Πρόλογος:
Πριν από πολλά χρόνια (ω ναι, πολλά...) όταν πήγα πρώτη γυμνασίου, θα έπαιρνα μέρος σε μια Χριστουγεννιάτικη γιορτή με το κατηχητικό ντυμένη αγγελάκι
Η γιαγιά μου μου είχε δώσει ένα ποίημα (εάν τυχόν το έχω ανεβάσει παλιότερα εδώ δεν το θυμάμαι καθόλου, το έψαξα και δεν βρήκα τίποτα)
Δεν θυμάμαι ποιος το έχει γράψει, ούτε και η γιαγιά μου θυμόταν, όμως μου το είχε γράψει όπως το θυμόταν κι εκείνη και το είχα απαγγείλει στη γιορτή....
Νομίζω ότι σαν παιδάκι δεν είχα καταλάβει γρι από τους στίχους
Κάπου έχω το χειρόγραφο της γιαγιάς... συγχωρήστε με, σίγουρα θα κάνω λάθη γιατί θα σας το γράψω όπως το θυμάμαι και σε κάποια σημεία θα υπάρχουν κενά, όμως θα τα συμπληρώσω μόλις βρω το χειρόγραφο της γιαγιάς μου....
Απλά θα ήθελα να σωθεί κάπου να υπάρχει γιατί δεν το έχω συναντήσει πουθενά στο διαδίκτυο, όσο κι αν το έψαξα
Το ποίημα (όπως το θυμάμαι αυτή τη στιγμή... θα διορθωθεί στο μέλλον)
Μεσάνυχτα. Κι ενώ πυκνό πέφτει στη γη το χιόνι
το δε σκοτάδι αγκαλιά μαύρη σαν πίσσα απλώνει
ακτινοστόλιστη μορφή απ'τα ψηλά προβάλει
μ'ένα βαρύτατο Σταυρό, μ'αγκάθια στο κεφάλι..
Ειν' ο Χριστός! Κι εφετεινός του κόσμου ταξιδιώτης
ήρθε να δει τι γίνεται και πάλι η ανθρωπότης
Περνάει δρόμους στενωπούς, χωράφια, πολιτείες
λάσπες, καλύβες, μέγαρα, μαρμάρινες πλατείες
ταβέρνες που εργατικοί σαν κτήνη ξενυχτούνε
επαύλεις που ξεγύμνωτα χορεύουν και γλεντούνε
κι αναστενάζει βλέποντας πώς ειν' η γη μας-σπίτι
με μια και μόνη λατρευτή Θεά. Την Αφροδίτη.
Στ'αυτιά του έξαφνα ηχούν καμπάνες Χριστουγέννων
από κωδονοστάσιον χρυσοεπαργυρωμένον
κι ακολουθώντας την βοή σε μια καθέδρα φτάνει
που πλέει μες την ψαλμουδιά, τα μύρα, το λιβάνι
κονίσματα κατάχρυσα εκεί λαμποκοπούνε
λαμπάδες μύριες καίουνε και τη φωταγωγούνε
Ποιος όμως θα το πίστευε, μόλις ο Θείος ξένος
στα σκαλοπάτια ζύγωσε σκυφτός κι αποσταμένος
κορώνες διαμαντόφορες, χρηματοφόροι δίσκοι
κουβέντες, φτιασιδώματα, σάτυροι νεανίσκοι
ορμούνε και του φράζουνε της εκκλησιάς την πύλη
γιατί και μέσα στο ναό κυριαρχεί η ύλη
Τρέχουν τα δάκρυα άφθονα απ'του Χριστού τα μάτια
που μας αφήνει φεύγοντας προς τ'άυλα παλάτια
ενώ κουνών την κεφαλή την καταματωμένη
και λόγος απ'το στόμα του γεμάτος πόνο βγαίνει:
"Αχ κόσμε! Ένας μου Σταυρός δεν σ'έφτασε
κι άλλος ως βλέπω χρειάζεται, ακόμα πιο μεγάλος"