Αυτό είναι ένα αυτοτελές φικ και αφορά την πρώτη συνάντηση της Κάντυ με
τον πρίγκιπα του λόφου.
Ελπίζω να είστε επιεικής μαζί μου
. Θα ακολουθήσουν άλλα δύο φικ , που είναι μεγαλύτερα και θα μπουν σε συνέχειες. Ελπίζω να σας αρέσουν
Είσαι πιο όμορφη όταν γελάς……
Η Κάντυ , σήκωσε αργά το κεφάλι της, προς το μέρος που ακούστηκε η φωνή. Ένα ξανθό αγόρι με παράξενα ρούχα, της χαμογελούσε.
- Ποιος είσαι εσύ; Τον ρώτησε, ενώ σκούπιζε τα δακρυσμένα μάτια της. Και γιατί φοράς φούστα;
- Δεν είναι φούστα, της απάντησε. Το λένε κίλτ και είναι παραδοσιακή σκωτσέζικη στολή.
- Και αυτό που κρατάς , τι είναι;
- Αυτό είναι μουσικό όργανο και το λένε γκάιντα.
Το αγόρι, άρχισε να παίζει. Ο μελωδικός ήχος της γκάιντας, γαλήνεψε την Κάντυ.
- Λοιπόν, σου άρεσε; Την ρώτησε όταν σταμάτησε να παίζει.
- Πάρα πολύ, αν και ο ήχος ήταν πολύ παράξενος. Σαν σαλιγκάρια που κουνιούνται.
- Χαχα, σαλιγκάρια….. πολύ αστείο….
Η Κάντυ γέλασε και εκείνη.
- Τελικά, είχα δίκιο. Είσαι πολύ πιο όμορφη όταν γελάς. Για πες μου όμως, γιατί έκλαιγες;
Εκείνη του διηγήθηκε τι είχε συμβεί.
- Μην στεναχωριέσαι, της είπε. Η ζωή είναι τόσο απρόβλεπτη….. Είμαι σίγουρος πως κάποια μέρα οι δρόμοι σας θα ξανασυναντηθούν. Και τότε κανείς και τίποτα δεν θα σταθεί εμπόδιο στην φιλία σας.
- Σε ευχαριστώ που προσπαθείς να με κάνεις να νιώσω καλύτερα, όμως……
- Δεν με πιστεύεις, έτσι δεν είναι;
- Ξέρεις……
- Έλα μαζί μου, της είπε και την έπιασε αποφασιστικά από το χέρι.
- Που θα με πας;
- Θα δεις. Έλα.
Και ξεκίνησαν να περπατούν…….
***
- Αδελφή Μαρία, γύρισε η Κάντυ;
- Όχι κυρία Πόνυ, δεν ήρθε ακόμη.
- Ανησυχώ, λείπει πολύ ώρα. Ο Τζον μου είπε πως ήταν πολύ αναστατωμένη όταν έφυγε.
- Περίεργο….. Αφού πήρε γράμμα από την Άννυ. Εκτός και αν τα νέα δεν ήταν καλά.
- Δεν ξέρω. Γεγονός είναι πάντως πως ανησυχώ πολύ.
- Μην ανησυχείτε. Τώρα κιόλας θα πάω να την ψάξω. Είπε η αδελφή Μαρία και άνοιξε την πόρτα. Δεν πρόλαβε όμως να κάνει μερικά βήματα, όταν άκουσε τον Τζον να την φωνάζει.
- Αδελφή Μαρία, περιμένετε.
- Τι συμβαίνει Τζον;
- Σας παρακαλώ, πάρτε με μαζί σας. Πηγαίνετε να βρείτε την Κάντυ, έτσι δεν είναι;
- Ναι , μα δεν μπορώ να σε πάρω μαζί μου. Τα σύννεφα στον ουρανό έχουν πυκνώσει, σημάδι πως σε λίγο θα βρέξει. Δεν κάνει να είσαι έξω με τέτοιο καιρό. Θα αρρωστήσεις.
- Ανησυχώ για την Κάντυ και εγώ όπως και εσείς. Θέλω να βοηθήσω να την βρείτε.
- Μα ,Τζον…..
- Σας παρακαλώ αδελφή…. Σας παρακαλώ, την ικέτεψε και τα πρώτα δάκρυα άρχισαν να εμφανίζονται στο πρόσωπό του.
- Μην κλαίς σε παρακαλώ…. Καλά, ετοιμάσου. Θα έρθεις μαζί μου.
***
Η Κάντυ έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Πρώτη φορά αντίκριζε κάτι τέτοιο. Το αγόρι την είχε οδηγήσει στην όχθη μιας λίμνης. Οι αχτίδες του ήλιου που έπεφταν πάνω στα καταγάλανα νερά της, την έκαναν να αστράφτει σαν να ήταν ασημένια.
- Τι όμορφα που είναι εδώ…., είπε
- Αυτό είναι το αγαπημένο μου μέρος. Όταν νοιώθω βαριά την ψυχή μου, έρχομαι εδώ και μετά από λίγο όλα είναι τόσο, μα τόσο, διαφορετικά……
- Σε πιστεύω. Ήδη νιώθω πολύ καλύτερα.
- Και ακόμη δεν είδες τίποτα. Δωσ’ μου το χέρι σου.
Η Κάντυ υπάκουσε. Τότε το αγόρι την οδήγησε στην άκρη της λίμνης και αφού γονάτισαν στο χορτάρι, της είπε να κοιτάξει μέσα στο νερό.
- Τι βλέπεις; Την ρώτησε.
- Εμάς τους δυο, του απάντησε με αφέλεια.
- Για κοίτα καλύτερα, την προέτρεψε.
Και τότε έγινε κάτι απίστευτο. Το είδωλο του αγοριού , αλλά και το δικό της , εξαφανίστηκαν και την θέση τους πήραν πρόσωπα που ήξερε, αλλά και πρόσωπα που έβλεπε για πρώτη της φορά. Το σκηνικό έγινε ακόμη πιο παράξενο, όταν είδε τον εαυτό της, σε μεγαλύτερη ηλικία, να μοιράζεται στιγμές με το καθένα από αυτά. Μόλις συνειδητοποίησε το τι έβλεπε, σηκώθηκε και έκανε ένα βήμα πίσω, σοκαρισμένη.
- Δεν καταλαβαίνω….. τι σημαίνουν όλα αυτά…. Κατάφερε να ψελλίσει.
- Μην φοβάσαι, της είπε το αγόρι και της έπιασε τρυφερά το χέρι για να την καθησυχάσει.
- Εξήγησέ μου , σε παρακαλώ.
- Μακάρι να μπορούσα, αλλά δεν ξέρω ούτε και εγώ γιατί γίνεται αυτό. Το μόνο που ξέρω είναι ότι κάθε φορά που βλέπω πρόσωπα και καταστάσεις στα νερά της λίμνης, παίρνω δύναμη επειδή ξέρω ότι στα χρόνια που έρχονται έχω να ζήσω τόσα πολλά……
Η Κάντυ ξεπερνώντας το πρώτο σοκ, άρχισε να καταλαβαίνει τι εννοούσε το αγόρι. Όταν ξέρεις πως το μέλλον σου επιφυλάσσει τόσα πολλά πράγματα για να ζήσεις, παίρνεις την δύναμη που χρειάζεται για να ξεπεράσεις όλες τις δύσκολες καταστάσεις που ζεις στο παρόν. Στο παρόν !
- Θεέ μου, αναφώνησε η Κάντυ. Πόση ώρα είμαστε εδώ;
- Αρκετή νομίζω. Γιατί;
- Ξεχάστηκα και η κυρία Πόνυ και η αδελφή Μαρία, θα έχουν τρελαθεί από την ανησυχία. Πρέπει να φύγω.
- Θα σε γυρίσω εγώ πίσω, μην ανησυχείς. Πριν φύγουμε όμως…..
Το αγόρι, έβγαλε από την στολή του, κάτι σαν κόσμημα, και το έβαλε στο χέρι της.
- Για να μην με ξεχάσεις.
Εκείνη το κοίταξε με θαυμασμό.
- Σε ευχαριστώ πολύ, είναι υπέροχο. Θα το φυλάξω σαν πολύτιμο θησαυρό. Και δεν πρόκειται να σε ξεχάσω ποτέ, στο υπόσχομαι.
Εκείνος της χαμογέλασε γλυκά.
- Πάμε, της είπε. Σε λίγο θα σκοτεινιάσει. ΄
Την άρπαξε από το χέρι και άρχισαν να τρέχουν.
- Αλήθεια, δεν σε ρώτησα, πως σε λένε; Εμένα με λένε…….
Δεν κατάφερε να τελειώσει την φράση της. Σκόνταψε σε μια πέτρα και έπεσε στο έδαφος. Όλα σκοτείνιασαν. Όταν ξανάνοιξε τα μάτια της….
- Πως είσαι παιδί μου, ρώτησε όλο αγωνία η κυρία Πόνυ.
- Κυρία Πόνυ… αδελφή Μαρία…. Μα τι έγινε; Πως βρέθηκα εδώ;
- Σε έφερε η αδελφή Μαρία, μαζί με τον Τζον. Αργούσες να έρθεις, ανησυχήσαμε και ο Τζον μαζί με την αδελφή, βγήκαν να σε ψάξουν. Λίγο αργότερα σε βρήκαν πάνω στον λόφο λιπόθυμη και σε έφεραν πίσω.
- Και το αγόρι;
- Ποιο αγόρι παιδί μου;
- Το ξανθό αγόρι που ήταν μαζί μου, με την παράξενη στολή.
- Δεν ήταν κανένα αγόρι μαζί σου παιδί μου, είπε η αδελφή Μαρία. Μάλλον θα το φαντάστηκες. Καλύτερα να σε αφήσουμε να ξεκουραστείς. Θα ξανάρθουμε αργότερα.
Οι δυο γυναίκες έφυγαν, αφήνοντας την Κάντυ βυθισμένη στις σκέψεις της.
… Ώστε όλα ήταν απλά ένα όνειρο….., σκέφτηκε απογοητευμένη. Και όμως ήταν τόσο…..
Από τις σκέψεις της , την έβγαλε η φωνή του Τζον.
- Πως είσαι Κάντυ; Καλύτερα;
- Ναι Τζον, πολύ καλύτερα, σε ευχαριστώ. Πως και δεν κοιμάσαι τέτοια ώρα;
- Περίμενα να συνέλθεις, για να σου δώσω αυτό, της είπε και έβαλε στο χέρι της αυτό που κρατούσε.
Η Κάντυ μόλις το είδε, σάστισε. Ήταν αυτό που της είχε δώσει το ξανθό αγόρι στο όνειρό της. Στο όνειρό της;
- Που το βρήκες αυτό Τζον; Τον ρώτησε με λαχτάρα.
- Σου έπεσε από το χέρι, όταν σε σηκώσαμε από το σημείο που σε βρήκαμε, της απάντησε. Αλήθεια, που βρήκες κάτι τόσο όμορφο;
Εκείνη δεν απάντησε αμέσως. Έκλεισε το κόσμημα στις χούφτες τις και στις έφερε κοντά στο στήθος της. Στο μυαλό της ήρθε η μορφή του αγοριού.
….Είσαι πιο όμορφη όταν γελάς…….
- Σε ένα όνειρο Τζον, του είπε χαμογελώντας . Σε ένα όνειρο…….