι να κάνει και τι όχι, αυτός είναι ο Τέρυ, ο Τέρυ μου, αν σκοτωθεί, αν πάθει κάτι…θα πεθάνω! Όχι, δεν με ενδιαφέρει, δεν με ενδιαφέρει τι λες, δεν σε ακούω άλλο». Με την ίδια φόρα που μπήκε, βγήκε από το δωμάτιο. Κατέβηκε τρέχοντας στο εστιατόριο. Ο Άρτσι με τον Νηλ είχαν χαλαρώσει. Μα ξαφνιάστηκαν και οι δύο όταν την είδαν πάνω από τα κεφάλια τους με μάτια κόκκινα σαν τη φωτιά και μία έκφραση αποφασιστικότητας που δεν έπαιρνε «όχι» για απάντηση.
-Νηλ, θα μας πας εκεί απόψε!
Ο Νηλ έγνεψε καταφατικά με χαιρέκακο ύφος και ο Άρτσι, ο Άρτσι δεν τόλμησε να μιλήσει.
Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
 
Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς
Επιστροφή στην κορυφή 
Σελίδα 1 από 2Μετάβαση στη σελίδα : 1, 2  Επόμενο
 Παρόμοια θέματα
-
» Οι ερωτευμένοι: Κάντυ και Τέρενς ΣΧΟΛΙΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΩΝ
» ΚΑΝΤΥ - ΤΕΡΥ Η ΚΑΝΤΥ ΑΛΜΠΕΡΤ ........... ΣΕ ΠΟΙΟΝ ΤΑΙΡΙΑΖΕΙ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ....;;;;;;;
» καντυ-καντυ!ευτυχισμενο τελος για ολους!!
» Κάντυ-κάντυ συνέχεια όπως την θυμάμαι!
» Τι δεν μας αρεσει τοσο στην Καντυ-Καντυ;

Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτήΔεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης
Candy-Candy :: Συζητήσεις :: Η δική σας πλοκή :: Ιστορίες των μελών μας-
Μετάβαση σε: